Ἰωάννη Ἐλ. Σιδηρᾶ, Θεολόγου -Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ - Νομικοῦ
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Α΄ κατά τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του (2 Νοεμβρίου 1991) εἶχε δηλώσει τόν καθαγιασμό νέας ποσότητος Ἁγίου Μύρου κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1992 καί μέ δική του πρωτοβουλία ἐξεδόθη καί κυκλοφόρησε κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ 1992 ἕνα πολύ ἀξιόλογο ἀφιερωματικό τευχίδιο, στό ὁποῖο καταγράφεται ἕνα σύντομο ἱστορικό σημείωμα πού ἀφορᾶ τό Ἅγιο Μύρο καθώς καί ἡ Ἱερά Ἀκολουθία Καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἡ ὁποία ἄρχεται τήν Κυριακή τῶν Βαΐων καί περατοῦται τήν Ἁγία καί Μέγάλη Πέμπτη στό πάνσεπτο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Α΄ κατά τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του (2 Νοεμβρίου 1991) εἶχε δηλώσει τόν καθαγιασμό νέας ποσότητος Ἁγίου Μύρου κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1992 καί μέ δική του πρωτοβουλία ἐξεδόθη καί κυκλοφόρησε κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ 1992 ἕνα πολύ ἀξιόλογο ἀφιερωματικό τευχίδιο, στό ὁποῖο καταγράφεται ἕνα σύντομο ἱστορικό σημείωμα πού ἀφορᾶ τό Ἅγιο Μύρο καθώς καί ἡ Ἱερά Ἀκολουθία Καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἡ ὁποία ἄρχεται τήν Κυριακή τῶν Βαΐων καί περατοῦται τήν Ἁγία καί Μέγάλη Πέμπτη στό πάνσεπτο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἐκεῖνο τό σύντομο ἱστορικό σημείωμα περί τοῦ Ἁγίου Μύρου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπαυξημένο καί μέ περισσότερα στοιχεῖα ἀπό τόν γράφοντα, ἔχει ὡς ἑξῆς: «Στήν Ὀρθόδοξη κατ᾿ Ἀνατολάς Ἐκκλησία, τό Ἅγιο Μύρο καθαγιάζεται γιά νά χρησιμεύσει κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος ὡς ὁρατό σημεῖο τῆς μεταδόσεως τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου καί τελεταρχικοῦ Πνεύματος πρός τούς Βαπτιζομένους. Κατά τούς πρώτους χρόνους τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ μετάδοση τῶν χαρισμάτων τοῦ Παναγίου Πνεύματος πρός τούς....
βαπτιζομένους γινόταν ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διά τῆς «ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν», ὅπως περιγράφεται μέ σαφήνεια στό σχετικό χωρίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», ὅπου ἀναφέρεται: «Ἀκούσαντες δέ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρός αὐτούς τόν Πέτρον καί Ἰωάννην∙ οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον∙ οὕπω γάρ ἥν ἐπ᾿ οὐδενί αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δέ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Τότε ἐπετίθουν τάς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς, καί ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον». (Πράξ. 8, 14-17).
Ὅταν ὅμως οἱ ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίες ἐπληθύνθησαν καί ὁ ἀριθμός τῶν βαπτιζομένων αὐξήθηκε σοβαρῶς, ὥστε νά καθίσταται ἀδύνατη ἡ «δι᾿ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μετάδοση τῶν χαρισμάτων σέ τόσους πολυαρίθμους Βαπτιζομένους, εἰσήχθη στήν Ἐκκλησία ἡ «δι᾿ ἁγίου Μύρου χρίσις» (χρίσμα), ἡ ὁποία ὡς ἱεροτελεστική πρακτική ἀντικατέστησε πλήρως τήν «δι᾿ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» μετάδοση τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάντως, τό πιθανότερο εἶναι ὁτι ἡ ἀντικατάσταση αὐτή ἔλαβε χώρα κατά τήν λεγομένη περίοδο τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων, ὅπως συγκεκριμένα καταγράφει ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «Ἀντί γάρ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦτο δέδοται ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοῖς ἐν Χριστῷ Βαπτιζομένοις».
Ἡ χρήση τοῦ Ἁγίου Μύρου στήν Ἐκκλησία εἰσήχθη κατά μίμηση σχετικῆς πράξεως στήν Παλαιά Διαθήκη: «Καί ἐλάλησε Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων∙ καί σύ λάβε ἡδύσματα τό ἄνθος σμύρνης ἐκλεκτῆς πεντακοσίους σίκλους καί κινναμώμου εὐώδους τό ἥμισυ τούτου διακοσίους πεντήκοντα καί καλάμου εὐώδους διακοσίους πεντήκοντα καί ἵρεως πεντακοσίους σίκλους τοῦ ἁγίου καί ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν εἶν καί ποιήσεις αὐτό ἔλαιον χρίσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικόν τέχνη μυρεψοῦ. Ἔλαιον χρίσμα ἅγιον ἔσται». (Ἐξ. 30, 22-25).
Στό διάβα τῶν αἰώνων, περί τοῦ ἁγίου Μύρου ἀπαντῶνται καί οἱ ἑξῆς ὀνομασίες: «ἔλαιον εὐχαριστίας», «ἔλαιον χρίσεως», «χρίσμα», «χρίσμα εὐχαριστίας», «χρίσμα ἐπουράνιον», «μυστικόν χρίσμα», «μύρον», «Θεῖον μύρον», «μύρον μυστικόν», «μέγα μύρον», «ἅγιον καί μέγα μύρον». Σήμερα, γενικῶς χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Ἅγιον Μύρον».
Τό Ἅγιο Μύρο ἑτοιμάζεται ἐξ ἐλαίου, οἴνου καί ἄλλων εὐωδῶν οὐσιῶν, τά ὁποῖα συμβολίζουν τά ποικίλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῶν ὁποίων δέκτης καθίσταται ὁ χριόμενος Χριστιανός. Ἡ παλαιοτέρα ἱστορική πηγή «περί τῆς ὕλης τοῦ μύρου» καί ὁ ἀρχαιότερος κατάλογος τῶν πρός παρασκευή καί ἔψηση αὐτοῦ χρησιμοποιουμένων συστατικῶν, ὁ ὁποῖος διασώζεται μέχρι καί σήμερα, ἀνάγεται στό Η΄ αἰῶνα. Βέβαια, στό διάβα τῶν αἰώνων ὁ ἀριθμός τῶν συστατικῶν εἰδῶν ποικίλλει ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή. Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑφίσταται ἐπίσημος «Κατάλογος τῶν εἰδῶν τῶν ἀρωμάτων μέ τά ὁποῖα συντίθεται τό Ἅγιο Μύρο, ὁ ὁποῖος ἀριθμεῖ 57 εἴδη.
Πληροφορίες γιά τόν τρόπο ἐψήσεως ἤ καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου κατά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐλλείπουν παντελῶς. Ἡ παλαιότερη σχετική πληροφορία ἀναφέρεται στήν Ἀποστολική Παράδοση τοῦ Ἱππολύτου. Νεώτερες διατάξεις περί καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου περιελήφθησαν στό ἐν χρήσει ἔντυπο Μεγάλο Εὐχολόγιο καί στό Εὐχολόγιο τοῦ Γκόαρ. Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά τόν ΙΘ΄ αἰῶνα καί στίς ἀρχές τοῦ παρόντος αἰῶνος κατεβλήθησαν ἰδιαίτερες προσπάθειες πρός ἀναθεώρηση τῆς μέχρι τότε ἐν χρήσει διατάξεως καί ἀκολουθίας καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου καθώς καί ἀνασυντάξεως νέας ἀκολουθίας καθαγιασμοῦ. Σχετικές ἀκολουθίες ἐξεδόθησαν ἐντύπως κατά τά ἔτη 1890, 1912 καί 1960.
Σύμφωνα πρός τήν ἀκολουθούμενη στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τυπική διάταξη παρασκευῆς καί καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου, κατά τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, ὁ Πατριάρχης, μετά τήν Δοξολογία, εὐλογεῖ τόν Ἄρχοντα Μυρεψό (ἐπικεφαλής τοῦ Σώματος τῶν λαϊκῶν μυρεψῶν) καί αὐτούς πού θά συνεργήσουν στήν ἔψηση τοῦ Ἁγίου Μύρου καί ὡς μυρεψοί φέρουν λευκούς ποδήρεις χιτῶνας, καί ἐπιθέτει στόν Ἄρχοντα Μυρεψό τό ἐκ λευκῆς μετάξης λέντιο.
Τήν Ἁγία καί Μεγάλη Δευτέρα, μετά τήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ὁ Πατριάρχης, ὁδευόμενος ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί τά μέλη τῆς Πατριαρχικῆς αὐλῆς, προσέρχεται στό ρεπισμένο Κουβούκλιο (Μυροφυλάκιο), τό ὁποῖο εὑρίσκεται πλησίον τοῦ πανσέπτου Πατριαρχικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ὅπου εὑρίσκονται οἱ πρός ἔψηση τοῦ Ἁγίου Μύρου λέβητες, καί εὐλογεῖ τήν ἔναρξη τοῦ κύκλου τῶν ἱερῶν τελετῶν γιά τόν καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Μύρου διά τῆς τελέσεως ἁγιασμοῦ. Ἀκολούθως ραντίζει μέ τό ἁγιασμένο ὕδωρ (ἁγιασμό) τά παρασκευασθέντα ὑλικά καί τά πρός χρήση σκεύη καί τούς λέβητες. Τό ἴδιο πράττει καί μέ τό δοχεῖο τοῦ οἴνου. Ἔπειτα λαμβάνει τό κάνιστρο τῶν ἀρωμάτων καί τῶν ἀνθέων καί ρίπτει ἐξ αὐτῶν ἐντός τῶν λεβήτων, εὐλογόντας τό καθένα ἀπό τά συγκεκριμένα συστατικά εἴδη «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐν συνεχείᾳ, κρατώντας ἀναμμένη λαμπάδα ἅπτει σέ καθένα λέβητα τά τεθειμένα τεμάχια παλαιῶν ἱερῶν εἰκόνων, πού εἶναι μεμιγμένα μετά φρυγάνων. Ἀκολούθως, ὁ Πατριάρχης ἀναγινώσκει κάποια κεφάλαια ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Τό ἴδιο πράττουν οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Διάκονοι. Ἡ τάξη αὐτή τῶν ἀναγνωσμάτων ἐξακολουθεῖ καθ᾿ ὅλη τήν ἡμέρα τῆς Μ. Δευτέρας, Μ. Τρίτης καί Μ. Τετάρτης. Στό μεταξύ, ὁ Ἄρχων Μυρεψός καί οἱ τεταγμένοι «Κοσμήτορες Μυρεψοί» ἐξακολουθοῦν νά ἀναδεύουν μέ εὐλάβεια καί προσοχή τό ἔλαιο, τόν οἶνο, τά ἄνθη καί τά ἀρώματα πού εὑρίσκονται μέσα στούς λέβητες.
Τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τρίτη, μετά τήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ὁ Πατριάρχης προσέρχεται καί πάλι στό Μυροφυλάκιο, ὅπου ψάλλεται ὁ Μικρός Παρακλητικός Κανόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί μνημονεύει τά ὀνόματα ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι προσφέρουν τά συστατικά εἴδη, τά χρήματα καί τήν προσωπική τους ἐργασία γιά τήν παρασκευή τοῦ Ἁγίου Μύρου. Μετά τό πέρας τῆς Μικρᾶς Παρακλήσεως καί τῆς Μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων, ὁ Πατριάρχης ἐμβάλλει στούς λέβητες καί τόν ὑπόλοιπο οἶνο, τό ἔλαιο, τά ἀρώματα καί τά ἄνθη. Ἔπειτα δέ ἀρχίζει ἡ ἀνάγνωση τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων, ὅπως καί κατά τήν προηγούμενη ἡμέρα.
Τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τετάρτη, μετά τήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ὁ Πατριάρχης προσέρχεται καί πάλι στό Μυροφυλάκιο καί μετά ἀπό σύντομη Ἱεροτελεστία, ἐμβάλλει στούς λέβητες τό ροδέλαιο καί τόν μόσχο καί τά ὑπόλοιπα εὐώδη ἔλαια. Ἐντός τῆς ἡμέρας συντελεῖται ἡ «ἔψησις» τοῦ Ἁγίου Μύρου καί προπαρασκευή πάντων τῶν σχετικῶν. Ὑπό τῶν Κοσμητόρων Μυρεψῶν ἐκκενοῦται ἀπό τούς λέβητες τό ἐψημένο Μύρο στά προετοιμασμένα δοχεῖα, ἀφοῦ ἔχει ἀποσταχθεῖ καί καθαρθεῖ, καί στή συνέχεια τίθεται καί πάλι στούς κεκαθαρμένους ἐπιμελῶς λέβητες, «τῆς ὑποστάθμης φυλασσομένης χάριν τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν». Ἔπειτα ὁ Πατριάρχης εἰσέρχεται καί πάλι στό Μυροφυλάκιο καί ἐγχέει τά εὐώδη ἔλαια. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωση τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων μέχρι καί τήν ὥρα τοῦ Μεγάλου Εὐχελαίου.
Τήν Ἁγία καί Μεγάλη Πέμπτη, τήν πρωΐα, μετά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου στό Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στό ὁποῖο ἀπό τήν προηγουμένη ἡμέρα μεταφερθέντα παραμένουν τά δοχεῖα τοῦ ἐψημένου Μύρου, καί ἀφοῦ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀμφίεση τοῦ Πατριάρχου καί τῶν Ἁγίων Ἀρχιερέων, ἄρχεται, ἐν λιτανείᾳ, ἠχούντων τῶν Πατριαρχικῶν κωδώνων, ἡ πρός τόν πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό κάθοδος ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἴκου. Κατά τήν κάθοδο ὁ Πατριάρχης κρατεῖ μικρά μυροθήκη, ὁ Α΄ τῇ τάξει Ἀρχιερεύς ἀλάβαστρο, τό ὁποῖο περιέχει Προηγιασμένο Ἅγιο Μύρο (Ἅγιο Μύρο ἀπό προγενέστερο καθαγιασμό), ὁ Β΄ τῇ τάξει Ἀρχιερεύς ἀλάβαστρο, στό ὁποῖο περιέχεται Μύρο, τό ὁποῖο ἀκόμη δέν καθαγιάσθει. Οἱ λοιποί Ἀρχιερεῖς κρατοῦν μικρά ἀργυρά δοχεῖα, τά ὁποῖα περιέχουν Μύρο ἐκ τοῦ πρός καθαγιασμό παρασκευασθέντος. Εἰκοσιτέσσερις Ἀρχιμανδρίτες κρατοῦν, ἔνθεν καί ἔνθεν, τά δώδεκα μεγάλα ἀργυρά δοχεῖα, τά ὁποῖα περιέχουν τό πρός καθαγιασμό Μύρο. Τοποθετοῦνται πέριξ τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Τά μικρά ἀργυρά δοχεῖα τοποθετοῦνται ἐπί εὐπρεπισμένης τραπέζης ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐνῶ τά δύο ἀλάβαστρα τίθενται ἐπί τῆς Ἁγίας Προθέσεως, καί μετά τήν Μεγάλη Εἴσοδο ὁ Πατριάρχης θέτει τά δύο ἀλάβαστρα ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης.
Περί τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας καί μετά τήν ἐκφώνηση «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ Μεγάλου Θεοῦ», σέ γονυκλισία τοῦ συμπροσευχομένου λαοῦ, ὁ Πατριάρχης καθαγιάζει τό Ἅγιο Μύρο ἀναγινώσκοντας τίς εἰδικές εὐχές πού προβλέπονται στήν τυπική διάταξη. Μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, κατά τήν ἰδία τάξη καί ἐν λιτανείᾳ μεταφέρεται τό καθαγιασμένο Ἅγιο Μύρο ἀπό τόν Πατριαρχικό ναό στό Πατριαρχικό Μυροφυλάκιο, ὅπου ὁ Πατριάρχης πρῶτος ἐγχέει «ἐν τοῖς πίθοις» τό Ἅγιο Μύρο πού περιέχεται στά μικρά ἀργυρά δοχεῖα καί ἔπειτα οἱ Πρεσβύτεροι τό καθαγιασμένο Μύρο ἀπό τά μεγάλα ἀργυρά δοχεῖα. Γίνεται ἡ ἀπόλυση καί ἡ ὅλη τελετή ἐπισφραγίζεται μέ τό πολυχρόνιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.
Ὁ Καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου τελεῖται μόνον ὑπό τῶν Ἐπισκόπων καί ποτέ ἀπό τούς Πρεσβυτέρους. Ἡ ἐν προκειμένῳ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σταθερά καί ὁμόφωνη. Προϊόντος ὅμως τοῦ χρόνου, ἐνῶ ἡ παράδοση αὐτή ὡς πρός τούς Πρεσβυτέρους παραμένει ἀμετακίνητη, μεταβάλλεται ὡς πρός τούς Ἐπισκόπους, καθώς τό κοινό δικαίωμα πάντων τῶν Ἐπισκόπων περιέρχεται σταδιακά στούς Ἐπισκόπους ἐπισημοτέρων Ἐκκλησιῶν, δηλαδή στούς Πατριάρχες, τέλος δέ μόνο στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἐνῶ δηλαδή ἕκαστος Ἐπίσκοπος δικαιοῦται νά καθαγιάζει τό Ἅγιο Μύρο «ἀρχιερατικῷ δικαίῳ», δέν δικαιοῦται νά πράττει τοῦτο «ἐκκλησιαστικῷ δικαίῳ».
Φαίνεται ὅτι τρία εἶναι τά κυριώτερα αἴτια, τά ὁποῖα συνετέλεσαν στόν περιορισμό τοῦ δικαιώματος γιά τόν καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Μύρου κατ᾿ ἀρχάς μέν στούς «Πρώτους» ἑκάστης Ἐκκλησιαστικῆς Περιφέρειας, ἐν συνεχείᾳ δέ στόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη: α) Ἡ σπανιότητα τῶν εἰδῶν καί ἡ δυσχέρεια στήν παρασκευή τοῦ Ἁγίου Μύρου ὑφ᾿ ἑκάστου Ἐπισκόπου, β) Ἡ ὁλοένα καί περισσότερο αὔξουσα ἔξαρση τοῦ «Πρώτου» ἤ προκαθημένου ἑκάστης εὑρυτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Περιφέρειας, καί γ) Ἡ ἰδιάζουσα θέση, τήν ὁποία κατά τήν πάροδο τῶν αἰώνων τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐλάμβανε ἔναντι τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς καί ὁ μητρικός δεσμός τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρός τίς ἐπί μέρους Ἐκκλησίες τῶν λαῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τήν χριστιανική πίστη ἀπό τούς Ἱεραποστόλους αὐτῆς.
Στήν πραγματικότητα, ἡ συγκέντρωση αὐτή τοῦ δικαιώματος γιά τόν καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Μύρου στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέ ἔχει τήν ἔννοια ἐξαρτήσεως καί ὑποταγῆς τῶν ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ἀποτελεῖ ἁπτό καί ὁρατό σημεῖο ἑνότητος καί δεσμοῦ τῶν κατά τόπους Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, σημεῖο τό ὁποῖο τυγχάνει ἀπαραίτητο, ὄχι πρός ἔξαρση τῆς θέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά πρός ὕπαρξη κάποιου αἰσθητοῦ σημείου ἑνότητος τοῦ συγκροτήματος τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Πάντως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἅγιο Μύρο, καθαγιάζουν σήμερα, πλήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί τά Πατριαρχεῖα Μόσχας, Βελιγραδίου καί Βουκουρεστίου.
Ὅπως ἐλέχθη καί στήν ἀρχή, τό Ἅγιο Μύρο χρησιμεύει πρωτίστως καί κυρίως στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, τό ὁποῖο παρέχεται εὐθύς μετά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀποτελεῖ ὅμως ἰδιαίτερο καί διακεκριμένο Μυστήριο σέ σχέση μέ ἐκεῖνο τοῦ Βαπτίσματος. Διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεταδίδονται στούς Βαπτιζομένους οἱ δωρεές καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό Ἅγιο Μύρο χρησιμοποιεῖται ἐπίσης γιά τήν χρίση τῶν ἑτεροδόξων καί «πεπτωκότων», οἱ ὁποῖοι προσέρχονται μετανοοῦντες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στά ἐγκαίνια τῶν ἱερῶν Ναῶν, γιά τήν καθιέρωση τῶν Ἁγίων Τραπεζῶν, τήν καθιέρωση Ἱερῶν ἀντιμηνσίων, καθώς καί γιά τήν χρίση εἰκόνων, κωδώνων καί ἄλλων Ἱερῶν σκευῶν, τά ὁποῖα προορίζονται γιά τήν τέλεση τῆς Θείας λατρείας. Ἄλλοτε ἐχρησιμοποιεῖτο καί γιά τήν χρίση τῶν Ὀρθοδόξων Βασιλέων καί Αὐτοκρατόρων κατά τήν στέψη τους ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου.
Ἄξιο μνείας εἶναι τό γεγονός ὅτι κατά τόν παρελθόντα αἰῶνα, Ἅγιο Μύρο καθαγιάστηκε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τά ἔτη:
1) 1903, Πατριαρχοῦντος Ἰωακείμ τοῦ Γ΄,
2) 1912, Πατριαρχοῦντος Ἰωακείμ τοῦ Γ΄,
3) 1928, Πατριαρχοῦντος Βασιλείου τοῦ Γ΄,
4) 1939, Πατριαρχοῦντος Βενιαμίν τοῦ Α΄,
5) 1951, Πατριαρχοῦντος Ἀθηναγόρου τοῦ Α΄,
6) 1960, Πατριαρχοῦντος Ἀθηναγόρου τοῦ Α΄,
7) 1973, Πατριαρχοῦντος Δημητρίου τοῦ Α΄,
8) 1983, Πατριαρχοῦντος Δημητρίου τοῦ Α΄.
Ὁ Καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου θεωρεῖται ὡς Ἐκκλησιαστικό καί Πνευματικό γεγονός σημειώσεως καί μνείας ἄξιο. Οἱ Πατριάρχες, οἱ ἀξιωθέντες νά καθαγιάσουν Ἅγιο Μύρο, θεωροῦσαν αὐτό τό γεγονός ὡς ἰδιαιτέρα πρός αὐτούς εὔνοια τῆς Θείας Πρόνοιας, δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐλογία Κυρίου. Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τούς μετά τήν ἅλωση χρόνους, καθόσον εἶναι γνωστό καί μεμαρτυρημένο, δύο φορές ἀξιώθηκαν νά καθαγιάσουν Ἅγιο Μύρο οἱ ἀοίδημοι Πατριάρχες Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ (1951, 1960) καί Δημήτριος ὁ Α΄ (1973, 1983), ἐνῶ τρεῖς φορές μόνον Ἰωακείμ ὁ Γ΄ (1879, 1903, 1912). Ἐφέτος καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὁ Α΄ θά τελέσει, κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ, γιά τρίτη φορά τόν καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Μύρου (1992, 2002, 2012).
Ἐφέτος ὁ Μητροπολίτης Προύσσης κ. Ἐλπιδοφόρος ὡς ὁ νέος Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Χάλκης ἀφιέρωσε τήν ἔκδοση τοῦ πρώτου «Ἐγκολπίου Ἡμερολογίου» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Χάλκης στό Ἅγιο Μύρο, γράφοντας θεοπνεύστως καί ποιητικῶς: «Μύρον σοι Χριστέ ἐκκενωθέν ὑπάρχεις. Μύρον τό σεπτόν Σοι καί καθαγιάζεις. Τῷ Πνεύματι Σου τῷ Παναγίῳ Λόγε. Καί πάντας ἡμᾶς τῇ μετοχῇ τῇ τούτου… Δεόμενοι οὖν παθῶν τῶν ἀκαθάρτων τήν δυσοσμίαν ἡμῶν ἔλασον πᾶσαν».
Κατακλείοντες αὐτή τήν εὐλαβική ἀφιερωματικη γραφή περί τῆς παρασκευῆς καί ἐψήσεως τῆς νέας ποσότητος τοῦ ἐν τοῖς Πατριαρχείοις Ἁγίου Μύρου, δημοσιεύουμε μία τῶν πλέον γλαφυρῶν Θεοπνεύστων εὐχῶν, πού ἀναγινώσκεται κατά τόν καθαγιασμό τοῦ Ἁγίου Μύρου ὑπό τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ Θεός, ὁ Μέγας καί Χριστός, ὁ ὑπό πάσης τῆς κτίσεως προσκυνούμενος, ἡ τῆς σοφίας πηγή καί τῆς ἀγαθότητος ἄβυσσος, τό τῆς εὐσπλαχνίας ἀπεριόριστον πέλαγος. Αὐτός, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ὁ τῶν αἰωνίων καί θαυμασίων Θεός, ὄν οὐδείς ἐννοῶν ἰσχύει καταλαβέσθαι. Ἐπίβλεπον καί εἰσάκουσον ἡμῶν, τῶν δούλων Σου. Σέ ἱκετεύομεν καί Σέ παρακαλοῦμεν καί δεόμεθα. Κατάπεμψον τό Ἅγιόν Σου Πνεῦμα καί ἁγίασον τόν Μύρον τοῦτο. Καί ποίησον αὐτό Μύρον ἀγαλλιάσεως Πνεύματος Ἁγίου, Μύρον ἀναγεννήσεως, ἁγιασμοῦ χρίσμα. Βασιλικόν ἔνδυμα, θώρακα δυνάμεως, εἰς ἀποτροπήν πάσης διαβολικῆς ἐνεργείας, σφραγίδα ἀνεπιβούλευτον, ἀγαλλίαμα καρδίας, εὐφροσύνην αἰώνιον. Ἵνα οἱ ἐκ τούτου χριόμενοι ἐκλάμποντες, ὡς οἱ φωστῆρες τοῦ Οὐρανοῦ τῇ φαιδρότητι, μή ἔχοντες σπίλον ἤ ρυτίδα, καταδεχθῶσιν εἰς τάς αἰωνίους ἀναπαύσεις, καί δέξωνται τό βραβεῖον τῆς ἄνωθεν κλήσεως. Χάριτι καί οἰκτιρμοῖς καί φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ᾿ οὗ εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί Ἀγαθῷ καί Ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν Αἰώνων. Ἀμήν».
Βιβλιογραφία:
– Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, Τόμ. Γ΄, Ἀθῆναι 1979, σσ. 117-142.
– Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Τό Ἅγιον Μύρον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἔκδοση: «Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ἀθήνα 1992.
– Ἐγκόλπιον Ἡμερολόγιον 2012 τῆς Ἁγίας Τριάδος Χάλκης (Ἐπιμέλεια: Μητροπολίτης Προύσσης κ. Ἐλπιδοφόρος, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Χάλκης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου