17 Σεπ 2012

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ μετάνοια

«...πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίω» (Μάρ. 1, 15).
Μετάφραση: Συμπληρώθηκε ὁ καθορισμένος καιρὸς κι ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε στὸ χαρμόσυνο αὐτὸ μήνυμα.
Ἐκφωνήθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Βελιγραδίου, σὲ περίοδο νηστείας.
Ἀδελφοί μου, σήμερα, σ' αὐτὴ τὴν πόλη πέθαναν δέκα πέντε ἄνθρωποι. Τὸ ἴδιο συνέβη χθὲς καὶ προχθές. Καθημερινὰ πεθαίνουν περίπου δέκα πέντε ἄνθρωποι. Αὐτὸς εἶναι περίπου ὁ μέσος ὅρος νεκρῶν στὸ Βελιγράδι. Ἂν γιὰ αὐτοὺς τοὺς νεκροὺς κύλησαν ἔστω δέκα πέντε δάκρυα, σκεφτεῖτε πὼς γιὰ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν κατὰ τὴ διάρκεια μισοῦ αἰώνα, θὰ ἔχει σχηματιστεῖ μία λίμνη δακρύων! Αὐτὰ τὰ πικρὰ δάκρυα εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς ζωῆς, διαφυλάσσουν, συντηροῦν τὴ ζωή.
Αὐτὰ τὰ πικρὰ δάκρυα ἐξισορροποῦν τὴ ζυγαριά, ποὺ φέρει στὸ ἕνα ζύγι τὰ δάκρυα καὶ στὸ ἄλλο ζύγι τὰ πολλὰ γέλια, τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν ἁμαρτία αὐτῆς τῆς πόλης. Τόσο πολύτιμα καὶ τρυφερὰ εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δάκρυα γιὰ τοὺς νεκρούς! Κυλοῦν κάθε μέρα καὶ κάθε νύχτα ἀδιάκοπα. Χύνονται ἀπὸ τὰ μάτια τῶν μανάδων, τῶν πατεράδων, τῶν γυναικών, τῶν ἀνδρῶν, τῶν παιδιῶν καὶ τῶν φίλων. Ἡ πύλη τοῦ νεκροταφείου καθημερινὰ...
ἀνοίγει -ἡ πύλη τοῦ θανάτου ποτὲ δὲν κλείνει- καὶ μέσω αὐτῆς τῆς πύλης, καθημερινὰ σ' αὐτὴν τὴν πόλη, δέκα πέντε ἀνθρώπινα πλάσματα ἐγκαταλείπουν αὐτὴ τὴ ζωή.
Δεκαπέντε ἄνθρωποι καθημερινά! Αὐτὸ σημαίνει σὲ δύο μῆνες ἕνα ὁλόκληρο τάγμα στρατοῦ καὶ ἔξι τάγματα σὲ μία χρονιά. Ὑπολόγισε ἄνθρωπε, ποιὰ εἰσφορὰ σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ δάκρυα πλήρωσε ἡ ἀνθρωπότητα γιὰ τὴ ζωή, κατὰ τὴ διάρκεια μόνον τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖς. Θυμήσου πὼς ὁ φόρος αὐτὸς εἶναι μόνον ἕνα μέρος τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς σου. Μάθε νὰ σέβεσαι τὴ ζωὴ τὴ δική σου καὶ τῶν ἄλλων, σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα, τὴ ζωὴ ποὺ μόνον ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς μπορεῖ νὰ χαρίσει σ' αὐτὸν τὸν κόσμο.
Καὶ αὔριο θὰ πεθάνουν ἄλλοι δεκαπέντε ἄνθρωποι καὶ ἀνάμεσά τους μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἐσὺ καὶ ἐγώ, φίλε μου. Ἂς φανταστοῦμε πὼς ἐγὼ καὶ ἐσύ, θὰ εἴμαστε ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς τοὺς δεκαπέντε. Ἂς σκεφτοῦμε ὅτι ἐγὼ καὶ ἐσύ, αὔριο τὸ βράδυ θὰ ξαπλώνουμε ὄχι στὸ κρεβάτι μας, ἀλλὰ σὲ τάφο στὸ νεκροταφεῖο, δύο μέτρα βαθιὰ κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα. Σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἂς ἀναρωτηθοῦμε, τί θὰ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ κάνουμε ἐγὼ καὶ ἐσύ, αὐτὲς τὶς τελευταῖες ὧρες ποῦ μᾶς ἀπομένουν σ' αὐτὴ τὴ ζωή;
Μήπως θὰ ἦταν καλό, νὰ περάσουμε τὸν λίγο καιρὸ ποῦ μᾶς ἀπομένει, διασκεδάζοντας ἢ πηγαίνοντας στὸ θέατρο; Ἢ νὰ μετρήσουμε τὰ χρήματά μας καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους μας; Ἢ νὰ μαλώσουμε μὲ τοὺς γείτονες ἢ νὰ κριτικάρουμε τὰ ἔργα τῶν ἄλλων; Μήπως νὰ περάσουμε τὶς τελευταῖες ὧρες μᾶς τρώγοντας καὶ πίνοντας; Μήπως νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ντύσιμό μας, νὰ φορέσουμε τὰ καινούργια μας ροῦχα, περιφρονώντας ἐκείνους ποῦ δὲν ἔχουν ροῦχα σὰν τὰ δικά μας; Ὅλα αὐτὰ θὰ ἐλαφρύνουν τὸ βάρος χιλίων κιλῶν χώματος, ποῦ θὰ ρίξουν αὔριο τὸ βράδυ πάνω στὸ σῶμα μας; Μήπως νὰ περάσουμε τὶς τελευταῖες ὧρες μας, σχεδιάζοντας τὴν ἐκδίκηση τῶν ἐχθρῶν μας, ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι σύντομα θὰ ἀνήκουν σὲ μία δεκαπεντάδα ποῦ θὰ «περάσει» τὴν πύλη τοῦ νεκροταφείου;
Πρὶν ἀπαντήσουμε, ἂς μὴν ξεχάσουμε πὼς ἐγὼ καὶ ἐσύ, αὔριο θὰ εἴμαστε σάπιο χῶμα κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἐντελῶς ἀκίνητοι, βουβοί, χωρὶς ἀναπνοή.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε, μήπως ὑπάρχει κάτι πιὸ καλὸ καὶ πιὸ σημαντικὸ ἀπ’ ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν;
Ἴσως κάποιος θὰ πεῖ πὼς καλὸ θὰ ἦταν νὰ βροῦμε κάποιον τρόπο νὰ γλιτώσουμε τὸν θάνατο καὶ νὰ ἀφήσουμε τὴν αὐριανὴ δεκαπεντάδα νὰ ταξιδέψει χωρὶς ἐμᾶς καὶ ἐμεῖς νὰ φύγουμε ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο σὲ ἕνα ἢ σὲ δύο χρόνια, ἢ σὲ δέκα χρόνια ἢ σὲ πενήντα χρόνια μὲ ἄλλη δεκαπεντάδα.
Πῶς ὅμως νὰ πολεμήσει κανεὶς ἐναντίον τοῦ θανάτου;
Ὁ θάνατος δὲν γνωρίζει πολιτικὰ κόμματα, γιὰ νὰ προστατεύει τὸ κάθε μέλος του καὶ νὰ βοηθᾶ στὴν πραγματοποίηση τῆς κάθε ἐπιθυμίας του. Ὁ θάνατος στέκεται πάνω ἀπὸ κάθε κόμμα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἐθνικότητα, πάνω ἀπὸ τὰ γηρατειὰ καὶ τὴ νεότητα, πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀρρώστια, πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ γέλια καὶ τὰ δάκρυα. Ὁ θάνατος ἔχει τὸ δικό του ρολόι, τὸ ὁποῖο δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ δικό μας ρολόι. Ὅταν ἐμεῖς λέμε: «ἦρθε ἡ ὥρα», ὁ θάνατος λέει: «νωρὶς εἶναι». Ὅταν ἐμεῖς λέμε «νωρὶς εἶναι», ὁ θάνατος λέει «ἦρθε ἡ ὥρα». Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ θανάτου, εἶναι τὸ ἴδιο ἄσκοπος σὰν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς κίνησης τοῦ πολικοῦ ἀστέρα ἀπὸ τὸ βορὰ στὸ νότο.
