18 Αυγ 2018

Ἡ μακαρία ἁπλότης

Λέγει ὁ Ἄπ. Παῦλος: δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς Κυρίοις κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου, ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ» (Ἔφ. Στ 5). Δηλαδὴ μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια τῆς καρδιᾶς σας, σὰν νὰ ὑπακούετε στὸν Χριστό. Ὁ Ἄγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς συμβουλεύει: «Ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ προσελκύσωμε πρὸς τὸ μέρος μας τὸν Κύριον, ἂς Τὸν πλησιάσωμε σὰν διδάσκαλο ποὺ κάνει μάθημα, «ἁπλῶς καὶ ἀπλάστως καὶ ἀποικίλως καὶ ἀπονήρως καὶ ἀπεριέργως». Ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ἁπλοὺς καὶ ἀσύνθετος, θέλει καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ Τὸν πλησιάζουν νὰ εἶναι ἁπλὲς καὶ ἀκέραιες. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικρύσης ποτὲ ἁπλότητα χωρὶς...
ταπείνωσι. 


ωντανὴ ἀπόδειξις καὶ ὑπόδειγμα τῆς μακαρίας ἁπλότητος ὑπῆρξε ὁ τρισμακάριος Παῦλος ὁ ἁπλούς. Κανεὶς δὲν εἶδε πουθενὰ οὔτε ἄκουσε οὔτε πρόκειται νὰ ἰδῆ ποτὲ τόση πνευματικὴ πρόοδο σὲ τόσο σύντομο χρόνο. 
Στὸ βιβλίο «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο» διαβάζουμε γιὰ τὸν εὐλογημένο Συμεών: 

Τὸ 1922 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μικρασία μὲ τοὺς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανὸ Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιὰ σὲ μία παραγκούλα καὶ ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καὶ ἔκανε τὸν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δὲν ἤξερε οὔτε πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πίστη μας. Εἶχε τὴν μακαρία ἁπλότητα καὶ πίστη ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργη. 

Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δυὸ παιδιὰ καὶ μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Νίκαια. Κάθε πρωὶ πήγαινε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστὰ στὸ τέμπλο, ἔβγαζε τὸ καπελάκι του καὶ ἔλεγε: 

«Καλημέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Βοήθησε μὲ νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι μου». 
Τὸ βράδυ ποὺ τελείωνε τὴ δουλειὰ τοῦ ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔλεγε: 

«Καλησπέρα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι. Σ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ σήμερα». 

Καὶ ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια του εὐλογημένου Συμεών. 

Περίπου τὸ ἔτος 1950 ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ ἀρρώστησαν ἀπὸ φυματίωση καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίω. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεὼν καὶ συνέχισε ἀγόγγυστα τὴ δουλειά του, ἀλλὰ καὶ δὲν παρέλειπε νὰ περνᾶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ καλημερίζει καὶ νὰ καλησπερίζει τὸν Χριστό, ζητώντας τὴν βοήθειά Του καὶ εὐχαριστώντας Τὸν. 

Ὅταν γέρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ νοσηλεύτηκε περίπου γιὰ ἕνα μήνα. Μία προϊσταμένη ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸν ρώτησε κάποτε: 

-Παππού, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ σὲ δεῖ. Δὲν ἔχεις κανένα δικό σου στὸν κόσμο; 

-Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωὶ καὶ ἀπόγευμα ὁ Χριστὸς καὶ μὲ παρηγορεῖ. 

-Καὶ τί σου λέει, παππού; 

-«Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι, κᾶνε ὑπομονή». 

Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καὶ κάλεσε τὸν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νὰ ἔρθει νὰ δεῖ τὸν Συμεών, μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τὸν ἐπισκέφθηκε, του ἐπίασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καὶ ὁ Συμεὼν του ἔδωσε τὴν ἴδια ἀπάντηση. 

Τὶς ἴδιες ὧρες πρωὶ καὶ βράδυ, ποὺ ὁ Συμεὼν πήγαινε στὸ ναὸ καὶ χαιρετοῦσε τὸν Χριστό, τώρα καὶ ὁ Χριστὸς χαιρετοῦσε τὸν Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ Πνευματικός: 

-Μήπως εἶναι φαντασία σου; 

-Ὄχι, πάτερ, δὲν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστὸς εἶναι. 

-Ἦρθε καὶ σήμερα; 

-Ἦρθε. 

-Καὶ τί σου εἶπε; 

-Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστὸς εἶμαι. Κᾶνε ὑπομονή, σὲ τρεῖς μέρες θὰ σὲ πάρω κοντά μου πρωὶ-πρωΐ. 

Ὁ Πνευματικὸς κάθε μέρα πήγαινε στὸ Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τὴν τρίτη ἡμέρα πρωὶ-πρωὶ πάλι πῆγε νὰ δεῖ τὸν Συμεὼν καὶ νὰ διαπιστώσει, ἂν θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ πρόρρηση ὅτι θὰ πεθάνει. Πράγματι ἐκεῖ ποὺ κουβεντίαζαν, ὁ Συμεὼν φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε ὁ Χριστός», καὶ ἐκοιμήθη τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου. 
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.