26 Ιαν 2020

Σταυρὸς καὶ ντουφέκι. Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἡ Ἑλλάδα

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος-Κιλκίς
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1964, ὁ Ἠλίας Βενέζης, ὁ σπουδαῖος λογοτέχνης μας καὶ ἀκαδημαϊκός, ἐκφώνησε λόγο στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν μὲ τίτλο «τὸ πάθος τῶν Φιλικῶν».
Στὸν ἐπίλογο τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀναφέρθηκε στὸν θάνατο ἤ, καλύτερα, στὴν «ὀσιακὴ κοίμηση» τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, τοῦ ἀθάνατου ἀρχηγοῦ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. 
Διαβάζω: 
«Ὅταν οἱ Αὐστριακοὶ ἀποφυλάκισαν τὸν πρίγκηπα ἦταν πιὰ ἀργά. Λίγες μέρες μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης πέθανε στὴν Βιέννη, στὶς 9 Ἰανουαρίου τοῦ 1828. Ἑτοιμοθάνατο τὸν βρῆκε ὁ συμπολεμιστὴς τοῦ τοῦ Ἱεροῦ Λόχου, ὁ Λασάνης. Τοῦ ἔφερε τὴν ἐφημερίδα τοῦ τόπου, τον “Αυστριακὸν Παρατηρητήν”. 
- Τι νέα γράφουν; ρώτησε ἀργὰ τὸν Λασάνη ὁ πρίγκηψ. 
- Ο Καποδίστριας ἔφθασε στὴν Μάλτα. Μία φρεγάδα ἀγγλικὴ τὸν περιμένει νὰ τὸν μεταφέρει στὴν Ἑλλάδα, τοῦ ἀποκρίθηκε. 
- Ας ἔχει δόξαν ὁ Θεός, μουρμούρισε ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. 
Ἄρχισε νὰ ψελλίζει τὸ Πάτερ Ὑμῶν. Ἀλλὰ πρὶν τελειώσει τὴν προσευχή του, εἶχε ξεψυχήσει». (Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Πανηγυρικοὶ Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν γιὰ... τὴν 28η Οκτ. 1940, σέλ. 399). 

Τί διαβάζουμε ἐδῶ; Τὸ ὀσιακὸ τέλος ἑνὸς πραγματικοῦ Ἕλληνα, ἑνὸς ἀληθινοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Τὸ διαβάζεις καὶ μουρμουρίζεις «τὴν εὐχή σου νὰ ἔχουμε, ἀρχηγέ», ὅπως αὐθόρμητα λέμε ὅταν ἀναχωροῦν, γιὰ τὴν αἰωνιότητα περιώνυμοι γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητά τους Γέροντες, ὅπως πρόσφατα ὁ ὀσιακὴς μνήμης Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Φιλοθεϊτης. 

Δοξάζει τὸν Θεό, ὅταν ἀκούει πὼς ὁ Καποδίστριας, ἄλλος φιλόθεος καὶ φιλόπατρις Ἕλληνας, κατέρχεται νὰ τὴν κυβερνήσει. Συγκινεῖται. Ἡ εὔθραυστη καρδιὰ τοῦ – 7 χρόνια σάπιζε στὴν φυλακή, στὴν ὑγρὴ καὶ φρικτὴ εἱρκτὴ τοῦ κάστρου Μούνκατς τῆς Αὐστροουγγαρίας – δὲν ἀντέχει. Αἰσθάνεται τὸ τέλος. Δὲν κλαίει, δὲν ὀδύρεται, δὲν καταριέται. Ὄχι. Εἶναι ἀητὸς ὑψιπέτης, ἡ γενιὰ τοῦ Εἰκοσιένα. «Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερία». Ἁγιασμένη Ἐπανάσταση, ἁγιασμένοι καὶ οἱ πολεμιστές της. Ἔκλεισε τὰ μάτια του, ψιθυρίζοντας τὸ «Πάτερ ἠμῶν». Δοξολογώντας τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες του στὴν αἱματοκυλισμένη Πατρίδα, παρακαλώντας τὸ ἔλεός Του γιὰ τὴν βασανισμένη ψυχή του. Οἱ σπουδαῖοι, οἱ γενναῖοι, οἱ ὑψηλόφρονες, δείχνουν τὴν λεβεντιὰ τοὺς ἐνώπιόν του θανάτου, ὅταν τὸν ἀντικρίζουν. Τότε ἀποκαλύπτεται ἡ μεγαλοσύνη τους, ἡ παλληκαριά, ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν δικαιοκρίτη Σωτήρα τοῦ κόσμου. (Ὑπάρχουν καὶ σήμερα κάποιοι «μεγαλομάρτυρες» μὲ ἀνίατες, βαριὲς καὶ ἐπώδυνες ἀσθένειες ποὺ “φεύγουν” ἀλύγιστοι, ὄρθιοι, ἀγογγύστως. «Ὁ ὑπομείνας χρόνιον ἀσθένειαν ἀγογγύστως ὡς μάρτυς παραλειφθήσεται» λέει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής). 

