26 Μαΐ 2020

1992: Ἡ πρώτη ἐλεύθερη Ἀνάσταση στὴ Βόρειο Ἤπειρο

Ἡ Ἀλβανία κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος ὑπῆρξε τὸ μοναδικὸ συνταγματικὰ ἀθεϊστικὸ κράτος στὸν κόσμο, κατὰ τὴν περίοδο 1967-1990. Τὴν περίοδο αὐτὴ ἀπαγορεύθηκε κάθε θρησκευτικὴ ἱεροπραξία, καταστράφηκαν ἐκ θεμελίων οἱ περισσότεροι τόποι λατρείας, ἐνῶ ἀπεσχηματίστηκαν ὅλοι οἱ ἱερεῖς, καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐξορίστηκαν ἢ πέθαναν μαρτυρικὰ στὶς φυλακές. Ἀπὸ τὸ 1976 ἐπίσης ἀπαγορεύθηκαν διὰ νόμου ὅλα τὰ χριστιανικὰ ὀνόματα.
Ἡ ἀπαγόρευση αὐτὴ ἔπληξε ὅλους τούς ἀλβανοὺς πολίτες, ἀλλὰ ἰδιαίτερά τους βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς μας, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἦταν βασικὸ συστατικό τῆς ἐθνικῆς τους ἰδιοπροσωπίας. Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ Κόμματος Ἐργασίας τῆς Ἀλβανίας ἦταν: «Κύριος σκοπὸς τοῦ κράτους εἶναι ἡ παραγωγή. Ὅποιος δὲν παράγει, ὅπως οἱ ἱερεῖς, δὲν ἔχει θέση στὴ νέα μας κοινωνία». Ἔτσι μέχρι τὸ 1990 οἱ ἀδελφοί μας ἔμεναν ἀβάπτιστοι, ἀστεφάνωτοι, ἀλειτούργητοι, ἀκήδευτοι, (μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις ἱερέων πού μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους τελούσανν κρυφὰ κάποια μυστήρια). 
Τὸ 1990 ὡστόσο τὸ καθεστὼς ἀρχίζει νὰ καταρρέει. Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους μαρτυρεῖται τὸ πρῶτο ἄνοιγμα ἐκκλησίας (χωρὶς νὰ τελεστεῖ θεία Λειτουργία) στὴν Ἀλβανία, στὸ χωριὸ Μπομποστίτσα τῆς Κορυτσᾶς, ἀπὸ τὸν δάσκαλο Σωτήριο Μπαμπούλη, παρὰ τὶς ἀπειλὲς τῶν ἀρχῶν. Κάτι ἀντίστοιχο γίνεται καὶ στὶς 11 Δεκεμβρίου (ἑσπερινός τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος) στὴ Δερβιτσάνη Ἀργυροκάστρου, μὲ τὸν ἀποσχηματισμένο ἱερέα π. Μιχαὴλ Ντάκο, τὴν ἴδια ἡμέρα πού στοὺς...
Ἁγίους Σαράντα, στὰ σύνορα, πέφτουν νεκρὰ 4 παλλικάρια ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀλύκο στὴν προσπάθειά τους νὰ διαφύγουν στὴ μάνα Ἑλλάδα, γεγονὸς ποῦ προκαλεῖ τὴν πρώτη μαζικὴ δυναμικὴ διαμαρτυρία κατὰ τοῦ καθεστῶτος. Ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία τελεῖται στὴ Δερβιτσάνη τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν π. Μιχαήλ, μὲ ἱερὰ ἄμφια καὶ σκεύη ποῦ μετέφεραν ραμμένα στὰ ροῦχα τοὺς μυστικά, 2 μέλη τῆς ΣΦΕΒΑ τὴν παραμονή. Τὰ Θεοφάνεια τοῦ 1991 ἑορτάζονται πανηγυρικά, μὲ ἑκατοντάδες πιστοὺς στὴν Κορυτσά, στὴν ὕπαιθρο, (καθὼς δὲν ὑπάρχει ναός), ἀπὸ τὸν π. Χρῆστο ὁ ὁποῖος ψάλει ἑλληνικὰ καὶ ἀλβανικὰ τὸ «Ἐν Ἰορδάνη» 

