18 Δεκ 2012

Ὁ πόνος τοῦ Μακρυγιάννη

Ἂν οἱ ἱστορικὲς μνῆμες στεφανώσουν μὲ τὴν ἀθανασία πέντε-δέκα νεοέλληνες, ἀνάμεσά τους ἀσφαλῶς θὰ συγκαταλέγεται κι ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης (1797 - 1867). Πρόκειται γιὰ μία ἀπ’ τὶς ἁγνότερες καὶ ἠρωικότερες μορφὲς τοῦ ἑλληνικοῦ θαύματος τοῦ 1821. Μία ἀκέραιη, ἀνιδιοτελής, πολύπλευρη προσωπικότητα, πέρα ὡς πέρα ἑλληνικὴ καὶ ὀρθόδοξη, θετικὰ ἀξιολογημένη ἀπὸ κορυφαίους νεοέλληνες ἱστορικοὺς καὶ λογοτέχνες. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ ἀλησμόνητος Γ. Θεοτοκᾶς, μὲ δυνατὲς πινελιές, μὲ ἐπιτυχία καὶ πληρότητα μᾶς δίνει τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Μακρυγιάννη: «… Εἶναι ὁ ἐλεύθερος πολίτης μίας πατρίδας, ποὺ τὴν ὀνειρεύεται δίκαιη καὶ εὐνομούμενη, ἐλεύθερος καὶ συνάμα κοινωνικός, μὲ συνείδηση τῶν δικαιωμάτων του καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ του… Μαζὶ μ’ ὅλα αὐτὰ καλλιτέχνης ἀπὸ γεννησιμού του… ἕνας γεννημένος ἀρχηγός, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀνθρώπους τοῦ ἔθνους του, ἀπὸ τοὺς ἐμψυχωτὲς καὶ ὁδηγητὲς τῆς Ἐπανάστασης, ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους. Εἶναι πολεμικὸς ἀρχηγὸς σημαντικὸς καὶ πολιτικὸς ὑπολογίσιμος… ἕνα μυαλὸ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀνήσυχο, ζωηρὸ καὶ ὀξύ, ποὺ δουλεύτηκε γερὰ ἀπὸ μία ἐξαιρετικὴ πείρα ζωῆς καὶ ἀπὸ μία πολύχρονη ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους σοφοὺς καὶ σπουδαίους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Στρατηγὸς συζητοῦσε σὰν ἴσος πρὸς ἴσους».
Ἡ μεγάλη αὐτὴ καὶ πολυεδρικὴ μορφὴ παρουσιάζεται ἀνάγλυφη μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο ποὺ μας...
 ἄφησε, τὰ περίφημα Ἀπομνημονεύματά του, ὅπου ἀφηγεῖται τὶς ἄμεσες ἐμπειρίες του ἀπὸ τὰ πολεμικὰ γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 καὶ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἱστορία τῶν μετέπειτα χρόνων.
Τὸ ἔργο αὐτὸ πέρα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ καὶ ποικίλη ἀξία τοῦ ἔχει χαρακτηρισθῆ καὶ σὰν ἀληθινὸ μνημεῖο τῆς πεζογραφίας μας: «Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος τῆς νέας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, ἂν ὄχι ὁ πιὸ μεγάλος, γιατί ἔχουμε τὸν Παπαδιαμάντη» (Γ. Σεφέρης).
Ἡ δωρική του λιτότητα καὶ τὸ ἀπαράμιλλο ὕφος τοῦ συναρπάζουν. Ὁ λόγος του, ζωντανὸς καὶ πυκνός, ζωγραφίζει πρόσωπα καὶ γεγονότα μὲ μία θαυμασία ἐνάργεια καὶ ἀκρίβεια. «Ὁ Μακρυγιάννης γράφει τρόπον τινὰ διὰ τῆς σπάθης καὶ οὐχὶ διὰ τῆς γραφίδος», σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, στὸν ὁποῖον ὀφείλουμε τὴν ἔκδοσι καὶ τὸν σχολιασμὸ τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου ἀγωνιστοῦ.
Ὅλο τὸ ἔργο περιστρέφεται σταθερὰ γύρω ἀπὸ δύο πόλους: Πατρίδα καὶ Θρησκεία. Δὲν τὰ ξεχωρίζει ποτέ. Ἑλλάδα γι’ αὐτὸν σημαίνει Ὀρθοδοξία.
Σήμερα, ποὺ ὅλα περνοῦν ἀπὸ καινούρια κόσκινα, δὲν βρέθηκε κανεὶς ν’ ἀμφισβητήση τὴν ἱστορικὴ ἢ τὴν λογοτεχνικὴ ἀξία τοῦ ἔργου καὶ τὸ ἠθικό του μεγαλεῖο. Καὶ γιὰ μὲν τὴν φιλοπατρία τοῦ Μακρυγιάννη ἴσως σὲ πανηγυρικοὺς λόγους κάτι νὰ ἀκούγεται πότε-πότε. Ἡ θερμὴ πίστις τοῦ ὅμως, ὄχι μόνο συνήθως ἀποσιωπᾶται σκόπιμα, ἀλλὰ κάποτε καὶ παρερμηνεύεται κακόβουλα. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου εὐοίωνο γιὰ τὴν πρόοδο τουλάχιστον τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας στὸν τόπο μας τὸ ὅτι μερικοὶ «ἱστορικοί», στρατευμένοι, τὶς οἶδε, σὲ ποιὲς σκοπιμότητες, ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Μακρυγιάννης στὰ γεράματά του «τόριξε στὴν θρησκοληψία», ἐνῶ ἀπὸ τὶς πρῶτες σελίδες τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ τοὺς διαψεύδει ὁ ἴδιος.
Στὶς μέρες μᾶς εἴμαστε μάρτυρες ἑνὸς ἐγκληματικοῦ ξηλώματος τῶν πάντων. Ἐκκλησία, πατρίδα, οἰκογένεια, παιδεία βάλλονται μὲ ὅλα τὰ μέσα. Πολεμικὴ ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ συνεχίζεται πιὸ ἔντονη, πιὸ ὕπουλη καὶ πιὸ συστηματικὴ σήμερα. Καὶ μᾶς βρίσκει δυστυχῶς τοὺς νεοέλληνες σὲ λήθαργο. Ἡ εὐμάρεια κι ὁ καταναλωτισμὸς μᾶς ἔχουν ναρκώσει. Κινδυνεύουμε νὰ ἀποχρωματισθοῦμε ἐθνικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἐγρήγορσι καὶ ἀναβαπτισμὸ στὸ ρωμαλέο πνεῦμα τοῦ Μακρυγιάννη, προτοῦ μαραθῆ κάθε ἰκμάδα ἑλληνικότητος, πρὶν νεκρωθοῦν τὰ ἀντανακλαστικά μας.
Σ’ αὐτὴ τὴν ἐπείγουσα ἀνάγκη θέλει νὰ διακονήση τὸ μικρὸ τοῦτο τεῦχος ποὺ περιέχει ἐλάχιστα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν θησαυρὸ τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ θρυλικοῦ στρατηγοῦ. Ἐπιθυμία μᾶς εἶναι ὁ προφητικὸς καὶ ἀφυπνιστικὸς λόγος τοῦ Μακρυγιάννη νὰ θίξη τὶς εὐαίσθητες χορδὲς τῆς ἡρωικῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, νὰ τὴν βοηθήση νὰ ξαναβρῆ τὴν ταυτότητά της, καὶ νὰ βιώση δυναμικὰ σήμερα τὴν ἀνεκτίμητη ἑλληνορθόδοξη παράδοσι.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Σὲ μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἤδη σελίδες τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ ὁ Μακρυγιάννης μᾶς παρουσιάζει ἕνα χαρακτηριστικὸ γεγονὸς τῶν παιδικῶν του χρόνων. Γεγονὸς ποὺ ἐκφράζει εὔγλωττά τους δύο πόλους, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους, καθὼς ἔχουμε πῆ, θὰ στραφῆ ὅλη του ἡ ζωή: τὴν ζωντανὴ πίστι του στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγνὴ φιλοπατρία του.
Ἔγινα ὡς δακατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕναν πατριώτην μου εἰς Ντεσφίναν… Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μία ἡμέρα. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τ’ Ἁγιαννιού. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι· μόδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ’ ἐπίασε σὲ ὅλον τὸν κόσμο ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ’ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονο δὲν ηὔρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον  νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἅι-Γιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι τοῦ μόγινε αὐτείνη ἡ ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴ νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλειῶ τὴν πόρτα κι ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες: «τ’ εἶναι αὐτὸ ὀπούγινε σὲ μέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν;». Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώση ἅρματα καλὰ κι ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον.
Πέρασαν χρόνια κι ὁ μικρὸς Μακρυγιάννης ἀνδρώθηκε καὶ «ἔκανε κατάστασιν» (ἀπέκτησε χρήματα), ὅμως δὲν ξέχασε «τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἀληθινὸν φίλον του»:
Τότε ἐφκίασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες κὰ ἅρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἁρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτην μου καὶ εὐεργέτην μου καὶ ἀληθινὸν φίλον, -τὸν Ἅι-Γιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὴν σήμερον- ἔχω καὶ τόνομά μου γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁπού ἐδοκίμασα…

