ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΜΑΧΟ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΜΟΥ*
*Ἀποτελεῖ ἐπεξεργασμένη μορφὴ μίας παραγράφου τῆς μελέτης μας, Χάρη καὶ ἐλευθερία κατὰ τὴν Πατερικὴ Παράδοση τοῦ ΙΔ’ αἰώνα, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 21-39.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν θεολογία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ἀποτελεῖ θεολογικὸ ὄρο μὲ σαφὲς δογματικὸ περιεχόμενο. Ὁ ὅρος «Χάρις Θεοῦ» στὸ πλαίσιο τῆς θεολογίας δηλώνει κατὰ τὸν ἡσυχαστὴ ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ μία συγκεκριμένη φυσικὴ καὶ οὐσιώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅταν γίνεται μεθεκτῆ, θεώνει χαρισματικῶς τοὺς μετόχους της[1]. Εἶναι κατὰ συνέπεια προφανὴς ἡ σωτηριολογικοὺ χαρακτήρα σημασία της, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ τὶς ἄλλες ἐνέργειες[2] τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
O ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θεμελιώνει βιβλικῶς τὸν ὄρο «χάρις» προσδίδοντας ἰδιαίτερη θεολογικὴ σημασία σὲ διάφορες λεκτικὲς διαρυπώσεις τόσο της Παλαιάςοσο καὶ της Καινὴς Διαθήκης, ποὺ ὑποδηλώνουν τὸν δογματικὸ χαρακτήρα της. Εἰδικότερα, ἀναφερόμενος στὸ χωρίο της Παλαιᾶς Διαθήκης: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» [3], ταυτίζει τὴν διδόμενη στοὺς ταπεινοὺς χάρη μὲ τὴν θεία Χάρη, ἡ ὁποία «διὰ φωτὸς ἐπιφαίνεται» [4]. Παράλληλα, ἐπαναλαμβάνει τὴν χριστολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ...
Χρυσοστόμου[5] στὸ ψαλμικὸ χωρίο: «ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου» [6], γιὰ νὰ διακηρύξει τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος[7], ἐνῶ προσεγγίζοντας ἑρμηνευτικὰ τὸ χωρίο τοῦ προφήτη Ἱερεμία: «ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζῶντος» [8] παρατηρεῖ, ὅτι τὸ «ζῶν ὕδωρ» εἶναι ἡ θεία Χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[9]. Ἀλλά, ἡ θεία Χάρη ὡς δόξα καὶ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ τὸν Παλαμὰ τὸ «φῶς», μὲ τὸ ὁποῖο περιβάλλεται ὁ Θεὸς κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ[10]. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι τὸ θεῖο καὶ ἄυλο «πῦρ», ποὺ φωτίζει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων[11] καὶ τοὺς καθοδηγεῖ[12] πρὸς τὸν Θεό. Ἄλλωστε, καὶ ὁ «ἄρτος τῶν ἀγγέλων», ποὺ κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ ἔφαγε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο[13], εἶναι κατὰ τὸν Παλαμὰ αὐτὸ τὸ φῶς τῆς θείας Χάριτος[14], μὲ τὸ ὁποῖο τρέφονται πνευματικῶς οἱ ἄγγελοι ἀλλὰ καὶ οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι.Φανέρωση τοῦ φωτὸς αὐτοῦ της θείας Χάριτος ἔχουμε στὴ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτο[15], στὸ πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὅρος Σινὰ κρατώντας τὸν «Δεκάλογο» τῶν θείων ἐντολῶν[16], στὴν ἀνάληψη τοῦ προφήτη Ἠλία στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ «ἅρμα πυρὸς»[17], ἀλλὰ καὶ στὸν «ὡς ὑπὸ πυρὸς καιόμενον τὰ σπλάχνα» προφήτη Ἱερεμία[18].
Τέλος, στὸ χωρίο τοῦ προφήτη Ἰωήλ: «ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πάσαν σάρκα» [19] ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὴν θεία Χάρη, ποὺ ἐπαγγέλθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του καὶ σὲ ὅλους τους πιστούς του[20], μέσω τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἀλλά, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ προαναγγέλθηκε στην Παλαιᾶ Διαθήκη καὶ ἀποκαλύφθηκε μερικῶς μέσα στὴν ἱστορία της, παρέχεται πλούσια μέσα στὴ νέα πραγματικότητα, ποὺ ἐγκαινίασε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ ἔλευση τοῦ Παρακλήτου. Η Παλαιά Διαθήκη, ἠ Καινὴ Διαθήκη καὶ ἡ μέλλουσα βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν ὑπέρμαχο τοῦ Ἡσυχασμοῦ, δὲν χωρίζονται στεγανῶς, ἀλλὰ συνδέονται λειτουργικῶς. Ἔτσι, ἡ «ἐν φωτὶ δόξα τοῦ Θεοῦ», ποὺ εἶδαν, ἂν καὶ ἀμυδρότερα, οἱ προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας ἀποτελοῦν σύμβολα[21] καὶ τύπους τῆς θεοφάνειας τοῦ Θαβώρ, ἐνῶ ἡ ἄκτιστη δόξα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ προοίμιο καὶ σύμβολο τῆς ἴδιας δόξας, ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ στὴ μέλλουσα βασιλεία[22].
Ὁ ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ διακρίνει σαφῶς στὰ κείμενά του τὴν ἀΐδια ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς προσώπου ἀπὸ τὴν ἐν χρόνω ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν κόσμο ταυτίζοντας ἀπερίφραστα τὴν φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν Χάρη καὶ τὴν ἐνέργειά του. Ἔτσι, ὅταν ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρεται στὸ «καταβαῖνον πνεῦμα» κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, [23] παρατηρεῖ, ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐσφαλμένα νομίζει ὁ Ἀκίνδυνος, ἀλλὰ ἡ ὅλη Χάρη καὶ ἐνέργειά του[24]. Ἀλλὰ καὶ ἡ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ «ἰάτο πάντας» [25] καὶ ὁ θαυμασμὸς τοῦ λαοῦ «ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ» [26], ὀφείλονταν στὴν ἴδια θεία Χάρη, «δὶ’ ἢς ἐδίδασκε καὶ δὶ’ ἢς ἐθαυματούργει ὁ Χριστὸς» [27]. Οἱ «λόγοι τῆς Χάριτος», ἄλλωστε, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἀποκλείουν ὄχι μόνο τὸ αὐθυπόστατό της θείας Χάριτος ἀλλὰ καὶ τὴν ταύτισή της μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[28]. Αὐτὴ τὴν Χάρη τὴν ὀνομάζει ὁ Χριστὸς «πνεῦμα» λέγοντας ὅτι «τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμὶν πνεῦμά ἐστι καὶ ζωὴ ἐστιν» [29]. Εὔλογα, λοιπόν, ταυτίζει ὁ μεγάλος ἡσυχαστὴς ἱεράρχης τὴν θεία Χάρη μὲ τὴν χαρισματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σημειώνοντας ἐπιγραμματικὰ ὅτι ἡ «κυρίως παρὰ τοῦ θείου πνεύματος ἐκχεομένη χάρις πνεῦμα ἅγιον ἐστὶν» [30].
Τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο τῆς θείας Χάριτος συναντᾶται καὶ στην Καινὴ Διαθήκη, ὅπως, ἄλλωστε, καὶ στην Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ διάφορες ὀνομασίες. Ἔτσι, ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὸ χωρίο Ιω. 4, 10-14 ταυτίζει τὸ «ζῶν ὕδωρ», γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Χριστὸς στὴν Σαμαρείτιδα, μὲ τὴν θεία Χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[31]. Ἀλλὰ καὶ στὸ Θαβὼρ οἱ τρεῖς μαθητὲς εἶδαν «ἀμυδρᾶν αὐγὴν τῆς θεότητος μεριζομένης ἀμερίστως τῆς Χάριτος καὶ λαμπρότητος καὶ ἐνεργείας τοῦ πνεύματος» [32]. Τὴν λαμπρότητα αὐτὴ τῆς θείας φύσεως, ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς κατὰ τὴ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ταυτίζει ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν θεοποιὸ Χάρη καὶ παρατηρεῖ, ὅτι κατ’ αὐτὴν θὰ λάμψουν οἱ δίκαιοι, ὅπως ὁ ἥλιος[33], στὴ μέλλουσα βασιλεία τοῦ Θεοῦ[34]. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται ὀντολογικῶς μὲ τὴ θεοποιὸ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, ὁ ὁποῖος «πλήρης ὧν πνεύματος ἁγίου εἶδεν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» [35], εἶδε, κατὰ τὸν ἅγιο ἡσυχαστή μας, «τὴν χάριν τοῦ πνεύματος» [36]. Ἀλλὰ καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φωτίζει τὸ σκοτάδι[37] καὶ καθιστά τους μαθητὲς τοῦ φῶς[38], εἶναι «ἡ θεοποιὸς δωρεὰ τοῦ πνεύματος» [39]. Τὸ φῶς αὐτὸ τῆς θείας Χάριτος ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Παλαμὰ θεῖο καὶ ἄυλο «πῦρ» [40]. Αὐτὸ τὸ ἄυλο «πῦρ» ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ ἐνήργησε ὡς θεία Χάρη, ὅταν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ δέχτηκαν τὶς «πύρινες γλῶσσες» [41] τὴν Πεντηκοστή, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο, ποὺ τύφλωσε τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ φώτισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς του, ὅταν πήγαινε ἀπειλητικῶς στὴν Δαμασκὸ[42]. Τοῦτο θέρμανε τὴν καρδιὰ τοῦ Κλεόπα καὶ τοῦ συνοδοῦ του, ὅταν τοὺς μιλοῦσε ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἀνάστασή του καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαοὺς[43]. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἄκτιστη καὶ ἀΐδια ζωή, πού, ὅταν βρίσκεται στὸν μέτοχό της, δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ[44].
Ἡ θεία Χάρη ὑποδηλώνεται μὲ πλῆθος ὀνομάτων, ποὺ ἐκφράζουν ἕνα ὀντολογικὸ περιεχόμενο. Ἔτσι, ἡ θεία Χάρη ὀνομάζεται καὶ εἶναι τὸ «ἄκτιστον φῶς» [45], ἡ «θέωσις»[46], ἡ «ἀγαθαρχία», ἡ «αὐτοαγαθότης», ἡ «αὐτοθεότης», ἡ «αὐτοθέωσις»[47]. Εἶναι, τέλος, ἡ «δόξα», ἡ «λαμπρότης» καὶ ἡ «βασιλεία» τοῦ Θεοῦ[48]. Ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ ὀνόματα, ποὺ προσδίδονται στὴ θεία Χάρη, δηλώνουν ἁπλῶς μερικὲς ἐκφάνσεις τῆς χωρὶς ποτὲ νὰ ἐξαντλοῦν καὶ τὸ περιεχόμενό της, τὸ ὁποῖο παραμένει οὐσιαστικὰ ἀνώνυμο[49].
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἡ θεία Χάρη δὲν ἀποτελεῖ οὐσία οὔτε καὶ ὑπάρχει «ἐν ἴδια ὑποστάσει». Δὲν εἶναι δηλαδὴ αὐθυπόσταστη, ἀλλὰ ἐνυπόστατη. Καὶ λέμε ὅτι εἶναι ἐνυπόστατη, ἐπειδὴ θεωρεῖται στὴν ὑπόσταση ἄλλου[50]. Προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία οὐσία καὶ παραμένει ἀδιάσπαστα ἑνωμένη μὲ αὐτὴν[51], ὡς φυσικὴ ἐνέργειά της. Ἐνυπόστατη ὅμως παραμένει ἡ θεία Χάρη καὶ στὰ κτίσματα, ποὺ μετέχουν σ’ αὐτήν, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ στὰ κτίσματα, δὲν ὑπάρχει ὡς «συμβεβηκός», ἀλλὰ ἐνυπάρχει σ’ αὐτὰ φυσικῶς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεία Χάρη, ἐνῶ δὲν ἀποτελεῖ ποτὲ φυσικὸ ἰδίωμα τῶν κτισμάτων, βρίσκεται σ’ αὐτὰ ὄχι μὲ μία ἐξωτερικὴ σχέση ἀλλὰ μὲ μία χαρισματικῶς φυσικὴ σχέση.
Ἐδῶ παρατηροῦμε, ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μεταφέρει μὲ πολλὴ ἐπιτυχία τὴν ἔννοια τοῦ ἐνυπόστατου ἀπὸ τὴ Χριστολογία –ὅπου καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Λεόντιο τὸν Βυζάντιο[52] - στὴν θεολογία καὶ ἀκόμη εἰδικότερα στὴν θεολογία τῆς θείας Χάριτος. Ὁ θεολόγος τῆς Χάριτος ὁρίζει τελικῶς τὴν θεία Χάρη ὡς τὴν ἐνέργεια ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατέρχεται φιλάνθρωπα γιὰ τὴν σωτηρία, ὅσων ἀξιώνονται τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ[53].
Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ πηγὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς θείας Χάριτος; Ποιὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας της, καὶ πῶς ἀποκαλύπτεται στὴν κτίση καὶ εἰδικότερα στὸν ἄνθρωπο; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἀφοροῦν καίρια τὴν θεολογία τῆς Χάριτος, ἐνῶ ἡ ἀπάντησή τους σχετίζεται ὁπωσδήποτε μὲ τὴν ὀντολογία της.
Πηγὴ τῆς θείας Χάριτος εἶναι ἡ ἀΐδια καὶ ἄκτιστη θεία οὐσία[54], δηλαδὴ ὅλος ὁ Τριαδικὸς Θεός. «Ἔστιν οὔν», σημειώνει ὁ ἅγιος ἱεράρχης, «καὶ ὁ πατὴρ καὶ ὁ υἱὸς καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὁμοὺ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, τουτέστιν τῆς θείας Χάριτος»[55]. Ἡ θεία Χάρη ὡς φυσικὴ καὶ οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καὶ γιὰ τὰ τρία θεία πρόσωπα[56] καὶ παρέχεται τριαδικῶς· «παρὰ τοῦ πατρὸς δὶ’ υἱοῦ ἐν πνεύματι ἁγίω»[57]. Ἂν ἡ θεία Χάρη δὲν ἦταν μία καὶ κοινὴ γιὰ τὰ τρία θεία πρόσωπα, ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἑτερότητα ἐνέργειας γιὰ τὴν κάθε ὑπόσταση, αὐτὸ θὰ σήμαινε καὶ ἑτερότητα τῆς φύσεως κάθε θείου προσώπου. Ἔτσι ὅμως θὰ διασαλευόταν καίρια ἡ ἑνότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Κατὰ τὴν θεολογία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ οὐσιώδη ἐνέργεια τῆς ἄκτιστης θείας φύσεως. Τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος τὸν κατοχυρώνει ὁ Παλαμᾶς καὶ βιβλικῶς παραπέμποντας στὸ χωρίο Β’ Τίμ. 1, 9: «κατ’ ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν τὴν δοθεῖσαν ἠμὶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων». «Ὁρᾶς», σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ, «ὅτι προαιωνίως ἠμὶν ἡ Χάρις ἠτοίμασται; Πῶς οὒν κτιστὸν τὸ πρὸ αἰώνων ἠτοιμασμένον;»[58]. Καί, ἐπειδὴ ἡ θεία Χάρη εἶναι ἄκτιστη, γίνεται κατανοητό, πῶς οἱ πιστοὶ «γεννῶνται ἐκ Θεοῦ» [59] καὶ γιατί «πνεῦμα εἰσιν ὡς ἐκ πνεύματος γεγεννημένοι»[60]. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ πιστοὶ καθίστανται πραγματικὰ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ὡς φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐξαιτίας τῆς χαρισματικῆς γεννήσεώς τους ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη ἢ διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὁ Ἀκίνδυνος συντασσόμενοι μὲ τοὺς Λατίνους ὑποστηρίζουν, ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι κτιστὴ καὶ ὁρατὴ μὲ τὶς αἰσθήσεις[61]. Θεωρώντας ὅμως οἱ Ἀντιησυχαστὲς τὴν θεία Χάρη κτιστὴ τὴν χωρίζουν ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὴ θεία φύση[62]. Δεχόμενοι οἱ Ἀντιπαλαμίτες κτιστὸ τὸν χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος ἐξομοιώνονται κατὰ τὸν Παλαμὰ μὲ τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Εὐνόμιο, ἐπειδὴ ἀρνοῦνται οὐσιαστικὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θεότητας, ἐνῶ ταυτόχρονα βλασφημοῦν καὶ κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐνοικεῖ χαρισματικῶς στοὺς ἁγίους[63]. Ἡ θεολογική, συλλογιστική, σκέψη τοῦ ὑπέρμαχου τῆς θεοποιοῦ Χάριτος εἶναι πολὺ σαφής. Ἂν ἡ θεία Χάρη ὡς φυσικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, τότε θὰ πρέπει καὶ ἡ θεία οὐσία νὰ εἶναι κτιστή, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἀξίωμα, ὅτι ἡ κτιστὴ ἐνέργεια δηλώνει κτιστὴ φύση καὶ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια χαρακτηρίζει ἄκτιστη οὐσία[64].