Ἀρχὲς τοῦ 1991 ὁρίζεται ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς Ἔξαρχος, ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος, ποῦ εἰσέρχεται στὴν Ἀλβανία τὸν Ἰούλιο τοῦ 1991 καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ ἑπομένου ἔτους ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας. Τὸ Πάσχα τοῦ 1991 τελοῦνται ἀκολουθίες σὲ λίγα μέρη, ἀπὸ τοὺς 15 περίπου ἐπιζήσαντες ἱερεῖς τοῦ καθεστῶτος, ἐνῶ περίπου 1500 Βορειοηπειρῶτες μεταβαίνουν στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἀκούσουν Ἀνάσταση. Τὴν χρονιὰ αὐτὴ τελεῖται γιὰ τελευταία φορὰ ἀνάσταση στὸ ἀκριτικὸ χωριὸ Μαυρόπουλο, στὰ σύνορα, ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ γιὰ νὰ ἀκούσουν οἱ ἀδελφοί μας μὲ μεγάφωνα τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα. Μέσα στὴ χρονιά, πολλοὶ ἱερεῖς ἀπὸ τὶς Μητροπόλεις Κονίτσης, Φλωρίνης καὶ Καστοριᾶς, συνδράμουν τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν μαζὶ μὲ ἱερεῖς , συλλόγους καὶ ἀδελφότητες ἀπὸ ἄλλες περιοχές, κυρίως τῆς Βορείου Ἑλλάδος. 

Τὸ Πάσχα τοῦ 1992, τὸ καθεστὼς ἔχει πιὰ καταρρεύσει καὶ γιὰ 1η φορὰ ὑπάρχει ἐλευθερία τέλεσης τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Βεβαίως ἡ ἔλλειψη ἱερέων εἶναι τεράστια, καθὼς οἱ λίγοι κληρικοὶ δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες, ἐνῶ καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα εἶναι δύσκολο νὰ ἔλθει βοήθεια, καθὼς ὅλοι οἱ ἱερεῖς εἶναι ὑπεραπαραίτητοι στὶς ἐνορίες τους. Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἀπασχολεῖ ἔντονα τὸν Μητροπολίτη Κονίτσης ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει στὴ σκέψη ὅτι οἱ ἀδελφοί μας θὰ μείνουν ἀλειτούργητοι καὶ ἐκεῖνο τὸ ΠΑΣΧΑ. Ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ πάει ἂν καὶ τὸ ποθεῖ, καθὼς εἶναι persona non grata γιὰ τὴν Ἀλβανία. Ἡ ἀγάπη τοῦ ὅμως γιὰ τοὺς Βορειοηπειρῶτες τὸν ὠθεῖ νὰ παρακαλέσει τοὺς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς του νὰ κάνουν μιὰ μεγάλη θυσία. Νὰ ἀφήσουν αὐτὸ τὸ Πάσχα, τὰ χωριὰ καὶ τὶς οἰκογένειές τους γιὰ νὰ μεταδώσουν τὸ Ἅγιο Φῶς καὶ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στὰ ἀδέλφια μας, στὴν ἄλλη πλευρὰ τῶν συνόρων. 

Μετὰ ἀπὸ συνεννόηση, 20 ἱερεῖς (περίπου οἱ μισοί της Μητροπόλεως), ἑτοιμάζονται νὰ κάνουν Ἀνάσταση στὴ Βόρειο Ἤπειρο. Ἀνάμεσά τους ὁ π. Κοσμᾶς, ἡγούμενος τώρα τῆς Μονῆς Στομίου, ὁ π. Διονύσιος Τάτσης, ὁ π. Χριστόδουλος, ὁ π. Νικόλαος, ὁ π. Ἀθανάσιος, ὁ π. Κωνσταντῖνος, κ.α. Μαζί τους καὶ κάποια μέλη τῆς ΣΦΕΒΑ ποῦ εἴμαστε τότε στὴν Κόνιτσα, γιὰ νὰ τοὺς συνοδεύσουμε ὡς ψάλτες καὶ νεωκόροι (κάτι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο ὅπως φάνηκε στὴν συνέχεια). Στὶς 2 τὸ μεσημέρι τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, συγκεντρωνόμαστε στὰ σύνορά της Κακαβιᾶς, ὅλη ἡ ὁμάδα, περίπου 32 ἀτόμα , κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Ὁ π. Κοσμᾶς μεταβαίνει στὸ Ἀργυροκάστρο γιὰ νὰ πάρει τὴν τυπικὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Ἐξάρχου. Στὰ σύνορα ἐπικρατεῖ χαμός. Κλοῦβες τῆς ἀστυνομίας ἀπελαύνουν φυγάδες, ἐνῶ ἑκατοντάδες περιμένουν νὰ μποῦν στὴ χώρα μας. Οἱ ἀστυνομικοὶ καὶ οἱ στρατιῶτες εἶναι σὲ ὑπερένταση μὲ τὰ ὄπλα προτεταμένα. Ὡστόσο μαθαίνοντας τὸν σκοπὸ τῆς ἐξόδου μας, μᾶς ἀφήνουν χωρὶς πολλὲς διατυπώσεις. Πιὸ δύσκολα τὰ πράγματα στὴν ἀλβανικὴ πλευρὰ ὅπου μας καθυστεροῦν ἀρκετὰ μέχρι νὰ ἐπιτρέψουν νὰ μποῦμε μὲ ὁμαδικὴ κατάσταση, καθὼς σχεδὸν κανείς μας δὲν εἶχε διαβατήριο. Παρὰ τὴ δυσκολία, φιλοδωροῦμε μὲ λαμπάδες καὶ τσουρέκια τοὺς Ἀλβανοὺς φρουροὺς ποῦ τὰ δέχονται μὲ ἔκπληξη 