Πῶς λοιπὸν νὰ «ξοδέψουμε» αὐτὲς τὶς ὧρες πρὶν τὸν θάνατο;
Σκεφτόμενος πολὺ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, βρῆκα μία ἀπάντηση, τὴν ὁποία θέλω νὰ σᾶς πῶ ἀπόψε. Μήπως ἔχετε ἀκούσει για τους χατζήδες καὶ γιὰ τὸ προσκύνημά τους στοὺς Ἅγιους Τόπους; Στὴ χώρα μας, ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν πολλὰ ἐπίθετα ποὺ ἀρχίζουν μὲ τὴ λέξη «χατζής». Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ταξίδευαν πολὺ στὴν Ἅγια χώρα, στὸ «λίκνο» τῆς πίστης μας, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἅγιους Τόπους. Στὴν ἐποχή μας, αὐτὴ ἡ συνήθεια παρόλο ποὺ περιορίστηκε, δὲν ἔπαψε νὰ ὑπάρχει. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο σκέφτομαι νὰ σᾶς προτείνω, νὰ κάνουμε πρὶν τὸ θάνατο, αὐτὸ ποὺ κάνουν οἱ χατζῆδες πρὶν ξεκινήσουν τὸ ταξίδι τους στοὺς Ἅγιους Τόπους, ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ καὶ ἐσεῖς, ἀφήνοντας αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ πλησιάζοντας τὴν πύλη τοῦ θανάτου, ἀναχωροῦμε γιὰ μία ἱερὴ χώρα, γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἀνατολὴ τῆς ζωῆς, ὅπου στὴ θέση τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἀστεριῶν λάμπει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὸ φῶς Του.
Ὁρίστε, τί κάνει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ προσκύνημα στὴν Ἅγια χώρα. Πρῶτον νηστεύει καὶ πιέζει τὸν ἑαυτό του νὰ προσεύχεται μέρα καὶ νύχτα, ἐπισκέπτεται τὴν ἐκκλησία, κοινωνεῖ, βοηθᾶ μὲ ἐλεημοσύνες τοὺς συνανθρώπους του, τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχεῖς. Στὴ συνέχεια πηγαίνει ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σ' ὅλο τὸ χωριό του καὶ τοὺς ἀποχαιρετᾶ ὅλους, παρακαλώντας τοὺς φίλους νὰ τὸν θυμοῦνται στὴν προσευχή τους καὶ παρακαλώντας τοὺς ἐχθροὺς νὰ τοῦ συγχωρήσουν ὅλες τὶς προσβολὲς καὶ ἀδικίες. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ μελλοντικὸς προσκυνητὴς ἀποφεύγει τὶς ματαιόδοξες διασκεδάσεις καὶ τὰ γλέντια, ἀποφεύγει τὰ γέλια καὶ τὶς φλύαρες κουβέντες. Καὶ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναχώρησης, φορᾶ καινούρια ροῦχα, εὐλογεῖ ὅλους ὅσους μένουν στὸ χωριό, τοὺς συγγενεῖς καὶ μή, τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἐχθρούς, καί, ζητᾶ καὶ τὴ δική τους εὐλογία. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει, ἐπειδὴ εἶναι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Ἱερὴ χώρα, θέλοντας νὰ πλησιάσει τὸν Θεό. Μὲ δέος λοιπὸν καὶ ἐπιμέλεια φροντίζει νὰ ἀναγεννηθεῖ, νὰ καθαριστεῖ καὶ νὰ ἀνανεωθεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα ὅσα κάνει ὁ προσκυνητὴς πρὶν τὴν ἀναχώρησή του στὴν Ἅγια χώρα, μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ μία λέξη: μετάνοια. Καὶ ὅλα αὐτά, φίλοι μου, προτείνω σὲ σᾶς καὶ στὸν ἑαυτό μου νὰ κάνουμε τὶς τελευταῖες ὧρες, πρὶν τὸ πόδι μᾶς πατήσει στὴν Ἁγιότερη χώρα καὶ πρὶν γίνουμε προσκυνητὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων Του.
Ὅταν ὁ Μωυσῆς πλησίασε τὸν Θεὸ στὸ ὑψηλὸ ὅρος Χωρήβ, ἄκουσε μία ὑπερφυσικὴ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Μὴ ἔγγισης ὧδε, λύσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ὢ σὺ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστι» (Ἔξοδος, Γ, 5-6). Ἡ ἐντολὴ «λύσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου», σημαίνει βέβαια κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ βγάλεις τὰ παπούτσια ἀπὸ τὰ πόδια σου. Ἡ βαθύτερη, πνευματικὴ σημασία αὐτῆς τῆς ἐντολῆς εἶναι: «ἀναγεννηθεῖτε, ἐξαγνιστεῖτε, ἀνανεωθεῖτε». Τὸ μέρος ὀνομάζεται ἁγία γῆ, ὄχι ἐπειδὴ τὸ ὅρος Χωρὴβ ἦταν ἁγία γῆ ἀπὸ μόνο του. Ἐκεῖνος ὁ τόπος ἔγινε ἅγιος ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ συναντήσει καὶ νὰ πλησιάσει τὸν θνητὸ ἄνθρωπο, ἔγινε ἅγιος τόπος ἐξαιτίας τῆς παρουσίας Του.
Πράγματι, ὁλόκληρο τὸ σύμπαν δὲν θὰ εἶχε οὔτε ἕνα μόριο, οὔτε ἕνα ἄτομο ἅγιο, ἂν ἡ ἁγιότητα τοῦ αἰώνιου Δημιουργοῦ, δὲν φώτιζε τὰ πάντα καὶ ἐὰν τὸ μαρτύριο καὶ ἡ ἀνάστασή Του, δὲν χάριζε στὴν οἰκουμένη ἕνα λαμπρὸ φωτοστέφανο. Καὶ ἐμεῖς ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ταξιδιώτη ποὺ θέλει νὰ πάει στὴν Ἱερὴ χώρα, καθημερινὰ πλησιάζουμε στὴν ἁγία χώρα. Γιὰ ἐκείνους, ποὺ θὰ περάσουν στὴ γῆ κάποιες ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες μέρες, κάθε μέρα σημαίνει ἕνα βῆμα πιὸ κοντὰ στὴν Ἱερὴ χώρα. Ἰδιαίτερα γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα, φίλε μου, γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος, αὔριο θὰ ἐξορίσει ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο,  γιὰ μᾶς κάθε ὥρα, κάθε λεπτὸ εἶναι ἕνα μεγάλο βῆμα πρὸς αὐτὴ τὴ νέα, ἄγνωστη καὶ ἅγια χώρα, ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ προσκυνητὲς δὲν ἐπιστρέφουν. Ἐμεῖς ἤδη βρισκόμαστε στὴν τελευταία μέρα, στὸ τελευταῖο μας βῆμα. Μπροστὰ μας ὑπάρχει «ὁ καιόμενος βάτος» ἡ ἄσβηστη, αἰώνια φλόγα τοῦ Θεοῦ. Σ' αὐτὴ τὴν ἑορταστικὴ στιγμὴ πρὶν τὸ θάνατο, ὅταν πρέπει νὰ πλησιάσουμε αὐτὴ τὸν «καιόμενο βάτο», ἀκοῦμε ξεκάθαρα τὴν παρακάτω φωνή, ἐκτὸς καὶ ἂν τὸ πνεῦμα μᾶς εἶναι κουφὸ καὶ δεμένο μὲ αὐτὸν τὸν κόσμο: «Μὴ ἐγγίσης ὧδε, λύσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου ὁ γὰρ τόπος, ἐν ὢ σὺ ἔστηκας, γῆ ἅγιά ἐστι».
Ἡ φωνὴ αὐτὴ λοιπὸν μᾶς ζητᾶ νὰ «καθαριστοῦμε» νὰ ἐξαγνιστοῦμε, γιατί τίποτε ἀκάθαρτο δὲν εἰσέρχεται σ' αὐτὴ τὴ φλόγα, γιατί καθετὶ ἀκάθαρτο γίνεται στάχτη, ὅ,τι ὅμως εἶναι ἐξαγνισμένο καὶ ἅγιο δὲν καίγεται. Ἡ θεϊκὴ φλόγα τὸ κρατάει, τὸ διατηρεῖ μέσα της, σὲ μία ἀνείπωτη, ἀνεκδιήγητη χαρά, ἀνέκφραστη δύναμη καὶ ἁγιότητα!
