7 Φεβ 2012

Παράδοση:Τροφός τοῦ μέλλοντος

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος Κιλκίς
«Οἱ ἄνθρωποι θά μείνουν πτωχοί, γιατί δέν θά’ χοῦν ἀγάπη στά δένδρα» Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἴτωλος
Παραπέμπω, ἐν πρώτοις, σ’ ἕνα ἔξοχο κείμενο τοῦ τροπαιούχου Νομπελίστα μᾶς ποιητῆ Γιώργου Σεφέρη. Ἔλεγε τό 1936:
«Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρός καί τά γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μέ τό ἐντονότερο συναίσθημα, πῶς δέν εἴμαστε στήν Ἑλλάδα, πῶς αὐτό τό κατασκεύασμα, ποῦ τόσο σπουδαῖοι καί ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δέν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλά ἕνας ἐφιάλτης μέ ἐλάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μέ μία πολύ βαριά νοσταλγία. Νά νοσταλγεῖς τόν τόπο σου, ζώντας στόν τόπο σου, τίποτε δέν εἶναι πιό πικρό». Κι ἄν αὐτά λέγονται λίγο πρίν ἀπό τό ἔνδοξο ’40, ὅπου οἱ Ἕλληνες μποροῦσαν ἀκόμη νά «μεθύσουν» ἀπό «τό ἀθάνατο κρασί τοῦ Εἰκοσιένα», τί νά ποῦμε γιά τό σήμερα; Σήμερα ἡ νοσταλγία ἔγινε θλίψη ἀνείπωτη, θρηνωδία ἀσίγαστη γιά τόν ξεσπεσμό τῆς Πατρίδας μας.
Ὅμως «τό πιό πυκνό σοκτάδι, εἶναι λίγο πρίν ξημερώσει ὁ Θεός», ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης. «Τό Γένος μας καί ἄλλες φορές σταυρώθηκε, ἀλλά...

 ἰδού ζῶμεν». Ὅταν ἔπεσε ἡ βασιλεύουσα Πόλη,  «ἡ χαρά καί ἐλπίδα τῶν Ἑλλήνων», ὁ λαός μας δέν ζητεῖ παρηγοριά ἀπό τήν Θεομάνα μας, τήν Παναγία, ἀλλά σπεύδει καί τήν παρηγορεῖ, ρίχνοντας συγχρόνως καί τόν σπόρον τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους.