Ἡ ἐπανάστασις γρήγορα φούντωσε. Ἀλλὰ μετὰ τὶς πρῶτες ἐπιτυχίες, οἱ διχόνοιες καὶ οἱ φατριασμοὶ ἐξασθένησαν τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις. Τότε ἀκριβῶς ἐπιτίθεται ὁ πανίσχυρος Ἰμπραὴμ κατὰ τῆς Πελοποννήσου. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη ὥρα ἀνατίθεται στὸν Μακρυγιάννη νὰ τὸν ἀναχαιτίση. Ὁ τότε νεαρὸς ὁπλαρχηγὸς σχεδιάζει ν’ ἀναμετρηθῆ μὲ τὸν πολυάριθμο ἐχθρικὸ στρατὸ στὸ Νιόκαστρο τῆς Πύλου. Ξέρει ὅτι τὰ φυσικὰ μέσα ποὺ διαθέτει δὲν τοῦ φθάνουν γιὰ νὰ νικήση. Ἀλλὰ ξέρει ἐπίσης νὰ ἀντλῆ τὴν ἀκαταμάχητη ὑπερφυσικὴ δύναμι ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
…Τὰ μεσάνυχτα περνώντα -ἀφηγεῖται- ἔστειλα καὶ πῆρα τὸν παπὰ καὶ μᾶς ξεμολόγησε καὶ λειτούργησε καὶ μεταλάβαμε…

