14 Φεβ 2019

ΠΕΘ: Δελτίο τύπου γιὰ τὴν ἀναθεώρηση τοῦ συντάγματος

Οἱ θέσεις τῆς Πανελλήνιας Ἑνώσεως Θεολόγων, ὅπως προκύπτουν ἀπὸ τὴ νομικὴ ἐπεξεργασία τοῦ Θέματος τοῦ νομικοῦ μας Συμβούλου κ. Γ. Κρίππα:

ΟΙ ΠΟΛΥ ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΙΘΕΝΤΑΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ (3)

Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ἄρθρο (110) τοῦ Συντάγματος, οἱ προϋποθέσεις ἀναθεωρήσεώς του εἶναι πολὺ αὐστηρὲς καὶ πολὺ περιοριστικές, ἐπιβάλλουν δὲ τὴ στενὴ ἑρμηνεία τοὺς ἀπαραιτήτως, ὅπως διδάσκεται σὲ ὅλες τὶς νομικὲς σχολὲς τοῦ κόσμου καί, μάλιστα, ἀπὸ τὸ πρῶτο (1ο) ἔτος, ὅπου ὑπάρχουν τέτοιες διατάξεις, μὲ τόσο αὐστηρὲς προϋποθέσεις, ἤτοι:...


1)   Δὲν ἐπιτρέπεται ἀναθεώρηση ὁποτεδήποτε, ἀλλὰ μόνον γιὰ περιορισμένο χρόνο.

2) Δὲν ἐπιτρέπεται ἀναθεώρηση ἀπὸ τὴν Βουλὴ ποὺ τὴν ἀπεφάσισε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑπόμενη.

3)  Δὲν ἐπιτρέπεται ἀναθεώρηση μὲ ἁπλή, ἀλλὰ  μὲ αὐξημένη πλειοψηφία.

4)  Δὲν ἐπιτρέπεται κατάργηση διατάξεων τοῦ Συντάγματος, ἀλλὰ μόνον ἀναθεώρηση.

5)  Δὲν ἐπιτρέπεται κατάργηση ὑπὸ μορφὴ ἀναθεώρησης.

6)  Ἐπιτρέπεται ἀναθεώρηση ὁρισμένων μόνον διατάξεων τοῦ Συντάγματος -καὶ ὄχι ὅλων-ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΤΟΥ.

Τὸ ἄρθρο(3) τοῦ Συντάγματος (περὶ Θρησκείας καὶ Ἐκκλησίας) ἀποτελεῖ ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ, ΣΥΝΕΠΩΣ, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ.

Ὅλα τὰ ἀνωτέρω προκύπτουν ἐκ τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἄρθρου (110) τοῦ Συντάγματος καί, πρὸς τοῦτο, ἐπικαλούμεθα τὶς σπουδαιότερες πηγὲς τὶς ἀναφερόμενες στὴν ἑρμηνεία τοῦ Νόμου καὶ τοῦ Συντάγματος. Π.χ.:

1) Ο Γ. Μπαλής, Καθηγητὴς Πανεπιστημίου, στὸ ἔργο του: Γενικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου, 5η ἔκδοση, στὴ σελίδα (16), ἀναφέρει ὅτι κάθε διάταξη νόμου ἀπαιτεῖ εἰδικὴ καὶ προσωποποιημένη ἑρμηνεία. Στὴ σελίδα (17), ἀναφέρει ὅτι τὸ argumentum a silentio (δηλαδὴ τὸ ἐπιχείρημα ποὺ συνίσταται στὴ σιγὴ τοῦ νόμου), ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΝ, ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΕΧΕΙ ΑΠΛΩΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ. Στὴ σελίδα (18), ἀναλύει τὴν ἱστορικὴ ἑρμηνεία τοῦ νόμου, ἡ ὁποία στὴν περίπτωσή μας εἶναι μία καὶ μόνη (λόγω τοῦ προοιμίου τοῦ Συντάγματος καὶ τῆς παρέκτασής του, τοῦ ἄρθρου (3) τοῦ Συντάγματος). Στὴ ἴδια σελίδα, ἀναφέρεται στὴν τελεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ Νόμου (σκοπιμότητα τοῦ Νόμου, καθόσον ὁ Νόμος δὲν θεσπίζεται αὐθαιρέτως, ἀλλὰ γιὰ κάποιο σκοπό). Ἑπομένως καὶ τὸ προοίμιο τοῦ Συντάγματος καὶ ἡ παρέκτασή του, δηλαδὴ τὸ ἄρθρο (3) τοῦ Συντάγματος, ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ ὁρισμένο σκοπό, ἤτοι γιὰ τὴν συναλληλία Κράτους – Ἐκκλησίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο προκύπτει καὶ ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἱστορικῆς ἑρμηνείας τοῦ Νόμου. Τέλος, στὴ σελίδα (19), ἀναφέρεται στὴ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ Νόμου, ἡ ὁποία καταλήγει στὸ ἴδιο σημεῖο.

