19 Μαΐ 2013

Τὸ σιωπηλὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ


Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1994, τὸ ἑλληνικὸ κοινοβούλιο ἀνακήρυξε τὴ 19η Μαΐου ὡς «Ἡμέρα Μνήμης γιὰ τὴ Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων στὸν Μικρασιατικὸ Πόντο», ἡμέρα μάλιστα ποὺ ὁ Μουσταφὰ Κεμὰλ ἀποβιβάστηκε στὴ Σαμψούντα τὸ 1919. Τὸ χρονικό της μεθοδευμένης ἐξόντωσης τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ ἀναγνωρίζεται ἐπισήμως ὡς γενοκτονία τόσο ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ τὴν Αὐστραλία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλῆθος ἔγκριτων ὀργανισμῶν, ὅπως ἡ Διεθνὴς Ἕνωση Μελετητῶν Γενοκτονιῶν.
Ἡ ἐπίσημη τουρκικὴ θέση εἶναι πὼς δὲν ὑπῆρξε γενοκτονία, ἐγγράφοντας τὶς ἀπώλειες τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ στὶς συνήθεις φρικαλεότητες τοῦ πολέμου, ἀπὸ ἐχθροπραξίες καὶ ἀρρώστιες μέχρι στερήσεις, κακουχίες καὶ λιμούς, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἑλληνικὰ στρατεύματα δὲν ἐμφανίστηκαν ποτὲ στὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου! 
Κι ὅμως, σύμφωνα μὲ τὸν διεθνῆ ὁρισμὸ γιὰ τὸ πότε συνιστᾶ μία εἰδεχθὴς πράξη γενοκτονία, τὸ προμελετημένο ἔγκλημα ποὺ ἐκτέλεσαν μὲ συστηματικότητα οἱ Νεοτοῦρκοι ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικά της γενοκτονίας: ἀπὸ στρατόπεδα θανάτου στὴν ἔρημο, τάγματα ἐργασίας καὶ βασανισμοὺς μέχρι ἐκτεταμένους ξεριζωμούς, λεηλασίες, πυρπολήσεις καὶ ἐπιβολὴ συνθηκῶν ποὺ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι πλέον δυνατή.
Καὶ βέβαια ἡ γενοκτονία τῶν Ποντίων πραγματοποιήθηκε στὴν ἴδια ἱστορικὴ περίοδο μὲ τὶς γενοκτονίες σὲ βάρος καὶ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν Ἀσσυρίων, ὡς ἐπακόλουθό τς....

 ρητῆς ἀπόφασης τῶν Νεοτούρκων γιὰ ἐπίλυση τοῦ ἐθνικοῦ προβλήματος «καθαρότητας» τῶν ὀθωμανικῶν ἐδαφῶν, μέσω τοῦ φυσικοῦ ἀφανισμοῦ τῶν ντόπιων ἐθνοτήτων, τὴν ὑποχρεωτικὴ ἐκδίωξη ὅσων ἐπιβιώσουν καὶ τὸν βίαιο ἐξισλαμισμὸ ὅσων παραμείνουν.

Ἡ μελανὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶχε μόλις ἀρχίσει νὰ γράφεται: οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου μετροῦσαν στὴ μεγαλύτερή τους ἀκμὴ -τὶς παραμονὲς τοῦ Ἃ' Παγκοσμίου- 700.000 ψυχές· μέχρι τὸ τέλος τοῦ 1923, εἶχαν ἀφανιστεῖ περισσότεροι ἀπὸ 350.000 ἄνθρωποι, σὲ μία ἀνθρωποσφαγὴ τρομακτικῆς βιαιότητας...



Ἱστορικὸ πλαίσιο - τὸ χρονικό της φρίκης




Οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν κύρια ἑλληνικὴ ἐπικράτεια καὶ τὰ μικρασιατικὰ παράλια, ἦταν ἀνέκαθεν ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς περιοχῆς, ἀφήνοντας τὸ δικό τους στίγμα στὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τοῦ τόπου. Γιατί ὅσο κι ἂν ὁ ποντιακὸς ἑλληνισμὸς βρέθηκε ξαφνικὰ στὰ ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας -μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὴν πτώση τῆς Τραπεζούντας (1461)-, διατήρησε ὡστόσο ἀναλλοίωτο τὸ ἐθνικό του φρόνημα, τὴ γλώσσα καὶ τὴ θρησκεία, ἀποτελώντας διαχρονικὸ «ἀγκάθι» γιὰ τὸν ὀθωμανὸ σουλτάνο.


Περιτριγυρισμένοι ἀπὸ ἄλλες ἐθνοτικὲς ὁμάδες καὶ ἀποτελώντας μειονότητα στὴν περιοχὴ (ὑπολογίζονται στὸ 40% τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ), οἱ Ἕλληνες τοῦ Εὐξείνου ἄκμαζαν καὶ προόδευαν, γεγονὸς ποὺ ἀντικατοπτριζόταν τόσο στὰ δημογραφικὰ στατιστικὰ ὅσο καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Τὸ 1886, ὁ ποντιακὸς ἑλληνισμὸς ἔφτανε στοὺς 265.000 ἀνθρώπους, ἐνῶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰώνα μετροῦσε 700-750 χιλιάδες, σύμφωνα μὲ τὰ μητρώα τῶν τουρκικῶν Ἀρχῶν ἀλλὰ καὶ τὶς ἐκτιμήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ταυτοχρόνως, ἀπὸ τὰ 100 ἑλληνικὰ σχολεῖα τοῦ Εὐξείνου τὸ 1860, ὁ ἀριθμὸς ἐκτοξεύεται στὰ 1.400 τὸ 1919, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ περίφημου Φροντιστηρίου τῆς Τραπεζούντας. Συνολικὸς ἀριθμὸς μαθητῶν, 86.000 παιδιά.

Τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τοῦ Πόντου γνωρίζουν ἰδιαίτερη ἄνθηση στὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, ἐφάμιλλη τῶν πνευματικῶν κέντρων τῆς Εὐρώπης, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἡ δημογραφικὴ ἄνοδος τοῦ πληθυσμοῦ καὶ ἡ οἰκονομικὴ εὐρωστία θὰ ἐπιτρέψουν στοὺς Ἕλληνες τοῦ Πόντου νὰ ἐπεκταθοῦν καὶ στὶς περιοχὲς τοῦ Καυκάσου καὶ τῆς Κριμαίας.



Ἡ προετοιμασία τῆς θηριωδίας



Ἀπὸ τὸ 1908 ἀρχίζει νὰ ἀναδύεται μὲ ἰδιαίτερη δυναμικὴ τὸ κίνημα τῶν Νεοτούρκων, μίας μερίδας ἐθνικιστῶν ποὺ ἐπιζητοῦσαν -ἀνάμεσα σὲ ἄλλα- τὴ φυλετικὴ καθαρότητα τῶν ὀθωμανικῶν ἐδαφῶν. Συνειδητοποιώντας ὅτι οἱ τόσοι αἰῶνες ἐκτουρκισμοῦ τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ δὲν εἶχαν ἀποφέρει τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, ἀποφασίζουν νὰ ἐξοντώσουν τὸ ἑλληνικὸ καὶ χριστιανικὸ στοιχεῖο (σὲ συνέδριο μάλιστα τοῦ νεοτουρκικοῦ φορέα στὴ Θεσσαλονίκη). Ἡ Ἱστορία λέει λοιπὸν ὅτι ἡ τελικὴ λύση πάρθηκε ἀπὸ τοὺς Νεοτούρκους τὸ 1911, ἐφαρμόστηκε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α' Παγκοσμίου καὶ ὁλοκληρώθηκε ἀπὸ τὸν Μουσταφὰ Κεμὰλ (1919-1923).

Ἤδη βέβαια ἀπὸ τὸ 1908 παρατηροῦνται οἱ πρῶτες ἐκτοπίσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καθὼς καὶ μαζικὲς ἐκτελέσεις τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου. Τὸ 1911 ὡστόσο μπαίνει μπροστὰ τὸ μεθοδευμένο καὶ διεξοδικὸ πλάνο ἐξόντωσης, ποὺ θὰ ἐκτελεστεῖ στὰ χρόνια ποὺ ἀκολουθοῦσαν: ὑποχρεωτικὴ ἐπιστράτευση ὅλων τῶν ἀντρῶν ἀπὸ 15-45 ἐτῶν καὶ καταναγκαστικὴ δουλεία σὲ Τάγματα Ἐργασίας (τὰ διαβόητα «Ἀμελὲ Ταμπουροῦ»), κάτω ἀπὸ ἐξοντωτικὲς συνθῆκες ποὺ ἀφάνιζαν μαζικὰ τὸν πληθυσμὸ ἀπὸ τὶς στερήσεις, τὴν πείνα καὶ τὶς ἀσθένειες.

Ταυτόχρονα, ἄτακτες ὀρδὲς Τούρκων ἀρχίζουν νὰ ἐπιτίθενται στὰ διάσπαρτα ἑλληνικὰ χωριὰ σκοτώνοντας, λεηλατώντας, κακοποιώντας τὶς γυναῖκες καὶ τελικὰ παραδίδοντας τὰ στὶς φλόγες. Καὶ βέβαια ὅσοι ἀπέμειναν ζωντανοὶ μετὰ τὶς ἐπιδρομὲς ἐκτοπίζονταν, μὲ τὶς ἐξοντωτικὲς πορεῖες νὰ στεροῦν τὴ ζωὴ στὸν ἄμαχο καὶ ταλαιπωρημένο πληθυσμό.



Τὸ χρονικό της γενοκτονίας

 

Τὸ 1915 εἶναι τὸ ὁρόσημο γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ Πόντου: ἐφαρμόζεται ἐκτεταμένα τὸ πλάνο ἐξόντωσης τῶν Ποντίων, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη ἀπασχολημένα στὶς ἐχθροπραξίες τοῦ Ἃ' Παγκοσμίου. Ταυτόχρονα σχεδόν, ἀρχίζει νὰ συντελεῖται καὶ ἡ Γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων, ἀφήνοντας τὸ πεδίο ἐλεύθερο γιὰ τὸ εἰδεχθὲς νεοτουρκικὸ πλάνο.

Τὴν ὥρα ποὺ συνεχίζονται οἱ ἐθνοκαθάρσεις, τὸ 1916 χτυπιέται ἡ Σαμψούντα, μὲ τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ νὰ ὑποφέρει φρικιαστικὰ δεινά. Μόνο ἡ Τραπεζούντα γλιτώνει τὴν καταστροφὴ γιατί εἶναι πλέον κάτω ἀπὸ ρωσικὸ ζυγό. Ὅταν μάλιστα ὁ ρωσικὸς στρατὸς ἐγκατέλειψε τὴν πόλη τὸ 1918, ὁ μισὸς τουλάχιστον ἑλληνικὸς πληθυσμὸς ἀκολούθησε τὰ στρατεύματα στὴν ὀπισθοχώρησή τους, ἐξαιτίας τῆς τουρκικῆς ἀπειλῆς ποὺ καραδοκοῦσε.

Μὲ τὸ τέλος τοῦ Μεγάλου Πολέμου, ὁ ποντιακὸς ἑλληνισμὸς θεώρησε πὼς τὰ δεινά του εἶχαν πάρει τέλος, ἀφοῦ θὰ μποροῦσε νὰ προσαρτηθεῖ στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀρνήθηκε ὡστόσο, καθὼς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ προστατεύσει τὶς ἀπομακρυσμένες ποντιακὲς περιοχὲς ἀπὸ τὴν τουρκικὴ εἰσβολή, καὶ οἱ Πόντιοι προχωροῦν στὸ περίφημο Ποντοαρμενικὸ Κράτος, μὲ τὴν ἥττα ὡστόσο τοῦ ἀρμενικοῦ στρατοῦ στὸ Ἐρζεροὺμ ἀπὸ τὸν Μουσταφὰ Κεμὰλ νὰ ἀφήνει τὸν ποντιακὸ ἑλληνισμὸ στὸ ἔλεος τῶν Νεοτούρκων.

Τὸ 1919 ἀρχίζει ἡ δεύτερη φάση τῆς γενοκτονίας, μὲ νέους -ἀκόμα πιὸ σφοδροὺς- διωγμοὺς ἀπὸ τὸ κεμαλικὸ καθεστώς, πολὺ πιὸ βίαιους καὶ ἀπάνθρωπους ἀπὸ τοὺς προηγούμενους. Στὶς 19 Μαΐου 1919 ἔρχεται ἡ καθοριστικὴ στιγμὴ γιὰ τὴν τύχη τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ, μὲ τὴν ἀπόβαση τοῦ Κεμὰλ στὴ Σαμψούντα καὶ κατόπιν τὴν εἰσβολὴ στὴν Τραπεζούντα: οἱ μαζικὲς ἐκτελέσεις, ὁ ξεριζωμὸς καὶ τὸ κλίμα τρομοκρατίας ἀναγκάζουν τὸν πληθυσμὸ νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἑστίες του. Ὅσοι ἐπιβιώνουν, καταφεύγουν στὰ βουνά, μὲ τὶς κακουχίες καὶ τὶς στερήσεις σὲ βασικὰ ἀγαθὰ νὰ μετατρέπουν τὴν ἔξοδο σὲ πορεία θανάτου. Ὅσοι γλιτώνουν καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ δοκιμασία, διαπιστώνουν ὅτι ἔχουν ὁδηγηθεῖ σὲ ἐνέδρα, μὲ τὶς ἀγχόνες νὰ εἶναι ἤδη στημένες καὶ νὰ τοὺς περιμένουν.

Παρόλα αὐτά, ἡ ποντιακὴ περηφάνια δὲν ἔσκυψε τὸ κεφάλι: ὀργανώνεται σὲ ἀντάρτικο στὰ βουνά, μὲ τὰ μέλη τῆς ποντιακῆς ἀντίστασης νὰ φτάνουν στὶς 12.000 περίπου τὸ 1921, σύμφωνα μὲ τὸν ἔγκριτο ἱστορικὸ Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο. Οἱ ἄτακτοι αὐτοὶ μαχητές, σφυρηλατημένοι στὶς κακουχίες καὶ τὴν ἀνέχεια, θὰ ἐπιφέρουν μία σειρὰ ἀπὸ δυνατὰ χτυπήματα στὸν ὀργανωμένο κεμαλικὸ στρατὸ καὶ θὰ καταφέρουν νὰ περισώσουν ἀμάχους ἀπὸ τὰ λυσσασμένα δόντια τοῦ διώκτη.

Παρὰ τὴν ἀντίσταση τῶν πατριωτῶν Ποντίων, μέχρι τὸ καλοκαίρι τοῦ 1922 ὁ Κεμάλ, ἔχοντας ἐκκαθαρίσει τὰ δευτερεύοντα μέτωπα στὴ Μικρὰ Ἀσία (Μικρασιατικὴ Καταστροφή), προχωρᾶ σχεδὸν ἀνενόχλητος στὴ σταδιακὴ ἐξόντωση τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ. Πόλεις, κωμοπόλεις καὶ χωριὰ λεηλατήθηκαν καὶ κάηκαν, οἱ κάτοικοι σφαγιάστηκαν, ἀτιμάστηκαν καὶ ἐξορίστηκαν, μὲ ὅσους γλίτωσαν ἀπὸ τὸ τουρκικὸ μένος νὰ καταφεύγουν στὰ ἀπομακρυσμένα βουνὰ γιὰ νὰ σωθοῦν.



Τὸ τέλος τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ εἶχε ἔρθει. Τὸ ζοφερὸ πλάνο τῶν τούρκων ἐθνικιστῶν πέτυχε τὸν ἀποτρόπαιο σκοπό του: μὲ τὴ γενοκτονία τοῦ πληθυσμοῦ, τοὺς ἐκτοπισμούς, τὶς λεηλασίες καὶ τὶς πυρπολήσεις, κατάφεραν τὴν πολυπόθητη ἀλλοίωση τοῦ ἐθνολογικοῦ χαρακτήρα τῶν ἑλληνικῶν περιοχῶν. Ἡ βίαιη ἐξαφάνιση τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὰ προγονικὰ ἐδάφη πληρώθηκε μὲ 353.000 ψυχὲς τὴν περίοδο 1916-1923.

Ὁ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, στὴν Τουρκικὴ Ἐθνοσυνέλευση τῆς 13ης Αὐγούστου 1923, πληροφορεῖ περιχαρὴς τὴν ὁμήγυρη: «Ἐπιτέλους, ξεριζώσαμε τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὸν Πόντο» (ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν συνταγματάρχη Μουζέν, ποὺ παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς ἐθνοσυνέλευσης, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸ γαλλικὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ)...



Ξεριζωμὸς



Ἡ τελευταία πράξη τοῦ ποντιακοῦ δράματος διαδραματίζεται τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1922: ὁ Ἀτατοὺρκ συμφωνεῖ νὰ μεταφερθοῦν οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου μὲ τουρκικὰ καράβια στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ ἑλληνικὰ πλοῖα στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Οἱ Πόντιοι θὰ ἀναγκαστοῦν λοιπὸν νὰ ἀναζητήσουν νέες πατρίδες, μὲ τὸ κύριο σῶμα τοῦ ἑλληνισμοῦ τοῦ Εὐξείνου νὰ καταφεύγει στὴ μητέρα Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ μία μερίδα νὰ ἐγκαθίσταται στὶς νότιες περιοχὲς τῆς Ρωσίας.

Τὸ προσφυγικὸ ποντιακὸ ρεῦμα πρὸς τὴν Ἑλλάδα θὰ ξεκινήσει τὸν Νοέμβριο τοῦ 1922 καὶ θὰ συνεχιστεῖ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ 1923, ἐνῶ τὸ 1924 ὁ χριστιανικὸς πληθυσμὸς τοῦ Πόντου θὰ περιληφθεῖ στὴν ἑλληνοτουρκικὴ σύμβαση γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Οἱ ἐκτιμήσεις γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν Ποντίων ποὺ ἀποβιβάστηκαν στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἀκριβεῖς, καθὼς περισσότεροι ἀπὸ 1.200.000 μικρασιάτες πρόσφυγες ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ '20.

Οἱ ποντιακὲς κοινότητες ὑπολογίζουν τὸν ἀριθμὸ τῶν ξεριζωμένων σὲ 400.000 περίπου ψυχές, μὲ τὸ προσφυγικὸ ποντιακὸ κύμα νὰ βρίσκει νέο σπίτι στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ καὶ στοὺς νομοὺς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας κ.α., μπολιάζοντας τὸν τοπικὸ πληθυσμὸ μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ ἔφεραν στὶς ἀποσκευές τους.



Ὁ ποντιακὸς θρῆνος



Οἱ Πόντιοι θρήνησαν γοερὰ τὴν ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ ἥττα στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀλλὰ καὶ τὸ τέλος τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ παρακάτω θρῆνος γράφτηκε καὶ τραγουδήθηκε ἀπὸ τοὺς Ποντίους της Πάφρας τοῦ Δυτικοῦ Πόντου (ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Βλάση Ἀγτζίδη):



Κοίταξε τὶς πέτρες τῆς Ἄγκυρας

βλέπε καὶ τὰ δακρυσμένα μου μάτια.

Μείναμε σκλάβοι τῶν Τούρκων,

γιὰ δὲς τῆς μοίρας τὰ γραμμένα.

Οἱ λόφοι τῆς Ἄγκυρας εἶναι μονοκόμματοι

Ἡ Ἑλλάδα κάηκε, κατακάηκε.

Νὰ τυφλωθεῖς καταραμένε ’γγλε,

στὴν Ἑλλάδα δὲν ἀπόμεινε ἐλπίδα.

Ὁ στρατὸς ποὺ πῆγε γιὰ τὴν ’γκυρα,

ἔμεινε ἐκεῖ πεσκέσι στοὺς Τούρκους.

Ὅσοι μᾶς βοήθαγαν ἔκαναν πίσω

καὶ τοὺς Ἕλληνες τοὺς παρέσυρε τὸ κύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.