Ἡ κοινωνία του μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἦταν κάτι περιστασιακό, τὸ ὁποῖο ἐπέβαλε ὁ ἔσχατος κίνδυνος ποὺ διέτρεχε. Ἦταν μία ζωντανὴ κοινωνία σ’ ὅλη του τὴ ζωή. Στὴν ἐποχή μας ποὺ πολὺ ἐπιπόλαια ἀντιμετωπίζεται ἡ ἀναγκαιότητα τῶν μυστηρίων τῆς Θ. Εὐχαριστίας καὶ μάλιστα τῆς Ἐξομολογήσεως, εἶναι σημαντικὴ ἡ μαρτυρία μίας τόσο φωτισμένης προσωπικότητος σὰν τὸν Μακρυγιάννη γιὰ τὴν σχέσι ὁλόκληρής της οἰκογενείας τοῦ μ’ ἕναν Πνευματικό.

… Ἔρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθὸς Δεσπότης Μπουντουνίτζας (Μεδενίτσας) - ἔρχεται παντότες· μὲ ξεμολογάει ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειά μου.

Μετὰ τὸ Νιόκαστρο, ὅπου οἱ ἐσωτερικὲς συνθῆκες ἦταν γιὰ τὸν Μακρυγιάννη ἐξαιρετικὰ δύσκολες, θὰ χτυπήση τὸν Ἰμπραὴμ στοὺς Μύλους τοῦ Ναυπλίου. Καὶ ἐδῶ, παρὰ τὶς δυσοίωνες προβλέψεις, ἡ πίστις του στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη του στὴν πατρίδα μεγαλούργησαν. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν θρυλικὴ νίκη του, εἶχε μία ἀξιομνημόνευτη συνομιλία μὲ τὸν γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ.
Ἐκεῖ ὀπούφκιανα τὶς θέσεις εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσεις εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη, αὐτοῦ;». Τοῦ λέγω: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καὶ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁπού μᾶς προστατεύει· καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μᾶς σ’ αὐτὲς τὶς θέσεις τὶς ἀδύνατες· κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπό μας καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν· καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς». -«Τρεμπιέν», λέγει καὶ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος. 

Οἱ ἀγῶνες τόσων ἐτῶν ἐκαρποφόρησαν. Ὑπάρχει τώρα λίγη ἐλεύθερη Ἑλλάδα… Ἀπειλεῖται ὡστόσο πάλι καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς καὶ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς κινδύνους. Ὁ ἥρωάς μας ἀγωνιᾶ καὶ ἀγωνίζεται καθὼς βλέπει νὰ κινδυνεύουν ἡ Πατρίδα καὶ ἡ Ὀρθοδοξία.
…Ὅταν μου πειράζουν τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ‘νεργήσω κι ὅ,τι θέλουν ἄς μου κάνουν…Κι αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν λευτερώθη μὲ παραμύθια, λευτερώθη μ’ αἵματα καὶ θυσίες· κι ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε βασίλειον -κι ὄχι νὰ βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κι οἱ ἀγωνισταὶ ν’ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμώνταν. Κι ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Ναρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στέργομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δύο μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβὸς καὶ ἡ πατρίδα μου καλά, μὲ θρέφει· ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβὸς θανὰ εἶμαι. Ὅτι σ’ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ πάγω ἀλλοῦ.