Αὐτὴν τὴν ἀγέρωχη καὶ ἡρωικὴ στάση μπροστὰ στὸν θάνατο, διαβάζουμε στοὺς βίους πολλῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Γένους. 

Στὸ βιβλίο «Τελευταῖες ὧρες, τελευταία λόγια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ΄21», τοῦ Κ. Παπαδημητρίου, διαβάζουμε γιὰ κάποιους ἐπιφανεῖς της Ἱστορίας μας. Ὁ Ρήγας Φερραῖος, πρὶν ἐκπνεύσει, ἀπὸ τὶς σφαῖρες τῶν Τούρκων, εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἔτσι πεθαίνουν τὰ παλληκάρια. Ἀρκετὸ σπόρο ἔσπειρα καὶ θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ ἄλλοι θὰ θερίσουν». (Τὸ διηγήθηκε Τοῦρκος στὸ Βελιγράδι, ποὺ ὑπῆρξε δήμιος του Ρήγα, στὸν γλύπτη Ἰω. Κόσσο ποὺ ἐφτίαξε τὸν ἀνδριάντα τοῦ ἥρωα ποὺ κοσμεῖ τὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν). 

Οἱ τρομεροὶ Κατσαντωναῖοι, ποὺ μαρτύρησαν στὰ χέρια τοῦ κτηνώδους Ἀλῆ πασᾶ, πέθαναν, ἔχοντας τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στὰ χείλη τους. (Ἦταν πνευματικοπαίδια του). 

Ὁ Ἐμμανουὴλ Ξάνθος, ποὺ τὸν ποδοπάτησαν στὴν Βουλή, τὸ 1852, καὶ τραυματίστηκε, πέθανε στὸ νοσοκομεῖο «δεόμενος τοῦ Ὑψίστου νὰ δικάσει εὐμενῶς τὰ παραπτώματα αὐτοῦ». 

Ὁ Παπαφλέσσας, στὸ Μανιάκι, θὰ πεῖ σὲ ὅσους δειλόψυχους τὸν προτρέπουν νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά: 

- «Καθίστε ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». 

Καὶ πέθανε, ὁ νέος Λεωνίδας, μὲ σπασμένο τὸ γιαταγάνι του…. 

Ὁ Καραϊσκάκης, ὁ φόβος καὶ τρόμος τῆς Τουρκιᾶς, «ἔσβησε», παρακαλώντας τοὺς ἀγωνιστὲς «νὰ γλιτώσουν τὴν Ἀθήνα», δηλαδὴ τὴν Πατρίδα. 

Ὁ Δήμ. Μακρής, ὁ ἁρματολὸς τοῦ Ζυγοῦ, ὁ ἥρωας τῆς Ἐξόδου τοῦ Μεσολογγίου, ἔβαλε τὴν γερόντισσα γυναίκα του, λίγο πρὶν «κοιμηθεῖ», νὰ τοῦ τραγουδήσει τὸ ἀναστάσιμο, κλέφτικο μοιρολόι: 

«Νὰ ‘μοῦν πουλὶ νὰ πέταγα, νὰ πήγαινα τ’ ἀψήλου, 

ν’ ἀγνάντευα τὴ Ρούμελη, τὸ ἔρμο Μεσολόγγι 

πῶς πολεμᾶ μὲ τὴν Τουρκιὰ μὲ τέσσερις πασάδες. 

Πέφτουν κανόνια στὴ στεριὰ καὶ μπόμπες τοῦ πελάγου 

πέφτουν τὰ λιανοντούφεκα σὰν ἄμμος, σὰ χαλάζι. 

Καὶ ὁ Μακρὴς τοὺς φώναζε καὶ ὁ Μακρὴς φωνάζει: 

Παιδιὰ βαστᾶτε τ’ ἅρματα καὶ τὰ βαριὰ ντουφέκια….». 