Κατὰ συνέπεια, ὅταν ὁ Βαρλαὰμ –ἀλλὰ καὶ ἡ Δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία γενικότερα- ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι κτιστή, ἐνῶ παράλληλα ταυτίζουν τὸ θεῖο φῶς καὶ τὴν θεία δόξα μὲ τὴν θεία φύση, ἀρνοῦνται οὐσιαστικὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας φύσεως, καὶ ὁδηγοῦνται κατὰ λογικὴ συνέπεια στὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ[65]. Ὅσοι δηλαδὴ ἀρνοῦνται τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας Χάριτος, ἀρνοῦνται οὐσιαστικὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἂν ὑποστηρίζουν ὅτι δέχονται τὴν οὐσία τοῦ[66].
Ἡ θεολογικὴ ἀντίληψη γιὰ κτιστὴ θεία Χάρη ἔρχεται σὲ ὀξεία ἀντίθεση μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ θεία Χάρη ἀποτελεῖ «ἔλλαμψιν ὑπερφυὰ καὶ ἀπόρρητον καὶ θείαν ἐνέργειαν», ἡ ὁποία ὀρᾶται «ἀοράτως» καὶ νοεῖται «ἀπερινοήτως»[67], ἐξαιτίας τοῦ ἄκτιστου χαρακτήρα της. Ἂν ὅμως ἡ θεία Χάρη εἶναι κτίσμα, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Ἀντιπαλαμίτες, τότε κατὰ τὸν Παλαμὰ δὲν καταστρέφεται μόνον ἡ θεολογία ἀλλὰ καὶ ἡ σωτηριολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή, ἔτσι, ἀναιρεῖται ἡ ἄμεση κοινωνία καὶ ἡ χαρισματικὴ ἕνωση τῶν ἁγίων μὲ τὸν Θεὸ[68]. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστη «ὡς ἀληθῶς», δηλαδὴ κυριολεκτικῶς, καὶ ὄχι ἄκτιστη «κατὰ χάριν»[69]. Ἡ μετεχόμενη Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ σύμφωνα μὲ τὸν Τόμο 1351 ἄκτιστη σχέση μὲ τὸν θεούμενο ἄνθρωπο[70]. Ἡ ἄκτιστη αὐτὴ σχέση ὀνομάζεται καὶ «ἄσχετη» σχέση γιὰ νὰ δηλώσει, ὅτι δὲν εἶναι ἴδιον της κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ δυνάμεως. Κατὰ συνέπεια, δὲν ἀποτελεῖ φανέρωση φυσικῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου[71].