Εἶναι βέβαια σαφὲς πὼς σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο μὲ τὴ λέξη «ὑπόδημα» ἐννοεῖται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὰ «ὑποδήματά» του. Ἐπειδὴ δὲν ἐμφανίζεται ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιόν του Θεοῦ μὲ τὰ ὑποδήματα. Ἂς προσέξουμε λοιπὸν μὲ τί εἴδους ὑποδήματα καὶ μὲ τί εἴδους ἔνδυμα ντύσαμε τὴν ψυχή μας, τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόμαστε νὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιόν του Θεοῦ. Καὶ ἂν βροῦμε πὼς ἡ ψυχὴ μᾶς εἶναι ντυμένη στὴν ἁμαρτία, γρήγορα νὰ «ξεντυθοῦμε» ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο ἔνδυμα, γιὰ νὰ μὴν κατακαεῖ ἡ ψυχή μας, στὴν φρικτὴ φωτιὰ τοῦ βάτου, ὁ ὁποῖος «καίεται μὲν πυρί, ἀλλὰ οὐ κατεκαίετο».
Αὐτὴ ἡ πράξη, τὸ νὰ ἀποβάλλει κανεὶς τὸ φόρεμα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἡ μετάνοια. Προτείνω λοιπόν, σὲ ὅλους, καὶ σὲ ἐμένα καὶ σὲ ἐσένα τὴν μετάνοια. Ἡ μετάνοια νὰ εἶναι ἡ τελευταία μας ἀπασχόληση τὶς τελευταῖες ὧρες μας, πρὶν τὸ θάνατο.
Εἴτε λοιπὸν πεθάνουμε αὔριο εἴτε πεθάνουμε μεθαύριο, εἴτε σὲ δέκα ἢ σὲ πενήντα χρόνια, τὸ ἴδιο ἐπείγει ἡ μετάνοια, γιατί εἶναι πολὺ σημαντική. Ἐπειδὴ ὅλες οἱ μέρες μας πάνω στὴ γῆ εἶναι μέρες πρὶν τὸ θάνατό μας. Καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο οἱ προφῆτες καὶ οἱ διδάσκαλοι τῆς πίστης καὶ τῆς καλοσύνης, ἀκούραστα καλοῦσαν σὲ μετάνοια ὅλους τους ἀνθρώπους. Καλοῦσαν ὅλους τους ἀνθρώπους σὲ μετάνοια ἄσχετα μὲ τὴν θέση ποὺ εἶχαν στὴ ζωὴ καὶ ἄσχετα μὲ τὴν ἡλικία.
Καλοῦσαν καὶ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ τοὺς νέους, καὶ τοὺς ἄρρωστους καὶ τοὺς ὑγιεῖς, καὶ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς ἀδύναμους. Γιατί ὁ θάνατος ἔχει τὸ δικό του ρολόι, τὸ ὁποῖο δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ ρολόι τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἐμεῖς λέμε γιὰ κάποιον πὼς εἶναι νωρίς, ὁ θάνατος λέει «ἦρθε ἡ ὥρα». Ὅταν ὅμως λέμε «ἦρθε ἡ ὥρα», ἐκεῖνος ἅπαντα «εἶναι νωρίς». Μετὰ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχουν οὔτε δικαιολογίες, οὔτε δυνατότητα μετάνοιας.
Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν προφητῶν, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦρθε ἀπὸ τὴν ἔρημο, γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς του στὸν κόσμο αὐτό, φώναζε μὲ ὀδύνη: «Μετανοεῖτε»!
Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς τῶν βασιλιάδων, ἄνοιξε τὸ θεϊκό Του στόμα γιὰ νὰ διδάξει, κάλεσε τὸν λαὸ σὲ μετάνοια, λέγοντας: «Μετανοεῖτε γιατί πλησιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Τὸ πρῶτο ἀποστολικὸ κήρυγμα, μετὰ τὴ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρχιζε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: Μετανοεῖτε (Πράξεις Ἀποστόλων 2, 38).
Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὰ ταραγμένα χρόνια τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν μαρτύρων, μέχρι σήμερα τόνιζε καὶ τονίζει, πὼς ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης σωτηρίας. Μετανοεῖτε καὶ πιστέψτε στὸ Εὐαγγέλιο!
Ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀκούγεται διαμέσου τῶν αἰώνων: Μετανοεῖτε!
Μελετῆστε τὶς ζωὲς τῶν μεγάλων Ἁγίων καὶ Πατέρων τῆς ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀνακαλύψετε πὼς στὴν ἀρχὴ τῆς ἁγιότητάς τους, μετανόησαν. Χωρὶς μετάνοια δὲν ὑπάρχει χριστιανισμός. Ὅπως τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιὰ δύο ἀνάγκες: γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καὶ νὰ μπεῖ ὁ καθαρός, ἔτσι καὶ μὲ τὴ μετάνοια ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ κακὸ πνεῦμα καὶ εἰσέρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα!
Οἱ σημαντικότεροι Ἅγιοι ἱστορικά, ἦταν αὐτοὶ ποὺ μετανόησαν εἰλικρινὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Η Μαρία ἡ Αἰγύπτια για δεκαέξι χρόνια ἦταν ἡ πιὸ ἀναίσχυντη, ἡ πιὸ ἀκόλαστη γυναίκα τῆς Αἰγύπτου. Μία μέρα ὅμως, στάθηκε μπροστὰ στὸ ναὸ τοῦ Τάφου τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀναλογίστηκε τὴ ζωή της καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς βαθιὰ ξεχείλισε μία ἀπέχθεια γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, μία ἀπέχθεια γιὰ τὶς παράλογες ἁμαρτίες της, μία ἀηδία γιὰ ὅλο τὸ παρελθόν της. Ἄνοιξε τὸ «παράθυρο» καὶ φρέσκος ἀέρας εἰσῆλθε στὸ πνιγηρὸ δωμάτιο τῆς ψυχῆς της. Μὲ μίας, ἀνακάλυψε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ σαπίλα καὶ στὴ φρεσκάδα, ἐπειδὴ ὅπου ὑπάρχει μόνο σαπίλα, δὲν καταλαβαίνει κανεὶς τὴ διαφορὰ σαπίλας καὶ φρεσκάδας, καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει ὅταν ὅπου ὑπάρχει μόνο φρεσκάδα.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄρχισε ἡ μετάνοια τῆς μεγάλης ἁμαρτωλῆς, καὶ μαζὶ μὲ τὴ μετάνοια, ἡ πίστη της στὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί χωρὶς τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνεται ἀνάγκη γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὸ νερὸ γιὰ νὰ καθαριστεῖ, τὴ στιγμὴ ποὺ καταλαβαίνει τὴν ἀκαθαρσία τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μόνον, ὅταν αἰσθανθεῖ πὼς εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀρχίσει νὰ πνίγεται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὴν «ἀκαθαρσία» τῆς ψυχῆς του, μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει δυνατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὴν ὁσία Ταϊσία καὶ την οσία Πελαγία. Και οἱ δύο τους ἦταν γνωστὲς ἁμαρτωλές. Ἡ μετάνοιά τους σὰν τσεκούρι ἔσκισε τὴν ζωή τους. Καὶ οἱ δύο τους μὲ τὴν μετάνοια καθάρισαν τὴν «τσίμπλα» ἀπὸ τὰ πνευματικά τους μάτια καὶ εἶδαν τὴν πραγματικὴ ὄψη τοῦ ἑαυτοῦ τους. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔβλεπαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ὅπως ἦταν πραγματικά. Ἀντίκρισαν τὴν μέχρι τότε ζωή τους μὲ τὴν ἀηδία, τὴν σιχαμάρα, καὶ τὸν τρόμο ποὺ βλέπει ὁ ἄνθρωπος κουλουριασμένα φίδια στὸ κρεβάτι του. Τραντάχτηκαν καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία τοὺς ἄρχισαν νὰ «πλένονται» καὶ νὰ «καθαρίζονται» μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, χωρὶς τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ «καθαριστεῖ» καὶ νὰ ἁγιαστεῖ, «καθάρισε» καὶ ἁγίασε αὐτὲς τὶς δύο μετανιωμένες ψυχές, ὅπως «καθάρισε» καὶ ἁγίασε καὶ χιλιάδες ἄλλες ψυχές, ποὺ μὲ τὴν μετάνοια ἄνοιξαν τὸ «παράθυρο» καὶ τὸ κάλεσαν νὰ «καθαρίσει» καὶ νὰ ἁγιάσει τὴν ψυχή τους. Ἔργο ἰδιαίτερα προσφιλὲς σ' Αὐτό.
