1 Μαΐ 2013

Ὁλόκληρο τὸ ὁδοιπορικό τοῦ "Παραπολιτικὰ" στὴν πατρίδα τοῦ γέροντος Παϊσίου


Τὸ ταξίδι ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, νωρὶς τὰ ξημερώματα μὲ προορισμὸ τὴν Κόνιτσα. Τὸ ἀκριτικὸ χωριὸ τοῦ νομοῦ Ἰωαννίνων, ὅπου τὸ 1925 ἐγκαταστάθηκε ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, φεύγοντας ἀπὸ τὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα καραβάνια προσφύγων ποὺ ἔρχονταν στὴν Ἑλλάδα. Ἐνάμιση χρόνο πρίν, τὸ 1924 εἶχε γεννηθεῖ ἕνα ἀκόμη παιδί, ἀπὸ τὰ ὀκτὼ συνολικά της οἰκογένειας, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ γέροντα Παΐσιου, ποὺ βαπτίστηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1924. Λίγες ἑβδομάδες μετά, ἡ οἰκογένεια τοῦ παίρνει τὸν δρόμο τοῦ ξεριζωμοῦ, ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ τὴν γέννησε, μὲ τὴν «μεγάλη» ἀνταλλαγή.

Ὥρα 10.15. Φτάνουμε στὸ Δημαρχεῖο. Ἡ συζήτηση μὲ τὸν Δήμαρχο Κονίτσης, Παναγιώτη Γαργάλα, μὲ βάζει γρήγορα στὸ κλίμα. Στὸ χωριὸ ὑπάρχει ἀκόμα τὸ σπίτι, ὅπου ὁ γέροντας Παίσιος, ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια, ἐνῶ μέχρι σήμερα εἶναι στὴ ζωή, ὁ κατὰ 6 χρόνια μεγαλύτερος ἀδερφὸς τοῦ γέροντα, ὁ Ραφάηλ Ἐζνεπίδης, ἡλικίας 95 ἐτῶν, κλινήρης πλέον. Ζεῖ μὲ τὴν σύζυγό του καὶ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά του, τὸν Χρῆστο, ὁ ὁποῖος μᾶς καλωσορίζει στὴν μικρὴ αὐλή. Στὸ χωριὸ ἡ μέρα εἶναι ἡλιόλουστη, ἂν καὶ ἡ ψύχρα εἶναι αἰσθητή, ἀφοῦ τὰ ἀπέναντι βουνὰ εἶναι ἀκόμα χιονισμένα. «Ὅταν λιώνουν τὰ χιόνια κάνει πιὸ πολὺ κρύο», μᾶς λέει ὁ Χρῆστος Ἐζνεπίδης, ἀνιψιὸς τοῦ γέροντα Παίσιου καὶ μᾶς ἀνοίγει τὴν....

 πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ποὺ ἦταν ἕνας μικρός, μακρόστενος χῶρος ὅλος καὶ ὅλος. Κουζίνα καὶ ὑπνοδωμάτιο μαζί. Ἐκεῖ καθιστός, ὁ 95χρονος πατέρας του, ἀδερφὸς τοῦ γέροντα, μὲ μία φωτογραφία τοῦ Παίσιου, πάνω ἀπὸ τὸ προκεφάλι του.

«Δὲν ἀκούει καθόλου καλὰ καὶ ἔχει νὰ σηκωθεῖ 3 χρόνια ἀπὸ τὸ κρεβάτι» μᾶς λέει ἡ σύζυγός του. Στὸ πρόσωπο τοῦ πάντως διακρίνει κανεὶς μία γαλήνη, ποὺ ἐπιτείνεται ὅταν μᾶς βλέπει. «Τί θυμάστε ἀπὸ τὸν ἀδερφό σας;» τὸν ρωτάω.