Πῶς ἀποκαλύπτεται ὅμως ἡ θεία Χάρη ὡς συγκεκριμένη ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ; Καταρχήν, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, παραμένοντας πάντοτε ἀχώριστη ἀπὸ τὴν θεία φύση, εἶναι πανταχοῦ παροῦσα, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ θεία οὐσία. Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, παρατηρεῖ, ὅτι ἡ θεία οὐσία παραμένει ἄγνωστη, ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ κάθε κτίσμα. Ἔτσι ὅμως, ἡ θεία οὐσία θεωρεῖται γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα ὡς ἀποῦσα. Ἀντίθετα, ἡ θεία Χάρη θεωρεῖται ὡς ἀποῦσα μόνον σ’ ὅσους στεροῦνται τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέα καὶ τὴν βίωσή της[72], ἐνῶ φανερώνεται καὶ μετέχεται ἀπ’ ὅσους ἔχουν κατάλληλες, πνευματικὲς αἰσθήσεις[73]. Ὁ Θεός, λοιπόν, φανερώνεται μόνο κατὰ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν Χάρη του καὶ ποτὲ κατὰ τὴν οὐσία του. Ἡ ἔκχυση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς πιστοὺς ἀποτελεῖ φανέρωση τῆς θείας Χάριτος, φανέρωση δηλαδὴ τοῦ ἴδιου του Θεοῦ. Ὁ τρόπος ὅμως κατὰ τὸν ὁποῖο ἐκχέεται ἡ θεία Χάρη στοὺς πιστοὺς παραμένει ἀπόρρητος.
Κατὰ τὴν φανέρωσή της ἡ θεία Χάρη «μερίζεται ἀμερίστως», καὶ ὅπως κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ «οὐ χρονικῶς μόνον ἀλλὰ καὶ πληθυντικῶς προάγεται»[74]. Ἡ φανέρωση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται θεολογικῶς μὲ τὴν πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐδῶ νοεῖται ὄχι μὲ τὴν ἀΐδια καὶ ὑποστατικὴ ὕπαρξή του ἀλλὰ μὲ τὴν οἰκονομικὴ καὶ χαρισματικὴ φανέρωσή του. Νοεῖται ὡς Χάρη καὶ ἐνέργεια ὅλου του Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πέμπεται στὴν κτίση ἀπὸ τὸν ὅλο Τριαδικὸ Θεό, προχέεται ὅμως καὶ φανερώνεται «δὶ’ Υἱοῦ»[75].
Στηριζόμενος στὶς παραπάνω διευκρινήσεις ὁ ὑπέρμαχος καὶ ἡγέτης τοῦ Ἡσυχασμοῦ τοῦ ΙΔ’ αἰώνα ἐπισημαίνει τὶς ἐσφαλμένες θεολογικὲς προϋποθέσεις τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν στὴν αἵρεση τοῦ Filioque καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν ἀλλοίωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Λατίνοι, ἐπειδὴ δὲν διακρίνουν οὐσία καὶ ἐνέργεια[76], συγχέουν τὰ ὑποστατικὰ μὲ τὰ φυσικὰ προσόντα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, συγχέουν δηλαδὴ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα μὲ τὶς φυσικὲς καὶ οὐσιώδεις ἐνέργειές του. Ἔτσι ἀποδίδουν τὸ ἐκπορευτικὸ ἰδίωμα ὄχι μόνο στὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ. Στὴν περίπτωση ὅμως, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πρόσωπο ἔχει ὡς συναίτιό του τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Θεὸς ἀλλὰ κτίσμα, ἀφοῦ ἀποτελεῖ βασικὴ θεολογικὴ ἀρχή, ὅτι μόνο «ἐπὶ τῶν κτισμάτων τῷ Πατρὶ ὁ Υἱὸς συναίτιος»[77]. Ἂν πάλι ταυτιστοῦν τὰ ὑποστατικὰ μὲ τὰ φυσικὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐκπορεύεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, ἄλλο θὰ εἶναι τὸ ἐκπορεῦον Πνεῦμα καὶ ἄλλο τὸ ἐκπορευόμενο, ὅποτε στὸν Θεὸ ἀντὶ γιὰ Τριάδα θὰ ἔχουμε Τετράδα. Κατὰ συνέπεια, τὸ ἐκπορευτικὸ ἰδίωμα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κοινὸ ἰδίωμα τῶν θείων προσώπων. Κοινὰ καὶ γιὰ τὰ τρία θεία πρόσωπα εἴναι μόνο τὰ ἰδιώματα τῆς μίας θείας φύσεώς τους, δηλαδὴ μόνον οἱ ἄκτιστες, φυσικὲς ἐνέργειες τῆς θείας φύσεως.