Παρόμοια εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ἡ ἀνηθικότητα τοῦ ὁποίου τὸν ἔφερε στὰ ὅρια τῆς ἀπελπισίας καὶ στὰ ὅρια τῆς αὐτοκτονίας. Ἐξαιτίας τῶν θερμῶν προσευχῶν καὶ τῶν πικρῶν δακρύων τῆς μητέρας τοῦ Μόνικας, ὁ Αὐγουστίνος σώθηκε ἀπὸ τὸν τελικὸ ἀφανισμό. Γιατί στὴν κατάσταση ποὺ ἔφτασε ὁ Αὐγουστίνος ὁδηγοῦνται πολλοὶ νέοι ἄνθρωποι. Ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀπελπισία ἔφεραν τὸν Αὐγουστίνο στὸ χεῖλος μίας τέτοιου εἴδους καταστροφῆς, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νὰ ἐπιλέξει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, εἴτε μετάνοια, εἴτε τὸ σχοινὶ γιὰ κρέμασμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτὸς μὲ τὸ σκοινὶ στὸ χέρι περπατάει γρήγορα πίσω ἀπὸ κάθε ἀκόλαστο καὶ ἀπελπισμένο.
Ὁ ὅσιος Αὐγουστίνος θαρραλέα ἀπομάκρυνε τὸ δαίμονα τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς ἀπελπισίας καὶ ἄρχισε νὰ μετανιώνει. Ἀπὸ ἀκόλαστος, μὲ τὸν καιρὸ ἔγινε ἅγιος, ἀπὸ μιαρὸ σκεῦος ἔγινε καθαρὸ σκεῦος, ἀπὸ ἀπελπισμένος ἔγινε ἥρωας, ὁ ὁποῖος ἐνέπνεε καὶ ἐμπνέει τὸν ἡρωισμὸ σὲ πολλὲς ἀπελπισμένες ψυχές.
Μὲ τὴν μετάνοια, θαυματουργικὰ γιατρεύτηκε καὶ ὁ ληστὴς Μωυσῆς. Κάποτε, ἀφοῦ διέπραξε πολλοὺς φόνους καὶ ληστεῖες ἐπιτέθηκε μὲ τὴ συμμορία του σὲ ἕνα μοναστήρι. Καὶ ἐνῶ μέχρι τότε ἀσυλλόγιστα ἐπιτίθονταν σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀπὸ τότε ποὺ μετανόησε ἐπιτίθονταν μόνον στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δηλαδὴ ἄρχισε νὰ τιμωρεῖ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν πείνα, μὲ τὴν δίψα, μὲ τὴν φυλακή, μὲ τοὺς ραβδισμούς, μὲ τὴν αὐτοκριτική. Μὲ αὐτὴ τὴν αὐστηρὴ μέθοδο καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κατάφερε νὰ ξεφλουδίσει ἀπὸ τὴν ψυχή του, τὸν χοντρὸ φλοιὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ φωτίσει τὴν ψυχή του μὲ τὸ πράο καὶ σιωπηρὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα πνευματικὸ λουτρὸ στὸ ὁποῖο «καθαρίστηκαν» οἱ πιὸ σημαντικοὶ δημιουργοί, τῶν πιὸ σημαντικῶν ἔργων τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅλοι τους ἐξαγνίστηκαν μὲ τὴ μετάνοια καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο μποροῦσαν νὰ βοηθοῦν καὶ ἄλλους νὰ ἐξαγνιστοῦν. Ὅλοι τους ταπεινώθηκαν μέχρι ἔσχατου σημείου καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἀνυψώθηκαν μέχρι τὰ οὐράνια. Ὁ ἀριθμὸς τοὺς εἶναι δύσκολο νὰ μετρηθεῖ, ὅπως δύσκολο εἶναι νὰ μετρηθεῖ ἡ μεγαλοσύνη τους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμελιωμένη πάνω σὲ Ἁγίους ποὺ μετανόησαν, ὅπως τὰ παλάτια εἶναι χτισμένα πάνω σὲ λαξεμένες καὶ ὡραῖες πέτρες.
Ἐσεῖς βέβαια, ἀδερφοί μου, ἴσως πεῖτε, πὼς ἐγὼ ἀναφέρω παραδείγματα μετάνοιας καὶ μετανιωμένων ἀνθρώπων παλαιότερων ἐποχῶν, ποὺ στὶς μέρες μας δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν παράδειγμα. Ἐπίσης ἴσως πεῖτε πὼς ὅλα τὰ παραδείγματα ποὺ ἀναφέρθηκαν ἀνήκουν ὄχι μόνο σὲ παλιότερες ἐποχές, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀπομακρυσμένους λαούς, ποὺ ἔζησαν κάτω ἀπὸ διαφορετικὲς συνθῆκες ζωῆς. Θὰ τολμήσω ὅμως σὲ αὐτὸ τὸ σχόλιο νὰ ἀπαντήσω ὡς ἑξῆς: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἄλλαξαν πολὺ οἱ ἐξωτερικὲς συνθῆκες. Ἄλλαξε ὁ τρόπος μεταφορᾶς, ὁ τρόπος φωτισμοῦ μέσω τοῦ ρεύματος, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκδίδονται τὰ βιβλία, ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων, ὁ τρόπος ἐνδυμασίας μας, ὁ τρόπος ποὺ ἐργαζόμαστε, ὁ τρόπος ποὺ πολεμᾶμε. Ὅλα αὐτὰ εἶναι διαφορετικὰ καὶ δὲν εἶναι ἴδια μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ἡ Μαρία τῆς Αἰγύπτου, οὔτε εἶναι ἴδια μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Αὐγουστίνος στὴ Ρώμη. Δύο ὅμως πράγματα, ἀδελφοί μου, δὲν ἄλλαξαν: ὁ Θεὸς καὶ ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι σήμερα ἴδιος ὅπως καὶ τότε. Ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι καὶ σήμερα ἴδια!
Ὅποιος σήμερα ἐπιθυμεῖ νὰ ταξιδέψει ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὸ Παρίσι δὲν σελώνει τὸ ἄλογο, οὔτε ἑτοιμάζει ἅμαξα ὅπως παλιά. Κάθεται σὲ μία θέση στὸ τρένο καὶ ταξιδεύει. Ὅποιος σήμερα ἐπιθυμεῖ νὰ γράψει ἕνα βιβλίο, δὲν προετοιμάζει τὸ δέρμα τοῦ ἀρνιοῦ γιὰ νὰ τὸ κάνει περγαμηνή, οὔτε χαράζει μὲ μαχαίρι τὰ γράμματα σὲ ξύλο ἢ σὲ πέτρες ὅπως κάποτε. Παίρνει τὸ φτερὸ καὶ τὸ χαρτὶ καὶ γράφει. Ὅποιος ὅμως σήμερα θέλει νὰ ξεμεθύσει ἀπὸ τὸ «μεθύσι» τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀνυψώσει τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, αὐτὸς πρέπει νὰ περάσει τὶς ἴδιες δυσκολίες τῆς μετάνοιας ποὺ πέρασαν ἡ Ἁγία Μαρία, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι.
Ἂν ἐπίσης νομίζετε, πὼς ἡ διαφορὰ αἵματος καὶ ἡ διαφορὰ λαοῦ κάνει πιὸ εὔκολο ἢ πιὸ δύσκολο τὸν δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία, τότε πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι οἱ δικοί σας ἅγιοι, ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο αἷμα καὶ ἀνήκουν στὸν ἴδιο λαὸ μέ σας, ἀνέβηκαν τὸν ἴδιο δρόμο στὴν πορεία τους πρὸς τὸν Θεό, ὅπως καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ τὴ Συρία, ἀπὸ τὴν Ἀρμενία, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴ Βουλγαρία, ἀπὸ τὴ Ρωσία.
Μπορεῖ νὰ νομίζετε, πὼς τὰ παραδείγματά μου ἴσως εἶναι κάπως παλιὰ γιὰ ἐσᾶς. Ἴσως θὰ πεῖτε πὼς οἱ ἅγιοι στοὺς ὁποίους ἀναφέρθηκα, ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ μεσαίωνα. Θὰ πεῖτε πὼς εἶστε ἄνθρωποι τῆς σύγχρονης ἐποχῆς καὶ δὲν σᾶς εἶναι σαφές, γιατί ἡ μετάνοια σήμερα εἶναι τόσο ἀναγκαία ὅσο ἦταν καὶ στὰ παλαιότερα χρόνια. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἐγὼ θὰ ἀναφέρω παραδείγματα σημερινὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν δίπλα μας.
Πρὶν ἀπὸ μερικὲς μέρες μὲ ἐπισκέφτηκε ἕνας ἔμπορος, πού μου εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὰ ἑξῆς: «Κληρονόμησα μία ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση ἀπὸ τὸν πατέρα μου καὶ ἐπιθυμοῦσα μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο γιὰ νὰ πετύχω τὸ στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τοὺς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστὰ χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τὴν ὥρα ποὺ πουλοῦσα καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στοὺς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπὸ τὸν καθένα καὶ ἤμουν τσιγκούνης μὲ ὅλους. Καὶ ὅσο ἐγὼ βυθιζόμουν μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ στὶς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στὸ σπίτι μου ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα καὶ ἄρχισε νὰ τὸ καταστρέφει συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναίκα μου παραδόθηκε στὴν ἀκολασία καὶ ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καὶ ἐμένα καὶ τὴ μητέρα του, ἔφυγε μακριά, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε. Μία Κυριακή, πρὶν νὰ βραδιάσει, καθόμουν στὸ σπίτι δίπλα στὸ παράθυρο, σκεπτόμενος τὴ δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νὰ μιλοῦν, στὸ δρόμο κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τὸν ἄλλο: -Ποῦ βρισκόμαστε; Καὶ ὁ ἄλλος εἶπε: -Αὐτὸ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου. Ἀκούγοντας τὸ ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος: -Ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσει τὴν ψυχὴ τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄσπλαχνος γιός του, νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ταμπέλα τὸ ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καὶ νὰ γράψει τὴν ἐπιγραφὴ «Διάβολος καὶ Σία». Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἂν ἕνας κεραυνὸς χτυποῦσε τὸ σπίτι μου, λιγότερο θὰ μὲ τάραζε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια.
Τὴν ἴδια νύχτα, παρόλο ποὺ ἦταν σκοτάδι καὶ ἔβρεχε, πῆγα στὸν τάφο τοῦ πατέρα μου καὶ ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τὸ ξημέρωμα, κλαίγοντας μὲ λυγμούς. Τὸ πρωὶ ἐγκατέλειψα τὰ πάντα καὶ βρῆκα καταφύγιο σ' ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθιὰ μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Σήμερα νιώθω πὼς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικὸς ἄνθρωπος. Βρῆκα τὴν ψυχή μου, τὸν μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι καὶ νὰ φροντίζω γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὸν κόσμο».
Αὐτὴ ἡ ἱστορία μὲ ἐξέπληξε γιὰ ἕνα λόγο. Δὲν μὲ ἐξέπληξε ἡ ἱστορία ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ μὲ ἐντυπωσίασαν οἱ ὁμοιότητες ποὺ ἔχει μὲ τὶς ἱστορίες κάποιων μετανοημένων ἀνθρώπων καὶ ἁγίων, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ δέκα πέντε αἰῶνες.
Μία ἄλλη φορᾶ μὲ ἐπισκέφτηκε μία γυναίκα καὶ μὲ κλάματά μου διηγήθηκε τὴν σκοτεινὴ ἱστορία τῆς ζωῆς της. Ἡ ἱστορία τῆς εἶναι τόσο σκοτεινή, ποὺ εἶναι ντροπὴ νὰ τὴν πεῖ κανεὶς στὸ καπηλειό. Πῶς λοιπὸν νὰ τὴν πεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ; Ὅσο αὐτὴ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες της, στὸ νοῦ μου εἶχα ἱστορίες ἄλλων ἁμαρτωλῶν γυναικὼν ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ παρελθόν. Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτίες τῆς σύγχρονης ἁμαρτωλῆς γυναίκας ἐμοίαζαν μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παλαιότερων ἁμαρτωλῶν γυναικών, ἀλλὰ καὶ ἡ ταπεινὴ καὶ ἡ «ἐκ βαθέων» καὶ ἀποφασιστικὴ μετάνοιά της ἐμοίαζε ἐπίσης.
Κάποτε, ὅταν ὑπηρετοῦσα σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριό, θυμᾶμαι πὼς ἦρθε ἕνας μορφωμένος, πολυμαθὴς «ἀνήξερος», νὰ μιλήσει σὲ μία συγκέντρωση τοῦ λαοῦ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ ὑπάρχουν σ' αὐτὴ τὴ χώρα καὶ ἐκθέτουν συνεχῶς σὲ κίνδυνο τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἠθική του λαοῦ. Ἀνέλυε τὰ πάντα λεπτομερῶς, ἀλλὰ μιλοῦσε μὲ σκέψεις ἄλλων ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ λέει τὴ δική του γνώμη. Ὅταν τελείωσε τὴν ὁμιλία του, οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν σιωπηλοὶ σὰν πέτρες. Ὁ ὁμιλητῆς πλησίασε ἕναν σκεφτικό, μέσης ἡλικίας, ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτὸς ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ ἀπάντησε: -Γιατί ρωτᾶς ἐμένα, κύριε; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος στὸν κόσμο καὶ ἔμενα προσωπικὰ δὲν μοῦ χρειάζεται κανένα δικαίωμα, ἐμένα μου εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια. Δὲν ἔχω δικαίωμα λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μου, οὔτε νὰ ζεσταίνομαι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἔχω δικαίωμα νὰ ἀναπνέω τὸ θεϊκὸ ὀξυγόνο. Παρατήρησα, πὼς στὴν ὁμιλία σου δὲν τόλμησες νὰ ἀναφέρεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πιθανὸν ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ ἔχεις ἀπέναντι στὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερο νὰ ἀναφέρω τὸ ὄνομά Του.
Λέγοντας αὐτὰ στὸν «πολυμαθῆ» κύριο, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος, στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ μιλᾶ στὸν ὑπόλοιπο λαὸ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας. Τοὺς εἶπε πὼς ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου καὶ ὁλόκληρού του λαοῦ καὶ συνέχισε λέγοντας πὼς οἱ ἄνθρωποι εὔκολα θὰ συμφωνοῦσαν ὅσον ἀφορᾶ τὰ δικαιώματα καὶ θὰ ἔβαζαν σὲ τάξη ὅλα ὅπως πρέπει, στὴν περίπτωση ποὺ μετανίωναν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ χωριὸ ἄκουσαν τὰ λόγια του μὲ κατάπληξη καὶ τὸν ἐπιδοκίμασαν. Ὁ «ἔξυπνος» κύριος ἐγκατέλειψε τὴν συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ βουνά μας.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ πῆγαν στὸν πόλεμο γυρίζουν χωρὶς νὰ διδαχτοῦν σχεδὸν τίποτε. Προσωπικὰ γνώρισα ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μου ἐξομολογήθηκε πὼς στὸν πόλεμο ἐνίωσε καὶ κατάλαβε τί σημαίνει νὰ ἔχει κανεὶς τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο δὲν εἶχε νιώσει αὐτὸν τὸ φόβο. Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ χωριό του ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικός, ἄρχισε νὰ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια καὶ κατόρθωσε νὰ «γιατρέψει» πενήντα σπίτια ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
Καὶ τώρα συνεχίζει μὲ μεγάλη προθυμία, νὰ παρακινεῖ ὅλο τὸ χωριό του σὲ μετάνοια καὶ διὰ μέσου της μετάνοιας νὰ τὸ ὁδηγεῖ στὴν ἐξαγνισμένη χριστιανικὴ ζωή. Δὲν πληρώνεται ἀπὸ κανέναν, οὔτε -ἀλίμονο- περιμένει κάποια πληρωμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀληθινὴ προθυμία πρὸς τὸ Θεὸ τὸν κινεῖ γιὰ νὰ πράττει αὐτὸ τὸ εὐλογημένο ἔργο. Ὅταν τὸν ρώτησα ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ διάφορα θέματα ποὺ σήμερα δημιουργοῦν ἀνησυχία στὴ χώρα μας, αὐτὸς ἀπάντησε μὲ πραότητα: Ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα εἶναι δευτερεύουσας σημασίας καὶ εἶναι ἄλυτα, μέχρι νὰ λυθεῖ ἕνα βασικὸ θέμα καὶ ἐρώτημα. Τὸ βασικὸ θέμα εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ λαοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα, ἀμέτρητα, σύγχρονα παραδείγματα μετανοημένων ἀνδρῶν καὶ γυναικών, ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν στὴ σημερινὴ κοινωνία, τὰ ὁποία γνωρίζω προσωπικὰ καὶ τὰ ὁποία θὰ μποροῦσα μέχρι αὔριο νὰ ἀπαριθμῶ. Μοιάζουν ἀπίστευτα μὲ κλασικὰ παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφύλαξε καὶ τόνισε ὡς σωστὰ παραδείγματα γιὰ τοὺς πιστούς.
