28 Οκτ 2017

Ἡ πνευματικὴ χαρὰ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη

Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης, 
Δάσκαλος
 Ὑπάρχουν σήμερα πολλὰ ἁγιοπατερικὰ βιβλία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦμε μὲ λίγο κόπο νὰ ρουφήξουμε τοὺς εὐώδεις χυμοὺς τοῦ Πνεύματος. Ἕνα τέτοιο βιβλίο, στὸ ὁποῖο ἄκρως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι «Η ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ», καθὼς ἑρμηνεύει καὶ μᾶς προσφέρει ὡς δῶρα πνευματικά τα μηνύματα τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου. 
Ἐρμηνεύοντας τὸ τρίτο Ἀντίφωνο τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ Α΄ ἤχου: «Ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοὶ ὀδεύσωμεν ες τὰς αὐλᾶς τοῦ Κυρίου, εὐφράνθη μου τὸ Πνεῦμα, συγχαίρει ἡ καρδία», γράφει:
     «Ὁ Ἀναβαθμὸς αὐτὸς εἶναι δανεισμένος ἀπὸ τὸν τρίτο ψαλμὸ τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος λέει: «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοί• εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψάλμ. 121,1). Ὁ μὲν Θεοδώρητος ἑρμηνεύει ὅτι τὸν στίχο αὐτὸ τὸν ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι μὲ χαρά, ὅταν γύριζαν ἀπὸ τὴν Βαβυλώνα στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ δὲ Εὐσέβιος προσθέτει καὶ ἕνα χαριτωμένο ποὺ συνέβαινε. Ὅτι οἱ νέοι, οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν στὴ Βαβυλώνα, μέσα στὰ ἑβδομῆντα χρόνια τς σκλαβιᾶς, ρωτοῦσαν στὸ δρόμο τοὺς γέροντες, ποὺ ἔζησαν μετὰ τὴ σκλαβιὰ μέχρι τὴν ἐλευθερία καὶ ἤξεραν τὴν Ἱερουσαλήμ: «Ώ, γέροντες, ποῦ πηγαίνουμε;». Ἐκεῖνοι δὲ τοὺς ἀποκρίνονταν: «Ώ, νέοι, πηγαίνουμε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήμ». Ὅταν ἄκουγαν, λοιπὸν οἱ νέοι αὐτὸν τὸ λόγο, εὐχαριστοῦνταν καὶ....
χαίρονταν πάρα πολύ. 
     Αὐτὸν τὸν στίχο, λοιπόν, παραφράζει ἐδῶ ὁ μελωδὸς τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου, τὸν ὁποῖο ἐρμηνεύοντας ὁ Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος λέει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν βρίσκονταν στὰ Ἱεροσόλυμα, κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν μαλθακότητα,  ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴν λατρεία καὶ τὴν προσκύνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, φεύγοντας μακριὰ ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, πήγαιναν συχνὰ στὰ βουνὰ καὶ ἐκεῖ θυσίαζαν στοὺς δαίμονες καὶ στὰ εἴδωλα τῶν δαιμόνων. Γὶ` αὐτὸ λοιπὸν ὀργίστηκε ἐναντίον τους ὁ Θεὸς καὶ παραχώρησε, ὥστε νὰ πᾶνε σκλάβοι στὴν Βαβυλώνα.
                 Ἀφοῦ δὲ ἐκεῖ δοκίμασαν πολλὲς κακοπάθειες καὶ θλίψεις, τότε θυμήθηκαν τὴν πατρίδα τοὺς Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποία στερήθηκαν, περισσότερο δὲ ἀπὸ ὅλα καὶ ἑξαιρέτως τὸν πολυθαύμαστο ἐκεῖνο καὶ ὡραιότατο ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Λοιπόν, ἔτσι, κατακαιόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ νὰ τὸν δοῦν, ἂν καμιὰ φορᾶ τοὺς θύμιζε κάποιος κάτι σχετικὰ μὲ τὸ ναό, εὐφραίνονταν πολὺ καὶ γέμιζε ἡ ψυχή τους μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση: «Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοί• εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα». (Ψάλ. 121, 1). Γι` αὐτὸν τὸν λόγο, καὶ ὅταν σὲ ἄλλα μέρη εὑρισκόμενοι τὸν θυμοῦνταν τὸν ναό, ἔλεγαν: «ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἒπ  ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπω σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος». (Ψάλμ. μα΄, 5).
     Διότι, συνηθίζει ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνει αὐτό. Δηλαδή, ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε τὰ καλὰ στὰ χέρια μας καὶ δὲν τὰ γνωρίζουμε, τότε ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ τὰ στερούμαστε, ὥστε ἡ στέρηση αὐτῶν νὰ μᾶς κάνει νὰ γνωρίσουμε τί εἴχαμε καὶ τὸ χάσαμε. Ἔτσι, ἡ ρητορικὴ γραφίδα τοῦ Ἰωάννου ἔγραψε χρυσὰ λόγια  γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ παρόντος ἀναβαθμοῦ: «Ἔτσι συνηθίζει νὰ κάνει ὁ Θεός. Ὅταν ἔχουμε τὰ ἀγαθὰ καὶ δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν ἀξία τους, τὰ παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια μας, μὲ σκοπό, ὥστε αὐτὸ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιτύχει ἡ ἀπόλαυση, αὐτὸ νὰ τὸ πετύχει ἡ στέρηση». Εἶπε δὲ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σοφούς, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι χριστιανός: «Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν στὴ διάθεσή τους τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ διαχειρίζονται μὲ χαλασμένη λογική, δὲν γνωρίζουν τὴν ἀξία τους, παρὰ ὅταν κάποιος τοὺς τὰ πάρει».
     Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ νόημα τοῦ τρίτου Ἀναβαθμοῦ ἀπὸ τοὺς ψαλμούς. Ὁ δὲ μελωδὸς στὸν Ἀναβαθμὸ αὐτό, μιμούμενος ἐκεῖνον, λέγει: «Ὅταν κάποιοι ὁμόπιστοι χριστιανοί μου εἶπαν αὐτὸν τὸν παρακινητικὸ λόγο, ἃς πᾶμε, ἀδελφέ, στὸν ναὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου, τότε, ὅταν τὸ ἄκουσα, γέμισε μὲ εὐφροσύνη τὸ πνεῦμα μου  καὶ μὲ χαρὰ ἡ καρδιά μου». Ἄκουσε, λοιπόν: ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλὸς ` ἀπὸ ψυχὴ ἄυλη καὶ ἀπὸ σῶμα ὑλικό. Ἔτσι, ἐπειδὴ ἡ μὲν ψυχὴ εἶναι ἄυλη, τὸ δὲ σῶμα ὑλικό, γὶ` αὐτὸ ὁ μελωδὸς ἀπέδωσε τὴν μὲν ἀϋλότερη εὐφροσύνη στὴν ἄυλη ψυχή, διότι αὐτὴν ὀνομάζει πνεῦμα, τὴν δὲ παχυλότερη χαρὰ τὴν ἀπέδωσε στὴν ὑλικὴ καρδιά, καθὼς χαρὰ εἶναι ἡ διάχυση τοῦ αἵματος στὴν καρδιά, ἐνῶ ἀντιθέτως λύπη εἶναι ἡ συστολὴ τοῦ ἴδιου αἵματος στὴν καρδιά.
     Ὁ δὲ ἱερὸς Θεοφύλακτος λέγει: «Γνώριζε ὅτι, ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγοντας πνεῦμα καὶ ψυχή, ἐννοεῖ τὸ ἴδιο πράγμα, ἀλλὰ κυρίως κάνει τὸν ἑξῆς διαχωρισμὸ` ὀνομάζει ψυχικὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ ζεῖ κατὰ φύση καὶ λειτουργεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική, χωρὶς νὰ ἀποκλίνει στὰ παρὰ φύση κακά, ἀλλὰ οὔτε πάλι προοδεύοντας στὰ ὑπὲρ φύση χαρίσματα. Πνευματικὸν δὲ ὀνομάζει ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος φτάνει σὲ κατάσταση ἀνώτερή  τν νόμων τῆς φύσεως καὶ δὲν ἔχει φρόνημα κοσμικό, καθὼς πνεῦμα ὀνομάζει τὸ χάρισμα τοῦ Πνεύματος. Ἐπίσης σαρκικὸν  ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ αὐτόν, ὁ ὁποῖος δὲν πολιτεύεται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ στὰ κακά, ποὺ βρίσκονται στὸ παρὰ φύση». Γὶ` αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τύπους ἀνθρώπων μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ• μωρία γὰρ αὐτῶ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται. ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὓπ  οὐδενὸς ἀνακρίνεται». (Α΄ Κόρ, 2,14-15), περὶ δὲ τοῦ σαρκικοῦ γράφει: «ἔτι γὰρ σαρκικοὶ ἐστε.  όπου γὰρ ἐν ὑμὶν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοὶ ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;», λοιπὸν εἶστε σαρκικοὶ (Α΄ Κορ. 3, 2-4).
     Ἀλλὰ καὶ σύ, ἀδελφέ, ποὺ διαβάζεις αὐτὸν τὸν ἀναβαθμό, νὰ μιμεῖσαι τοὺς Ἰουδαίους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἄκουσαν, ἃς πᾶμε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, εὐφράνθηκαν καὶ χάρηκαν. Ἔτσι καὶ σύ, ὅταν τύχει νὰ σοῦ πεῖ κανένας ἀδελφός σου χριστιανός, «ἀδελφέ, ἃς πᾶμε στὴν ἐκκλησία διότι εἶναι ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἢ τοῦ Ὄρθρου ἢ τῆς Λειτουργίας», μὴ λυπηθεῖς γιὰ τὴν πρόσκληση αὐτή, ἀλλὰ πρέπει νὰ εὐφρανθεῖς πάρα πολὺ στὸ πνεῦμα καὶ  νὰ χαρεῖς  στὴν καρδιά σου. Διότι, ὅποιος πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ μὲ προθυμία τῆς ψυχῆς καὶ χαρὰ τῆς καρδιᾶς καὶ ἀκούει μὲ εὐλάβεια τὶς δοξολογίες ποὺ ψέλνονται μέσα ἐκεῖ, αὐτός, μετὰ πάσης βεβαιότητος, ἀπολαμβάνει μύρια ἀγαθά, ψυχικὰ καὶ σωματικά. Καὶ ἀπ` αὐτὴν τὴν ἀπόλαυση παρακινεῖται νὰ λέει πρὸς τὸν Θεὸ ἐκεῖνα ποὺ λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ: «πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τοῦ οἴκου σου• ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνη» (Ψάλ. 64, 5) καὶ στὴ συνέχεια γεμίζει ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση.
     Ἐσὺ μὴν μοιάσεις μ` ἐκείνους τοὺς ἄφρονες, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἀκοῦν τὴν ἐκκλησία νὰ σημαίνει μὲ τὶς ἱερὲς καμπάνες ἢ τὰ σήμαντρα καὶ νὰ τοὺς προσκαλεῖ νὰ πᾶνε, γιὰ νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεό, λυποῦνται γὶ` αὐτὸ καὶ προτιμοῦν, ὢ τῆς ἀνοησίας καὶ ἀθεοφοβίας τους, καλύτερα νὰ πηγαίνουν στοὺς χοροὺς καὶ στοὺς γάμους καὶ στὰ τρεξίματα τῶν ἀλόγων καὶ στὰ παιχνίδια, παρὰ νὰ πηγαίνουν στὴν ἁγία ἐκκλησία. Μ` αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται πιὸ ἀμελεῖς καὶ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ βεβαίως γὶ` αὐτὸ εἶχε δίκαιο ἡ χρυσὴ γλώσσα τοῦ Ἰωάννη, νὰ παραπονιέται καὶ νὰ λέει τὰ ἑξῆς κατὰ τῶν χριστιανῶν: «Ἀλλὰ τώρα πολλοὶ δυσανασχετοῦν γὶ` αὐτὸν τὸ λόγο. Καὶ ἂν μὲν κάποιος ποὺ πηγαίνει σὲ παράνομα θεάματα, τοὺς καλέσει, θὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ πᾶνε μαζί του. Ἂν δὲ τοὺς καλέσει στὴν ἐκκλησία, θὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ βαριοῦνται. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἦταν ἔτσι. Τί λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι χειρότερο ἀπ` αὐτό, ὅταν οἱ χριστιανοὶ φαίνονται πιὸ ράθυμοι ἀπὸ ἐκείνους; Ἀπὸ ποῦ δὲ βελτιώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι τόσο; Ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία ἔγιναν καλύτεροι! Καὶ καθόσον ἀπολάμβαναν αὐτὰ τὰ πράγματα, χαίρονταν καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀγκάλιαζαν μὲ πολὺ πόθο τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν πόλη Ἱερουσαλήμ».
     Πρέπει λοιπόν, ἀδελφέ, ὄχι μόνο νὰ πηγαίνεις μὲ χαρὰ στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ πηγαίνοντας, νὰ μὴν ζητᾶς νὰ ἀνταμώσεις ἐκεῖ τους φίλους σου, οὔτε νὰ μιλᾶς ἄκαιρα καὶ μάταια λόγια, ἀλλὰ νὰ δοξολογεῖς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθὼς θὰ θυμᾶσαι ἐκεῖνο τὸ ψαλμικό το Δαβίδ: «καὶ ἐν τῷ να αὐτοῦ πᾶς τὶς λέγει δόξαν» (Ψάλμ. 28, 8).
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 28-10-2017

1 σχόλιο:

  1. ΕΎΓΕ ΑΔΕΛΦΈ.ΟΝΤΩΣ ΜΑΣ ΓΛΥΚΑΊΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΆ Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΊΟΥ ΠΝΕΎΜΑΤΟΣ ΜΈΣΑ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΊΕΣ.ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΤΟ ΝΙΏΣΟΥΝ ΌΛΟΙ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΓΙΑΤΊ Η ΕΚΚΛΗΣΊΑ ΕΊΝΑΙ Ο ΠΑΡΆΔΕΙΣΟΣ ΠΟΥ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΣΕ ΑΛΛΌΤΡΙΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΊΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ Η.Θ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.