Τὸ ἄκουσεε καὶ βασίλεψαν τὰ μάτια του. Αὐτὸς ποὺ ὅταν ὁ Ὄθων τὸν ζήτησε γιὰ ὑπασπιστή του, τοῦ ἀπάντησε: «Δὲν ἔμαθα ἐγὼ νὰ τσακάω τ’ μέση μ’». 

Ὁ Κανάρης, ὁ μπουρλοτιέρης τῶν Ἀγαρηνῶν, γέροντας πιά, ἐκοιμήθη λέγοντας σὲ μία τελευταία συνομιλία, μὲ ξένο ἱστορικό, ποὺ τὸν ρώτησε, ποὺ ὀφείλονται τὰ κατορθώματα τοῦ ‘21. Ἀπάντησε ὁ ἥρωας ἀπεικονίζοντας τὴν γενιά μας, τοῦ «φάγωμεν, πίωμεν». «Τότε μεγαλουργοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μεγαλουργοῦν τὰ χρήματα». Κατεβάζω ἀπὸ τὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους καὶ ἄλλους. Ὁ Παῦλος Μελάς, ὁ ἀητὸς τῆς Μακεδονίας μας, ψυχορραγοῦσε λέγοντας: «Τὸν σταυρὸ νὰ τὸν δώσεις στὴν γυναίκα μου καὶ τὸ τουφέκι τοῦ Μίκη καὶ νὰ τοὺς πεῖς ὅτι τὸ καθῆκον μου ἔκαμα». 

Σταυρὸς καὶ ντουφέκι. Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἡ Ἑλλάδα. Πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Θεομάνα μας καὶ .. ντουφέκια στοὺς ἀντίχριστους Κιουταχῆδες, τοὺς Ἐρντογάνηδες ποὺ ἀπειλοῦν, ὅπως ἔκαναν οἱ πρόγονοί του, μὲ αἱματοχυσίες καὶ δηώσεις. (Καὶ ὁ Δράμαλης ἀπειλοῦσε ὥσπου γνώρισε τὸ κολοκοτρωναίικο ντουφέκι). 

Καὶ σπεύδω στοὺς ἥρωες τῆς Κύπρου, τὰ λιοντάρια τῆς ΕΟΚΑ, τοὺς ἀθλητὲς τῆς ἀγχόνης. Ἀποσπῶ ἀπὸ τὸ “Συναξάρί” τους, τὸ πολυτίμητο βιβλίο τοῦ Σπύρου Παπαγεωργίου «Διὰ χειρὸς ἡρώων», μίαν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου Πατάτσου. (Τὸν κρέμασαν οἱ τρισάθλιοι Ἄγγλοι, ὅταν ἦταν βασίλισσα ἡ ἐσχατόγρια Ἐλισσάβετ). 

Διαβάζω καὶ «προσκυνῶ» τὰ πάθη τοῦ λαοῦ μας. Γράμμα στὴν μάνα του, στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ 1956: 

«Χαῖρε. Εὑρίσκομαι μεταξὺ τῶν ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τοὺς κόπους μου. Τὸ πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νὰ χαρεῖς, ὅπως κι ἐγώ. Ἂν κλαῖς, θὰ λυποῦμαι. Τὸ ὄνομά σου θὰ γραφεῖ στὴν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νὰ θυσιασθεῖ τὸ παιδί σου γιὰ τὴν Πατρίδα. Εἶναι καιρὸς τώρα νὰ καμαρώσεις τὸ παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλὰ ὅπου ψάλλουν οἱ ἀγγέλοι. Χαῖρε ἀγαπημένη μου μητέρα. Μὴ κλαῖς γιὰ νὰ ἀκούσεις τὴν ἀγγελικὴ φωνή μου ποὺ ψάλλει: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καὶ σὺ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τὸν Θεὸν σ’ ὅλη σου τὴν ζωήν». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιστολή, εἶναι δοξαστικὸ ἀθλητοὺ τοῦ Ἔθνους μας. Ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου, ὁ ἐλεύθερος πολιορκημένος τοῦ Μαχαιρά, βροντοφώναζε «μολῶν λαβέ». 

Τοῦτος ὁ λαός, στὶς μεγάλες του ὧρες, εἶχε παλληκαρίσια ψυχή. Καὶ σήμερα κάτω ἀπὸ τὰ μπάζα ποὺ μᾶς ἔριξαν ὁ καντιποτένιοι, ἴσως σιγοκαίει ἡ φλόγα, τὸ πύρωμα τῆς καρδιᾶς… 

Δημήτρης Νατσιὸς 

δάσκαλος-Κιλκὶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.