18 Οκτ 2017

Τό ἀδούλωτο ἐν Χριστῷ φρόνημα

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶναι ἑνωμένος μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους (τόν Ἀδάμ παγγενῆ), ἀλλά καί ἐλεύθερος ἀπό ὅλους. Δέν τόν δεσμεύει, οὔτε τόν ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τοῦ κόσμου. Ἔχει προσανατολίσει τά ἐνδιαφέροντά του, «ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καί διανοίᾳ», στίς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως δέν τόν ὁδηγεῖ στό νά παραθεωρῇ ἤ νά βλέπῃ ὑπεροπτικά τούς ἄλλους, ἰδιαίτερα τούς μή ὁμόφρονες. Τόν ἐνδιαφέρει μόνον ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ Χριστός. Ἐν Χριστῷ καί γιά τόν Χριστό εἶναι ἑνωμένος μέ ὅλους καί χωρισμένος ἀπ’ ὅλους.
Ὁ ὥριμος Χριστιανός μπορεῖ καί ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, δέν ἀγαπᾶ τίποτε τό ἀνθρώπινο.
Βέβαια, στίς μέρες μας, κυρίως ὅσοι μιλοῦν γιά τήν «ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», βλέπουν τήν διάσωση τῆς ἀξιοπρέπειάς του στήν ἱκανοποίηση ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιθυμιῶν του, δηλαδή στήν ἐλευθερία του νά βυθίζεται στήν ἀλογία ὅλων τῶν «ἀνθρωπίνων παθῶν» του, τά ὁποῖα νομιμοποιοῦνται ἀπό τόν «κοινωνικό φιλελευθερισμό», ὁ ὁποῖος ἐπαγγέλλεται, ὡς ἐλευθερία, τόν πλουραλισμό, χωρίς κριτήρια ἀλήθειας, μέ παραθεώρηση ἀκόμη καί....
τῆς φυσιολογίας.

Ἔχει πολύ εὔστοχα παρατηρηθῇ, σέ ἄρθρο τοῦ Guardian, ὅτι οἱ ὄμορφες λέξεις πολιτισμός, πρόοδος, δικαιώματα «ἔχουν γίνει τώρα πλέον ἀληθινές ἀσπίδες, πίσω ἀπό τίς ὁποῖες, ὅποιος ἔχει τό συμφέρον νά μεταμορφώσῃ τήν κοινωνία μέ ἕναν ὁρισμένο τρόπο, τό κάνει ἀνενόχλητος, περνώντας μάλιστα σχεδόν σάν ἥρωας καί σάν ἕνας “προοδευτικός” ἤ ἕνας ὑπέρμαχος τῶν ἀτομικῶν, ἠθικῶν καί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ὅποιος δέν συμφωνεῖ μέ αὐτήν τήν ὀπτική, κινδυνεύει σοβαρά νά περιθωριοποιηθῇ ἀπό τήν κοινωνία καί νά κατηγορηθῇ γιά ἐπικίνδυνο ἀναχρονισμό».

Ἔτσι ὑπό τό κάλυμμα κυρίως τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» καί μέ τό πρόσχημα τῆς προόδου περνοῦν στίς δυτικές κοινωνίες ἀπόψεις καί συνήθειες καταστροφικές τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους. «Αὐτό τό πλασάρισμα ἐπιβλαβῶν συνηθειῶν ὡς μεγάλων κατακτήσεων τοῦ πολιτισμοῦ, δέν χρησίμευσε μόνο στό νά ἀποσπάσῃ τήν προσοχή τοῦ ἱκανοποιημένου καί ἄρα νωχελικοῦ μέσου Εὐρωπαίου, χρησίμευσε καί στήν καταστροφή τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἑνότητας τῆς οἰκογένειας».

Ἀλλά «οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ἡμῖν». Τέτοιο πράγμα δέν πρέπει νά συμβαίνη μεταξύ μας. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἄν δέν θέλη νά χάσῃ τήν πίστη του καί τήν ψυχή του, δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε «φιλελεύθερος», οὔτε «λαϊκιστής». Ὁ «λαϊκισμός», μέ ἀρνητικό συνήθως περιεχόμενο, θεωρεῖται ἀντίπαλος τῆς «φιλελεύθερης δημοκρατίας», ἀντίπαλος τῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἐλίτ καί τοῦ πλουραλισμοῦ, καί δημαγωγεῖ, ἀφοῦ κολακεύει τίς ἀδυναμίες τοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι κατ’ ἀποκλειστικότητα ἐκφράζει. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε μέ τόν «φιλελεύθερο τεχνοκρατισμό», δηλαδή τήν «ἐνάρετη», ὅπως χαρακτηρίζεται, διακυβέρνηση «ἀπό μιά ἐλίτ εἰδημόνων πού συνειδητά κωφεύει στίς ἐπιθυμίες τοῦ μέσου πολίτη» (Γιάν-Βέμπερ Μύλερ, Τί εἶναι ὁ λαϊκισμός, σ.22), καί πού ἐπίσης συνειδητά καταχωνιάζει στήν ἀφάνεια τῶν ἀπόρρητων προσωπικῶν δεδομένων τήν πίστη στόν Θεό καί τίς καθοριστικές γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς παραδόσεις τοῦ λαοῦ. Δέν μπορεῖ ὅμως ἐπίσης, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, νά εἶναι λαϊκιστής, νά θεωρῇ ὅτι αὐτός μόνο ἐκφράζει τόν λαό, ἀφοῦ οἱ γνῶμες τοῦ λαοῦ εἶναι ποικίλες καί ἀντικρουόμενες, οὔτε πρό παντός μπορεῖ νά κολακεύῃ τά πάθη τῶν ἀνθρώπων, γιά νά προσθέτῃ ὀπαδούς ἤ νά αὐξάνῃ τό ποίμνιό του, «εὐλογώντας» ἀνομήματα καί ἀθωώνοντας ἁμαρτήματα πού θανατώνουν τήν ψυχή.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκφραστής τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, μέ τόν βίο του καί τόν λόγο του δίνει ἕνα παράδειγμα τοῦ ἐλεύθερου καί ἀδούλωτου ἐν Χριστῷ φρονήματος, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά κλειστῇ σέ στενές ἔννοιες, ὅπως εἶναι ὁ λαϊκισμός καί ὁ φιλελευθερισμός. Ἐκφραστικότατα εἶναι ὅσα λέει στόν τρίτο λόγο του περί Ἱερωσύνης, ἀπολογούμενος στόν φίλο του Βασίλειο γιά τήν ἄρνησή του νά δεχθῇ τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Διεκτραγωδεῖ τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, περιγράφοντας τό πῶς προωθοῦνταν στά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα ἄνθρωποι μέ κριτήρια πού δέν ἦταν ἐκκλησιαστικά, γιά νά πῇ τελικά ὅτι αὐτός πού μέσα σ’ αὐτήν τήν κατάσταση θά ἀναλάβη ὑπεύθυνο ἐκκλησιαστικό ἔργο, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχη πολλά ἠθικά, διανοητικά καί πνευματικά προσόντα.

Ὁ λόγος του εἶναι πολύ καυτερός καί διαχρονικά ἐπίκαιρος. Λέει ὁ Ἅγιος: «Οὐ γάρ τούς ἀναξίους ἐγκρίνουσι μόνον, ἀλλά καί τούς ἐπιτηδείους ἐκβάλλουσιν». Οἱ ἀνάξιοι προωθοῦνται, οἱ ἄξιοι καί κατάλληλοι ἀποκλείονται. Καί συμπληρώνει: «εἶναι ἐξίσου καταστρεπτικά καί ὁ ἀποκλεισμός τῶν χρησίμων καί ἡ προώθηση τῶν ἀνικάνων. Καί γίνεται τοῦτο γιά νά μή μπορεῖ νά βρῆ πουθενά παρηγοριά, οὔτε νά μπορεῖ νά ἀναπνεύσῃ τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ». Εἶναι πολύ ἐκφραστικός ὁ λόγος του: «ἵνα μηδεμόθεν παραμυθίαν εὑρεῖν μηδέ ἀναπνεῦσαι δυνηθῇ τοῦ Χριστοῦ τό ποίμνιον».

Γιά τόν ἀποκλεισμό τῶν χρησίμων μάλιστα καταγράφει παραδειγματικά τίς ἀκόλουθες προβαλλόμενες προφάσεις: «Λένε. Αὐτός νά ἀποκλειστῇ γιατί εἶναι νέος· ὁ ἄλλος διότι δέν γνωρίζει νά κολακεύῃ· ὁ ἄλλος ἐπειδή ἔχει συγκρουστῇ μέ τόν τάδε· αὐτός γιά νά μή λυπηθῇ ὁ δεῖνα, βλέποντας νά ἀποδοκιμάζεται ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἐνδιαφέρεται, ἐνῷ ἐγκρίνεται ἄλλος· ἐκεῖνος νά ἀποκλειστῇ ἐπειδή εἶναι ἀγαθός καί ἐπιεικής· ὁ ἄλλος διότι εἶναι αὐστηρός στούς ἁμαρτάνοντες καί ἄλλος γιά ἄλλη παρόμοια αἰτία. Καί δέν τούς λείπουν οἱ προφάσεις, ὅσες καί ἄν χρειάζονται. Ὅταν μάλιστα δέν ἔχουν τίποτε ἄλλο, κατηγοροῦν ἀκόμη καί τό πλῆθος τῶν προσόντων».

Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο στήν ὑψηλή θέση τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά ἀναβιβάζεται αὐτός πού ἁπλά καί μόνο διακρίνεται γιά τήν εὐλάβειά του, ἀλλά ὁ «μετά τῆς εὐλαβείας πολλήν καί τήν σύνεσιν ἔχων».

Κατόπιν τούτου δίνει συνοπτικά τά χαρακτηριστικά τοῦ ἱκανοῦ νά ἀναλάβῃ τήν ὑψηλή ἐκκλησιαστική διακονία τοῦ Ἐπισκόπου, χαρακτηριστικά πού σπάζουν τό περιοριστικό κοσμικό δίπολο λαϊκισμός-φιλελευθερισμός. Λέει ὁ Ἅγιος: «Σκέψου, λοιπόν, πόσο ἱκανός πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού πρόκειται ν’ ἀντιμετωπίσῃ τέτοια τρικυμία καί νά ὑπερπηδήσῃ τόσα ἐμπόδια πού ὀρθώνονται μπροστά στά κοινά συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας. Γιά νά μπορέσῃ ὁ ἐπίσκοπος νά μάχεται εὔκολα ἐναντίον τόσων κινδύνων, πρέπει νά εἶναι συγχρόνως σοβαρός καί ἁπλός, φοβερός καί ἐπιεικής, αὐταρχικός καί κοινωνικός, ἀδέκαστος καί ἐξυπηρετικός, ταπεινός καί ἀδούλωτος, αὐστηρός καί ἥμερος καί νά προάγει μέ θάρρος στίς διάφορες θέσεις τούς κατάλληλους, ἀκόμη καί ἄν ὅλοι οἱ ὑφιστάμενοι ἀντιλέγουν, καί μέ τό ἴδιο θάρρος ν’ ἀποκλείῃ ἀπό αὐτές τούς ἀκατάλληλους, ἀκόμη καί ἄν τούς ὑποστηρίζουν ὅλοι. Σέ ἕνα μόνο ν’ ἀποβλέπῃ, στήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας, καί νά μή κάνει τίποτε ἀπό ἀπέχθεια ἤ πρός χάριν ὁρισμένων ἀτόμων». Ὁ ποιμένας, δηλαδή, ἑδραιωμένος «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ», πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τίς ποικίλες, ἀρκετές φορές πονηρές καί ἰδιοτελεῖς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων.

Εἶναι, ἄλλωστε, βασική ἀρχή τῆς ἐν Χριστῷ καί τῇ Ἐκκλησίᾳ ζωῆς, ὅτι χρειάζεται ἀπεξάρτηση τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπό τίς γνῶμες τοῦ κόσμου, γιατί ἀλλιῶς ἐμποδίζεται στήν πνευματική του πρόοδο. Ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά ἀγαπᾶ «πάντας ἀνθρώπους», ἀλλά δέν πρέπει νά δίνῃ τά ἠνία τῆς ζωῆς του στόν ὁποιοδήποτε. Βασική προϋπόθεση γιά νά προχωρήση κανείς πνευματικά εἶναι νά ξέρη πῶς διατηρεῖται ἡ ἐσωτερική εἰρήνη καί πῶς διαφυλάσσεται ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν νοοτροπία τῶν υἱῶν τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἀπό τίς πολλές καί ἀντικρουόμενες γνῶμες τους.

Ξεκαθαρίζουν τά πράγματα ἀπό τούς ἀκόλουθους δύο λόγους τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πρῶτος: «οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν»(Λουκ. 6, 26) .

Σέ μιά ἑρμηνευτική ἀπόδοση, μᾶς λέει: Ἀλλοίμονον ὅταν σᾶς ἐπαινέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί αὐτοί ἀκόμη, πού γιά τίς πράξεις τους εἶναι ἄξιοι ἐλέγχων. Ἀλλοίμονόν σας, διότι τά ἴδια ἀκριβῶς ἔκαναν καί στούς ψευδοπροφῆτες οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν Ἰουδαίων. Τούς ἐπευφημοῦσαν δηλαδή καί δέχονταν αὐτά πού τούς ἔλεγαν, ἐπειδή ἐκεῖνοι προδίδοντας τήν ἀλήθεια ἔλεγαν ὅσα ἦταν ἀρεστά σ’ αὐτούς, κολακεύοντας τίς ἀδυναμίες τους. Δηλαδή, γνώρισμα τῶν ψευδοπροφητῶν ἦταν ἡ «γενική ἀποδοχή ἀπό τόν λαό. Οἱ προφῆτες τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ εὕρισκαν συνήθως ἀντίσταση ἀπό ἄρχοντες καί λαό.
Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κτίσμα, ἀλλά ὁ Χριστός, στόν ἀκόλουθο, δεύτερο λόγο τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται ἡ θεολογική ἑρμηνεία τῆς ψυχολογικῆς ἀντίστασης μεγάλου μέρους τῶν ἀνθρώπων σέ ὅσους ἐκφράζουν τήν ἀλήθεια: «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος»(Ἰωάνν 15, 19).
Αὐτός ὁ λόγος γιά τούς πιστούς, πού ζοῦν στόν κόσμο, προϋποθέτει ζωή ὑπερκόσμια· προϋποθέτει νά ἔχη γίνει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ζωή τους, μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.