Περίπου στὶς 3.30 εἰσερχόμαστε στὰ ἁγιασμένα ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου. Γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ μᾶς ἐπρόκειτο γιὰ τὴν πραγματοποίηση ἑνὸς πόθου, ἑνὸς ὀνείρου γιὰ τὸ ὁποῖο ἀγωνιζόμασταν πάνω ἀπὸ 10 χρόνια. Νὰ ἐπισκεφτοῦμε ὡς προσκυνητές, ἐδάφη ἑλληνικὰ στὰ ὁποῖα ζοῦσαν ἀδελφοὶ βασανισμένοι, πονεμένοι, ἀδικημένοι. Ἡ πραγματικότητα ποῦ ἀντικρίζαμε ξεπερνοῦσε καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ φαντασία. Ἕνας ὁλόκληρος λαὸς βρισκόταν 50 χρόνια πίσω. Μὲ τὸν μουντὸ καὶ βροχερὸ καιρὸ ποῦ σκέπαζε τὸν κάμπο τῆς Δρόπολης ἦταν σὰν νὰ βλέπαμε ἀσπρόμαυρη ταινία τῆς δεκαετίας τοῦ 1940 καὶ ὁ χρόνος νὰ εἶχε σταματήσει ἐκεῖ. Τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, γέρων καὶ νέων, σκαμμένα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, φοβισμένα καὶ ἀγριεμένα. Οἱ δρόμοι κατεστραμένοι, καρόδρομοι μὲ 2,5-3 μέτρα πλάτος ποῦ δὲν χωροῦσε νὰ περάσουν 2 ἁμάξια μαζί, ἂν καὶ σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ δὲν ἀντικρίσαμε πάνω ἀπὸ 10 ἁμάξια, καὶ αὐτὰ κινέζικα καὶ ρώσικα πεπαλαιωμένα. 

Τὰ ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα ὑπῆρχαν ἀκόμη σὲ ὁρισμένα σημεῖα, ἐνῶ μείναμε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, ἀντικρίζοντας τὰ ἑκατοντάδες πολυβολεῖα, μισητὸ σύμβολο τῆς παράνοιας τοῦ καθεστῶτος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὰ μέλη τῆς Ὁμόνοιας μοιραζόμαστε στὰ διάφορα χωριὰ καὶ 5-5 μαζὶ μὲ τὶς βαλίτσες μὲ τὰ ἄμφια καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη, στριμωχνόμαστε στὰ λίγα διαθέσιμα αὐτοκίνητα. Μὲ τὸν π. Ἀθανάσιο ἀποβιβαζόμαστε στὸ χωριὸ Τεριαχάτι, 25 λ. ἀπὸ τὰ σύνορα, ὅπου ἤδη ἔχει γίνει ἡ εἰδοποίηση : «Θὰ ἔχουμε ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ τὸ βράδυ!». Φιλοξενούμαστε στὸ σπίτι τοῦ κ. Κώστα καὶ τῆς κ. Ἕλλης, ποῦ μᾶς ἀνοίγουν, ὄχι ἁπλὰ τὸ σπίτι, ἀλλὰ τὴν καρδιά τους. Σὲ 5 λεπτὰ στρώνουν τραπέζι καὶ μᾶς φέρνουν ὅτι ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν. Μᾶς φέρνουν ἀκόμη καὶ κρέας καὶ ἀποροῦν ἀκούγοντας γιὰ τὴ νηστεία. «Τί εἶναι αὐτό, τί νόημα ἔχει;» Ὡστόσο ἀμέσως τὸ ἀναπληρώνουν μὲ μέλι, καρύδια, φροῦτα, ψωμί. Ἡ τηλεόραση (ἀπὸ τὶς λίγες στὸ χωριὸ) εἶναι μονίμως ἀνοιγμένη στὴν ΕΡΤ ποῦ τώρα πιὰ τὴν παρακολουθοῦν χωρὶς φόβο. Μᾶς διηγοῦνται πολλά, γιὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ἐκκλησιῶν, τὶς διώξεις, τὶς ἐκτελέσεις τῶν πατριωτῶν, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς συμφορὲς ποῦ βρῆκαν ὅσους ἕλληνες κομμουνιστὲς πρωτοστάτησαν στὸ γκρέμισμα τῶν ναῶν. Πῶς νὰ χωρέσεις ἀλήθεια, 50 χρόνια πόνου καὶ δακρύων σὲ μία ὥρα; Μὲ τοὺς δημογέροντες τοῦ χωριοῦ γίνεται σύσκεψη γιὰ τὸ ποῦ θὰ τελεσθεῖ ἡ Ἀνάσταση. Στὸν Ἅγιο Γεώργιο στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ, πού εἶναι πιὸ βολικὸ γιὰ τοὺς γεροντότερους ἀλλὰ ἡ ἐκκλησία εἶναι κατεστραμένη, ἢ στὴν Ἁγία Παρασκευὴ ποῦ εἶναι μακρύτερα ἀλλὰ ὁ ναὸς σώζεται σὲ καλύτερη κατάσταση. Μὲ τὸν καιρὸ νὰ εἶναι βροχερός, ἐπιλέγεται ἡ 2η περίπτωση.(Μία πανέμορφη πετροκτίστη ἐκκλησία, ξακουστὸ προσκύνημα στὴ Δρόπολη καὶ παλιότερα ἀλλὰ καὶ τώρα πού στὴ μνήμη τῆς Ἁγίας, συγκεντρώνει χιλιάδες κόσμου.) Κάνουμε μία μικρὴ βόλτα στὸ χωριό. Στοὺς τοίχους μισοσβησμένα τὰ συνθήματα τοῦ καθεστῶτος, «Lavdi Marxismit- Leninizmit» (Δόξα στὸν Μαρξισμὸ Λενινισμό), ἐνῶ ἕνας δάσκαλος μᾶς δείχνει τὸ ἀναγνωστικὸ πού διαβάζαν τὰ ἑλληνόπουλα: «Κόμμα μάνα μου γλυκιὰ σ ἀγαπῶ καὶ μ ἀγαπᾶς! Θὰ γενῶ ὅτι θὲς ἐσύ, Κόμμα μάνα μου χρυσή!». Τραγικὰ ἀπομεινάρια μιᾶς ζοφερῆς ἐποχῆς ποῦ στοιχειώνει ἀκόμη τοὺς κατοίκους. Τὸ ρεῦμα κομμένο στὸ χωριό, μᾶς ἐνημερώνουν ὅτι ἔχουν 2-3 ὧρες τὴν ἡμέρα! 

Οἱ κάτοικοι μαλώνουν ποιὸς θὰ μᾶς πάρει σπίτι του. Δυσκολευόμαστε νὰ τοὺς πείσουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ φᾶμε πρὶν τὴ Θεία Λειτουργία. Μετὰ ἀπὸ σύντομη ξεκούραση ξεκινᾶμε στὶς 10 τὸ βράδυ κουβαλώντας καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, καθὼς στὸ χωριὸ δὲν ὑπῆρχε ἀπολύτως τίποτα. Ἡ συγκίνησή μας εἶχε κορυφωθεῖ. Εἴμασταν ἀνάμεσα στὰ ἀδέλφια μας καὶ θὰ ζούσαμε τὴν πρώτη ἐλεύθερη Ἀνάσταση μετὰ ἀπὸ 25 χρόνια. Ἡ κούραση καὶ ὁ κακοτράχαλος δρόμος λίγο μας ἐνοίαζαν. Σχεδὸν ὅλο τὸ χωριὸ ἀκολουθοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι, μὲ αὐτοσχέδια φαναράκια, δημιουργώντας μιὰ φωτεινὴ ἀνθρώπινη ἁλυσίδα, ἕνα θέαμα φαντασμαγορικὸ μέσα στὸ σκοτεινὸ κάμπο τῆς Δρόπολης. Σὲ 25 λεπτὰ φτάσαμε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ὅλοι φοροῦν τὰ γιορτινά τους. Ἕνας ἡλικιωμένος, ψάλτης στὰ νιάτα του βοηθάει στὸ ἀναλόγιο. Θυμᾶται ἀρκετὰ καλὰ τὸ τυπικὸ καὶ ἔχει μαζί του ἕνα Μέγα Ὡρολόγιο ποῦ κρατοῦσε κρυμμένο καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του ἀκόμη, ὅπως μου λέει ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. 

