12 Μαΐ 2020

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο: Πρεσβυτέρα Κυριακὴ Γ. Τσιτουρίδου

Γεννήθηκε τὸ 1870 καὶ παντρεύτηκε τὸ 1890 τὸν Γεώργιο Τσιτουρίδη ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ ἐφημέρευε στὸ χωριὸ τοὺς Τσόπλη ἢ Δερμιτζίκιοϊ τῆς Ὀρτοῦ (Κοτυώρων) τοῦ Πόντου. Ἀπέκτησαν ἔξι κόρες καὶ ἕνα γυιὸ ποῦ ἐκοιμήθη μικρός.
Ἡ πρεσβυτέρα Κυριακὴ ἦταν ἁπλή, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ ἐλεήμων. Πονοῦσε καὶ ἔκλαιγε ὅταν ἔβλεπε τὴν δυστυχία τῶν ἀνθρώπων. Εἶχε πάντα ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τῆς ὅπου εὕρισκαν φαγητὸ καὶ ζεστασιὰ οἱ φτωχοὶ καὶ πεινασμένοι, καὶ τόπο γιὰ νὰ μείνουν οἱ ξένοι.

Τὸ ἔτος 1903 ὁ παπα–Γιώργης μὲ τὴν οἰκογένειά του μετανάστευσε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριὸ Ἄταρα ἢ Ἀζάντα τῆς περιοχῆς Σοχοὺμ τῆς Γεωργίας. Ἦταν ὁ μοναδικὸς ἱερέας τῆς περιοχῆς ὅπου ζοῦσαν πολλοὶ Ἕλληνες πρόσφυγες. Λειτουργοῦσε, βάπτιζε, στεφάνωνε καὶ διάβαζε τοὺς ἀρρώστους. Στὸ σπίτι τοῦ κατέφευγαν κάθε μέρα δεκάδες πρόσφυγες ποῦ δὲν εἶχαν “ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίναι”. Ἡ πονόψυχη πρεσβυτέρα ἀκούραστη ζύμωνε, μαγείρευε καὶ ἔτρεφε ὅλους τους φτωχοὺς ποῦ κατέφευγαν στὸ σπίτι τους. Τοὺς ἀγαποῦσε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε σὰν παιδιά της. Ἐπειδὴ δὲν χωροῦσαν νὰ φιλοξενηθοῦν ὅλοι στὸ μικρό τους σπιτάκι, ζήτησε ἀπὸ τὸν παπα–Γιώργη νὰ φτιάξη ἕνα μεγάλο ξενώνα καὶ ἔτσι μποροῦσε νὰ φιλοξενῆ μέχρι ἑκατὸ ἄτομα.

Ἡ εὐλαβὴς πρεσβυτέρα, ἐνῶ ἔτρεφε τόσα πεινασμένα στόματα, ἡ ἴδια ἔκανε κάθε μέρα ἐνάτη. Μέχρι τὸν Ἑσπερινὸ δὲν ἔτρωγε καὶ δὲν ἔπινε τίποτε. Πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, ἔπαιρνε ἀντίδωρο καὶ μετὰ ἔτρωγε. Κρέας καὶ ἀρτύσιμα δὲν ἔτρωγε παρὰ μόνο λαχανικὰ καὶ φροῦτα. Περνώντας μιὰ μέρα μὲ τὸν παπα – Γιώργη ἔξω ἀπὸ ἕνα κοιμητήρι τοῦ Σοχούμ, ζήτησε ὅταν πεθάνη νὰ τὴν θάψη σὲ αὐτὸ τὸ κοιμητήριο. Ὁ παπὰς ἀπόρησε γιατί ἦταν...
νέα, περίπου 40 ἐτῶν. Σὲ λίγες μέρες ποῦ ἀρρώστησε καὶ ἐκοιμήθη, τὴν ἔθαψαν κατὰ τὴν ἐπιθυμία τῆς σ' ἐκεῖνο τὸ κοιμητήρι. 

Ἑπτὰ χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή της τὴν εἶδε ὁ παπα–Γιώργης στὸν ὕπνο του νὰ τοῦ λέγη: «Ἑπτὰ χρόνια δὲν βαρέθηκες νὰ μὲ ἔχης κάτω ἀπὸ τὴν γῆ; Νὰ ἔρθης νὰ μὲ βγάλης». Αὐτὸ τὸ ὄνειρο τὸ εἶδε ἐπανειλημμένως. Ἐπίσης ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὸ Μοναστήρι Νόβα φὸν στὴν Τράντα κάθε βράδυ ἔβλεπε φῶς νὰ κατεβαίνη στὸν τάφο της καὶ ἄκουγε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέη: «Νὰ ρθῆς στὸ νεκροταφεῖο νὰ μὲ βγάλης». 

Πράγματι ἔγινε ἡ ἀνακομιδή. Εἶδαν τότε ὅτι δὲν ὑπῆρχε χῶμα πάνω ἀπὸ τὰ ὀστᾶ της καὶ ἀπὸ κάτω ὑπῆρχε νερό. Μιὰ εὐωδία ξεχύθηκε καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι τὸ δεξί της χέρι, ὅπου φοροῦσε τὴν βέρα της, τὸ αὐτί της καὶ τὴν καρδιά της νὰ εἶναι ἄφθαρτα, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ὀστᾶ νὰ εἶναι χρυσοκίτρινα. 

Τὸ ἄφθαρτο χέρι καὶ τὴν καρδιὰ τῆς τὰ πῆρε ὁ καλόγερος τῆς Τράντας, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ὀστᾶ τῆς σήμερα φυλάγονται στὴν ἁγία Πετρούπολη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.