 «Ὁ Παϊσιος εἶναι σὲ μεγάλο κόσμο» λέει μὲ τὴν πολὺ ἀδύναμη φωνή του. «Τί ἐννοεῖς παππού;» τὸν ξαναρωτάω, ἀλλὰ οἱ λέξεις δὲν βγαίνουν εὔκολα καὶ ὅσες καταφέρνει νὰ ἀρθρώσει δὲν γίνονται πάντα κατανοητές. Μὲ ρωτάει πὼς μὲ λένε καὶ ἀπὸ ποῦ ἦρθα. Τοῦ φωνάζω στὸ αὐτὶ «ἀπὸ τὴν Ἀθήνα». Τὸ πρόσωπο τοῦ φωτίστηκε: «στὴν Ἀθήνα εἴχαμε σπίτι μὲ τὸν Παίσιο καὶ ἔξω εἶχε μεγάλο κατακλυσμό. Τότε μαζεύτηκε ὅλος ὁ κόσμος σπίτι μᾶς» λέει καὶ σταματᾶ. Δὲν καταλαβαίνω ὅλες τὶς λέξεις καὶ ρωτάω τὸ γιό του. «Εἶναι ἕνα ὄνειρο ποὺ ἔχει δεῖ τελευταία καὶ μᾶς λέει συνέχεια». Ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γέροντα Παίσιου σταματᾶ. Ἡ -ἐπὶ 64 χρόνια- σύντροφός του, τοῦ πάει ἕνα ποτηράκι μὲ φρέσκο πορτοκάλι καὶ μᾶς λέει «Εἶναι πολὺ μεγάλος ἀλλὰ γιὰ τὴν ἡλικία τοῦ εἶναι καλὰ» Ἡ ἴδια θυμᾶται τὸν γέροντα Παίσιο, τὸν κουνιάδο της νὰ κάνει δουλειὲς στὸ σπίτι. «Ἐμεῖς τὸν γέροντα Παίσιο, τὸν θυμόμαστε σὰν οἰκογένειά μας. Ἔκανε δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος». Ὁ ἀδερφὸς τοῦ γέροντα φαίνεται κουρασμένος. Μᾶς κοιτάζει καὶ λέει «Δὲν μπορῶ νὰ βγῶ ἔξω νὰ διαδώσω. Μὲ πονᾶνε τὰ πόδια μου». Ὁ γιὸς τοῦ λέει «παπποῦ κουράστηκες, ὥρα νὰ ξαπλώσεις». Ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα νὰ φύγουμε.



Ἀκριβῶς δίπλα ἀπὸ τὸ φτωχικὸ σπίτι, ποὺ ζεῖ σήμερα ὁ Ραφαὴλ Ἐζνεπίδης, εἶναι τὸ πατρικό της οἰκογένειας. Μία πινακίδα ποὺ γράφει «πατρικὴ οἰκία Γέροντα Παισίου» σὲ «καλωσορίζει» στὸ σπίτι ποὺ μεγάλωσε καὶ ἔζησε τὰ ἐφηβικά του χρόνια ὁ μοναχός. Ἡ μικρὴ ξύλινη πόρτα ἀνοίγει. Τὸ σπίτι δὲν ἔχει ἀλλάξει ἀπὸ τότε. Ἡ ἐπίπλωση εἶναι παλιά, ὅπως καὶ τὸ πάτωμα. Καὶ τὰ ἀντικείμενα. Στοὺς τοίχους δεσπόζουν φωτογραφίες τοῦ γέροντα, οἰκογενειακὰ κειμήλια καὶ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ Ἁγιορείτη. Στὸ μέσον του δωματίου, πίσω ἀπὸ ἕνα κλειδωμένο τζάμι, ὑπάρχουν χειροποίητα ἀντικείμενά του, ἕνα δικό του ζευγάρι κάλτσες, καὶ βιβλία. Στὸ τοῖχο μία φανέλα του.

«Ὁ γέροντας ἦταν ἀεικίνητος, σβέλτος» μας λέει ὁ ἀνιψιός του καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἱστορία τοῦ σπιτιοῦ, στὸ ὁποῖο πρὶν τὸ 1922 ἔμεναν Τοῦρκοι καὶ δόθηκε στὴν οἰκογένεια Ἐζνεπίδη μὲ τὴν ἀνταλλαγή. Στὸ δίπλα δωμάτιο ὑπάρχουν ἀκόμα τὰ κρεβάτια, ποὺ κοιμόταν ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τότε. Ὁ γέροντας ἔμεινε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι μέχρι τὰ 18 τοῦ, ποὺ κατατάχθηκε ἀσυρματιστὴς στὸ στρατό. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς μία φωτογραφία στὸν τοῖχο, ποὺ εἶναι στὰ χακί, ἐν ἔτει 1948, δείχνει τὸν στρατιώτη Ἀρσένιο Ἐζνεπίδη. Ὁ ἀνιψιὸς τοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα ἄγνωστο περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ γέροντα. «Ἦταν τότε στὸν πόλεμο, ποὺ οἱ Δυτικοὶ προπαγάνδιζαν τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου καὶ κάποιος τοῦ τὴν ἀνέφερε. Τότε ὁ γέροντας ἀπάντησε πὼς μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἔχει ἀνθρώπινη μορφή. Ἀργότερα πῆγε στὸ ἐκκλησάκι στὸ λόφο, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ προσευχήθηκε βαθιά. Τότε τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ τοῦ εἶπε «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου».


Ἡ φύση στὴν Κόνιτσα σὲ καθηλώνει. Ὁ ὁρίζοντας εἶναι καθαρὸς καὶ ἡ ἀπέραντη θέα, φτάνει μέχρι τὴν Βόρειο Ἤπειρο, ποὺ ἀπέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα. Ἡ φύση ἐκεῖ του ἄρεσε πολύ του γέροντα. Περπατᾶμε στὸ σοκάκι ἐμπρὸς στὸ σπίτι καὶ συζητᾶμε μὲ τὸν Χρῆστο Ἐζνεπίδη. «Ὁ γέροντας εἶναι μαζί μας. Δὲν μᾶς ἄφησε» λέει σὲ μία ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του. «Πῶς τὸ λὲς αὐτό;» τὸν ρωτάω. «Τὸ βλέπω σὲ ὄνειρο, ὅπως βλέπω ἐσένα τώρα» ἀπαντᾶ ἀφοπλιστικὰ καὶ κοφτά. Ὅταν τοῦ ζητὰς νὰ γίνει πιὸ συγκεκριμένος τὸ ἀποφεύγει καὶ αἰνιγματικὰ λέει πὼς «ὁ γέροντας τὰ λέει μὲ τρόπο ἀκόμα καὶ σήμερα». Συζητᾶμε γιὰ τὸ τώρα. Πῶς βλέπει τὰ πράγματα. «Εἴμαστε ὑπὸ πίεση. Ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του. Λένε ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει πόλεμος. Μὰ ἔτσι καὶ ἀλλιῶς ἔχουμε πόλεμο. Οἰκονομικό. Καὶ ἀπὸ πίσω εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ μᾶς ἔκαναν πάντα πόλεμο. Δὲν ἔχουν ἀλλάξει». Γιὰ τὴν Τουρκία λέει ἁπλὰ πὼς «ἡ Τουρκία εἶναι πάντα Τουρκία» καὶ θεωρεῖ πὼς θὰ τεθεῖ κάποια στιγμὴ τὸ ἐρώτημα «ἢ ἐμεῖς ἢ αὐτοί». Τὸν ρωτάω ποιοὶ κάνουν αὐτὸν τὸν οἰκονομικὸ πόλεμο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ξαφνιάζει «Ὁ ἀντίχριστος. Τὸ ἔχεις ἀκούσει αὐτό;» μὲ ρωτάει μὲ κλειστὰ μάτια. «Γιατί κλείνεις τὰ μάτια ὅταν μιλᾶς; » τὸν ρωτάω καὶ γελάει λέγοντας «ἀπὸ τὸν ἥλιο εἶναι», ἀφοῦ εἶχε φτάσει ἤδη μεσημέρι καὶ ἦταν ντάλα μεσημέρι. Κοιτᾶμε ἀπέναντι τὰ βουνά. Στὸ βάθος ἡ Βόρειος Ἤπειρος. «Ἡ Βόρειος Ἤπειρος θὰ γίνει ἑλληνικὴ» πετάει καὶ κόβει τὴν κουβέντα. «Ποῦ τὸ στηρίζεις» τὸν ρωτάω, ἀλλὰ ἀποφεύγει νὰ ἀπαντήσει λέγοντας ἁπλὰ πὼς «αὐτὰ ποὺ ἔχει πεῖ ὁ γέροντας εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες». Τοῦ ζητάω φεύγοντας ἂν ἔχει κάτι νὰ μοῦ δώσει γιὰ ἐνθύμιο ἢ νὰ μοῦ δείξει κάποιο λεύκωμα. Δείχνει νὰ μὴν τοῦ ἀρέσει αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπα. «Δὲν κάνουμε ἐμπόριο ἐδῶ. Δὲν εἶναι γιὰ μᾶς αὐτὰ»





Ἡ κυρία Γεωργία Κίτσιου, ζεῖ μὲ τὸν σύζυγο τῆς ἀκριβῶς στὸ ἀπέναντι σπίτι. Γνώρισε ἀπὸ τὸν κοντὰ τὸν ἁγιορείτη μοναχὸ καὶ θυμᾶται δύο περιστατικὰ ἀπὸ τὸν γέροντα ποὺ ἔχουν χαραχτεῖ ἀνεξίτηλα στὴν μνήμη της. «Ὅταν εἶχε ἀρρωστήσει τὸ παιδὶ τῆς θείας μου, εἶχε πάρει νερὸ ἀπὸ τὴν βρύση καὶ σταύρωσε τὸ παιδί. Ὁ πυρετὸς ἔπεσε ἀμέσως. Τὸ πιστεύω ὅτι ὁ γέροντας βοήθησε. Στὸ χωριὸ βοηθοῦσε ὅλο τὸν κόσμο. Εἶχε ἕνα κουτάκι (φωτο 4) στὸ ὁποῖο μάζευε λεφτὰ γιὰ τοὺς φτωχούς», ἐνῶ ἀφηγεῖται ἀκόμα ἕνα περιστατικό, ὅπου πιστεύει ὅτι ὑπῆρχε βοήθεια ἀπὸ τὸν γέροντα τῆς Ὀρθοδοξίας. «Ὅταν ἔγινε ὁ μεγάλος σεισμὸς τὸ 1996, ἔπεσαν σπίτια ἀλλὰ δὲν ἔπαθε κανεὶς τίποτα. Πιστεύουμε ὅτι μᾶς φύλαξε ὁ γέροντας» λέει χωρὶς περιστροφές, ἀποκαλύπτοντας καὶ κάποιες ἀνθρώπινες στιγμὲς τοῦ μοναχοῦ. «Ἦταν πολὺ ζωντανὸς ἄνθρωπος καὶ ἔκανε καλαμπούρια. Στὴν μάνα μου τὴν συγχωρεμένε τῆς ἔλεγε ὅταν ἔβγαιναν οἱ καρποὶ κ. Ἀνέτα θὰ σοὺ κλέψω τὰ σταφύλια»