?Μετὰ τὸν κανόνα καὶ τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς», ὁ π. Ἀθανάσιος βροντοφωνάζει τὸ Χριστὸς Ἀνέστη! Στὰ πρόσωπα ὅλων εἶναι ἔκδηλη ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση. Οἱ παλαιότεροι δακρύζουν, οἱ νεότεροι κοιτοῦν μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοιχτα. ¨Όλα εἶναι πρωτόγνωρα γιὰ αὐτούς. Ἕνα παιδὶ προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποῦ φέραμε μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ ρωτᾶ μὲ ἀφέλεια. «Ποιὸ εἶναι τὸ παιδάκι ποῦ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἡ γυναίκα αὐτή, παππούλη;». Ἡ κατήχηση ἐδῶ πρέπει νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὰ πιὸ βασικά! Καὶ ὅμως σὲ ἀντίθεση μὲ ὅτι συμβαίνει ἐδῶ, κανένας δὲν ἔφυγε μετὰ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη! Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπάρχουν καθίσματα, οἱ 300 περίπου παρόντες μένουν στὸ ναὸ γιὰ τὶς 3 ὧρες τῆς ἀκολουθίας. Ὁ ψάλτης τοῦ χωριοῦ στὸν Ἀπόστολο, τὸ Πιστεύω καὶ τὸ Πάτερ Ἠμῶν, στέκεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ καὶ ὑποβλητικὰ ἀπαγγέλει τὰ ἱερὰ κείμενα. Αἰσθάνομαι ἀνάμεσα σὲ ἀδελφοὺς πού μία σκληρὴ μοίρα μας κράτησε μακριά. Ὡστόσο ἡ ψυχρολουσία ἔρχεται τὴν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας! Κοινωνῶ μόνος μου καθὼς δὲν προσέρχεται κανείς. Ὁ π. Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ κοινωνήσει μόνο ὅποιος εἶναι βαπτισμένος καὶ στεφανωμένος ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἔχει νηστέψει τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ τὸ Μεγάλο Σάββατο. Ἐξαίρεση μπορεῖ νὰ γίνει μόνο ἂν ὑπάρχει κάποιος βαριὰ ἄρρωστος(ἀλλὰ βαπτισμένος) στὸ χωριό. Ἄγνωστα πράγματα γιὰ τοὺς περισσότερους. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη συνειδητοποιῶ τὴ ζημιὰ ποῦ ἔκανε τὸ καθεστὼς στοὺς ἀδελφούς μας. Πράγματα δεδομένα γιά μας, εἶναι παντελῶς ἄγνωστα σὲ συνέλληνες, ὄχι στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόλις 10 χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ σύνορά μας. 

Μὲ τὴν ἀπόλυση, παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ὥρας, 2-3 πυροτεχνήματα καὶ ὁ ἠπειρώτικος σκοπὸς μὲ κλαρίνο «Δέλβινο καὶ Τεπελένι » δίνουν μιὰ μικρὴ γεύση γιὰ τὸ γλέντι πού θὰ ἀκολουθήσει τὴν αὐριανὴ ἡμέρα. 

Στὸ σπίτι ἐπιστρέφουμε στὶς 3.30 π.μ. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἔχει καθαρίσει κάπως καὶ ἡ φωτεινὴ ἁλυσίδα μὲ τὰ φαναράκια πού φωτίζουν τὰ χαρούμενα πρόσωπα ὅλων, μᾶς ἀφήνει μιὰ νότα ἐλπίδας, πῶς ἀπὸ τὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς πνευματικῆς καὶ ἐθνικῆς σκλαβιᾶς προχωροῦμε πιὰ στὸ χάραμα μιᾶς καινούργιας, φωτεινῆς, μέρας. Ἀπέναντί μας στὸ βουνὸ ἀλλὰ καὶ παραδίπλα, κάποια ἄλλα φωτάκια δείχνουν πῶς οἱ ἀδελφοί μας στὰ ἄλλα χωριά, στὴ Γλίνα, τὴν Ἐπισκοπή, στὰ Σωφράτικα, στὸ Γεωργουτσάτι, ἔχουν τελειώσει καὶ αὐτοὶ τὴν Ἀνάσταση! 

Στὸ σπίτι ἡ κ. Ἕλλη ἔχει στρώσει πλούσιο τραπέζι. Ἀθάνατη ἠπειρωτικὴ φιλοξενία! Ἀποροῦμε ποῦ τὰ βρήκανε ὅλα μέσα στὴ φτώχειά τους. (Ἐκ τῶν ὑστέρων μάθαμε ὅτι συνέδραμε ὅλο τὸ χωριό, καὶ ὅτι τὰ παιδιὰ δὲν καθίσανε μαζί μας ὄχι γιατί νυστάζανε ἀλλὰ γιὰ νὰ φτάσει τὸ φαγητὸ γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες!) 

Κοιμόμαστε γιὰ 2 ὧρες μόνο, ὡς τὶς 6.00 τὸ πρωί. Ὁ π. Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ γυρίσει στὸ χωριό του γιὰ νὰ κάμει 2η Ἀνάσταση καὶ νὰ γιορτάσει μὲ τὴν οἰκογένειά του. Χαιρετοῦμε συγκινημένοι τοὺς οἰκοδεσπότες μας, ἀφήνοντας ἕνα μικρὸ δῶρο γιὰ τὴν ἀγάπη τους καὶ μὲ ἕναν πρόθυμο χωριανὸ κατευθυνόμαστε στὰ σύνορα. Ἐκεῖ τὸ τελωνεῖο εἶναι κλειστό. Μὲ πολλὰ παρακάλια μᾶς ἀνοίγουν, ἐνῶ ὁ ἕλληνας φαντάρος ἀγουροξυπνημένος ἀπορεῖ. «Ἀπὸ ποῦ ξεφυτρώσατε ἐσεῖς;». Μετὰ ἀπὸ ἀναμονὴ γιὰ νὰ βρεθεῖ μεταφορικὸ μέσο, ἐπιστρέφουμε στὴν Κόνιτσα στὶς 9.30 τὸ πρωί. Μὲ ἐντολὴ τοῦ δεσπότη πηγαίνουμε στὴ Μητρόπολη, γιὰ νὰ τὸν ἐνημερώσουμε γιὰ τὰ γεγονότα. Ἔχει μεγάλο πόθο καὶ ἀγωνία νὰ μάθει τὰ καθέκαστα. (Ἀργότερα μάθαμε ἀπὸ τὸν μετέπειτα διάδοχό του π. Ἀνδρέα Τρεμπέλα, ὅτι ἐκείνη τὴ νύχτα σχεδὸν δὲν κοιμήθηκε καθόλου, προσευχόμενος νὰ πᾶνε ὅλα καλὰ καὶ νὰ προστατεύσει ὁ Θεὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ λαϊκούς της ἀποστολῆς, γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν ὁποίων αἰσθανόταν ὑπεύθυνος). Μὲ πολλὴ χαρὰ ἔμαθε ὅτι ὅλα κύλησαν ὁμαλὰ καὶ μᾶς εὐλόγησε ἱκανοποιημένος. 

Τὴν πρώτη αὐτὴ ἀποστολὴ ἀκολούθησαν δεκάδες ἄλλες (πάνω ἀπὸ 250) στὴ Βόρειο Ἤπειρο, στὶς ὁποῖες ζήσαμε χαρές, λύπες ἀλλὰ καὶ στιγμὲς ἐθνικῆς ἀνάτασης καὶ μεγαλείου κοντὰ στὰ ἀδέλφια μας. Τὰ βιώματα ὅμως ἐκείνης, τῆς πρώτης φορᾶς, πού ἑορτάσαμε πανηγυρικὰ τὴν νίκη τοῦ φωτὸς ἀπέναντι στὸ σκότος, τὴ νίκη τῆς ἀλήθειας ἀπέναντι στὸ ψέμα, τὴ νίκη τοῦ ὑβρισμένου καὶ φυλακισμένου Χριστοῦ ἀπέναντι στοὺς σύγχρονους σταυρωτές του, σημάδεψαν τὴ ζωή μας καὶ μᾶς συνέδεσαν μὲ ἀκατάλυτο πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τοὺς Βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς μας. 
Himara.gr

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.