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία στὸ σύνολό της, γίνεται σαφὴς διάκριση ἀνάμεσα στὴ φύση, τὶς ὑποστάσεις καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πρόσωπο ἐκπορεύεται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀναπαύεται στὸν Υἱό. Προέρχεται ὅμως ἢ ἐκχέεται ὡς Χάρη καὶ ἐνέργεια «ἐξ ἀμφοίν», δηλαδὴ καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἄλλωστε, ἂν ἡ ἐκχεόμενη καὶ παρεχόμενη θεία Χάρη ταυτιστεῖ μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Λατίνοι, τότε οἱ ἅγιοι ὡς πραγματικῶς μέτοχοί της θείας Χάριτος γίνονται ὁμόθεοι καὶ ὁμότιμοι μὲ τὸν Χριστό, γιατί ἑνώνονται ὑποστατικῶς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα[78]. Μία τέτοια ὅμως θεώρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς θείας Χάριτος ἀλλοιώνει σὲ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο ὄχι μόνο τὴν θεολογία ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, μόνον ὅταν γίνεται σαφὴς καὶ ὀντολογικοῦ χαρακτήρα διάκριση ἀνάμεσα στὴν οὐσία καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται ἡ ὑπαρκτικὴ πρόοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν Πατέρα, ἐνῶ ἡ ἐκφαντορικὴ καὶ ἐνεργητικὴ πρόοδος στὸν Υἱό. Παράλληλα, μόνο μετὰ τὴν παραπάνω διάκριση μπορεῖ νὰ κατανοεῖται σωστὰ ἡ βιβλικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οἱ πιστοὶ γίνονται «κοινωνοὶ θείας φύσεως»[79], ὅταν μετέχουν στὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἄκτιστη, φυσικὴ ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως. Τελικῶς, ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται φανερὸ ὅτι οἱ Λατίνοι –ἐξαιτίας τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεών τους- συγχέουν τὴν ἀΐδια μὲ τὴν οἰκονομικὴ Τριάδα, γιατί ἀποδίδουν στὴν ἀΐδια Τριάδα ὅσα ἀφοροῦν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν οἰκονομικὴ Τριάδα.
Εἴπαμε ἤδη ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ καὶ γιὰ τὰ τρία θεία πρόσωπα, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ ἐνέργεια τῆς μίας καὶ ἑνιαίας θείας φύσεως. Ἐπιπροσθέτως, ὑπογραμμίσαμε ὅτι αὐτὴ παρέχεται τριαδικῶς, ὅπως συμβαίνει, ἄλλωστε, καὶ μὲ κάθε ἄλλη οὐσιώδη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τί γίνεται ὅμως, ὅταν ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ θεία Χάρη ἐνεργεῖ τὴν σωτηρία καὶ θέωση τοῦ πιστοῦ; Δὲν «ἀπολειτουργικοποιεῖ»[80] σωτηριολογικῶς τὰ θεία πρόσωπα ἡ θεία Χάρη ὡς ἐνέργεια τοῦ ὅλου Τριαδικοῦ Θεοῦ; Ὄχι, δὲν τὰ «ἀπολειτουργικοποιεῖ», ὅπως, ἄλλωστε, δὲν τὰ «ἀπολειτουργικοποιοῦν» καὶ οἱ ἄλλες ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν τὰ «ἀπολειτουργικοποιεῖ», ἐπειδὴ καθένα ἀπὸ τὰ θεία πρόσωπα ἐπιτελεῖ ἰδιάζον ἔργο[81]. Στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ παροχὴ τῆς θείας Χάριτος γιὰ τὴν σωτηρία καὶ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ κατεξοχὴν ἔργο τοῦ Θεανθρώπου. Γι’ αὐτό, τόσο ἠ Καινὴ Διαθήκη[82] ὅσο καὶ ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας κάνουν λόγο γιὰ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν», σημειώνεται στην Αναφορᾶ τῆς θείας Λειτουργίας[83]. Η θεία Χάρη χορηγεῖται καὶ φανερώνεται στὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Χριστὸ[84] καὶ εἰδικότερα μὲ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου