23 Απρ 2018

Οἱ χριστιανικὲς καὶ οἱ αἱρετικὲς πηγὲς τῆς Εὐρώπης

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν       
Ἡ εὐρωπαϊκὴ ἤπειρος ἐγκολπώθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἀποβάλλοντας τὸ σκοτεινὸ εἰδωλολατρικό της παρελθόν, ἤδη ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια. Τὰ βιβλικὰ κείμενα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἡ ἱστορία καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μαρτυροῦν ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἔφτασε στὴν Εὐρώπη καὶ ἑδραιώθηκε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρ’ ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ τὶς διώξεις τοῦ προηγούμενου παγανιστικοῦ θρησκευτικοῦ καθεστῶτος καὶ παρὰ τοὺς ἀπηνεῖς διωγμούς, ποὺ ἐφάρμοσε ἡ τότε πανίσχυρη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ὑποκινούμενη ἀπὸ τὴν διεφθαρμένη ἀριστοκρατία καὶ τὰ ἀδίστακτα εἰδωλολατρικὰ ἱερατεῖα, τῶν ὁποίων ἐθίγοντο τὰ συμφέροντα μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γιὰ δέκα περίπου αἰῶνες, ὅσο ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη ἦταν Ὀρθόδοξη, μᾶς κληροδότησε μία πλούσια πνευματικὴ παράδοση, ἀναδεικνύοντας μεγάλες πατερικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς μορφές, ἐφάμιλλες τῶν πατερικῶν μορφῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Κλήμης Ρώμης, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου, ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρχηδόνος, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, ὁ ἅγιος Βενέδικτος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας ὁ Διάλογος, ὁ ἅγιος Κασσιανός, ὁ Ρουφίνος κ.α. εἶναι μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες προσωπικότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες σεμνύνεται ἡ Ἐκκλησία μας. Ὡστόσο, δυστυχῶς, ἡ πνευματικὴ αὐτὴ πορεία σταμάτησε τὸν 11ο αἰώνα, ὅταν ἡ δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ...
Ἐκκλησία καὶ υἱοθέτησε πλάνες καὶ αἱρέσεις. Στὸ ἑξῆς, σ’ αὐτή, καὶ μέχρι σήμερα, δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον Πατέρες, διότι αὐτοὶ ἀναδεικνύονται μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἀναδεικνύονται «θεολόγοι», οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναπτύξουν μία ἄλλου εἴδους θεολογία, νοησιαρχικῆς μορφῆς, τὴ λεγόμενη Σχολαστικὴ Θεολογία, ξένη πρὸς τὴν Πατερική μας Θεολογία, ἐνῶ παράλληλα, (καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο), θὰ ἐπινοοῦν πλάνες καὶ αἱρέσεις.  

Εἶναι γνωστὴ σήμερα στοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους ἡ τάση καὶ ἡ νοοτροπία νὰ ὑπερτονίζεται ἡ κοινὴ χριστιανικὴ κληρονομιὰ τῆς πρώτης χιλιετίας μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ νὰ ἀποσιωπῶνται οἱ μεταξὺ αὐτῶν χαώδεις διαφορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετίας, ἐξ’ αἰτίας ἀκριβῶς τῶν πολλῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν ποὺ ἀναπτύχθηκαν στὴ Δύση. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ νὰ ὑπερτονίζονται αὐτὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν καὶ νὰ ἀποσιωπῶνται αὐτὰ ποὺ μᾶς χωρίζουν, ἀποτελεῖ τὴ νέα κυρίαρχη οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία, ποὺ καλλιεργεῖται ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, προκειμένου νὰ δίδεται μία ψευδὴς εἰκόνα πρὸς τὰ ἔξω, πρὸς τοὺς ἀγνοοῦντες, ὅτι δῆθεν εἶναι πολὺ περισσότερα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἑνώνουν, παρὰ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς χωρίζουν.

Μία τέτοια νοοτροπία δυστυχῶς ἐξέφρασε κάποιο Συνέδριο ποὺ διοργάνωσε πρόσφατα, (23-24 Φεβρουαρίου 2018), ἡ Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος, μαζὶ μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀνθρωπιστικῶν Ἐπιστημῶν, (ποὺ ἀνήκει στὴν κοινότητα τῶν Ἰησουιτῶν τῆς Ἀθήνας), τὸ Institut des Sources Chretiennes καὶ ἄλλοι τέσσερις εὐρωπαϊκοὶ καὶ ἑλληνικοὶ φορεῖς. Τὸ Συνέδριο αὐτὸ ἰδιαίτερα πρόβαλε καὶ ἐγκωμίασε μὲ πρόσφατο δημοσίευμά του μὲ τίτλο «Οἱ χριστιανικὲς πηγὲς τῆς Εὐρώπης» στὴν ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν «Καθημερινὴ» (φύλ.1/4/2018), ὁ συγγραφέας καὶ Διευθυντὴς τῆς Ἐθνικῆς βιβλιοθήκης κ. Σταῦρος Ζουμπουλάκης. 

Στὸ ἄρθρο του ὁ συγγραφέας, μεταξὺ ἄλλων, προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι «ὅσα θεωροῦμε ὡς διαφορὲς ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Λατίνους Πατέρες εἶναι κατὰ βάση προϊὸν ἄγνοιας καὶ πηγάζουν ἀπὸ προειλημμένες θεολογικὲς θέσεις». Κατ’ ἀρχὴν πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε, γιὰ νὰ προλάβουμε συγχύσεις καὶ παρανοήσεις, ὅτι στὴν πρώτη χιλιετία ἔχουμε Ἕλληνες καὶ Λατίνους Πατέρες, ποὺ τιμῶνται ὡς ἅγιοι σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Τόσο οἱ Ἕλληνες ὅσο καὶ οἱ Λατίνοι Πατέρες κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία ἐξέφρασαν τὴν ἴδια πίστη καὶ τὶς ἴδιες δογματικὲς ἀλήθειες, διότι εἶχαν φωτιστεῖ ἀπὸ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα, εἶχαν τὶς ἴδιες πνευματικὲς ἐμπειρίες, ἦταν θεοδίδακτοι. 

Δὲν ἦταν δυνατὸν τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ διδάξει ἄλλες ἀλήθειες στοὺς Λατίνους καὶ ἄλλες στοὺς Ἕλληνες Πατέρες. Οἱ δογματικὲς αὐτὲς ἀλήθειες στὴ συνέχεια ἀποκρυσταλλώθηκαν καὶ κωδικοποιήθηκαν στοὺς ὅρους καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ ἐκφράζουν τὸ λεγόμενο consensus patrum, δηλαδὴ τὴν συμφωνία τῶν Πατέρων, ἢ κατ’ ἄλλη διατύπωση, «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη». Βεβαίως διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων, Λατίνων καὶ Ἑλλήνων, ὑπάρχουν, ἀλλ’ αὐτὲς δὲν ἀφοροῦν τὰ δόγματα καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρονται σὲ ἄλλης, δευτερευούσης καὶ πάντως μὴ δογματικῆς, φύσεως θέματα τὰ ὁποῖα, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν συμφωνία τῶν Πατέρων, θεωρήθηκαν προσωπικὲς ἀπόψεις. 

Ἀντίθετα στὴ δεύτερη χιλιετία ἔχουμε Ἕλληνες Πατέρες ποὺ εἶναι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ Λατίνους «θεολόγους», οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν θεωροῦνται ὡς ἅγιοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ ἀντίθετα μάλιστα, διατύπωσαν αἱρετικὲς καὶ κακόδοξες θεωρίες, τὶς γνωστὲς παπικὲς καὶ προτεσταντικὲς πλάνες, τὶς ὁποῖες ἀνέτρεψαν καὶ καταδίκασαν μὲ συγγράμματα καὶ Συνόδους οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς.

Παρὰ κάτω ὁ συγγραφέας μᾶς δίδει ἕνα παράδειγμα, ἄστοχο κατὰ τὴν γνώμη μας, τῆς συμφωνίας μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων καὶ Λατίνων Πατέρων. Γράφει: «Πολλοὶ Ὀρθόδοξοι, ἀνάμεσά τους καὶ σοβαροὶ ἄνθρωποι, ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Αὐγουστίνος δὲν κάνει λόγο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴ λύτρωσή του μὲ δικανικοὺς ὅρους. Ἡ εἰσήγηση τῆς Isabelle Bochet ἔδειξε –ἀκολουθώντας καὶ ἄλλους ποὺ ἔχουν προηγηθεὶ– πόσο μεγάλη θέση κατέχει στὸ ἔργο τοῦ Αὐγουστίνου ἡ ἰδέα τῆς θέωσης». Σχετικὰ μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο καὶ τὸν ρόλο του στὴν ἀνάπτυξη τῆς φραγκολατινικῆς θεολογίας μεταφέρουμε κάποιες πολὺ σημαντικὲς παρατηρήσεις τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς πρωτ. π. Ἰωάννου Ρωμανίδη:

«…Ἤδη ἐτονίσαμεν πολλᾶς σπουδαίας δογματικᾶς καὶ μεθοδολογικᾶς διαφορᾶς μεταξύ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν Λατίνων καὶ τῶν Ρωμαίων Πατέρων. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον προξενεῖ τὴν μεγαλυτέραν ἐντύπωσιν εἶναι ἡ κακόδοξος ἑρμηνεία τῶν θεοφανειῶν καὶ ἡ κατὰ συνέπειαν σύγχυσις τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας καὶ τῆς θείας οὐσίας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὄχι μόνον ἠγνόει τὴν σχετικὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων διδασκαλίαν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ βαπτίσαντος αὐτὸν Ἀμβροσίου, ἀλλὰ ἰδέαν δὲν εἶχε περὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς ἐν Θεῶ θεωρίας, ἢ τῆς θεώσεως, ὡς βάσιν τῆς ἁγιογραφικῆς καὶ πατερικῆς θεολογίας. 

Οὕτως ἡ ὑπὸ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν γραγκολατίνων ταύτισις τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας, ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς παραδόξου ἀγνοίας τοῦ περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν προφητῶν ἀποστόλων καὶ ἁγίων. Οὕτως ἐθεολόγει οὐχὶ βάσει προσωπικῆς ἐμπειρίας τῆς ἐν Χριστῷ θεωρίας τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οὔτε βάσει τῆς ἐμπειρίας τῶν ἐχόντων τὴν ἐμπειρίαν ταύτην». Ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω μπορεῖ κανεὶς νὰ βγάλει εὔκολα τὰ συμπεράσματά του, πόσο δηλαδὴ «Ὀρθόδοξη» ἦταν ἡ περὶ θεώσεως διδασκαλία τοῦ Αὐγουστίνου.

Βεβαίως ἐν προκειμένω γεννᾶται ἕνα πελώριο, καυτὸ καὶ συγκλονιστικὸ ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τιμᾶται ὡς ἅγιος ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔπεσε σὲ τόσο σοβαρὲς δογματικὲς πλάνες; Ἡ ἀπάντηση βεβαίως εἶναι ὅτι δὲν ἠλέγχθη συνοδικῶς καὶ ἐνέμεινε στὶς πλάνες του. Θὰ μπορούσαμε ἐπιπροσθέτως μεταξὺ ἄλλων νὰ σημειώσουμε, ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου ἔμειναν σχεδὸν στὴν ἀφάνεια σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση γιὰ διακόσια καὶ πλέον χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του. Οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς οὐσιαστικὰ ἀγνοοῦσαν τὸν Αὐγουστίνο, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀξιόπιστες μεταφράσεις ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὰ ἑλληνικά. 

Ἔτσι δὲν τοὺς δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ ἀσχοληθοῦν συστηματικὰ μὲ τὰ ἔργα του, ὥστε νὰ ἀνατρέψουν τὶς περὶ τῆς θεώσεως ἐσφαλμένες ἀπόψεις του, ὅπως ἐπίσης καὶ τὶς ἄλλες πεπλανημένες διδασκαλίες του σχετικὰ μὲ τὸ τριαδολογικὸ δόγμα, (ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ὡς γνωστόν, πηγάζει ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Filioque), ὅπως ἐπίσης καὶ τὶς περὶ κτιστῆς Χάριτος ἀντιλήψεις του. Μόλις τὸν 7ο αἰώνα τὸν ἀνέσυραν οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι ἀπὸ τὴν ἀφάνεια, γιὰ νὰ προβάλλουν τὶς προσωπικὲς ἐσφαλμένες ἀπόψεις του, προκειμένου νὰ ἀναπτύξουν τὶς ἰδικὲς τους αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ στὴ συνέχεια νὰ μεταβάλλουν τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης, σὲ κοσμικὸ κράτος φεουδαρχικοῦ τύπου, σύμφωνα μὲ τὶς «περὶ Πολιτείας τοῦ Θεοῦ» ἀντιλήψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.

Παρὰ κάτω κάνει λόγο γιὰ τὶς ἐκδοτικὲς προσπάθειες τῶν δυτικῶν τῶν ἔργων τῶν Πατέρων, Ἑλλήνων καὶ Λατίνων. Ἀναφέρεται στὴ συλλογὴ Sources Chretiennes, τὴν γνωστὴ συλλογὴ τῶν Βενεδικτίνων τοῦ ἁγίου Μαύρου, τῶν mauristes, κατὰ τὸ 17ο αἰώνα (μὲ κορυφαίους, ἀνάμεσά τους, τὸν Jean Mabillon καὶ τὸν Bernard de Montfaucon), καὶ τὴ συλλογὴ τοῦ ἀββᾶ Migne τὸ 19ο αἰώνα, στὶς ὁποῖες συμπεριλήφθηκαν καὶ οἱ Ἕλληνες Πατέρες. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλει νὰ δείξει τὸν «σεβασμὸ» καὶ τὴν «ἀγάπη» τῶν Δυτικῶν πρὸς τοὺς Ἕλληνες Πατέρες. 

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι οἱ ἐκδοτικὲς αὐτὲς προσπάθειες εἶναι ἀξιέπαινες. Δὲν πρέπει ὅμως παράλληλα νὰ παραθεωρεῖται τὸ γεγονὸς τῶν πολλῶν, δυστυχῶς, πλαστογραφιῶν καὶ παραχαράξεων τῶν πατερικῶν κειμένων, Ἑλλήνων καὶ Λατίνων, κυρίως ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ Βατικανοῦ. Ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι οἱ δεκάδες κακόδοξες θεολογικὲς θέσεις τοῦ Θωμὰ Ἀκινάτη, (1225-1274), ὀφείλονται σὲ πλαστογραφημένα καὶ παραποιημένα πατερικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα τοῦ διοχέτευε τὸ Βατικανό. Ἐπίσης φτάνει νὰ μελετήσει κάποιος τὰ πρακτικὰ τῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438-1439), ὅπου οἱ παπικοὶ ἀντιπρόσωποι παρουσίαζαν πλαστογραφημένα καὶ παραποιημένα πατερικὰ κείμενα, γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὶς θέσεις τους, τῶν ὁποίων τὴν πλαστότητα ἀπεδείκνυαν πανηγυρικὰ οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν δεινὸ θεολόγο ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό!

Κλείνοντας, θεωροῦμε ὅτι τὸ Συνέδριο αὐτὸ παρουσίασε μὲν τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, τῆς πρώτης χιλιετίας καὶ κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, «παραβίασε ἀνοικτὲς πόρτες», ἀλλὰ ἀποσιώπησε τεχνηέντως τὶς χαώδεις διαφορὲς τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς «θεολόγους» τῆς Δύσεως, τῆς δεύτερης χιλιετίας. Τὸ Συνέδριο θὰ εἶχε ἐπιτυχία, ἂν εἶχε τὴν τόλμη νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ πατερικὰ κείμενα τῆς δεύτερης χιλιετίας, βάζοντας ἔτσι τὸν «δάκτυλον εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Θὰ εἶχε ἐπιτυχία, ἂν ἀναφερόταν στὰ ἔργα τῶν μεγάλων ἀντιπαπικῶν ἁγίων, ὅπως τοῦ μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς κ.α.

Ἂν εἶχε τὴν τόλμη νὰ συγκρίνει τὰ ἔργα τῶν παρὰ πάνω ἁγίων Πατέρων μὲ αὐτὰ τοῦ Θωμὰ Ἀκινάτη, τοῦ Μποναβεντούρα, τοῦ Ἀνσελμου, τοῦ Γιόζεφ Ράτσιγκερ κ.α. Ἡ σύγκριση αὐτὴ θὰ ξεσκέπαζε τὶς πλάνες καὶ αἱρέσεις τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως καὶ θὰ ἀπεδείκνυε  πανηγυρικὰ καὶ μὲ σαφήνεια ὅτι ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμός, (παπικὸς καὶ προτεσταντικός), ἔχει ἀπορρίψει τὴν ἑνιαία Πατερικὴ Παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας, ἀκριβῶς ἐξ’ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν διδασκαλιῶν. Μία τέτοια ὅμως σύγκριση «δὲν συμφέρει» στοὺς γνωστοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς μας!

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν 
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 23η Ἀπριλίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.