24 Νοε 2012

Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Κείμενο γιὰ ὅσους κάνουν κάποιο πνευματικὸ ἔργο καὶ ἀντιμετωπίζουν πειρασμούς.
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ποὺ γεύθηκε τόσα ἀπόρρητα μυστήρια καὶ ποὺ ἀνέβηκε στὸν τρίτο οὐρανό, καθὼς μελετοῦσε τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνθηκε ἴλιγγο σὰν νὰ κοίταζε σὲ ἄβυσσο. Προσπαθώντας νὰ ἐρευνήση τὸ βάθος τοῦ πλούτου καὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, δὲν αἰσθάνθηκε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο κατάπληξι. Κατεπλάγη καὶ σταμάτησε ἀμέσως τὴν ἔρευνα. Ἐὰν ἔτσι ἀντιμετώπισε τὰ πράγματα ὁ Ἀπόστολος, ἐμεῖς τί ματαιοπονοῦμε να εξετάζουμε περιεργα αυτὰ ποὺ δὲν ἐξερευνῶνται καὶ νὰ ἐξιχνιάζουμε αὐτὰ ποῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστα;
Σᾶς παρακαλῶ καὶ σᾶς ἱκετεύω: Ἂς μὴ φθάσουμε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ παραλογισμοῦ. Ἀλλὰ σὲ κάθε μᾶς ἀπορία ἂς ἐνθυμούμεθα καὶ ἂς ἀναφέρουμε τὸν λόγο τοῦ Ψαλτηρίου: «Τὰ κρίματά σου, ἄβυσσος πολλὴ» (Ψάλμ. λέ', 7).
«Ἐξομολογήσομαι σοί, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης» (Ψάλμ. ρλή', 6). «Θὰ σὲ δοξολογήσω, Θεέ μου, διότι ἐφάνηκες φοβερὰ θαυμαστός». Τι σημαίνει «φοβερά»;
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουμε πολλὰ πράγματα, ὅπως π. χ. ὡραίους κίονες, ἐπιτυχημένους ζωγραφικοὺς πίνακες, ἀνθηρὰ σώματα, ἀλλὰ ὁ θαυμασμός μας δὲν συνοδεύεται μὲ...
φόβο. Θαυμάζουμε ἐπίσης τὸ πλάτος καὶ τὸ μέγεθος τῆς θάλασσας. Θαυμάζουμε καὶ τὸν ἀχανῆ βυθό της. Σὰν σκύψουμε ὅμως νὰ κοιτάξουμε σ' αὐτὸν τὸν βυθό, δοκιμάζουμε φόβο.
Αὐτὸ ἀσφαλῶς συνέβη καὶ μὲ τὸν προφήτη. Καθὼς ἔσκυψε νὰ ἰδῆ τὸ ἀπέραντο καὶ ἀχανὲς πέλαγος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, κατελήφθη ἀπὸ ἴλιγγο, ἐθαύμασε, φοβήθηκε πολὺ καὶ γύρισε πίσω κράζοντας: «Θὰ σὲ δοξολογήσω, διότι ἐφάνηκες φοβερὰ θαυμαστός. Καὶ τὰ ἔργα σου εἶναι θαυμάσια». Και σὲ ἄλλη περίστασι εἶπε: «Ἔγινε θαυμαστὴ ἡ γνῶσις σου μὲ τὴν μελέτη μου. Ἔγινε δυνατὴ καὶ ἐπιβλητική, καὶ δὲν ἀντέχω νὰ τὴν ἀντικρύσω» (Ψάλμ. ρλή', 6).
Ὁ Θεὸς στὰ μεγάλα μυστήρια τῆς πίστεως μᾶς εἰσάγει σιγὰ-σιγὰ σὰν καλὸς παιδαγωγός. Ἂς θυμηθοῦμε ὠρισμένες περιπτώσεις ἀπὸ τὴν Γραφή.
Πές μου, πῶς ὁ Ἠλίας ανεβηκε ἐπάνω στὸ πύρινο ἅρμα, ἀφοῦ ἡ φωτιὰ δὲν ἀνεβάζει ψηλά, ἀλλὰ καίει; Ἔπειτα πῶς ζῆ τόσο χρόνο; Σὲ ποιὸν τόπο εἶναι; Καὶ γιατί νὰ συμβῆ αὐτό; Ἀλλὰ καὶ ὀ Ενώχ σε ποιὸ μέρος μετετέθη; Καὶ μὲ τί τροφὴ τρέφεται; Σὰν τὴν ἰδική μας; Καὶ τί τὸν ἐμποδίζει νὰ ἐμφανισθῆ ἐμπρός μας; Δὲν λαμβάνει τροφή; Καὶ γιατί νὰ μετατεθῆ;
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ παιδαγωγικὴ τέχνη. Στὴν ἀρχὴ πραγματοποίησε τὴν μετάθεσι τοῦ Ἐνώχ. Αὐτὸ βέβαια δὲν ἦταν καὶ πολὺ σημαντικό. Ἀλλὰ μὲ αὐτὸ μας προετοίμασε νὰ δεχθοῦμε τὴν ἄνοδο τοῦ Ἠλία.
Ἐπίσης στὴν ἀρχὴ ἔκλεισε τον Νώε μεσα στὴν κιβωτό. Αὐτὸ βέβαια δὲν ἦταν καὶ πολὺ σπουδαῖο. Ἀλλὰ μὲ αὐτὸ μας προετοίμασε νὰ δεχθοῦμε τὸ κλείσιμο τοῦ προφήτου Ἰωνὰ στὴν κοιλία τοῦ κήτους. Βλέπουμε δηλαδὴ ὅτι καὶ στὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προηγήθηκαν προτυπωσεις.
Ὅπως σὲ μία σκάλα τὸ πρῶτο σκαλοπάτι ὁδηγεῖ στὸ δεύτερο καὶ ὄχι στὸ τέταρτο, καὶ δὲν μπορεῖς νὰ φθάσης στὸ δεύτερο ἂν δὲν πέρασης τὸ πρῶτο, ἔτσι καὶ ἐδῶ. Τὰ μὲν ὑπερφυσικὰ σημεῖα προετοιμάζουν τὰ δέ.
Ἔπρεπε νὰ γίνη πιστευτὸ ὄτι ο Πατὴρ ἔχει Υἱό, καὶ ὅτι τὸν ἐγέννησε «ἀπαθῶς». Γι' αὐτὸ παρουσιάζεται μία στείρα γυναίκα — ἠ Σάρρα — νὰ γεννᾶ τέκνο. Ἀλλὰ ἂς ὁδηγήσουμε πιὸ πίσω τὸν λόγο. Έπρεπε νὰ πιστευθῆ ὅτι ὁ Υἱὸς ἐγεννήθη μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα. Γι' αὐτὸ παρουσιάζεται ἡ Εὕα, νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μόνο, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ παύση νὰ εἶναι ὁλόκληρος ἄνθρωπος. Ἔπρεπε ἐπίσης νὰ γίνη πιστευτὴ ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ την Παρθένο. Παρουσιάζονται πρὶν ἀπὸ αὐτὴν στεῖρες γυναῖκες ποὺ γεννοῦν καὶ μάλιστα ὄχι μία φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ πολλές. Δηλαδὴ ἡ γέννησις ἀπὸ τὴν στείρα προτύπωνε τὴν γέννησι ἀπὸ τὴν Παρθένο. Έτσι ἐβοηθεῖτο ἡ σκέψις νὰ δεχθῆ τὴν πίστι...
Ἐπρόκειτο ὁ Χριστὸς νὰ ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν. Καὶ σ' αὐτὸ βλέπουμε πολλὲς ἀποδείξεις: Τὸν Ἐνώχ, τὸν Ἠλία, τὸν Ἰωνά, τὰ ὅσα ἔγιναν στὴν κάμινο τῶν Χαλδαίων, τὰ ὅσα ἔγιναν μὲ τὸν Νῶε, οἱ σπόροι καὶ ἡ βλάστησις, ὁ τρόπος τῆς ἰδικῆς μᾶς γεννήσεως ἡ τῶν ζώων. Σὲ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐπειδὴ τὸ δόγμα της Αναστᾶσεως ειναι ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία, γι’ αὐτὸ καὶ προηγήθηκαν πολλὲς προεικονίσεις.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ το Βάπτισμα προηγηθηκαν πολλά: Πολλὲς περιπτώσεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σχετιζόμενες μὲ νερό. Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ κατακλυσμός, ἡ προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ θεραπεία τῶν ἄρρωστων, τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
Ἔπρεπε νὰ πιστευθῆ ὅτι ὁ Θεὸς παρέδωσε τὸν Υἱό του σὲ θάνατο. Σ' αὐτὸ προετοίμασε τὸ ἔδαφος κάποιος ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ποιὸς εἶναι; Ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ.
Βλέπουμε λοιπὸν μὲ πόση σοφία προετοίμαζε ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀποδοχὴ τῶν ὑψηλῶν μυστηρίων.
Ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ στοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τὰ πράγματα ἔτσι, ὥστε αὐτὰ ποὺ μᾶς βλάπτουν νὰ ἀποβαίνουν σὲ ὄφελός μας. Ἂς θυμηθοῦμε μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Ο Ιωσήφ ο γυιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἰακὼβ πουλήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ κατέληξε στὴν Αἴγυπτο, στὸ σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ εἶχε πονηρὰ σχέδια γιὰ τον Ιωσήφ. Στὸ τέλος τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἔστειλε στὴν φυλακή. Ἐνόμιζε ὅτι ἔτσι τοῦ κάνει κακό, ἀλλὰ συνέβη τὸ ἀντίθετο. Στέλνοντας τὸν στὴν φυλακὴ τὸν ἔστειλε σὲ ἥσυχο καὶ ἀσφαλισμένο μέρος. Ἡ φυλακὴ ἦταν πιὸ καλὴ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, ὅπου κατοικοῦσε τέτοιο θηρίο. 
Σ' αὐτὸ τὸ σπίτι εἶχε πολλὲς ἀνέσεις, ἀλλὰ ζοῦσε σὲ διαρκῆ φόβο ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθέσεις της. Ἡ ἀγωνία καὶ ὁ φόβος τοῦ ἦταν χειρότερα ἀπὸ φυλακή. Τοῦ ἦταν προτιμότερο νὰ ζῆ μὲ φυλακισμένους ἀνθρώπους παρὰ μὲ μία μανιασμένη οἰκοδέσποινα. Στὴν φυλακὴ παρηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του, διότι βρέθηκε ἐκεῖ ἐξ αἰτίας τῆς ἁγνότητός του. Ἐνῶ ὅσο ἔμενε στὸ σπίτι τῆς ἔτρεμε μήπως πληγωθῆ ψυχικά.
Κατ' οὐσίαν δὲν μπῆκε σὲ φυλακή, ἀλλὰ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ φυλακή. Ἦλθε σὲ ρῆξι μὲ τὸν οἰκοδεσπότη, ἀλλὰ ἦλθε σὲ περισσότερη συμφιλίωσι μὲ τὸν Θεόν. Πλησίασε περισσότερο τὸν πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ Δεσπότη.
Παλαιότερα οἱ ἀδελφοί του τὸν πούλησαν. Κατ’ οὐσίαν τὸν ὠφέλησαν, γιατί τὸν ἀπήλλαξαν ἀπὸ τὴν κακία τους καὶ τὶς καθημερινές τους ἐπιβουλές. Τὸν ἀπεμάκρυναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦσαν. Ὑπάρχει, ἀλήθεια, χειρότερο πράγμα, ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ ζῆς μαζὶ μὲ ἀδελφοὺς ποὺ σὲ φθονοῦν καὶ νὰ ἀντιμετωπίζης ὑποψίες, φόβους καὶ ἐπιβουλές;
Καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ ἄλλα ἐσχεδίαζαν καὶ ἔπρατταν, πλὴν ὅμως ὁ Θεὸς τὰ ἔφερνε τὰ πράγματα σὲ ὄφελός του. Ὅσο ἦταν τιμημένος στὸ σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, βρισκόταν σὲ κίνδυνο. Ὅταν βρέθηκε σὲ ἀτιμωτικὴ κατάστασι, ζοῦσε σὲ ἀσφάλεια.
Καὶ ἀργότερα ὅταν τὸν ξέχασε ὀ αρχιοινοχόος (βλέπ. Γένεσ. μ',5 - 23), σὲ καλό του βγῆκε, διότι εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν φυλακὴ πιὸ ἐπίσημα καὶ πιὸ ἔνδοξα. Ἔτσι ἡ ἔξοδός του ἀπὸ τὴν φυλακὴ δὲν ὠφείλετο σὲ ἀνθρώπινη καλωσύνη, ἀλλὰ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔβγαλε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φυλακὴ ὁ Φαραώ, τότε ποὺ τὸν ἐχρειάσθηκε γιὰ νὰ τοῦ ἐξηγήση τὰ ὄνειρα. Καὶ ἔτσι συνέβη νὰ τὸν βγάλη ὄχι σὰν βασιλεὺς ποὺ ἔκανε μία εὐεργεσία, ἀλλὰ σὰν βασιλεὺς ποὺ δεχόταν μία εὐεργεσία. Δὲν ἔπρεπε νὰ εὐεργετηθῆ ὁ Ἰωσὴφ σὰν δοῦλος, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῆ στὸν Φαραὼ σὰν εὐεργέτης. Ἔπρεπε νὰ τοῦ συμπαρασταθῆ στὴν ἀνάγκη του καὶ νὰ κάνη φανερὴ τὴν σοφία του.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν τὸν εἶχε λησμονήσει ὁ ἀρχιοινοχόος, γιὰ νὰ μὴ τὸν ἀγνοήση ἡ Αἴγυπτος καὶ ὁ Φαραώ. Ἂν τὸν θυμόταν τότε ὁ ἀρχιοινοχόος καὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἴσως νὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ γύριζε στὴν πατρίδα του, ὅποτε ὅλη ἡ μετέπειτα ἔνδοξος ἱστορία θὰ ἀκυρωνόταν. Γι’ αὐτὸ δεσμευόταν ἀπὸ τόσες δυσκολίες, ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία στὸ σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, ἀπὸ τὴν φυλακή, ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τὸ βασιλικό, ἀργότερα, γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ μεγάλα σχέδια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἤθελε νὰ ἀναχώρηση γιὰ τὴν πατρίδα του γιὰ νὰ ἰδῆ τὸν ἀγαπημένο πατέρα τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν ὀδύνη του. Αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀργότερα τὸν ἐκάλεσε κοντά του στὴν Αἴγυπτο.
Ἐμοίαζε μ' ἕνα ὁρμητικὸ ἄλογο ποὺ ἤθελε νὰ τρέξη πρὸς τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ εἶχε ἀνώτερα σχέδια τὸν συγκρατοῦσε στὴν Αἴγυπτο. Καὶ τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο ποὺ τοῦ ἔφερε ἦταν πολὺ ἔνδοξο: τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα.
Ἂς ἐξετάσουμε λίγο καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Πατριάρχου Ιακωβ, τοῦ πατέρα τοῦ Ἰωσήφ.
Τὸν ἐφθόνησε ὁ ἀδελφός του Ἠσαὺ καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Τί συνέπειες εἶχε αὐτό; Κατ' ἀρχήν, φεύγοντας μακρυὰ ἀπὸ τὸν κίνδυνο βρῆκε ἡσυχία καὶ ἀσφάλεια. Ἔπειτα ἔμαθε νὰ ἐμβαθύνη περισσότερο στὰ πράγματα. Καὶ ἀκόμη ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὸ θαυμάσιο ἐκεῖνο ὄνειρο μὲ τὴν κλίμακα (βλέπ. Γένεσ. κή', 10 - 19).
Ἀλλά, θὰ μοῦ πῆτε, στὴν ξένη χώρα, στὴν Μεσοποταμία, ποὺ πῆγε δούλεψε πολύ. Καὶ στὴν ἀρχὴ μὲν βρῆκε γυναίκα νὰ νυμφευθῆ καὶ ἀπέκτησε τὴν εὔνοια τοῦ πεθεροῦ του, τοῦ Λαβαν, ἀλλὰ κατόπιν ὁ Λαβαν τὸν ἐξαπάτησε δίδοντας τοῦ την Λεία, ἀντὶ τὴν Ραχήλ. Ναί, συνέβη αὐτό, πλὴν ὅμως ἀπέβη πρὸς ὄφελός του, διότι ἔτσι ἀπέκτησε πολλὰ παιδιά. Ἀργότερα ὁ Λάβαν τοῦ ἔδειξε μίσος. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀπέβη πρὸς ὄφελός του, διότι ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γυρίση στὴν πατρίδα του. Ἐὰν ἐκεῖ του ἐπήγαιναν ὅλα καλά, δὲν θὰ σκεπτόταν τὴν πατρίδα του. Ὁ Λαβαν τοῦ κράτησε τὸν μισθὸ ἀπὸ τοὺς κόπους του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν τὸν ζημίωσε καθόλου, ἀφοῦ προώδευσε καὶ πλούτη σὲ περισσότερο ἀπὸ τὸν Λαβαν. 
Τί βλέπουμε λοιπόν; Όσο περισσότερη ἐχθρότητα καὶ ἐπιβουλὴ δοκίμαζαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο περισσότερο προώδευαν.
Ὁ Ἰακὼβ ἂν δὲν νυμφευόταν πρῶτα τὴν Λεία, δὲν θὰ ἀποκτοῦσε σύντομα τόσα παιδιά, ἀλλὰ θὰ ἦταν ἐπὶ ἔτη ἄτεκνος καὶ θὰ θρηνοῦσε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ Ραχήλ. Ἐπίσης ἂν ὁ Λάβαν δὲν τοῦ στεροῦσε τὸν μισθό του, δὲν θὰ νοσταλγοῦσε τὴν πατρίδα του, δὲν θὰ συνδεόταν περισσότερο μὲ τὶς γυναῖκες του, δὲν θὰ ἐπέστρεφε ἔνδοξος στὴν χώρα του, δὲν θὰ συναντοῦσε στὸν δρόμο τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν...
Εἶναι ἀξιοθαύμαστο πράγμα ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς εὐεργετεῖ ὄχι μὲ αὐτὰ ποὺ φαίνονται εὐνοϊκά, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀντίθετα καὶ ἐχθρικά. Ας φέρουμε μερικὰ παραδείγματα.
Ὁ Φαραὼ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίχνωνται στὸν ποταμὸ τὰ βρέφη τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἂν δὲν γινόταν αὐτό, δὲν θὰ σωζόταν ὁ Μωϋσῆς καὶ δὲν θὰ ἀνατρεφόταν στὰ ἀνάκτορα. Ὅσο βρισκόταν ἀσφαλισμένος στὸ σπίτι του, δὲν εἶχε καμμιὰ ἰδιαίτερη τιμή, ὅταν ὅμως ἐξετέθη στὸν κίνδυνο, τότε ἀπέκτησε τιμὴ καὶ δόξα.
Ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ ἐξελιχθοῦν ἔτσι τὰ πράγματα, γιὰ νὰ δείξη τὸ «εὔπορον» καὶ τὸ «εὐμήχανόν» Του, πόσο εὔκολα δηλαδὴ μπορεῖ νὰ βρῆ λύσι καὶ διέξοδο σὲ δύσκολα καὶ ἄλυτα ζητήματα.
Ἔπειτα ἕνας Ἰσραηλίτης εἶπε ἀπειλητικὰ στὸν Μωϋσῆ: «Μήπως θέλεις νὰ μὲ φονεύσης»; Καὶ αὐτὸ τὸν ὠφέλησε, γιατί φοβήθηκε καὶ κατάλαβε ὅτι πρέπει νὰ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἔφυγε στὴν ἔρημό του Σινᾶ. Αὐτὸ ἔγινε κατὰ θεϊκὴ οἰκονομία. Διότι στὴν ἔρημό του Σινᾶ ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο τὸ θαυμάσιό της φλεγόμενης βάτου, συμπληρώθηκε ὁ ἀπαραίτητος χρόνος, ἐμβάθυνε σὲ σοφὲς σκέψεις, ἔζησε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῆς Αἰγύπτου.
Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τον Ααρῶν. Ὅταν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τοῦ οἱ υἱοὶ τοῦ Κορὲ καὶ τοῦ ἀμφισβήτησαν τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, τότε ὁ Θεὸς μὲ τὸ θαῦμα τῆς ράβδου ποὺ ἐβλάστησε τὸν ἀνέδειξε λαμπρότερο (Ἀριθμ. κέφ. ἰστ' καὶ χζ').
Ἂς θυμηθοῦμε τους τρεις Παίδας της Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἐσὺ τώρα παρατήρησε καὶ μελέτησε τὸ ἑξῆς πράγμα: Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ ὠρισμένα μέσα γιὰ νὰ πολεμήση τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ. Καὶ συμβαίνει ὥστε μὲ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ μέσα νὰ καταστρέφη τὴν ἰδικὴ τοῦ δύναμι. Αὐτὸ βέβαια γίνεται ὄχι διότι τὸ θέλει αὐτός, ἀλλὰ διότι ὁ σοφὸς καὶ «εὐμήχανος» Θεὸς κάνει ὥστε τὰ ὄπλα του καὶ τὰ τεχνάσματά του νὰ στραφοῦν ἐνάντια στὸ κεφάλι του.
Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τοὺς τρεῖς Παίδας. Ὁ διάβολος ἔβαλε στὸν τύραννο ἐκεῖνο, τὸν Ναβουχοδονόσορα, τὴν σκέψι νὰ μὴ ἀποκεφαλίσουν μὲ μαχαίρι τοὺς ἅγιους οὔτε νὰ τοὺς ρίξουν στὰ θηρία οὔτε νὰ τοὺς τιμωρήσουν μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο· ἀλλὰ νὰ τοὺς ρίξουν στὴν φωτιά. Γιατί; Γιὰ νὰ μὴ μείνη τίποτε ἀπὸ τὰ λείψανα αὐτῶν τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦν τὰ σώματά τους, γιὰ νὰ ἀνακατευθῆ ἡ στάχτη ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὴν στάχτη ἀπὸ τὶς κληματόβεργες.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν τρόπο, ὥστε νὰ νικηθῆ καὶ νὰ κατατροπωθῆ ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ εἰδωλολατρεία. Ἔκανε δηλαδὴ τὰ σώματά τους ἀπρόσιτα στὴν φωτιά. Καὶ δίδαξε τοὺς βαρβάρους ὅτι ἡ φωτιά, τὴν ὁποία στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς τὴν εἶχαν θεοποιήσει, φοβᾶται ὄχι μόνο τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς διωγμούς. Οἱ διῶκτες ὤρμησαν μὲ μανία ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ὅλο τους τὸ μίσος καὶ ἡ ἐπιβουλὴ καὶ ἡ ἐπίθεσις ἐξαφανίσθηκαν πιὸ εὔκολα ἀπ’ ὅ,τι ἐξαφανίζεται ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης, διαλύθηκαν πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅτι διαλύεται ὁ καπνός, πέρασαν πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι περνᾶ καὶ φεύγει ἡ σκόνη.
Καὶ τί συνέβη; Τὸ μίσος καὶ ἡ ἐπιβουλὴ τοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἀναδειχθῆ ὁλόκληρη χορεία ἀπὸ μάρτυρες. Εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἀπόκτηση ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἀθανάτους αὐτοὺς θησαυρούς, τοὺς ἅγιους μάρτυρες, οἱ ὅποιοι ὄχι μόνο στὸ διάστημα τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν τελευτὴ τοὺς σκορπίζουν σὲ ὅλους μας τόσες μεγάλες ὠφέλειες.
Ὁ Θεὸς δείχνει ἰδιαίτερα τὴν δύναμί Του, ὅταν αὐξηθοῦν οἱ ἐχθροὶ τῶν εὐσεβῶν δούλων Του.
Ἔτσι στὴν ἰδικὴ μᾶς γενεά, τότε ποὺ ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὀ Ιουλιανὸς ὁ Παραβάτης, αὐτὸς ποὺ τοὺς ξεπέρασε ὅλους στὴν ἀσέβεια, ἔλαβαν χώρα πολλὰ καὶ παράδοξα σημεῖα.
Εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ ἐπιχειρήσουν τὴν ἀνέγερσι τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ διαψευσθῆ ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσαν, διότι ἀπὸ τὰ θεμέλια του Ναοῦ ξεπήδησε φωτιὰ καὶ τοὺς ἀπεμάκρυνε.
Ὅταν ὁ ταμίας τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὁ θεῖος του ποὺ καὶ αὐτὸς ὠνομαζόταν Ἰουλιανὸς ἔφθασαν σὲ τόση ἀσέβεια, ὥστε νὰ μολύνουν τὰ ἱερὰ σκεύη τῶν Χριστιανῶν, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά. Ὁ πρῶτος πέθανε σκωληκόβρωτος. Τοῦ δευτέρου ξεχύθηκαν ἔξω τὰ σπλάγχνα του. Φρικτοί θάνατοι!
Ἐπίσης σὲ ὠρισμένα μέρη ποὺ ἐτελέσθηκαν θυσίες στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ἐστέρεψαν οἱ πηγές.
Καὶ ἄλλο θαυμαστὸ σημεῖο ἦταν ὅτι μόλις ἀνῆλθε ὁ Ἰουλιανὸς στὸν θρόνο, ἔπεσε στὶς πόλεις μεγάλη πείνα.
Συνηθίζει ὁ Θεὸς κάτι τέτοιες ἐνέργειες. Ὅταν τὰ κακὰ αὐξηθοῦν καὶ οἱ δοῦλοι Τοῦ κακοποιοῦνται καὶ οἱ ἐχθροὶ ἐπιπίπτουν ἐναντίον τοὺς μὲ σφοδρότητα, σὰν μεθυσμένοι, τότε δείχνει τὴν μεγάλη Του δύναμι.
Ὅταν σκοπεύη ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτέλεση ἕνα σπουδαῖο καὶ σωτήριο γεγονός, δὲν ἐπεμβαίνει ἀμέσως, ἀλλὰ μᾶς ἀφίνει ἕνα διάστημα νὰ ταλαιπωρηθοῦμε καὶ ἔπειτα κάνει τὸ θαῦμα Του. Ἐνεργεῖ ἔτσι γιὰ νὰ μᾶς προφυλάξη ἀπὸ τὴν ἀγνωμοσύνη.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως μόλις ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεινά, εἴτε ἐξ αἴτιας τοῦ ἐγωισμοῦ τους εἴτε ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ραθυμία τὰ λησμονοῦν. Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ μὴ τὰ λησμονήσουν, ἀλλὰ τοὺς μένει ἡ ἰδέα πὼς μόνοι τους ἐπέτυχαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτά. Γὶ΄ αὐτὸ τὸν λόγο μᾶς ἀφίνει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συνθλίψουν οἱ δοκιμασίες, καὶ ἔπειτα ἔρχεται καὶ μᾶς σώζει.
Κάτι τέτοιο συνέβη στοὺς Ἰσραηλίτες τὴν ἐποχὴ ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσαν οἰΦιλισταίοι καὶ ὁ Γολιάθ.
Ὁ Θεὸς εἶχε σχέδιο νὰ ὁδηγήση τὸν Δαβὶδ στὴν μάχη, καὶ μὲ τὰ χέρια του νὰ στήση λαμπρὸ τρόπαιο νίκης. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκανε ἐξ ἀρχῆς, ἀλλὰ ἄφησε νὰ περάσουν σαραντα ὁλόκληρες ἡμέρες. Στὸ διάστημα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ὁ ἀλλόφυλος γίγαντας τοὺς ὕβριζε καὶ τοὺς ὠνείδιζε συνεχῶς. Οἱ ψυχὲς τοὺς εἶχαν λυώσει ἀπὸ τὸν φόβο. Κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ τὰ βάλη μὲ τὸν ἀντίπαλο. Ὅλοι ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴν σωτηρία τους.
Καὶ ἀφοῦ πιὰ πίστευσαν ὅτι χάνονται καὶ κατάλαβαν τὴν ἀδυναμία τους, ὠδήγησε ὁ Θεὸς τὸν νεαρὸ Δαβὶδ στὴν μάχη γιὰ νὰ πετύχη τὴν θαυμαστὴ καὶ ἀνέλπιστη ἐκείνη νίκη, φονεύοντας τὸν Γολιὰθ καὶ καταισχύνοντας τοὺς Φιλισταίους.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μετροῦμε τὰ πράγματα μὲ ἀνθρώπινες σκέψεις, καὶ λέγομε:«Ἐὰν μᾶς κάνη ἐπίθεσι ὁ ἐχθρὸς καὶ δὲν βρεθοῦν ἕτοιμοι στρατιῶτες νὰ τὸν ἀποκρούσουν; Ἐὰν δὲν προλάβη νὰ ἐπέμβη ὁ στρατηγός; Τί θὰ γίνουμε; Ὅλους θὰ μᾶς αἰχμαλωτίσουν καὶ θὰ μᾶς καταστρέψουν».
Ἀλλὰ τί νομίζεις; Ἐπειδὴ δὲν προλαμβάνεις ἐσὺ τὸν ἐχθρό, νομίζεις ὅτι δὲν τὸν προλαμβάνει καὶ ὁ Θεός; Ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν εἶσαι πανταχοῦ παρών, νομίζεις ὅτι καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πανταχοῦ παρών; Ἢ μήπως ὁ Θεὸς ἄλλα μπορεῖ νὰ τὰ κατορθώση καὶ ἄλλα ὄχι;
Ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἂν καὶ ἄψυχη ὑπάκουσε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐβύθισε τοὺς Αἰγυπτίους. Τὰ ψάρια, ἂν καὶ δὲν ἔχουν λογικό, ὑπάκουσαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ συνελήφθησαν στὰ δίχτυα τοῦ Πέτρου. Και ἕνας ἄγγελος ἐὰν πάρη διαταγή, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξολόθρευση ὅλους τους ἐχθρούς της ἀληθινῆς πίστεως; Κάτι τέτοιο δὲν ἔγινε στὰ χρόνια του Προφήτου Ἠσαΐα;
Φαντάσθηκε κάποιος Χαναναῖος ὅτι εἶναι πολὺ σπουδαῖος στρατηγός. Ἐννοῶ τονΣισάρα. Γι' αὐτὸν κάνει λόγο καὶ ὁ Δαβίδ: «Ποίησον αὐτοῖς ὡς τὴ Μαδιὰμ καὶ τῷ Σισάρα, ὡς τῷ Ἰαβεὶμ ἐν τῷ χειμάρρω Κισσῶν» (Ψάλμ. πβ', 10). Ὁ Ἰαβεὶμ ἦταν βασιλεὺς τῶν Χαναναίων καὶ ὁ Σισάρα ἀρχιστράτηγος. Εἶχε στὴν διάθεσί του ὀκτακόσια σιδερένια ἅρματα καὶ ἀναρίθμητους στρατιῶτες. Οἱ Ἰσραηλίτες βλέποντας αὐτὸ τὸ σύννεφο κατατρόμαξαν.
Τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ὡμίλησε μέσω τῆς προφήτιδος Δεβωρας καὶ εἶπε στὸν ἀρχηγὸ τῶν Ἰσραηλιτῶν: «Μὴ φοβηθῆς. Ὁ Θεὸς θὰ σοὺ τὸν παραδώση στὰ χέρια σου. Καὶ μάλιστα τὸ κατόρθωμα θὰ ἀνήκη σὲ γυναίκα, διότι γυναίκα θὰ τὸν ἐξόντωση». Καὶ πράγματι γνωρίζουμε πὼς τὸν ἐφόνευσε ἡ Ἰαὴλ (Κρίτ. δ', 15-22).
Βλέπεις πὼς ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τὴν ἀλαζονεία του. Φονεύθηκε ἀπὸ γυναίκα. Τὸ εἶχε εἰπεῖ ὁ Θεός: «Ἐν χειρὶ γυναικὸς ἔσται ὁ θάνατός σου». Μὲ τὴν συνεργία τοῦ Θεοῦ δέθηκε ὁ ἄσεβης μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ ὕπνου καὶ ἡ γυναίκα ὄχι μὲ σφυρὶ ἀλλὰ μὲ πάσσαλο τοῦ διάνοιξε τὸν κρόταφο. Καὶ ἔτσι πέθανε ἀνάμεσα στὰ πόδια γυναίκας.
Ὅταν ὁ Θεὸς θελήση, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ Τὸν ἐμποδίση ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς στείλη τὴν ἐνίσχυσί Του καὶ τὴν συμπαράστασί Του. Ἀρκεῖ τότε ἕνα ὅπλο τοῦ Θεοῦ, ἕνας στρατιώτης τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, τὸ νεῦμα μόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἰσχυροὶ ἐχθροὶ ἐκμηδενίζονται. Ἐμεῖς ἂς προσευχηθοῦμε στὸν Χριστὸν καὶ ἂς ποῦμε: «Χριστέ, πὲς ἕναν λόγο καὶ θὰ διασκορπισθοῦν οἱ ἐχθροί Σου. Πὲς ἕναν λόγο, καὶ θὰ ἐλεήσης τὴν πόλι Σου. Πὲς ἕνα λόγο, καὶ θὰ οἰκτειρήσης τὸν κόσμο Σου». Ἂς Τοῦ ποῦμε: «Νά, οἱ ἐχθροί Σου κάνουν κρότο, καὶ αὐτοὶ ποὺ Σὲ μισοῦν σήκωσαν τὸ κεφάλι τοὺς» (Ψάλμ. πβ', 3). Καὶ τότε ἀρκεῖ μία γυναίκα σὰν τὴν Ἰαήλ, σὰν τὴν Δεβώρα, σὰν τὴν ἄλλη ποὺ μὲ τεμάχιο ἀπὸ μυλόπετρα ἐξουδετέρωσε τὸν ἀδελφοκτόνο βασιλέα Ἀβιμέλεχ (Κρίτ. θ', 50-53), νὰ φέρη τὴν νίκη.
Ὁ Θεὸς εἶναι «εὐμήχανος» καὶ ἔχει πολλῶν εἰδῶν φάρμακα γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Ὁ Θεὸς δὲν τακτοποιεῖ καὶ δὲν οἰκονομεῖ τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ ἐμᾶς μὲ ἕναν τρόπο, ἀλλὰ εἶναι εὔπορος στοὺς τρόπους καὶ χαράζει γιὰ μᾶς πολλοὺς καὶ διαφόρους δρόμους σωτηρίας.
«Ποιὸς θὰ καυχηθῆ πῶς ἔχει ἁγνὴ τὴν καρδιὰ ἢ ποιὸς θὰ πῆ μὲ θάρρος πῶς εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία»; Εἶναι ἀδύνατο νὰ βρεθῆ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος.
Τί θὰ πῆς, ὅτι ὁ τάδε εἶναι δίκαιος, εἶναι ἄνθρωπος τῆς ἐλεημοσύνης, εἶναι φίλος τῶν πτωχῶν; Θὰ ἔχη ὅμως καὶ κάποιο ἐλάττωμα. Ἢ θὰ τοῦ ξεφεύγουν λόγια ὑβριστικὰ ἢ θὰ πέφτη σὲ κενοδοξία ἢ σὲ ἐπίδειξι ἢ σὲ κάτι ἄλλο.
Ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἐλεημοσύνες συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ μὴν εἶναι ἁγνὸς καὶ ἐγκρατής. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἁγνὸς καὶ ἐγκρατὴς νὰ μὴν εἶναι ἐλεήμων. Ἕνας ἔχει τὴν μία ἀρετὴ καὶ ἄλλος τὴν ἄλλη. Ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶχε ἄλλες ἁμαρτίες, νήστευε, τηροῦσε τὸν νόμο, ἀλλὰ εἶχε ἀλαζονεία. Ἔτσι δὲν δικαιώθηκε, γιατί ὅ,τι δὲν ζημιώθηκε ἀπὸ τὶς ἄλλες ἁμαρτίες τὸ ζημιώθηκε ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία του.
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἄνθρωπος ἐντελῶς δίκαιος καὶ ἐνάρετος, καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δὲν ὑπάρχει κακὸς ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἔχη καὶ κάποιο μικρὸ καλό. Π.χ. ὁ τάδε κάνει ἅρπαγες καὶ πλεονεξία καὶ καταστροφές, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς δείχνεται ἐγκρατὴς καὶ ἠθικός, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς ὁμιλεῖ καλά, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς βοήθησε ἔστω ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς ἔκλαυσε καὶ λυπήθηκε.
Οὔτε λοιπὸν ἐνάρετος χωρὶς ἁμαρτία ὑπάρχει, οὔτε ἁμαρτωλὸς χωρὶς κάποιο καλό.
Ποιὸς ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν Ἀχαάβ; Καὶ ὅμως καὶ αὐτὸς ἐνίωσε κάποτε συντριβὴ καὶ κατάνυξι. «Κατενύγη» (Γ' Βασιλ. κ', 27 - 28).
Ποιὸς ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, τὸν αἰχμάλωτό της φιλαργυρίας, ἀλλὰ ὅμως καὶ αὐτὸς ἔκανε ἔπειτα ἀπὸ τὴν προδοσία κάποιο ἔστω μικρὸ καλό. Εἶπε: «Ἥμαρτον! Παρέδωσα αἷμα ἀθῶο» (Μάτθ. κζ', 4).
Ἰσχύει γιὰ ὅλους μας ὁ νόμος τῆς ἀνταποδόσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐνάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις σ' αὐτὴ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κακοὶ ἀπολαμβάνουν ἀγαθά. Πρέπει τὸ λίγο κακὸ τῶν ἐνάρετων νὰ τιμωρηθῆ. Πρέπει καὶ τὸ λίγο καλὸ τῶν πονηρῶν νὰ ἀμειφθῆ. Γιὰ ὅλα ὑπάρχει «ἀντίδοσις», γιὰ ὅλα ὑπάρχει ἀμοιβή.
Ὅταν ὑποφέρουμε καὶ ζημιωνώμαστε ἄδικα ἀπὸ κάποιον, πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέπει αὐτό, ἢ γιὰ νὰ ξεχρεώσουμε τὶς ἁμαρτίες μας ἢ γιὰ νὰ πάρουμε μισθὸ καὶ στεφάνους.
Γιὰ τὸν αἱμομείκτη τῆς Κορίνθου, τί εἶπε ὁ Παῦλος; «Παραδῶστε τὸν στὸν σατανᾶ νὰ τοῦ ταλαιπωρήση τὸ σῶμα, ὥστε νὰ σωθῆ ἡ ψυχὴ τοῦ» (Ἃ' Κόρ. ε', 5).
Ὁ Δαβίδ, ὅταν ὁ Σεμεεῖ τοῦ ἐπετέθη στὴν συμφορά του καὶ τὸν ἔλουζε μὲ τόσες ὕβρεις, δὲν ἄφησε τοὺς στρατηγούς του νὰ τὸν φονεύσουν. «Ἀφῆστε τὸν — τοὺς εἶπε — νὰ μὲ ὑβρίζη, γιὰ νὰ ἰδῆ ὁ Κύριος τὴν ταπείνωσί μου καὶ νὰ μοῦ ἀνταποδώση καλὸ γιὰ τὶς κατάρες ποὺ δέχομαι σήμερα» (Β' Βασιλ. ἰστ', 11-12).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Λάζαρος τῆς παραβολῆς γι' αὐτὸν τὸν λόγο  πῆγε στὸν τόπο τῆς ἀνέσεως, διότι ὑπέφερε τόσα καὶ τόσα κακὰ στὴν ζωή του.
Δηλαδὴ αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦνται, ἂν δείχνουν καρτερία, δὲν ζημιώνονται, εἴτε τοὺς κτυπᾶ ὁ Θεὸς εἴτε τοὺς μαστιγώνει ὁ διάβολος. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ὅποιος ὑποφέρει, εἶναι ὁπωσδήποτε ἁμαρτωλός. Βλέπουν τὶς συμφορὲς ἑνὸς ἄνθρωπου καὶ κατηγοροῦν τὴν ζωή του ὡς ἁμαρτωλή. Ἀνόητη σκέψις.
Ἔτσι συνέβη στὴν περίπτωσι τού Ιωβ. Οἱ τρεῖς φίλοι ποὺ τὸν ἐπεσκέφθησαν στὴν δοκιμασία του, ἂν καὶ δὲν ἐγνώριζαν καμμία ἁμαρτία του, τοῦ ἔλεγαν: «Δὲν τιμωρήθηκες ὅσο ἄξιζαν οἱ ἁμαρτίες σου» (Ἰώβ, κέφ. δ' - λστ').
Ἔτσι συνέβη καὶ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἀποστόλου Παυλου, ὅταν μετὰ τὸ ναυάγιο βρέθηκε στὸ νησὶ τῆς Μελίτης. Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ βλέποντας νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ τὸ φίδι, ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα ὅτι ἦταν ἁμαρτωλὸς καὶ κακοῦργος ἄνθρωπος. Γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγαν: «Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, παρ' ὅλο ποὺ σώθηκε ἀπὸ τὴν θάλασσα ἡ Δικαιοσύνη δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ζήση» (Πράξ. κή', 4).
Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τον Δαβίδ, τότε ποὺ ἐπανεστάτησε ἐναντίον τοῦ ὁ γυιὸς τουΑβεσσαλώμ. Ἐνῶ κατεδιώκετο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Ἀβεσσαλώμ, τὸν συνήντησε ὁ Σεμεεῖ καὶ τὸν ὕβριζε ὡς φονέα. Νόμιζε ὁ Σεμεεῖ ὅτι ἐπειδὴ ὁ Δαβὶδ βρέθηκε σ' αὐτὴ τὴν δοκιμασία θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι φονεύς. Αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ἔβγαζε (Β' Βασιλ. ἰστ', 7).
Ἀλλὰ δὲν πρέπει καὶ σεῖς νὰ βγάζετε τέτοια συμπεράσματα. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ σᾶς ἐκθέσω μερικὲς σκέψεις μου.
Ἀκούω πολλοὺς νὰ λέγουν: «Ἐὰν ὁ Θεὸς ἀγαποῦσε τοὺς φτωχούς, δὲν θὰ τοὺς ἔκανε φτωχούς». Ἄλλοι πάλι, ὅταν ἰδουν κάποιον νὰ ὑποφέρη πολὺ ἀπὸ βαρειὰ ἀρρώστια, λέγουν: «Τί ἔγιναν οἱ ἐλεημοσύνες του; Τί ἔγιναν οἱ καλοσύνες του»;
Γιὰ νὰ μὴ βγάζετε τέτοια ἐσφαλμένα συμπεράσματα, ἂς διευκρινήσουμε λίγο τὸ ζήτημα.
Πῶς τολμᾶς νὰ κατηγορῆς τὸν Θεὸν γιὰ πράγμα ποὺ ὄχι ὁ Θεός, ἀλλά ουτε ἕνας ἁπλοὺς ἄνθρωπος μὲ λίγο μυαλὸ καὶ λίγη καλωσύνη δὲν θα το ἔκανε; Πῶς λέγεις ὅτι ὁ Θεὸς μισεῖ τοὺς φτωχούς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἐνάρετοι, καὶ ἀγαπᾶ τοὺς πλουσίους, ἔστω καὶ ἂν εἶναι κακοὶ καὶ πονηροί; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι αὐτὰ εἶναι λόγια βλάσφημα καὶ ἀσεβῆ; Δὲν καταλαβαίνεις πόσο ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ἰδέα σου αὐτή;
Γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνης σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ σοὺ ἐξηγήσω τί ἀγαπᾶ καὶ τί μισεῖ ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅποιον πράττει τὶς ἐντολές Του. «Αὐτὸν — λέγει — θὰ τὸν ἀγαπήσω καὶ θὰ ἔλθω πρὸς αὐτὸν» (Ἰωάν. Ἰδ', 21 - 23). «Ὄχι αὐτὸν ποὺ πλουτεῖ, ὄχι αὐτὸν ποὺ ὑγιαίνει, ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ ὑπακούει στὶς ἐντολές μου».
Καὶ ποιὸν μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται ὁ Θεός; Αὐτὸν ποὺ δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές Του.
Ὅταν λοιπὸν ἰδῆς κάποιον ποὺ δὲν ἐφαρμόζει τὸ θέλημα Του, εἴτε πλούσιος εἶναι εἴτε ὑγιής, νὰ τὸν θεωρῆς μισητὸ στὸν Θεόν. Τὸν ἐνάρετο ἀντίθετα εἴτε ἄρρωστο τὸν ἰδῆς εἴτε φτωχὸ νὰ τὸν θεωρῆς ἀγαπητό.
Δὲν ἄκουσες τί λέγει ἡ Γραφή; «Ὅποιον ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τὸν παιδεύει, καὶ ὅποιον υἱὸν τὸν παραδέχεται ὡς γνήσιον τὸν μαστιγώνει» (Παροιμ. γ', 12). Θὰ μοῦ πῆς βέβαια ὅτι πολὺ σκανδαλίζονται. Σ' αὐτὸ φταίει τὸ μυαλό τους. Διότι δὲν δίδεται σ' αὐτὴν τὴν ζωὴ ὁ μισθός. Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι τὸ στάδιο τῶν ἀγώνων. Τὰ βραβεῖα καὶ οἱ στέφανοι ἀνήκουν στὴν μέλλουσα ζωή.
Δὲν πρέπει νὰ πενθοῦμε αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ θλίβονται, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ ἐνῶ ἁμαρτάνουν δὲν ὑφίστανται καμμιὰ τιμωρία. Ἄλλωστε οἱ τιμωρίες παρεμποδίζουν τὴν ἁμαρτία καὶ ὁδηγοῦν πρὸς τὴν ἀρετή.
Ἀλλά, θὰ πῆ κανείς, ἀφού οι τιμωρίες ἀνακόπτουν τὸ κακό, γιατί νὰ μὴ μᾶς τιμωρῆ ὁ Θεὸς καθημερινὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας; Θα ἀπαντήσω: Ἂν γινόταν κάτι τέτοιο, θὰ ἐξαφανιζόταν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ χανόταν ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας.
Κοίταξε τὴν περίπτωσι τοῦ Παύλου. Ἐὰν ἐκεῖνος ἐτιμωρείτω γιὰ τὴν δίωξι τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐθανατώνετο, πὼς θὰ μποροῦσε νὰ μετανοήση καὶ νὰ ἐπιτέλεση τόσα θεάρεστα ἔργα καὶ νὰ ὁδηγήση ὄλη σχεδον τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀλήθεια;
Δὲν βλέπεις ἐπίσης καὶ τοὺς γιατρούς. Ὅταν παρουσιασθῆ κάποιος μὲ πολλὲς πληγές, δὲν τοῦ κάνουν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τῶν πληγῶν, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχὴ τοῦ ὀργανισμοῦ. Διότι τί τὸ ὄφελος νὰ κλείσουν οἱ πληγές, ἀλλὰ νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος!
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν τοὺς τιμωρεῖ ὅλους μαζὶ οὔτε ἀνάλογα μὲ τὸ ἁμάρτηματους, ἀλλὰ σιγὰ - σιγὰ καὶ μεθοδικά. Καὶ πολλὲς φορὲς τιμωρώντας ἕναν, σωφρονίζει μ’ αὐτὸν πολλούς. Κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ἡ ἀποκοπὴ ἑνὸς μέλους ἀποτελεῖ ὑγεία γιὰ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα.
Ἐὰν ἰδῆς τὸν ἄλλοτε μέθυσο νὰ γίνεται νηστευτής, ἐὰν ἰδῆς τὸν ἄλλοτε κοσμικὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐμόλυνε τὸ στόμα του μὲ ἄσεμνα τραγούδια, νὰ καθαρίζη τώρα τὴν ψυχή του μὲ θεϊκοὺς ὕμνους, ἂς θαυμάζης τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἐπαινῆς τὴν μετάνοια καὶ ἂς προφέρης τὰ λόγια της Γραφῆς ποὺ ἀναφέρονται στὸ ζήτημα τῆς «ἀλλοιώσεως», τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς μεταβολῆς: «Αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς του Ὑψίστου» (Ψάλμ. ὀστ', 10). Δηλαδὴ τὴν θαυμαστὴ αὐτὴ μεταβολὴ τὴν ἐνήργησε τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἡ δυνατὴ ἐπέμβασης καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἔργο ποὺ ἀποβλέπει στὴν σωτηρία ψυχῶν δέχεται ἐξ ἀρχῆς ἐπιθέσεις.
Μόλις γεννήθηκε ὁ Χριστός, ξέσπασε ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη. Ἀκολουθεῖ φυγὴ καὶ ἀναχώρησις πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ βλάψη κανέναν, ἀναγκάζεται νὰ φύγη σὲ ξένη χώρα. Αὐτὴ ποὺ δὲν διάβαινε τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, ἀναγκάζεται νὰ ὑποβληθῆ σὲ τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, σὲ τόσο μακρυὰ ὁδοιπορία.
Ἐσὺ ποὺ ἀκούεις αὐτά, ἂν ἀξιωθῆς κάποτε νὰ ὑπηρετήσης μία πνευματικὴ ὑπόθεσι καὶ ἰδῆς πὼς ὑποφέρεις τὰ πάνδεινα καὶ ἀντιμετωπίζεις ἀναρίθμητους κινδύνους, νὰ μὴ ταραχθῆς καὶ νὰ μὴ ἐκπλαγῆς. Καὶ νὰ μὴ πῆς: Ἐγὼ ἐκτελῶ τὸ θέλημα τοῦ Δεσπότου καὶ θὰ ἔπρεπε ὄχι νὰ ὑποφέρω, ἀλλὰ νὰ στεφανώνωμαι καὶ νὰ δοξάζωμαι.
Νὰ θυμᾶσαι τὸ παράδειγμα πού σου ἔφερα καὶ νὰ δείχνης ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα. Νὰ σκέπτεσαι ὄτι καθε πνευματικὸ ἔργο ἔχει συγκληρωμένους τοὺς πειρασμούς.
Ἕνας λόγος τῆς Γραφῆς τονίζει: «Ὅποιος θὰ ὑπομείνη μέχρι τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῆ» (Μάτθ. ι, 22). Εἶναι ἀδύνατο κάποιος ποὺ δείχνει φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία του, καὶ κάνει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτόν, νὰ χαθῆ. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψη.
Δὲν ἀκούεις τί λέγει ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Πέτρον; «Σίμων, Σίμων, πόσες φορὲς δὲν ζήτησε ὁ σατανᾶς νὰ σᾶς κοσκινίση σὰν τὸ σιτάρι, καὶ ἐγὼ προσευχήθηκα γιὰ σένα νὰ μὴ ἔκλειψη ἡ πίστις σου» (Λούκ. κβ', 31 - 32).
Ὅταν ἰδῆ ὁ Θεὸς ὅτι τὸ φορτίο ξεπερνᾶ τὶς δυνάμεις μας, ἁπλώνει τὸ χέρι του καὶ ἐλαφρώνει τὸν πειρασμό. Ὅταν ὅμως ἰδῆ ὅτι ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, μᾶς ἐγκαταλείπει.
Ὁ Θεὸς δὲν ἐξασκεῖ βία καὶ δὲν ἐξαναγκάζει. Τοὺς ἀσυγκίνητους καὶ ἀδιάφορους καὶ ἀπρόθυμους δὲν τοὺς ἐξαναγκάζει. Ἐνῶ τοὺς πρόθυμους καὶ καλοπροαίρετούς τους τράβα κοντά του μὲ πολὺ πόθο.
Γι' αὐτὸ ὁ Πέτρος λέγει: «Καταλαβαίνω πράγματι ὅτι σὲ κάθε ἔθνος αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τὸν Θεὸν καὶ ζῆ ἐνάρετα, γίνεται δεκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν» (Πράξ. ι', 34 - 35). Καὶ ὁ προφήτης τὸ ἴδιο τονίζει, λέγοντας: «Ἐὰν ὅμως δὲν θελήσετε καὶ δὲν μὲ ἀκούσετε, θὰ σᾶς καταφάγη τὸ μαχαίρι» (Ἠσαΐας, α', 19 - 20). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.