«Σώπασε κυρά-Δέσποινα κά μήν πολυδακρύζεις, πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς πάλι δικά σου θά’ναί».
Καί σήμερα αὐτό πρέπει νά κάνουμε, γιά νά ξεπεράσουμε τήν στενωπό τῆς κρίσης, νά στραφοῦμε πίσω «Ὅλα τά ἔθνη γιά νά προοδώσουν πρέπει νά βαδίσουν ἐμπρός, πλήν τοῦ ἑλληνικοῦ ποῦ πρέπει νά στραφεῖ πίσω», ἔλεγε ὁ ἀθηναιογράφος Δημήτρης Καμπουρόγλου (1852-1942).
Πόλεμοι, ἀστυφιλία, φτώχεια, μανιῶδες  κυνήγι τοῦ εὔκολου καί ἄκοπου πλουτισμοῦ ἀπομάκρυναν τόν λαό μας ἀπό τά εὐλογημένα χωριά μας. Συνωστιζόμαστε στίς τσιμεντουπόλεις, τίς ἀπρόσωπες καί ἀπάνθρωπες, γεγονός μέ τραγικές συνέπειες στό ἦθος κά τόν χαρακτήρα μας.
Μακριά ἀπό τήν φύση, τήν γῆ, τό «λίαν καλό» ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, θαμπωθήκαμε ἀπό τά πρόσκαιρα  καί μηδαμινά ἔργα τῶν χειρῶν μας, τίς πολύχρωμες βιτρίνες καί ξεχάσαμε τόν Κτίστη, πέσαμε σέ ἀπιστία. Μά «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ».
Κλείσαμε, κλειδώσαμε καί τά παιδιά μας στά πανέμορφα παιδικά δωμάτια τους, στερώντας τά ἀπό τό σημαντικότερο πράγμα γιά τήν ὑγιῆ ἀνατροφή τούς τό παιχνίδι.
(«Τό σπουδαιότερο πράγμα ποῦ κάνει ἕνα παιδί εἶναι τό παιχνίδι» ἔλεγε ὁ Ἐλύτης)
Ἀντί νά ἀνατρέφουμε αὐτούς, ποῦ θά πετοῦν ψηλά καί θά ἀγναντεύουν τό πέλαγος, φυλακίσαμε τά παιδιά σέ «χρυσά κλουβιά».
Τά παιδιά, ὅμως γιά νά «ἀνθίσουν», θέλουν γῆ, χῶμα, νά ἀπολαύσουν καί νά χαροῦν τό ἀτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλευθερία. Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους μας. Ἄς μήν μᾶς διαφεύγει τό γεγονός πῶς ἡ κατοχή γής- ἰδιοκτησίας τονώνει ἀκόμη ἀκόμη τό ἐθνικό αἴσθημα λόγω προσωπικοῦ γοήτρου καί ἀλληλεγγύης πρός τήν Πατρίδα. Τροφοδοτεῖ δεσμούς, ποῦ κινοῦν τά ζωτικά νεῦρα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, σέ ἀντίθεση μέ τήν «πολυκατοικημένη» συνοίκηση, ὅπου ἀνθεῖ ἡ δυσαρέσκεια, ἡ νευρικότητα, μειώνεται, ἐν τέλει, καί ἡ ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα. Καί ἀκόμη «αὐτός ποῦ δέν ἔχει ἔδαφος κάτω ἀπό τά πόδια του, δέν ἔχει μήτε Θεό, κι ὅποιοι ἀρνεῖται τήν Πατρίδα του, ἀρνεῖται τό θεό» γράφει ὁ Ντοστογιέφσκι.
Καί αὐτό ἰσχύει περισσότερο γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες, γιά τοῦτο τό «ἔνδοξο καλυβάκι», ποῦ μᾶς δώρισε ὁ Θεός. Ἡ συχνότατη ἐπωδός τοῦ Μακρυγιάννη «πίστη καί Πατρίδα μου», ἦταν  γιά ὅλους ἐκείνους, ποῦ μᾶς παρέδωσαν αὐτό τόν τόπο, ὡς «τζιβαϊρικόν πολυτίμητο» ἕνα δίδυμο, ἀλλά ἀδιαίρετο χρέος ἱστορικῆς ὑπάρξεως.
Ἡ κρίση, ποῦ ταλανίζει τούς λαούς μας, εἶναι ἀπότοκος καί τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπό τήν πατρώα γῆ. Διασώζει ἡ ἑλληνική μυθολογία μίας βαθιᾶς ἔννοιας καί λεπτότητας ἀλληγορία: Τόν γιό τοῦ Ποσειδώνα καί τῆς Γής, τόν τρομερό καί δυσπολέμητο γίγαντα Ἀνταῖο, ποῦ ἀντλοῦσε τήν δύναμή του ἀπό τήν γῆ. Ὅσο  τήν πατοῦσε ἦταν ἀνίκητος. Τόν φόνευσε ὁ Ἡρακλῆς ἀνασηκώνοντας τόν ἀπό τό χῶμα «Πάρτε μαζί σας νερό, τό μέλλον θά ἔχει  πολλή ξηρασία», μία προτρέπει ὁ ποιητής Μ.Κατσαρός. Καί αὐτό τό νερό εἶναι ἡ παράδοση. Οἱ νέοι πρέπει νά μάθουν, ὅτι δέν εἴμαστε χθεσινοί, ὅτι ἐρχόμαστε ἀπό πολύ μακριά καί ἔχουμε χρέος νά πᾶμε πιό μακριά. Καί αὐτή ἡ ἐθνική αὐτογνωσία γίνεται μέ τήν ἐπιστροφή στό σπίτι, ὅπου γεννηθήκαμε.
«Τό σπίτι ποῦ γεννήθηκα
κι ἄς τό πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχεῖο εἶναι καί μέ προσκαλεῖ
ψυχή καί μέ προσμένει»,
γράφει ὡραιότατα ὁ Παλαμᾶς. Οἱ μπαζωμένες πόλεις κουράστηκαν. Τά «ρόδινα ἀκρογιάλια τῆς Πατρίδας μας», τά ἄγρια καί τά ἥμερά του  βουνοῦ καί τοῦ λόγγου» περιμένουν τούς ἀνθρώπους τους. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τά ποτίζει μέ τόν τίμιο ἱδρώτα  του, τά ἡμερώνει. Ἔγραφε μέ πίκρα ὁ Φώτης Κόντογλου γιά «τή ζάλη καί τήν ἀηδία», ποῦ τόν ἐπίανε στίς γυάλινες πολιτεῖες μέ τούς γυάλινους ἀνθρώπους: «Θαρρῶ πῶς βρίσκομαι σέ καμμιά βρώμικη φυλακή, χάνω τό κέφι μου καί θέλω γρήγορα νά φύγω μακρυά, ν’ ἀπομείνω μέ τόν ἑαυτό μου. Συζητήσεις ἀτελείωτες καί μπερδεμένες, δουλειές, ἐπιχειρήσεις, θέατρα, βιβλία, πολιτική ἀγωνία, ἀδιαντροπιά, λεφτά, λεφτά…Ὁ ἱδρώτας τρέχει ἀπό πάνω μου. Μηχανές λογής-λογής μουγκρίζουνε γύρω μου. Οἱ ἄνθρωποι τρέχουνε σάν νά’ναί στό φρενοκομεῖο.
Φεύγω μακριά. Τρέχω, σάν νά ξέφυγα ἀπό ληστές.
Δέν πιστεύω τά μάτια μου πῶς βρίσκουμαι μακρυά ἀπό τήν κόλαση! Ἡσυχία! Κάθομαι σέ μία πέτρα. Κοιτάζω τά βουνά, τά δέντρα, τό χῶμα, τά σύννεφα, κι ἀναστενάζω. Βλογημένη πλάση τοῦ Θεοῦ. Ἀγαπημένο καταφύγιο…» (Μυστικά Ἄνθη, σέλ. 223).
Αὐτό τό εὐλογημένο καταφύγιο, τήν γῆ μας, τήν ἰθαγένειά μας, νά ξαναβροῦμε.
Τήν ταπεινή ὀμορφιά τοῦ τόπου μας, τά πρόσωπα τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν μας, τά ἀρώματα, τίς γνώσεις τῆς Πατρίδας μας, νά ζεσταθεῖ πάλι ἤ καρδιά μας, ποῦ εἶναι ξυλιασμένη ἀπό τήν παγωνιά τῆς «μεθυσμένης» πολιτείας.
Καί ἄς ἀνοίξουμε τό στόμα μας γιά νά ποῦμε αὐτό ποῦ ἔλεγαν οἱ παλιοί, οἱ Ρωμιοί,  ὅταν τούς ὅρισκαν «περιστάσεις καί θλίψεις καί συμφορά τοῦ βίου».
«Τήν πάσαν ἐλπίδα μᾶς εἷς σέ ἀνατίθεμεν Μῆτερ τοῦ Θεοῦ φύλαξόν μας ὑπό τήν σκέπη σου»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.