Ὅπου ὑπάρχει ἁμαρτία ἐκεῖ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ μετάνοια. Ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχει καὶ ἁμαρτία. Ἴδιες εἶναι οἱ ἁμαρτίες καὶ σήμερα, ὅπως ἦταν καὶ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια, ἴδιο εἶναι καὶ τὸ φάρμακο γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες: ἡ μετάνοια! Τὸ φάρμακο -πρῶτο καὶ βασικὸ φάρμακο- γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες εἶναι ἡ μετάνοια! Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη πνευματικὴ ἰατρική, ποὺ παρέχεται στὸν ἀσθενῆ γιὰ τὴν ἁμαρτία!
Σκεφτεῖτε τὸ ἑξῆς: ἡ ἀκαθαρσία στὴ γῆ σήμερα εἶναι ἴδια ὅπως ἦταν καὶ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια, ἴδιο εἶναι καὶ τὸ νερὸ ποὺ τὴν καθαρίζει. Φανταστεῖτε, λοιπὸν πὼς ταξιδεύετε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ὡς τὸ Βλαδιβοστὸκ στὴ βόρεια ἄκρη τῆς Ρωσίας καὶ πὼς λερώνεστε ἀπὸ τὴ σκόνη. Θὰ πλενόσασταν στὴν Θεσσαλονίκη μὲ νερὸ ἐνῶ στὸ Βλαδιβοστὸκ θὰ πλενόσασταν μὲ πετρέλαιο; Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ σας στὸν σκονισμένο δρόμο, δὲν θὰ πλενόσασταν μὲ νερό; Φυσικὰ μὲ νερό.
Τὸ βάδισμα τῆς ἀνθρωπότητας διὰ μέσου της ἱστορίας εἶναι ἕνα μακρινὸ ταξίδι. Σ' αὐτὸ τὸ μακρινὸ ταξίδι, ἡ ἀνθρωπότητα «λερώνεται» καὶ «σκονίζεται» πάντα μὲ τὴν ἴδια σκόνη καὶ «πλένεται» πάντα μὲ τὸ ἴδιο νερό. Ἡ σκόνη εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ νερὸ εἶναι ἡ μετάνοια.
Ἀδερφοί μου, ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία πράξη κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστατεῖ στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ αὔτη τὴν ἐπανάσταση τὴν ξεκινᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος ὅταν συνειδητοποιήσει πὼς ὁ ἐχθρὸς βρίσκεται μέσα του! Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲ τὴν αὐταπάτη, πὼς ὅλοι οἱ ἐχθροί του εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ὡς τότε δὲν ἐξεγείρεται ἐνάντια στὸν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως μία στιγμὴ ἀνοίξουν τὰ ἀνθρώπινα μάτια καὶ ἀναγνωρίσουν πὼς οἱ «κλέφτες» καὶ οἱ «ληστὲς» βρίσκονται μέσα στὴν οἰκία του, τότε ξεχνάει ἐκείνους ποὺ ἐπιτίθενται στὸ σπίτι ἀπ’ ἔξω καὶ χρησιμοποιεῖ ὅλη τὴ δύναμή του νὰ βγάλει ἔξω ἐκείνους ποὺ ἀπρόσκλητοι μπῆκαν μέσα καὶ ἐγκαταστάθηκαν.
Θὰ ἦταν ἀστεῖος ἕνας ἀρχιστράτηγος, ἂν ὑπερασπιζόμενος μία πόλη ἔβλεπε ὅτι ὁ ἐχθρὸς μπῆκε μέσα στὴν πόλη ἀπὸ ὑπόγειους διαδρόμους, καμουφλαρισμένος μὲ τὴν στρατιωτικὴ στολὴ τοῦ στρατοῦ του καὶ παρόλα αὐτὰ παρέμενε ἀπαθὴς καὶ συνέχιζε νὰ πυροβολεῖ ἀπὸ τὶς ἐπάλξεις τῆς πόλης τὸν ἐχθρὸ ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐπειδή, σὲ τί τὸν βοηθᾶ ὅλη ἡ προσπάθεια ποῦ κάνει γιὰ νὰ ἐξοντώσει τοὺς ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ἀφοῦ ὁ ἐχθρὸς μὲ μορφὴ φίλου προκαλεῖ τοὺς στρατιῶτες σὲ ἀπειθαρχία, ληστεύει, βάζει φωτιές, σπέρνει τὴν ἀπελπισία; Μήπως σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὁ ἀρχιστράτηγος πολεμᾶ μὲ τὴν πλευρὰ τοῦ ἐχθροῦ, ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ; Μήπως βλάπτει τὴν ἴδια τοῦ τὴν πόλη; Μήπως ἀμύνεται μάταια, νομίζοντας πὼς ὁ θάνατος βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὶς ἐπάλξεις τῆς πόλης, ἐνῶ ὁ θάνατος ἀνενόχλητα, πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του, στήνει τὶς κρεμάλες καὶ τοῦ βάζει τὴ θηλιὰ στὸ λαιμό;
Ἔτσι, τὸ ἴδιο ἀπρόσεχτα ἐνεργοῦμε καὶ ἐμεῖς ὅταν θέλουμε νὰ προστατεύσουμε τὴν ψυχή μας, τὴν μοναδικὴ πολύτιμη πόλη μας. Ἐπειδὴ ὅσο ἐμεῖς δίνουμε μεγάλη ἐξωτερικὴ μάχη, γιὰ νὰ προστατεύσουμε τὴ ζωή μας, τὴν ἴδια ὥρα τὰ μοχθηρὰ πνεύματα ἐσωτερικὰ κλέβουν τὴν ψυχή μας.
Τὰ πάθη εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐξαπατοῦν καὶ δηλητηριάζουν τὴν ψυχή μας, τὴν καῖνε. Τὰ πάθη «γκρεμίζουν» ὅλα ὅσα οἱ καλὲς δυνάμεις καὶ οἱ ἀγαθοεργίες χτίζουν στὴν ψυχή μας. Οἱ ἁμαρτίες μας καὶ τὰ ἐγκλήματά μας προκαλοῦν ἀταξία στὴν ψυχή μας, σκοτεινιάζουν τὸ νοῦ μας, γεμίζουν τὴν καρδιά μας μὲ μία συνεχῆ ἀπληστία καὶ δυσαρέσκεια, προκαλοῦν μία «ἀτροφία» τῶν πνευματικῶν μας δυνάμεων. Τὸ τελειωτικὸ ὅμως χτύπημα στὸν ἀγώνα μας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς πολύτιμης πόλης, δηλαδὴ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, δίνει τὸ χέρι τῆς ἀπελπισίας, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν πλήρη παράδοσή της. Πράγματι, ἡ ἀπελπισία μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ παραδώσουμε τὴν ψυχή μας στὸ διάβολο! Ἀληθινὴ αὐτοκτονία! Γιατί ἐμεῖς, ἐξαιτίας τῆς ἀπελπισίας, σὰν ἀπερίσκεπτοι στρατηγοὶ καταστρέφουμε καὶ παραδίνουμε τὴν «πόλη», τὴν ψυχή μας, τὴν ὁποία ἐμπιστευτικά μας παραδόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ τὴν φυλάγουμε!
Ἀδελφοί μου, ἡ μετάνοια εἶναι ἕκτος ἀπὸ ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ εἶναι καὶ ἡ ντροπή, ἡ αἰσχύνη ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι πιὸ καθαρὸ ἀπ’ αὐτόν. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει βρώμικα ροῦχα, ντρέπεται μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καθαρὰ ροῦχα. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ποὺ ἔχει βρώμικη ψυχή, ντρέπεται μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καθαρὴ ψυχή.
Συχνὰ ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ποταποὶ καὶ κακοί, ἐπιτιθέμεθα στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πιὸ καθαρὴ ψυχὴ ἀπὸ ἐμᾶς, στὴ συνέχεια ὅμως κρυφὰ πάντοτε νιώθουμε ντροπὴ ἀπέναντί του. Ἕνας καταδικασμένος στὴ φυλακὴ τοῦ Βελιγραδίου μου εἶπε μία φορά: «Ἐγὼ μισῶ κάθε τίμιο ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν ντρέπομαι». Κάποτε ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος, ποὺ ἔγραφε ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, μοῦ ἐξομολογήθηκε πὼς τὶς στιγμὲς ποὺ ἔμενε μόνος του, τὸν καταλάμβανε μία ἀνεκδιήγητη ντροπὴ ἀπέναντι στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ντροπή, ἀλλὰ στὴ συνέχεια καὶ φόβος.
