30 Ιουλ 2011

11.000 νεομάρτυρες Κληρικοὶ καὶ Μοναχοὶ πυροβολήθηκαν τὸ 1918 στὴ Μονὴ Ὀράνκι τῆς Ρωσίας ἀπὸ τοὺς Κομμουνιστές

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ὀράνκι τῆς Ρωσίας ἱδρύθηκε τὸν 18ο αἰώνα κοντὰ στὸ ποτάμι Βόλγα γιὰ τοὺς Ρώσους ἀριστοκράτες. Λειτούργησε μέχρι τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1918, ὅποτε καὶ κλείστηκε ἀπὸ τοὺς ἀθέους καὶ μετατράπηκε σὲ φυλακή. Τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ τοὺς ἔβαψαν μὲ ἀσβέστη γιὰ νὰ σκεπαστοῦν οἱ τοιχογραφίες. Τὴν μετέβαλαν σὲ φυλακὴ γυναικών. Τὸ 1942 ἔγινε στρατόπεδο συγκεντρώσεως γιὰ τοὺς αἰχμαλώτους πολέμου. Τώρα εἶναι πάλι γυναικεία φυλακή.
 - Πεῖτε μας, πάτερ Δημήτριε, κάτι γιὰ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως στὴ Μονὴ Ὀράνκι, καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς ποῦ μαρτύρησαν ἐκεῖ;
 - Ὀράνκι ἦταν τὸ Μοναστήρι τῶν Ρώσων ἀριστοκρατῶν καὶ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ρωσίας, κοντὰ στὸν ποταμὸ Βόλγα. Τὸ 1918 οἱ κομουνιστὲς τὸ κατάργησαν καὶ ἔκαναν ἐκεῖ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως γιὰ τοὺς μοναχούς, μαζεύοντας ἐκεῖ πάνω ἀπὸ 11.000 μοναχοὺς ἀπὸ ὅλα τὰ μοναστήρια τῆς Ρωσίας. Ἦταν καὶ ἱερομόναχοι ἀλλὰ καὶ παντρεμένοι ἱερεῖς, μὲ ἐπικεφαλῆς ἕναν Ἐπίσκοπον.
Τὸ 1918 ἦρθε ἀπὸ τὴν Μόσχα μία στρατιωτικὴ κομουνιστικὴ ἐπιτροπεία καὶ τοὺς εἶπε: «Ἔρχεστε μαζί μας, ἢ ὄχι; Ἔχετε 24 ὧρες νὰ σκεφθεῖτε!». Ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως τοὺς εἶπε: «Εἶναι πάρα πολὺ μέχρι αὔριο. Θὰ σᾶς δώσουμε τὴν ἀπάντηση σὲ 10 λεπτά». Τότε ὁ Ἐπίσκοπος στράφηκε πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε «Ἀδελφοί, τώρα ἔχετε τὴν εὐκαιρία νὰ γίνετε Μάρτυρες γιὰ τὸν Χριστό. Θέλετε νὰ ἑνωθεῖτε μὲ τοὺς κομουνιστές, ἢ θέλετε νὰ παραδώσετε τὴν ζωή σας γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ συγκραταριθμηθῆτε στὴν χορία τῶν ἁγίων μαρτύρων; Μὴ φοβάστε. Ὁ Χριστὸς εἶναι μαζί μας. Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ σ' Αὐτόν!». Τότε φώναξαν ὅλοι ὁμόφωνα : «Θέλουμε νὰ...

 πεθάνουμε γιὰ τὸν Χριστόν», καὶ στὴν συνέχεια τοὺς σκότωσαν ὅλους. Τοὺς πυροβολοῦσαν στὸ κεφάλι. Σὲ ἕνα μήνα, ἀπὸ 300 - 500 ἄτομα τὴν ἡμέρα, τοὺς ἐξετέλεσαν ὅλους καὶ τοὺς ἔθαψαν σὲ μία μεγάλη χαράδρα στὴν αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Μερικοὶ ἔσκαβαν μία τάφρο, μετὰ τοὺς σκότωσαν, ἄλλοι τοὺς σκέπαζαν μὲ χῶμα καὶ ἔσκαβαν στὴ συνέχεια τὴν τάφρο μετὰ καὶ αὐτούς, μὲ τὴν σειρά τους, τοὺς σκότωναν, μέχρι ποὺ τοὺς ἔθαψαν ὅλους. Τὸν Ἐπίσκοπο τὸν σκότωσαν στὸ τέλος καὶ τὸν ἔθαψαν καθισμένο σὲ μία μικρὴ καρέκλα.

Ἦταν μία μαζικὴ σφαγὴ τῶν Ρώσων μοναχῶν ἀπὸ τοὺς κομουνιστές, μοναδικὴ στὴν ἱστορία τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία κανεὶς δὲν λέγει τίποτε, οὔτε γράφτηκε κάτι μέχρι τώρα. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς ὀρθόδοξος ἱερέας ποὺ ζῶ ἀκόμη, αὐτόπτης μάρτυς στὴν ἀποκάλυψη τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων μαρτύρων ἀπὸ τὸ Ὀράνκι, ὅπου ἔμεινα στὸ στρατόπεδο ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1942-1948. ἔγραψα καὶ ἕνα βιβλίο, σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ ὀνομάζεται «Ὀράνκι».

Στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως στὸ Ὀράνκι ἤμασταν περίπου 14.00 αἰχμάλωτοι πολέμου ἀπὸ τὸ Στάλινγραντ, Ρουμάνοι, Γερμανοὶ καὶ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς ἐθνότητες, καὶ ἦταν ἀνάγκη γιὰ ἀποχωρητήρια. Τότε ὁ διοικητής, τοῦ στρατοπέδου ἔβαλε μερικοὺς στρατιῶτες νὰ σκάψουν ἕνα μεγάλο λάκκο πίσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Σκάβοντας ἐκεῖ βρῆκαν τὰ λείψανα αὐτῶν τῶν μοναχῶν.

Τότε μερικοὶ Ρουμάνοι στρατιῶτες ἦρθαν σ' ἐμένα καὶ μοῦ εἶπαν:

Πάτερ Μπεζᾶν, βρήκαμε μία τάφρο γεμάτη μὲ σώματα μοναχῶν, πυροβολημένων στὸ κεφάλι, ντυμένοι σὲ μαῦρα μοναχικὰ ροῦχα, τί νὰ κάνουμε;

-Συνεχίσετε νὰ σκάβετε μὲ προσοχὴ καὶ νὰ δοῦμε τί θὰ βροῦμε ἀκόμη! Σὲ λίγο ξαναῆρθαν σ' ἐμένα.

-Πάτερ Μπεζᾶν, βρήκαμε ἕνα ἡλικιωμένον ἱερέα ποὺ δὲν ἀλλοιώθηκε, καθισμένος σὲ μία καρέκλα. Φαίνεται καλὰ ποὺ τὸν πυροβόλησαν στὸ κεφάλι΄ φοράει μία ἁλυσίδα μὲ σταυρὸ καὶ μία μεταλλικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.

Ἀδελφοί, τοὺς εἶπα, πηγαίνετε στὸν διοικητὴ τοῦ στρατοπέδου καὶ ἀναφέρετε αὐτὰ ποὺ βλέπετε, ὅτι ἐδῶ συμβαίνει ἕνα μεγάλο θαῦμα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μοναχοί, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἀναλλοίωτον Ἐπίσκοπον εἶναι ἅγιοι, εἶναι μάρτυρες ποὺ σκοτώθηκαν ἀπὸ τοὺς κομουνιστᾶς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1918-1920.