«Στὴ Σπηλιὰ πολεμοῦσε τὸν διάβολο»

Ὁ πατέρας Κοσμᾶς, εἶναι μοναχὸς ἐδῶ καὶ 54 συναπτὰ χρόνια στὴν Κόνιτσα. Τὸν συναντήσαμε στὸ γηροκομεῖο τοῦ χωριοῦ καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ρολόι ἔδειχνε τρεῖς καὶ εἶχε ξαπλώσει γιὰ τὴν μεσημεριανὴ ἀνάπαυση, σηκώθηκε εὐγενικὰ καὶ μᾶς δέχτηκε. Θυμήθηκε μία ἱστορία ποὺ ἔλεγε ὁ γέροντας συχνά. «Ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πήγαινε σὲ μία σπηλιὰ κάτω χαμηλά. Ἐκεῖ εἶχε πόλεμο μὲ τὸν διάβολο. Τοῦ παρουσιάστηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ γέροντας εἶχε ἐξομολογηθεῖ πὼς θέλησε νὰ τὸν γκρεμίσει. Αὐτὸς συνέχισε νὰ προσεύχεται». «Τί ἐννοεῖτε ὅτι παρουσιάστηκε ὁ διάβολος;» ρώτησα τὸν μοναχό. «Ὁ διάβολος εἶναι ὀντότης, ὅπως ἔχουμε ἀγγέλους, ποὺ παρουσιάζεται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν» εἶπε ὁ πατέρας Κοσμᾶς, ἐπεξηγώντας πὼς «Ὁ γέροντας εἶχε πολλὰ χαρίσματα. Τὸν φώτιζε ὁ θεός». Μπῆκα στὸν πειρασμὸ νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Ἑλλάδας. Ἀπαντᾶ μὲ εἰλικρίνεια «Δὲν χρωστᾶμε μόνο ἐμεῖς. Χρωστᾶνε καὶ ἄλλες χῶρες. Πιστεύω ὅτι εἴμαστε ἔθνος ἀνάδελφον. Μᾶς ἔχουν βάλει στὸ μάτι». Ἡ συζήτηση κρατάει πολὺ ὥρα. Ὁ ἡλικιωμένος μοναχός, λέει πολλά. Κρατάω ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταία «Λένε κάποιοι εὐλογία ποὺ πήραμε τὸ δάνειο. Μὰ αὐτὰ εἶναι δανεικά. Δὲν μᾶς τὰ χαρίζουν. Ὁ γέροντας εἶχε κάνει προσευχὴ γιὰ νὰ βρέξει. Ξέρετε πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ ἔρθει βροχὴ ὅταν ὅλα εἶναι στεγνὰ παντοῦ ἔξω; Αὐτὴ εἶναι εὐλογία».

Κλείνω τὸ μαγνητοφωνάκι καὶ βάζω τὴν φωτογραφικὴ στὴν θήκη. Βγαίνω ἀπὸ γηροκομεῖο καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ ὅσα ἔλεγε ὁ μοναχός, ἔξω δὲν βρέχει, ἀλλὰ ἔχει πολὺ δυνατὸ ἥλιο. Μπαίνω στὸ αὐτοκίνητο καὶ ἀφήνω τὴν Κόνιτσα πίσω μου, μὲ τὴν τελευταία εἰκόνα ποὺ συναντῶ στὴν ἔξοδο τοῦ χωριοῦ νὰ ἀσβεστώνουν, κρατώντας ἕνα παλιὸ πασχαλιάτικο ἔθιμο...

Τοῦ Σταύρου Παπαντωνίου, ἐφημερίδα "Παραπολιτικὰ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.