Μὲ τὴν ὀξυδέρκεια ποὺ τὸν χαρακτηρίζει ἀντιλαμβάνεται ἀπὸ πολὺ νωρίς, ποιοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ ἐχθροί της φυλῆς μας. Πονάει πολὺ βλέποντας τὶς ραδιουργίες τῶν εὐρωπαίων ἀπεσταλμένων στὰ πολιτικὰ παρασκήνια τῆς Ἑλλάδος. Ἀγανακτεῖ γιὰ τὶς ὕπουλες ἐπεμβάσεις τους στὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια του ἔθνους μας καὶ γιὰ τὸν φατριασμὸ τῶν πολιτικῶν δυνάμεων τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς δικό τους ἔργο. Γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ βλέποντας τὴν ἠθικὴ διαφθορὰ τῶν Εὐρωπαίων νὰ μολύνη τὴν ἑλληνικὴ οἰκογένεια, τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Ὁ τρόπος τοῦ εἶναι ὀξύς. Ἡ γλώσσα τοῦ σκληρή. Πολλὲς φορὲς φαίνεται καθαρά, πὼς θέλει νὰ μιλήση μὲ τὸ σπαθί του, καθὼς θὰ ἔλεγε ὁ Βλαχογιάννης.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθηκε καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀναστήση, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φάνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς σβήσουνε, νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καὶ τί σᾶς ἔκαμεν αὐτὸ τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν πλουσίων; Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης της ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Λεωνίδας, ὁ Θρασύβουλος, ὁ Δημοστένης καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπίαζαν καὶ βασανίζονταν νύχτα καὶ ἡμέρα μ’ ἀρετή, μὲ ΄λικρίνειαν, μὲ καθαρὸν ἐνθουσιασμὸν νὰ φωτίσουνε τὴν ἀνθρωπότη καὶ νὰ τὴν ἀναστήσουν νάχη ἀρετὴ καὶ φῶτα καὶ πατριωτισμόν… Αὐτεῖνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά. Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή… καὶ γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας. Κάνουν καὶ οἱ μαθηταὶ τοὺς οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν ἀνταμοιβὴν εἰς τοὺς ἀπογόνους ἐμᾶς - γύμναση τῆς κακίας καὶ παραλυσίας. Τέτοι’ ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μᾶς δίνουν. Μία χούφρα ἀπόγονοι ἐκείνων τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων χωρὶς ντουφέκια καὶ πολεμοφόδια καὶ τ’ ἄλλα ἀναγκαῖα του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τὴν μάσκαρα τοῦ Γκρᾶν Σινιόρε, τοῦ Σουλτάνου, ὀποῦχε εἰς τὸ πρόσωπόν του κι ἐσκίαζε ἐσέναν τὸν μεγάλο Εὐρωπαῖγον… Ὅταν ὁ φτωχὸς ὁ Ἕλληνας τὸν καταπολέμησε ξυπόλυτος καὶ γυμνός, τότε πολέμαγε καὶ μ’ ἐσένα τὸν χριστιανόν, -μὲ τὶς ἀντενέργειές σου, καὶ τὸν δόλο σου καὶ τὴν ἀπάτη σου κι ἐφόδιασμα τὶς πρῶτες χρονιὲς τῶν κάστρων. Ἂν δὲν τὰ ‘φόδιαζες ἐσὺ ὁ Εὐρωπαῖγος, ἤξερες ποὺ θὰ πηγαίναμεν μ’ ἐκείνη τὴν ὁρμή. Ὕστερά μας γιομώσατε καὶ φατρίες… πῆρε ὁ καθεὶς σᾶς τὸ μερίδιόν του· καὶ μᾶς καταντήσετε μπαλλαρίνες σας· καὶ μᾶς λέτε ἀνάξιούς της λευτεριᾶς μας ὅτι δὲν τὴν αἰστανόμαστε. Τὸ παιδὶ ὅταν γεννιέται δὲν γεννιέται μὲ γνώση· οἱ προκομμένοι ἄνθρωποι τὸ ἀναστήνουν καὶ τὸ προκόβουν. Τέτοια ἠθικὴ εἴχετε ἐσεῖς καὶ προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κι ἐμᾶς τοὺς δυστυχεῖς.

Σὰν γνήσιος ἐκφραστὴς τῶν αἰσθημάτων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ξέρει καὶ τὸ διακηρύττει ὅτι αὐτὸς ὁ ἁγνὸς λαὸς ἀποστρέφεται τὶς ἀτιμίες τῶν ἡγετῶν «τῶν μεγάλων δυνάμεων» καὶ στηρίζεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἂν δὲν ὑπάρχη σ’ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκείνου ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καὶ θέλει μᾶς σώση· ὅτι ὅσα εἶπε αὐτὸς εἶναι ὅλα ἀληθινὰ καὶ δίκαια - καὶ τὰ δικά σας ψέματα δολερά. Κι ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούση, οὔτε νὰ σᾶς ἰδῆ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσε ἡ κακία σας, ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνέ σας, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων ὀπ’ οὖλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ‘περασπίζετε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους· καὶ καταντήσετε τὴν κοινωνία παραλυσία…
Φοβερὸς λόγος τὸ «ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες». Ὁ Μακρυγιάννης χωρὶς περιστροφὲς παρασημοφορεῖ μὲ τὸ παράσημο τῆς ἀτιμίας ὅσους χωρὶς ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια ἀσπάζονται τὰ ξενόφερτα εὐρωπαϊκὰ ἤθη, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἠθικὴ παραλυσία.

Δὲν εἶναι ὅμως ἄδικος καὶ φανατισμένος ὁ Στρατηγός. Ξέρει νὰ διακρίνη καὶ νὰ εὐγνωμονῆ μὲ εἰλικρίνεια αὐτούς, ποὺ ὑπῆρξαν «τίμιοι ἄντρες» καὶ βοήθησαν τὴν πατρίδα μας στὰ δύσκολα πρῶτα βήματά της.
Τοὺς ἔκανα ἕνα τραπέζι πολλὰ καλό… καὶ εἶπα· «Ἀπὸ δικαιοσύνη διψάγει ἡ πατρίδα καὶ ‘λικρίνεια· ὅποιοι τὴν κυβερνοῦνε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς φωτίση καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήση εἰς αὐτό». Ἔπγε κι ὁ Ρουντχάρτης* διὰ ‘μένα. Εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅσον καιρὸ κυβέρνησε αὐτὸς μεγάλη δικαιοσύνη καὶ ‘λικρίνεια εἴδαμεν· καὶ ξοδίαζε κι ἐξ ἰδίων του πολλά. Ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ ‘διοτέλεια τὴν κάνει κακία… κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα μας ὁ καλὸς κι ἀγαθὸς ἄνθρωπος· καὶ εἰς τὸν δρόμον πέθανε ἀπὸ τὴν πίκρα του. Ὁ Θεὸς νὰ τόχη τὴν ψυχὴ τοῦ αὐτεινοῦ τοῦ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου…

Καὶ μὴ νομίση κανεὶς ὅτι τὸ μαστίγωμα τοῦ Εὐρωπαίου στηρίζεται σὲ ἀόριστους φόβους καὶ φαντασιοπληξίες. Ἡ συζήτησις τοῦ Μακρυγιάννη μὲ τὸν γάλλο περιηγητὴ Μαλὲρμπ ἀποκαλύπτει τὶς ἐχθρικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας:
Τοῦ λέγω… μ’ ὅλον τοῦτο τώρα, ὁπού ζοῦμεν ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες εὐχαριστοῦμεν τοὺς Φιλέλληνας εἰς τὸν κόπον ὁπού ἔλαβαν διὰ νὰ μᾶς σκηματίσουν κι ἐμᾶς ἔθνος, ὁπού ἤμαστε τόσους αἰῶνες σ’ ἐνοὺ λιονταριοῦ τὰ νύχια. Μοῦ λέγει, ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁπού αὐτείνη ἡ ἰδέα εἶναι σ’ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη…
Καὶ τοῦ ἀπαντάει:
Χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σκηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον. Καὶ πράγμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁπού τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν τυραγνία τοῦ Τούρκου δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες… Καὶ τί ἔχεις ἐσὺ διὰ ‘μένα τί δοξάζω ἐγώ; Καὶ διατὶ νὰ φροντίζω ἐγὼ διὰ ‘σένα τί δοξάζεις; Ὁ Θεὸς ἂς θεωρήση τοῦ κάθε ἐνοῦ τὴν γνώμη, εἶναι φροντίδα αὐτεινοῦ… κι ὄχι τοῦ λόγου σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆς· δὲν σὲ ἀκούγω, ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἰδικός σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ δὲν σαλεύει τὸ μάτι μου…

Λίγο ἀργότερα αὐτὴ ἡ ὕπουλη ἐπίθεσις κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε προκλητικὴ μὲ τὴν συνεργασία καὶ μερικῶν δικῶν μᾶς γραικύλων. Τότε εἶναι ποὺ ξεσπαθώνει. Ριζωμένος βαθειὰ στὴν ὀρθόδοξη πίστι μας μὲ ἱερὸ πάθος χτυπάει ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔφεραν τὴν ἠθικὴ παραλυσία καὶ «ὁπού ἐπεβαίνουν καὶ εἰς τὴν θρησκεία μας διὰ νὰ μᾶς φκειάσουνε τοῦ δὸ(γ)ματός τους ἀπὸ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον»:
Κι ὅ,τι ὁδηγίες ἔστελνε ὁ Φίλιππας, ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας, καὶ ἡ κυβέρνησή του ἐκεῖνο γένονταν. Κι ὅλος ὁ ἀγώνας τους, τώρα ὁπού ἔλαβαν ἐπιρροὴ καὶ τὰ μέσα ἐδῶ, εἶναι διὰ τὴν θρησκείαν· σκολειὰ γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ πλῆθος ἄλλα μέσα καὶ κατήχησες εἰς τὸν κόσμο γιὰ νὰ προβοδέψουν αὐτὸ τὸ ἔργο. Μάσαν κι ὅλους τους μπερμπάντες δικούς μας καὶ ξένους κι ἀγωνίζονται σ’ αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο μὲ μεγάλη προθυμία… Μεγάλε βασιλέα… Οἱ ψεῦτες καὶ οἱ κόλακες ὁπού σᾶς κάνουν… καὶ χάνετε τὴν δικαιοσύνην σας… καὶ δοξολογᾶτε τὸν διάβολον, αὐτεῖνοι δὲν πιστεύουν Θεόν. Δὲν δουλεύουν διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία αὐτεῖνοι, δουλεύουν οἱ γενναῖγοι ἄντρες καὶ σκοτώνονται δὶ’ αὐτά… Ὄχι νὰ κάθεσαι ἐσύ, ἕνας μεγάλος βασιλέας καὶ νὰ καταγένεσαι νὰ ἀλλαξοπιστήσης μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁπού ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ἐκεῖνος ὁπού τοὺς κυρίεψε τοὺς ἔκαιγε εἰς τοὺς φούρνους, τοὺς ἔκοβε γλῶσσες, τοὺς παλούκωνε ν’ ἀλλάζουν τὴν θρησκεία τους καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτας… Τώρα ὁ Θεός, ὁ δίκιος καὶ παντοδύναμος, ὁπού ὁρίζει κι ἐσένα, ἀνάστησε αὐτεῖνο τὸ μικρὸ ἔθνος καὶ θέλει νὰ δοξάζεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως καὶ ἀνατολικῶς…

Δὲν διστάζει νὰ τὰ βάλη καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ὑποπτεύεται πὼς συμπράττει στὰ ξένα σχέδια κατὰ τῆς θρησκείας μας.
Μάθαινα ἀπὸ ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων ἐναντίον τῆς θρησκείας μᾶς προοδεύει. Τότε κάπνισαν τὰ μάτια μου… Πάγω εἰς τὸν Κωλέτη καὶ τοῦ λέγω… «δὲν μᾶς ἀφήνεις πλέον ἥσυχους νὰ ζήσουμεν ἐδῶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μᾶς πατρίδα μὲ τὴν θρησκεία μας, ἀλλὰ μᾶς τζαλαπατᾶς καὶ μᾶς διαιρεῖς… Γνωρίζομεν τὶς ἐνέργειες τὶς μυστικὲς τῶν ξένων ὁπού ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκεία μᾶς -θρησκείαν δὲν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τὴν πουλοῦμεν».

Μία προφητικὴ ἐπικαιρότητα χαρακτηρίζει τὶς ἔντονες διαμαρτυρίες τοῦ Μακρυγιάννη, γιὰ πολλὰ στραβὰ κι ἀνάποδά της ἐποχῆς του, ποὺ σήμερα θὰ τὰ λέγαμε ξεθεμέλιωμα τῆς οἰκογενείας, βεβήλωσι τοῦ ἱεροῦ χώρου τῆς παιδείας καὶ ἐξαχρείωσι τῶν ἠθῶν κυρίως ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ψυχαγωγίας, ποὺ κατὰ κανόνα εἶναι διαβρωτικά, μὲ ἰδιαίτερες ἐπιπτώσεις στὴν εὐόλισθη νεολαία μας.
Τὸ ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία-ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, τόνα μέρος καὶ τ’ ἄλλο, θέλετε θέατρο· τὸ φκιάσετε κι αὐτὸ διὰ νὰ μᾶς μάθη τὴν παραλυσία. Καὶ δὶ’ αὐτὸ παίρνουν δύο ἀδέλφια δύο ἀδελφές. Ὅ,τι τοῦ λὲς - «ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας!» Καὶ τὰ παιδιὰ ὁπού τὰ στέλνουν νὰ φωτιστοῦν γράμματα κι ἀρετή, ἀπὸ μέσα τὸ κράτος κι ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθική του θεάτρου· καὶ πουλᾶνε τὰ βιβλία τοὺς οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε νὰ ἀκούσουνε τὴν Ρίτα Βάσσω, τὴν τραγουδίστρια τοῦ θεάτρου· ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες, ὄχι τὰ παιδάκια νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ βιβλία τους… Γι’ αὐτείνη τὴν προκοπή σου στέλνει κάθε γονέας τὸ παιδὶ τοῦ εἰς τὴν πρωτεύουσα; Αὐτὰ τὰ φῶτα νὰ γυμναστή;

Μὲ τὴν χαρακτηριστική του λακωνικότητα καταγγέλλει μία μεγάλη ἱεροσυλία: Τὴν διάλυσι καὶ λεηλασία τῶν μοναστηριῶν ἀπὸ τοὺς Βαυαρούς. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν χώρα μας οἱ ἀνθέλληνες αὐτοὶ φαίνεται πὼς μᾶς ἄφησαν κάποιους διαδόχους γιὰ νὰ ξεθεμελιώσουν ὅ,τι ἀπέμεινε στὰ προπύργια αὐτὰ ὄχι μόνο τῆς πίστεως ἀλλὰ καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ τὴν προσφορά τους καὶ τὶς θυσίες τους γιὰ τὴν Ἐπανάστασι μόνο ἀνιστόρητοι ἢ δοῦλοι σὲ ξένα ἀφεντικὰ πολὺ ὄψιμα σκέφθηκαν ν’ ἀμφισβητήσουν. Θὰ τολμήσουν ἄραγε ν’ ἀμφισβητήσουν καὶ τὴν ἀκόλουθη συντριπτικὴ μαρτυρία τοῦ Μακρυγιάννη;
Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι, ὁπού ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους, ὁπού αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μᾶς (πυριτιδαποθῆκες) κι ὅλα τὰ ἀναγκαῖα του πολέμου· ὅτ’ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ καϊμένοι οἱ καλόγεροι καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγώνα. Καὶ οἱ Μπαυαρέζοι παντήχαιναν, ὅτ’ εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτ’ εἶναι σεμνοὶ κι ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοὺς ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες· καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοὶ κι ἔτρωγαν ψωμί… καὶ χάλασαν  (οἱ Μπαυαρέζοι) καὶ ρήμαξαν ὅλους τους ναοὺς τῶν μοναστηριῶν.

Κι ὅλα αὐτὰ ἀποκτοῦν ἰδιαίτερο κύρος γιατί δὲν τὰ λέει ἕνας ἄκαπνος καὶ καλοζωισμένος «τσιφλικάς», ἀλλὰ ἕνας πολεμιστὴς μὲ ἑπτὰ παράσημα - τραύματα στὰ πεδία τῶν μαχῶν.
…Ἐγὼ δὲν ξέρω κολακεῖες καὶ παντότες τοῦ εἶπα (τοῦ βασιλέως) τὴν ἀλήθεια. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ του τὸ εἶπα καὶ στοματικῶς πολλάκις, ὅτι σ’ αὐτείνη τὴν πατρίδα ὁπού βασιλεύει αὐτός, ὅσο νὰ γένη ἕτοιμον τὸ βασίλειον ἔλυωσαν λιοντάρια -ἐγὼ ‘μπρὸς σ’ ἐκείνους εἲμ’ ἕνας ψύλλος. Ὅμως ἔκανα κι ἐγὼ ὅ,τι μποροῦσα. Εἶχα δύο ποδάρια, τζακίστη τὸ ἕνα, εἶχα δύο χέρια, ἔχω ἕνα· τὴν κοιλιά μου τρύπια, τὸ κεφάλι μὲ δύο τρύπες. Τὸ λοιπὸν ἂν θέλωμεν τὸ λίγο νὰ γένη μεγάλον, πρέπει νὰ λατρεύωμεν Θεόν, ν’ ἀγαπᾶμε πατρίδα· νάχωμεν ἀρετὴ τὰ παιδιά μας νὰ μαθαίνωμεν γράμματα κι ἠθική.
Φαίνεται πὼς χάσαμε αὐτὸ τὸ κριτήριο ποὺ λέγεται ἑλληνορθόδοξο ἦθος, γι’ αὐτὸ καὶ χτυποῦν παράξενα στ’ αὐτιά μας τὰ ταπεινὰ λόγια του Στρατηγοῦ. Μέγας αὐτὸς ἀπὸ τὰ πεδία τῶν μαχῶν ἀναγνωρίζει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν τελευταία θέσι. Ποθοῦσε καὶ λαχταροῦσε νὰ δὴ ὅλους τους Ἕλληνες ἀδιακρίτως μονιασμένους στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν θρησκεία της. Γι’ αὐτὸ καὶ συμβουλεύει μὲ τὸν ὑπέροχο τρόπο τοῦ τονίζοντας:
Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμη νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμι λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα… ὅσοι ἀγνωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμε ὅλοι μαζὶ νὰ τὴν φυλάμεν καὶ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴ λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστὴ μόνος του καὶ φκιάση ἢ χαλάση, νὰ λέγη «ἐγὼ» ὅταν ὅμως ἀγωνίζωνται πολλοὶ καὶ φκιάνουν τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνῶσι, ἂν θέλωμεν νὰ φκιάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· «ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους.

Μὲ τὸ ψέμα καὶ τὸν δόλο δὲν συμβιβάστηκε ποτέ. Σ’ ὄλητ οὐ τὴν ζωὴ μόχθησε γιὰ τὴν ἀλήθεια. Γιὰ χάρι τῆς ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάση καὶ τὴν ζωή του.
… Ὅτι εἰς τὴν ἀλήθειά μου πεθαίνω… Καὶ διὰ νὰ μιλῶ τὴν ἀλήθεια κατατρέχομαι κι ἀπὸ βασιλέα κι ἀπὸ προκομμένους. Θέλουν τὴν ἀλήθεια κι ὅποιος τὴν εἰπῆ κιντυνεύεται. Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριὰ ὁπού εἶσαι! Οὔτε βασιλεῖς σὲ ζυγώνουν, οὔτε οἱ προκομμένοι· μόνον ρωτοῦν διὰ σένα καὶ ὕστερα σὲ κατατρέχουν.

Στὴν ὑλιστικὴ καὶ ἐγωκεντρικὴ ἐποχή μας θὰ φανῆ ἀπίστευτο τὸ ὕψος τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης τοῦ Μακρυγιάννη ποὺ ἐγγίζει καὶ πάλι στὰ ὅρια τῆς θυσίας. Ἡ αὐταπάρνησις ποὺ ἐκφράζεται στὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα σπάνια συναντᾶται μέσα στὴν ἱστορία. Μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς συγκλονίζει.
…Εἶχα κι ἕνα μήνα ὁπού ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές. Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ καὶ ἄλλοι, κι ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κι ἐμεῖς νὰ πλερωνώμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμε τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κι ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰ δὲ ξίκι νὰ γένη καὶ σ’ ἐμᾶς! Τότε φκιάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω: «Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ τὰ παιδιά τους, τὸν μισθὸν ὁπού μου δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων…

Πρέπει νὰ κλείσουμε τὴν δειγματοληπτικὴ αὐτὴ παρουσίασι τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη μὲ τὸ μνημειῶδες κείμενο τῆς διαθήκης του, ποὺ συντάχθηκε τὴν νύκτα τοῦ κινήματος τῆς 2ας πρὸς 3η Σεπτεμβρίου 1843.
Στὸν Μακρυγιάννη ὀφείλεται ἐξ ὁλοκλήρου ἡ διοργάνωσις τοῦ κινήματος αὐτοῦ, ποὺ συνετέλεσε στὴν ὁμαλοποίησι τοῦ ἐλευθέρου βίου καὶ στὴν ἐπιβολὴ τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ συντάγματος, δηλαδὴ στὴν θεμελίωσι μίας εὐνομούμενης δημοκρατικῆς πολιτείας χωρὶς τὶς αὐθαιρεσίες τῆς κηδεμονευόμενης ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς μοναρχίας.
Τὸ κίνημα ὅμως κινδύνεψε ν’ ἀποτύχη γιατί ἐν μέρει ἀποκαλύφθηκε. Τὸ σπίτι τοῦ Στρατηγοῦ τὸ βράδυ ἐκεῖνο πολιορκεῖται ἀπὸ στρατιῶτες (πεζοὺς καὶ ἱππεῖς). Ἡ ζωή του γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ διατρέχει τὸν ἔσχατο κίνδυνο. Σ’ αὐτὴ τὴν σκοτεινὴ ὥρα πέφτει στὰ γόνατα καὶ ζητάει «φώτισιν καὶ θάρρος». Σηκώνεται ἐνισχυμένος καὶ μέσα σ’ ἐκείνη τὴν ἀντάρα γράφει τὴ διαθήκη του, ποὺ εἶναι ἕνας ἐθνικοθρησκευτικὸς θούριος:
Εἰς δόξαν τοῦ δίκιου καὶ μεγάλου Θεοῦ.
Κύριε Παντοδύναμε! Ἐσύ, Κύριε, θὰ σώσης αὐτὸ τὸ ἀθῶο ἔθνος. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, εἶσαι Θεός! Ἐλέησέ μας, φώτισέ μας καὶ κίνησέ μας ἐναντίον τοῦ δόλου καὶ τῆς ἀπάτης, τῆς συτηματικῆς τυραγνίας τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας. Εἰς δόξαν Σου, Κύριε, σηκώνεται ἀπόψε ἡ σημαία τῆς λευτεριᾶς ἀναντίον τῆς τυραγνίας! Πατριῶτες! Πεθαίνω διὰ τὴν πατρίδα. Στέκω εἰς τὸν ὅρκον μου τὸν πρῶτον. Δὲν μπορῶ, πατρίδα, νὰ σὲ βλέπω τοιούτως καὶ τῶν σκοτωμένων τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γριγιὲς νὰ διακονεύουν καὶ τὶς νιὲς νὰ τὶς βιάζουν διὰ κομμάτι ψωμὶ εἰς τὴν τιμὴ τοὺς οἱ ἀπατεῶνες τῆς πατρίδος. Γιομάτες οἱ φυλακὲς ἀπὸ ἀγωνιστὲς καὶ στὰ σοκάκια σου διακονεύουν αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταί, ὁπού χύσανε τὸ αἷμα τοὺς διὰ νὰ ξαναειπωθῆ «πατρίδα Ἑλλάς». Εἴτε ἐλευτερία κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας, εἴτε θάνατος σ’ ἐμᾶς! Πεθαίνω ἐγὼ πρῶτος ἀπόψε. Ἔχετε γεια, πατριῶτες, καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν σμίγομεν, ἐκεῖ ὀποῦναι καὶ οἱ ἄλλοι συναγωνισταί  μας, εἰς τὸν κόρφον τοῦ ἀληθινοῦ Βασιλέως, τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ.
Πατρίδα, σ’ ἀφήνω ἀνήλικα παιδιὰ καὶ γυναίκα, ἂν τ’ ἀφήσουνε ζωντανά, τ’ ἀφήνω εἰς τὴν προστασίαν σου. Κοίταξε ὅτ’ εἶναι παιδιὰ τοῦ τίμιου ἀγωνιστῆ Μακρυγιάννη. Ποτὲς αὐτὸς δὲν σὲ ψύχρανε εἰς τὰ δεινά σου καὶ τώρα πρόθυμος νὰ πεθάνη διὰ σένα γιὰ νὰ σὲ ἰδοῦνε τὰ παιδιὰ τοῦ ἐλεύτερη Ἑλλάδα κι ὄχι παλιοψάθα τῆς τυραγνίας καὶ τῶν κολάκων της. Διὰ τὰ παιδιά μου ἀφήνω κηδεμόνες τὸν κύριον Μιχαὴλ Σκινά, Μελά, Δόσιον, Καλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζὲ καὶ τὴν γυναίκα μου. Καὶ νάκολουθησετε κατὰ τὴν παλιά μου διαθήκη ὅ,τι διαλαμβάνει· κι ἂν ἀμελήσετε εἰς τὴν ἄλλη ζωὴν θὰ μοῦ δώσετε λόγον. Βιαστικὸς γράφω μὲ τὴν σημαία μου στὸ χέρι. Έχετε γεια ὅλοι καὶ τὴν τυραγνία νὰ μὴν τὴν ἀφήσετε νὰ φωλιάση εἰς τὴν πατρίδα, νὰ μὴν ντροπιάσετε τόσα αἵματα ὁπού χύθηκαν.
1843 Σεπτεμβρίου 3**
μακριγιανις.
-------------
*   Ρούντχαρτ: Ἀρχικαγκελάριος τοῦ Ὄθωνος
**  Τὸ κίνημα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ἐπεκράτησε. Ἐπεβλήθη τὸ πρῶτο σύνταγμα. Σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ γεγονότος ἡ πλατεία πρὸ τῶν τότε Ἀνακτόρων (σημερινῆς Βουλῆς) ὠνομάσθηκε πλατεία Συντάγματος ἀπὸ τὴν κραυγὴ τοῦ λαοῦ πρὸς τοὺς βασιλεῖς «Σύνταγμα-Σύνταγμα» καὶ μία ἀπὸ τὶς κεντρικὲς ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν 3ης Σεπτεμβρίου.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.