Πῶς αἰσθανόταν ἄραγε οἱ ἁμαρτωλοὶ ποῦ βρέθηκαν πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Χριστό;
Πόση ντροπὴ ἔκαιγε τὸν τελώνη Ζακχαῖο, ποῦ μὲ ἁμαρτωλὸ τρόπο ἀπέκτησε τὰ πλούτη του, ὅταν ὁ Κύριος ἀπροσδόκητα ἐπισκέφτηκε τὴν οἰκία του; Πόση χαρὰ καὶ πόση ταραχὴ ἀπὸ ντροπὴ θὰ ἐνίωθε ὁ Ζακχαῖος ἐνώπιόν του καθαρότερου Πλάσματος ποὺ πέρασε τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ του! Ἂν καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαίτησε ἀπ’ αὐτὸν καμία θυσία, ὁ Ζακχαῖος παρακινημένος ἀπὸ ἐσωτερικὴ ντροπή, φώναξε: «Κύριε, ὑπόσχομαι νὰ δώσω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ ἀνταποδώσω στὸ τετραπλάσιο ὅσα πῆρα μὲ ἀπάτη». (Λουκᾶ 19, 8).
Ἐνίωσαν ἄραγε ντροπή, ἐκεῖνοι ποῦ κοιτώντας μόνον τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, ἔφεραν μὲ βίαιο τρόπο μπροστὰ στὸ Χριστὸ μία μοιχὸ γυναίκα, ποῦ κατέστρεφε γάμους, γιὰ νὰ τὴν καταδικάσει; Ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν καταδίκασε, ἀλλὰ ἀποφάσισε: «Ὅποιος ἀνάμεσα σας εἶναι ἀναμάρτητος, ἂς ρίξει πρῶτος πέτρα πάνω της» (Ἰωάν. 8, 7)... Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν ἄκουσαν τὴν ἀπάντηση, ἄρχισαν μὲ πρώτους τους γεροντότερους νὰ φεύγουν ἕνας ἕνας, μέχρι καὶ τὸν τελευταῖο (Ἴωαν. 8, 9).
Τὰ λόγια του Χριστοῦ καὶ κάθε ἀνθρώπου μὲ καθαρὴ ψυχή, καῖνε σὰν φωτιὰ τὶς κεφαλὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν καθαρὴ ψυχή. Σκεφτεῖτε πόση ντροπὴ ἐνίωσε ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἐμοίαζε μὲ ξερὸ φύλλο, παρασυρμένο ἀπὸ τὸ δυνατὸ ἄνεμο, ὅταν γεμάτη συγκίνηση πλησίασε τὸν παναγνὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. «Στάθηκε πίσω κοντὰ στὰ πόδια Του καὶ κλαίγοντας ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυα τῆς τὰ πόδια Του καὶ τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά της. Τὰ φιλοῦσε καὶ τὰ ἄλειφε μὲ τὸ μύ¬ρο» (Λουκᾶ 7, 38).
Σκεφτεῖτε πόση ντροπὴ ἐνίωσαν οἱ δοῦλοι, οἱ ἀπεσταλμένοι τῶν φαρισαίων καὶ τῶν θρησκευτικῶν ἀρχηγῶν τοῦ λαοῦ, ὅταν πῆγαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ. Σκεφτεῖτε τὴ ντροπὴ ποῦ ἐνίωσαν μέσα τους, ἐξαιτίας τῆς ἀποστολῆς τους, ὅταν βρέθηκαν πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Θεάνθρωπο! Ὅταν ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι, τοὺς ρώτησαν: «Γιατί δὲν Τὸν φέρατε;» (Ἴωαν. 7, 45). Ἡ ἀπάντηση τοὺς ἦταν: «Ποτὲ δὲν μίλησε ἄνθρωπος, ὅπως Αὐτὸς» (Ἴωαν. 7, 46).
Θυμηθεῖτε καὶ τὸν Ναθαναήλ, πῶς εἰρωνευόταν ἐκείνους ποῦ τοῦ μιλοῦσαν γιὰ τὸν Μεσσία ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ: «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ προέλθει κάτι καλό;» Μόλις ὅμως φωτίστηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, φώναξε: «Διδάσκαλε! Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ!»
Θυμηθεῖτε τὴ ντροπὴ ποὺ αἰσθάνθηκε ὁ Πέτρος, ὅταν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς τὸν Διδάσκαλό του! Πῶς λάλησε ὁ πετεινὸς καὶ πῶς ὁ Ἰησοῦς σιωπηλὰ γύρισε καὶ μὲ πραότητα κοίταξε τὸν Πέτρο καὶ «ὁ Πέτρος βγῆκε ἔξω καὶ ἔκλαψε πικρὰ» (Λουκᾶ 22, 62).
Σκεφτεῖτε τί εἶπε ὁ ἕνας κακοῦργος, ποῦ ἦταν κρεμασμένος στὸ σταυρό, στὸν ἄλλο: «Οὔτε τὸ Θεὸ δὲ φοβᾶσαι ἐσύ;» (Λουκᾶ 23, 40). Εἶναι δύσκολο στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, νὰ βροῦμε τέτοια συζήτηση ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ συζήτηση ἔγινε στὸ Γολγοθά, στὸ σταυρό, ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν θανατηφόρα μαρτύρια. Οἱ τρεῖς τους ἀντιπροσώ¬πευαν τρεῖς διαφορετικοὺς κόσμους: τὸν Ἅδη, τὸν Οὐρανό, τὴ Γῆ. Ποτέ, μὰ ποτὲ μὲ λιγότερα λόγια δὲν εἰπώθηκαν περισσότερα.
Θυμηθεῖτε αὐτὰ ἀλλὰ καὶ ἄλλα ἀνάλογα παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἂς βιαστεί¬τε καὶ ἐσεῖς νὰ νιώσατε ντροπὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας, μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριο Δημιουργὸ καὶ νὰ μετανιώσετε γιὰ κάθε κακὸ ποὺ πράξατε. Ἐπειδὴ πραγματικά σας λέω: ὅπως ὁ Χριστὸς ὁλοζώντανος στεκόταν πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ναθαναήλ, ἔτσι στέκεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ μπροστὰ σας μὲ ἀμέτρητα μεγαλύτερη δόξα, λάμψη καὶ δύναμη. Ἂν θὰ μπορούσατε νὰ Τὸν δεῖτε, γρήγορα θὰ ντρεπόσασταν. Ἄχ, μακάρι νὰ μπορούσατε νὰ Τὸν δεῖτε! Ἡ διαφορὰ τότε μὲ σήμερα εἶναι πὼς οἱ ἁμαρτωλοὶ τότε, πρῶτα ἒ-βλεπαν τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ συνέχεια ντρέπονταν καὶ μετανίωναν, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα πρέπει πρῶτα νὰ νιώσουμε ντροπὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ μετανιώσουμε, γιὰ νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι κοντὰ στὸν καθένα ἀπὸ ἐσᾶς, εἶναι πιὸ κοντὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀέρα ποὺ εἰσέρχεται στοὺς πνεύμονές σας, εἶναι πιὸ κοντὰ καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα στὴν καρδιά σας. Σταθεῖτε μπροστά Του ἔχοντας ντροπὴ καὶ «ξεπλύνετε» τὴν ψυχή σας μὲ μετάνοια καὶ θὰ τὸν δεῖτε!
ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ, ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. Ἐπειδὴ ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἦταν τόσο ἀδύναμα τὰ βασίλεια τῆς γής. Τὰ βασίλεια τῆς γὴς δὲν ἦταν ποτὲ πιὸ ἀνίσχυρα νὰ προσφέρουν στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ κάποια ὑψηλὴ ἀξία καὶ κάποιο ὑψηλὸ στόχο. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο δὲν μποροῦν νὰ γλυκάνουν τὴ ζωὴ μὲ κάποιο αἰώνιο καλό, οὔτε νὰ μεταμορφώσουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς.
Οἱ πρόγονοί σας ἁμάρτησαν, ἁμαρτήσατε καὶ ἐσεῖς. Ἀπὸ τὴ διπλὴ ἁμαρτία, εἶναι διπλὸ καὶ τὸ φορτίο στὴ ζωή σας. Μετανοεῖτε, γιὰ νὰ μὴν σηκώσουν οἱ γιοὶ σᾶς τριπλάσιο φορτίο καὶ οἱ ἀπόγονοί σας τετραπλάσιο φορτίο.
Ἂν ἐσεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας μετανοήσετε, θὰ δεῖτε σύντομα πὼς ἡ μετάνοια εἶναι κολλητική. Θὰ δεῖτε στὴ συνέχεια, καὶ πὼς ὅλος ὁ λαός μας θὰ μετανιώσει. Ὁ λαὸς μᾶς ἔχει ὡς παράδειγμα τώρα τὶς δικές σας ἁμαρτίες καὶ λάθη, ὁ λαὸς τῆς ἐπαρχίας ἔχει ὡς παράδειγμα τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς κακὲς συνήθειες τῆς πρωτεύουσας, τὸν ἐγωισμό της, τὴν μιαρότητά της καὶ τὴν ἀθεΐα της. Ὁ λαός μας ἐὰν ἡ πρωτεύουσα ἦταν ἐνάρετη, γρήγορα θὰ τὴν μιμοῦνταν. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία κολλητική, κολλητικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀρετή!
Ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ, λυπημένη παρακολούθησε ὅλους τους δρόμους τῆς πρωτεύουσας, ποὺ τὴν ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ εὐλογημένη χαρὰ θὰ παρακολουθήσει καὶ ὅλους τους δρόμους, ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Θεό, γιατί τίποτε πιὸ τρυφερὸ καὶ πιὸ ὡραῖο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ταλαιπωρημένου καὶ ἁπλοῦ λαοῦ! Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, μία τέτοιου εἴδους ψυχὴ ὁδηγεῖται στὸ στραβὸ δρόμο, ἀλλὰ καὶ εὔκολα «ἰσιώνει». Ἂν μόνο ἐσεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας μετανιώσετε, θὰ δεῖτε τὸ θαῦμα τῆς μετάνοιας τοῦ ὑπόλοιπου λαοῦ, θαῦμα ποὺ σὰν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι σπάνια βλέπουν. Τώρα εἶστε περήφανοι γιὰ τὶς πολεμικές σας ἐπιτυχίες καὶ γιὰ τὸ κράτος σας. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θὰ σᾶς ρωτήσει τὴν ὥρα τῆς κρίσης, οὔτε γιὰ τὶς πολεμικές σας ἐπιτυχίες, οὔτε γιὰ τὸ κράτος σας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχή σας ποὺ «σαπίζει» λόγω τῶν ἁμαρτιῶν σας καὶ λόγω τῶν κακῶν συνηθειῶν σας. Δὲν θὰ ζητήσει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐσᾶς ἐπικυρωμένα ἔγγραφα ἰδιοκτησίας τῶν ἀκινήτων σας, οὔτε τὸν χάρτη τοῦ κράτους σας, ἀλλὰ θὰ ζητήσει ἀπὸ ἐσᾶς τὴν ψυχή σας, ἡ ὁποία γιὰ Αὐτὸν εἶναι πιὸ πολύτιμη ἀπὸ ὅλους τους θησαυροὺς καὶ ἀπὸ ὅλους τους πολιτισμοὺς σ' ὅλη τὴ γῆ.
Τώρα δὲν μπορεῖτε τίποτε νὰ καταλάβετε, ἀλλὰ ὅταν θὰ μετανιώσετε, θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ φρικτὴ ἀλήθεια: πὼς μὲ τὸ βάρος τῆς περιουσίας σας, ποὺ ἀγαπᾶτε εἰδωλολατρικά, μὲ τὸ βάρος τοῦ τεράστιου κράτους σας καὶ μὲ τὸ βάρος τῆς ματαιοδοξίας σας, συνθλίψατε τὴν ψυχή σας. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τὴν μετατρέπατε σὲ στάχτη.
Μποροῦν νὰ ἐλπίζουν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς ψυχή, πῶς ὁ Θεὸς θὰ τοὺς βοηθήσει; Θὰ νιώθουν ντροπὴ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐνώπιόν του Χριστοῦ, ἀφοῦ τὸ πρόσωπό τους εἶναι σὰν σβησμένο κάρβουνο; Ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Καϊάφας δὲν ντράπηκαν ὅταν ἀντίκρισαν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατί τὸ πρόσωπό τους καὶ ἡ ψυχὴ τοὺς ἦταν σὰν σβησμένο κάρβουνο.
Καὶ ἐσεῖς, ἐὰν δὲν μετανιώσετε, νὰ ξέρετε πὼς θὰ ἀνήκετε στὴν ἴδια ὁμάδα μὲ τὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Καϊάφα, θὰ εἶστε «δολοφόνοι» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι καὶ τὸ τέλος σᾶς ἀναπόφευκτα θὰ εἶναι ἴδιο μὲ τὸ δικό τους. Ἐπειδὴ ἴδιο εἶναι τὸ τέλος, ὅλων ὅσων γνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἀρνήθηκαν.
Καὶ αὔριο δεκαπέντε ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόλη, θὰ δοκιμάσουν τὸν θάνατο καὶ θὰ περάσουν στὴν αἰωνιότητα. Ποιὸς μᾶς ἐγγυᾶται φίλοι μου, πὼς ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς τοὺς δεκαπέντε, δὲν θὰ εἴμαστε ἐγὼ καὶ ἐσύ;
Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἂς ψάλλουμε τὸν ὕμνο τῆς μετάνοιας, ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα: τῆς μετάνοιας τὴν πόρτα ἄνοιξέ μου Δημιουργέ! Ἂς βιαστοῦμε, τουλάχιστον αὐτὲς τὶς ὧρες πρὶν τὸ θάνατο, νὰ μετανοήσουμε μὲ εἰλικρινῆ καὶ γεμάτο δάκρυα τρόπο, γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ πράξαμε:
- γιὰ τὴ  σκληρότητα ποὺ  δείξαμε  ἀπέναντι στοὺς φτωχούς,
 - ἐπειδὴ συκοφαντήσαμε τὸν πλησίον μας,
-  γιὰ τὴν λαγνεία ποὺ προκάλεσε τὴν σαπίλα τῆς καρδιᾶς μας,
- γιὰ τὴν τεμπελιὰ ποὺ δείξαμε, τὴν ὥρα ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουμε καλὲς πράξεις ἢ νὰ προσευχόμαστε,
- γιὰ τὴν λαιμαργία ποὺ δείξαμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νηστείας,
- γιὰ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν περηφάνια μας, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων ὀνειρευτήκαμε νὰ γίνουμε κολοσσοί, ἀλλὰ τελικὰ γίναμε νάνοι,
- γιὰ τὸ ψέμα, γιὰ τὴν κλεψιά, γιὰ τὴν φιλαργυρία,
- γιὰ τὸ ὅτι ξεχνᾶμε τὸν Θεό, γιὰ τὶς βλασφημίες,
-  γιὰ τὴν ξεροκεφαλιά μας καὶ γιὰ κάθε ἄλλη ἁμαρτία.
Ἂς μετανοήσουμε τόσο βαθιὰ καὶ τόσο εἰλικρινά, ἔτσι ὥστε νὰ ἐξαγνίσουμε ὅλη τὴ ζωή μας, ἔτσι ὥστε νὰ γίνουμε «καθαροὶ» σὰν πρωινὴ δροσιὰ καὶ σὰν τὶς πρῶτες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ποὺ πέφτουν πάνω σ' αὐτή.
Μόνον ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴ σωτηρία, χωρὶς αὐτὴ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀρχίσει ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας.
Καὶ ὅποιος μετανοήσει, σ' αὐτὸν θὰ φανερωθεῖ τί εἶναι καλὸ νὰ κάνει στὴ συνέχεια.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν γιὰ νὰ μᾶς ἀποδεχτεῖ Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέχτηκε τὸν μετανοημένο ληστή. Τὸν ὑποδέχτηκε στὴν τράπεζα τοῦ παραδείσου, στὸ Βασίλειό Του, ὅπως ὑποδέχεται κανεὶς στὸ σπίτι τοῦ τὸν πρῶτο φιλοξενούμενο.
Ἂς μετανοήσουμε, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχτεῖ καὶ ἐμᾶς τὸ ἴδιο.
Ἂς μετανοήσουμε, καὶ ὁ Ἐλεήμων καὶ Πράος Θεὸς θὰ μᾶς εὐσπλαχνιστεῖ τὴν ὥρα τῆς κρίσης στὸ Δικαστήριό Του, ἐξαιτίας τῆς φιλευσπλαχνίας Του, ποὺ εἶναι πάντοτε μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἁμαρτίες!
Μόνον Αὐτὸν ἂς δοξολογοῦν καὶ ἂς εὐχαριστοῦν οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ γῆ, μὲ αἰώνια χαρὰ καὶ ἁρμονία εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ
ΟΜΙΛΙΕΣ
Γιὰ τὴν ἀπαισιοδοξία, τὴν αἰσιοδοξία,
τὸ "μέγα" Ὄνομα καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.