2) Ὁ Ἰωάννης Σπυριδάκης (ὁμοίως Καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ Ἀκαδημαϊκός), στὸ σύγγραμμά του: Βασικοὶ θεσμοὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου, στὴ σελίδα (34) ἀναλύει τὴν ἱστορικὴ ἑρμηνεία τοῦ Νόμου, κατὰ ταυτόσημο τρόπο, ὅπως καὶ ὁ Γ. Μπαλής. Στὴν ἴδια σελίδα, ἀναφέρεται στὴν ἐννοιοκρατικὴ ἑρμηνεία, ἤτοι, στὴν ἐξέταση τῶν συμφερόντων τοῦ Νόμου, τὰ ὁποία εἶχε ὑπόψη τοῦ ὁ νομοθέτης, συμφωνώντας -καὶ ἐδῶ- μὲ τὸν Γ. Μπαλή. Τέλος, στὴν σελίδα (35), ἀναφέρεται στὴ διορθωτικὴ ἑρμηνεία τοῦ Νόμου, ἤτοι στὴν ἀναζήτηση τοῦ πνεύματος τοῦ νομοθέτου (στὸ τί ἀκριβῶς ἤθελε νὰ θεσπίσει).

3) Ὁ Ἐμμανουὴλ Μιχελάκης, Καθηγητὴς Πανεπιστημίου, στὸ ἔργο του, Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὴν Ἐπιστήμη τοῦ δικαίου, στὴ σελίδα (67), ἀναφέρει ὅτι ἡ γραμματικὴ ἑρμηνεία τοῦ Νόμου (δηλαδὴ ἡ ἁπλὴ ἀνάγνωση τοῦ Νόμου) εἶναι μὴ ἀποδεκτή. Στὴ σελίδα (59), ἀναφέρει ὅτι ὁ Νόμος ἐφαρμόζεται ἀφ’ ἢς συντρέξουν πάντες οἱ κατὰ τὸ Σύνταγμα ὄροι γενέσεως αὐτοῦ. Στὴ σελίδα (56) ἀναφέρει ὅτι οἱ κανόνες τοῦ δικαίου εἶναι ἀναγκαστικοῦ δικαίου, καὶ ὅτι στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκει καὶ τὸ Σύνταγμα. Στὴ σελίδα (68), ἀναφέρεται στὸ argumentum a silentio, καθ’ ὅμοιο τρόπο, ὅπως καὶ ὁ Γ. Μπαλής. Παραθέτουμε, μάλιστα, ἐπὶ λέξει τὸ σχετικὸ κείμενο: «Τὸ ἐπιχείρημα ἐκ τῆς σιγῆς τοῦ Νόμου σημαίνει ὅτι τοῦ Νόμου μὴ διακρίνοντος, οὔτε καὶ ὑμεῖς δυνάμεθα νὰ διακρίνωμε. Νόμος λ.χ., ρυθμίζων τὰ τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, δὲν διακρίνει μεταξὺ τακτικῶν καὶ ἐκτάκτων ὑπαλλήλων. Οἱ διατάξεις τούτου εἶναι ἐφαρμοστέες καὶ ἐπὶ τῶν ἐκτάκτων ὑπαλλήλων».

Ὅπως βλέπουμε ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἑρμηνείας (argumentum a silentio) πρέπει, κατ’ἀνάγκη, νὰ ἐφαρμοστεῖ στὸ Προοίμιο τοῦ Συντάγματος καὶ στὴν παρέκτασή του (ἄρθρο (3) τοῦ Συντάγματος). Ἑπομένως, ἂν θεωρηθεῖ  ὅτι τὸ ἄρθρο (3) τοῦ Συντάγματος δὲν ἀποτελεῖ παρέκταση τοῦ Προοιμίου, ἑρμηνεύεται τὸ Σύνταγμα κατὰ τρόπον μὴ ἀποδεκτό, ἐν ὄψει τῶν κανόνων τῆς ἑρμηνείας τοῦ Νόμου.

Ἄλλωστε, ὅποιος ὑποστηρίξει τὸ ἀντίθετο, θὰ πρέπει νὰ ἐπικαλεστεῖ καὶ ἀνάλογα ἐπιχειρήματα, καὶ τέτοια ἐπιχειρήματα δὲν ὑπάρχουν πουθενά, σὲ κανένα ἔγκυρο σύγγραμμα γενικῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου, εἴτε Ἕλληνα εἴτε ἀλλοδαποῦ συγγραφέα. Ὁ Ἐμμανουὴλ Μιχελάκης, ἐπίσης, στὴ σελίδα (70), ἀναφερόμενος στὴν τελεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ Νόμου (δηλαδὴ ποιὸς ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ νομοθέτου), ἀναφέρει ὅτι τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἑρμηνείας τοῦ Νόμου τὸ ἔχουν πρῶτοι ἐπισημάνει ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, προσθέτοντας ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ Νομοθέτου ἀφορᾶ σὲ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο καὶ τίποτε ἄλλο, ὅπως, ἀκριβῶς, ὁ σκοπὸς ἑνὸς τοξότη, ποὺ εἶναι νὰ πετύχει ὁρισμένο μόνο στόχο καὶ τίποτε ἄλλο.

Ἄν, ἑπομένως, καταλήγαμε στὴ γνώμη ὅτι ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος ἐπιτρέπει τὸν χωρισμὸ Κράτους – Ἐκκλησίας, αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξάγεται ἀπὸ συγκεκριμένη διάταξη, πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν προκύπτει ἀπὸ πουθενά, διότι, ἄλλως, ὁ συνταγματικὸς νομοθέτης δὲν θὰ τοποθετοῦσε στὴν κορυφὴ τοῦ Συντάγματος τὴν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Ὑπ’ ὄψη ὅτι καὶ σὲ ἄλλα κράτη τῆς Εὐρώπης ὑπάρχει στὸ προοίμιο τοῦ Συντάγματος ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος (π.χ. Γερμανία, Ἰρλανδία, κ.λπ.), μὲ ἀποκορύφωση τὸ προοίμιο τοῦ Ἰρλανδικοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖο ἐπικαλεῖται τὴν Ἁγία Τριάδα μὲ ἕνα κείμενο, λίαν ἐκτεταμένο (στὸ ὁποῖο ἀναλύει λεπτομερῶς καὶ γιὰ ποιὸν λόγο ἔγινε αὐτὴ ἡ ἐπίκληση, ἤτοι, διότι ἡ Ἁγία Τριάδα ἵδρυσε τὸ Ἰρλανδικὸ κράτος καὶ ἀπελευθέρωσε τοὺς Ἰρλανδούς).

Ἑπομένως, ἂν κάποια Βουλὴ προχωρήσει στὴν ἀναθεώρηση τοῦ ἐν προκειμένω ἄρθρου (3), τί δέον γενέσθαι;  Ἔχουμε κάποιου εἴδους «ἀντισυνταγματικότητα» τοῦ Συντάγματος; Στὸ ἐν λόγω ἐρώτημα, πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε θετικά.

Καὶ ἐξηγούμαστε: Εἶναι γνωστὸ στοὺς Συνταγματολόγους ὅτι, ἤδη ἀπὸ τοῦ ἔτους 1951, ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς Otto Bachof, στὸ ἔργον τοῦ Verfassungswidrige Verfassuνgsnormen, ὑπογράμμισε, κατὰ τρόπον πειστικό, ὅτι πράγματι, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει περίπτωση μία διάταξη ἑνὸς Συντάγματος νὰ εἶναι ἀντισυνταγματική.

Αὐτό, γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ συμβεῖ, στὴν περίπτωση, πού, ὅπως προαναφέραμε, ἀναθεωρηθεῖ τὸ ἄρθρο (3). Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἔχει γίνει εὐρύτερα ἀποδεκτὴ (μία περιήγηση δὲ στὸ ΙΝΤΕΡΝΕΤ προσφέρει, ἐν προκειμένω, πλήρη θεωρητικὰ καὶ βιβλιογραφικὰ στοιχεῖα).

Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω, προκύπτει ὅτι ἡ τυχὸν ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου (3), ἀποτελεῖ συνταγματικὴ παρέκκλιση καὶ ὅτι εἶναι  δυνατὸν νὰ ἐλεγχθεῖ ἀπὸ τὰ δικαστήρια, τὰ ὁποῖα καὶ ὑποχρεοῦνται, νὰ ἀποφανθοῦν γιὰ τὴν περίπτωση «ἀντισυνταγματικότητας» καὶ νὰ μὴν  ἀδιαφορήσουν ἢ νὰ ὑπεκφύγουν. Καὶ τοῦτο, ἐν ὄψει τῶν  προαναφερομένων καί, ἰδιαιτέρως, τῶν λίαν αὐστηρῶν καὶ ἐπιτακτικῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀναθεώρησή του, πρὸς τὴν ὁποίαν δυσπιστοῦν, περιορίζοντας τὴν σὲ πολὺ αὐστηρὰ ὅρια καὶ ὑπὸ πολλοὺς καὶ αὐστηροὺς ὅρους καὶ προϋποθέσεις.

                                                                            Τὸ ΔΣ τῆς ΠΕΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.