27 Οκτ 2016

Στὶς ἡρωικὲς γυναῖκες της Πίνδου…

Τῆς Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη
Εἶχε φασόλια μαυρομάτικα, τὰ μούσκεψε, ἔριξε ξύλα στὸ τζάκι, μπᾶς καὶ σβήσει, γιόμισε καπνοὺς τὸ σπίτι, δὲν καλοτράβαγε τὸ τζάκι, ἄτσαλά το ‘χὲ χτίσει ὁ μακαρίτης. Ἀπ’ τὸ στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τὸν οὐρανό, μπλαβιασμένος ὁ οὐρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μὰ δὲ λέει νὰ ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στὸ παλιὸ καὶ ὁ λυσσασμένος παγωμένος ἀγέρας, νὰ τὸ κάνει πάγο. Βουνὰ ὁ πάγος νὰ παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι μὲ τὰ κατσάβραχα. Γιὰ τὸν κύρη της ξέρει, τὸν πῆρε κοντά του ὁ Θεός! Θεὸς σχωρέσ’ τὸν.
Μὰ ἐκεῖνος ποῦ νὰ ‘ναί; Ὁ γιὸς της, τὸ μοναχοπαίδι της, βρὲ παιδεμὸς νὰ τὸν μεγαλώσει, ἄντρακλας ἔγινε, ποὺ ἡ Παναγιὰ νὰ τὸν φυλάει. Κι ἦταν ὧρες νὰ....
βρεῖ τὸ ταίρι του, ν’ ἀνοίξει κι αὐτηνῆς τὸ σπίτι κι ἡ καρδιά της, μὰ ἦρθε ὁ πόλεμος.
Καὶ τώρα ποῦ νὰ ‘ναί;
Πῆγε χωρὶς βιάση, ἄναψε τὸ καντήλι της. “Εγώ δὲν ξέρω Παναγιά μου ποὺ ‘ναί, μὰ ἐσὺ ξέρεις• μάνα καὶ τοῦ λόγου σου νογᾶς ἀπὸ καημούς”.
Πῆρε μετὰ μιὰ ξεφτισμένη ρόμπα της κι ἄρχισε νὰ τὴ ρεμπατεύει. Τὸ χωριό, τὸ Ἠπειρώτικο χωριὸ δεχόταν μὲ βόγκο τὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε… ἔπεφτε… ἔπεφτε.
Τὸ χιόνι ἔπεφτε… ἔπεφτε. Κόντευες νὰ πιστεύεις πὼς δὲ θὰ μποροῦσε ἡ μέρα νὰ διώξει τὴ νύχτα. Κι ὅμως ξημέρωσε καὶ τότε τόλμησαν νὰ ξεκινήσουν.
Μπρὸς ὀρθὸ ἐχθρικό το βουνό. Κάτω το Ἠπειρώτικο χωριό, δεξιὰ ζερβὰ οἱ χαράδρες. Καὶ τὸ χιόνι νὰ τοὺς κόβει τὴν ἀνάσα, νὰ τοὺς ζαλίζει, ποῦ τελειώνει τὸ μονοπάτι, ποῦ ἀρχίζει ἡ χαράδρα;
Καὶ πάγος κάτω, πάγος ποὺ γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι ἀπάνω στὸ βουνό, ‘κεῖ πρὸς τὴν κορφὴ νὰ καρτεροῦν τὰ πυρομαχικὰ -ζωὴ καὶ θάνατος ἡ ἔλλειψή τους -καὶ τοὺς εἶχαν τελειώσει. Κι αὐτοὶ ἀνέβαιναν… ἀνέβαιναν κι ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο μέσα στὴν τόση παγωνιὰ εἶχαν ἱδρώσει . Ἀπ’ τὸ κόπο κι ἀπ’ τὸν φόβο…
Καὶ ‘κεῖ ἦταν ποὺ καὶ τὰ μουλάρια σταμάτησαν. Ἢ πιὸ σωστὰ πῆραν τὰ πόδια τοὺς τὴ γλιστρὰ τῆς κατηφοριᾶς, οἱ ἀσήκωτες κάσες ποὺ ‘χᾶν στὶς πλάτες τοὺς μετακινήθηκαν… κίνδυνος νὰ γκρεμιστοῦν στὸ βάραθρο μαζὶ μὲ τὰ μουλάρια. Κι ἀπάνω στὸ βουνὸ ἐκεῖ πρὸς τὴν κορφή, νὰ καρτεροῦν τὰ πυρομαχικά, ζωὴ καὶ θάνατος ἡ ἔλλειψή τους, καὶ τοὺς εἶχαν τελειώσει…
– “Δὲ φτάνουμε”, εἶπε ὁ λοχίας κι ὅλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κεῖ πάνω”.
“Να κατεβοῦμε στὸ χωριό, νὰ ζητήσουμε παλιολινάτσες νὰ βάλουμε στὰ ποδάρια τῶν ζωντανῶν νὰ μὴ γλιστράνε”, εἶπε ὁ δεκανέας κι ὅλοι το ‘δᾶν σὰ μόνη ἐλπίδα.
Πῆρε δυὸ φανταράκια ὁ δεκανέας μαζί του καὶ ροβόλησαν γιὰ τὸ χωριό. Στὸ ἔμπα ἦταν ποὺ ἀντάμωσαν τὸν παπὰ μὲ δυὸ-τρεῖς ἄλλους ποὺ ἀσφάλιζαν γερὰ ἕνα παραθύρι τῆς Ἐκκλησιᾶς μὴ τύχη καὶ ὁ χιονιᾶς μπεῖ μέσα.
Τοὺς εἶδε νὰ ‘ρχονται ἀλαλιασμένοι.
“Παιδιά, ἔσπασε τὸ μετωπο”, ρώτησε ὁ παπὰς καὶ κρεμάστηκαν κι οἱ ὑπόλοιποι ἀπ’ τὸ στόμα του. Εἶχε σπάσει ἡ χολή τους, τέτοια τρομάρα!
“Παπά, τὸ καί το, γρήγορα μονάχα βρὲς παλιολινάτσες κι οἱ ἀπάνω μείναν χωρὶς βόλι”.
Εἶχε πιαστεῖ νὰ κάθεται στὸ σκαμνί, τῆς πόνεσε ἡ μέση “ἕρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατὰ τὸ παραθύρι, τὸ παραθύρι, ποὺ τὸ μαστίγωνε τὸ χιόνι.
“Αγρίεψε ὁ καιρός, φύλαγε τὰ παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις ἐσὺ πώς…”.
Δὲν ἀπόσωσε, τοὺς εἶδε ἐκεῖ στὴν Ἐκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ὁ παπὰς νὰ ‘ναὶ ἐκεῖ, ἡ φανταρία ὅμως; Τυλίχτηκε σφιχτὰ μὲ τὸ χοντρὸ σάλι της καὶ βγῆκε κι ἀντάμωσε τὴ χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν ἔντονα, δὲ τὴν κατάλαβαν.
“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ὅ,τι μᾶς βρίσκεται, μὰ μὴ θαρρεῖς πὼς τὰ ζωντανὰ δὲ θὰ γλιστρᾶνε πάλι. Ξέρουμε ἀπὸ τέτοια κι ἔχουν χαθεῖ ἂν ἔχουν χαθεῖ ζωντανὰ μαζὶ μ’ ἀνθρώπους σὲ τοῦτα τὰ φαράγγια!”,εἶπε σκεφτικὰ ὁ παπάς.
“Εγώ θὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι ἄλλο παλληκάρια: Τώρα νὰ βαρέσουμε τὴν καμπάνα, νὰ καλέσουμε τὶς κυράδες νὰ μᾶς βροῦνε ὅ,τι ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν σὲ λινατσόπανα, θὰ κυλήσει ὥρα. Ἄντε τὰ μαζώξαμε, τὰ πήρατε, πᾶτε στὴν εὐχὴ τοῦ θεοῦ. Μέχρι ν’ ἀνταμώσετε τοὺς ἄλλους καὶ τὰ ζωντανά σας βρῆκε ἡ νύχτα. Καὶ δὲ δείχνει ὁ οὐρανὸς νὰ ξανοίγει, ὥρα στὴν ὥρα ἄλλη χιονιὰ ἔρχεται. Δὲ θὰ προκάνετε καὶ ἐσεῖς λέτε πὼς βόλι πάνω στὴν κορφὴ οἱ φαντάροι μας δὲν ἔχουνε βόλι, ὄχι ὀβίδες καί…”.
Δὲν ἀποτέλειωσε. Ἡ φωνὴ κοφτὴ τὸν ἔκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.
Γύρισαν, εἶδαν τὴ γυναίκα ποὺ σίμωσε.
“Δε προκάνουνε”, ξανάπε μὲ πεποίθηση.
“Και κυρὰ Σαράντη, τί λὲς νὰ γίνει;” ρώτησε ὁ παπάς.
“Βάρα τὴν καμπάνα, παπά μου, νὰ μαζωχτοῦν οἱ γυναῖκες. Ἐμεῖς θὰ ζαλωθοῦμε τὰ κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οἱ φαντάροι.
“Τα γουρουνοτσάρουχα δὲ γλιστρᾶν, ξέρουμε σὰ τὰ σπιτικά μας τὰ μονοπάτια, “θὰ ἀντέξετε; Εἶναι βαριά, πὲς ἀσήκωτα”, εἶπε δειλὰ ὁ δεκανέας.
“Βαστάν οἱ καρδιὲς καὶ τὰ κότσια τους”, εἶπε ὁ παπὰς καὶ ἀνακούφιση καὶ περηφάνεια ἔνιωσε.
“Το λοιπὸν μὴν ἀργεῖς παπά μου, καὶ ξαναμούτρωσε ὁ καιρός”, εἶπε ἡ γυναίκα καὶ ἴδια κοπελ-λίτσα τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι της, νὰ βάλει τὰ γουρνοτσάρουχά της.
Ἡ καμπάνα αὐτοστιγμῆς χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ἴδιος ἀναστάσιμος ὁ ἦχος της…
Ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀνέβαιναν… ἀνέβαιναν… οἱ κάσες λύγιζαν τὶς μέσες τους, τὸ χιόνι τὶς μάχονταν… ὁ θάνατος -τὸ φαράγγι -δεξιὰ ζερβὰ τὶς παραμόνευε.
Κι αὐτὲς ἀνέβαιναν… ἀνέβαιναν…

1 σχόλιο:

  1. "Γυναίκες Ηπειρώτισσες ,ξαφνιάσματα της φύσης. Εχθρέ γιατί δεν 'ρώτησες ποιόν πάς να κατακτήσης";.Αυτό "ελησμόνησεν " να ειπή ο Λυκειάρχης σήμερα στην ομιλία του στην Αγία Σκέπη Παπάγου, αλλά είπε το ανιστόρητον ότι "το τηλεγράφημα-μήνυμα " κι όχι τελεσίγραφον "έδωκεν ο Γκράτσι στην Ελληνική Κυβέρνησι", αντί ότι το έδωκε στον Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Μταξά. Ούτε μία φορά δεν ανέφερε το ΟΧΙ, ούτε λέξι για τις ηρωίδες γυναίκες της Πίνδου, που κουβαλούσαν ζαλωμένες/φορτωμένες τα πολεμοφόδια κι άλλες έπλεκαν φανέλλες και κάλτσες μάλλινες για τους φαντάρους,τις οποίες αντεπροσώπευεν η Μάνα του Στρατιώτου, αλλά είπεν για τον σουρεαλιστικόν ιμπεριαλισμόν του Μπρεττόν ,το "λογοτεχνικό μανιφέστο",όπως το ωνόμασε και άλλα πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.