Πάνω σὲ μία μικρὴ καρέκλα καθόταν ἕνας ἀρχιερέας. Φοροῦσε ἕνα ἐγκόλπιο καὶ ἕνα σταυρό. Τὸν σταυρὸ τὸν ἔκλεψαν αὐτοὶ ποὺ ἔσκαβαν. Τὸ τεμάχισαν καὶ τὸ μοιράσθηκαν. Τὸ ἐγκόλπιο τὸ πῆρα ἐγώ, ἀλλά μου τὸ πῆρε ὁ διοικητής. Κάλεσε τὸν διοικητὴ ἐκεῖ, καὶ εἶπε: «Αὐτὸς γιατί ταλαιπωρεῖται στὴν καρέκλα; Βγάλτε τὸν ἀπὸ ἐδῶ καὶ θάψτε τὸν κάπου, σὰν ἄνθρωπο!» Καὶ μὲ διέταξε ἐμένα νὰ τὸ κάνω αὐτό.

Μίλησα στὸ συνεργεῖο τοῦ στρατοπέδου καὶ τοῦ κάναμε μία καρέκλα ἀπὸ βαλανιδιά. Τὸν βάλαμε στὴν καρέκλα καὶ τὸν δέσαμε. Τὸν ράντισα μὲ ἁγιασμό, ἐπίσης ράντισα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα λείψανα. Μετὰ τὸν κηδέψαμε ἀρχιερατικά, κοντὰ σὲ μία κρήνη στὸ προαύλιο τῆς Μονῆς.

Στὶς 6 Αὐγούστου ἔρχονται σ' αὐτὴ τὴν κρήνη οἱ ἱερεῖς ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὶς φυλακές, μερικοὶ ἀνάπηροι, ποὺ σώθηκαν ζωντανοὶ ἀπὸ τὶς φυλακὲς τῆς Σιβηρίας καὶ τελοῦν τὴν Θεία Λειτουργία.

Μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ διοικητῆ τοῦ κάναμε καὶ ἕνα σκελετὸ ἀπὸ βαλανίδια, γιὰ νὰ μὴν βουλιάζει. Εἶδα ὅμως ἕνα θαῦμα. Ὅταν βγάλαμε ἔξω τὸ ἀναλλοίωτο σῶμα του, ἁπλώθηκε σὰν νὰ εἶχε πεθάνει τότε.

Αὐτὸ τὸ διηγήθηκα σὲ δύο Ρώσους διανοουμένους, ὁ ἕνας Ρουμανικῆς καταγωγῆς, γεγονὸς ποὺ τοὺς ἐντυπωσίασε. Κατόπιν αὐτοὶ ἐπῆγαν στὸ Ὀράνκι νὰ διαπιστώσουν ἂν οἱ 11.000 μάρτυρες βρίσκονται ἐκεῖ. Ὅμως δὲν μπόρεσαν, ἐπειδὴ στὸ Ὀράνκι, ποὺ ἤμασταν ἐμεῖς αἰχμάλωτοι, ἔγινε μία γυναικεία φυλακὴ καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ πλησιάσουν. Μετὰ ὅμως ἔσκαψαν λίγο καὶ διαπίστωσαν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπα. Βρῆκαν τὰ λείψανα, δὲν βρῆκαν ὅμως τὸν ἀρχιερέα, ἐπειδὴ δὲν ἔσκαψαν ἀκριβῶς πάνω στὸ σημεῖο, σύμφωνα μὲ τὸ σχεδιάγραμμα ποὺ τοὺς ἔδωσα. Ἦρθαν κατόπιν σ' ἐμένα καὶ ἐπιβεβαίωσαν αὐτὰ ποὺ εἶπα.

-Πότε βρήκατε τὰ λείψανα;

-Τὰ ἀνακάλυψα τὸ φθινόπωρο τοῦ 1942.

-Σημαίνει ὅτι αὐτὰ τὰ ὑπολείμματα εἶναι λείψανα ἁγίων ἀνθρώπων!

-Βέβαια. Εἶναι ἀληθινοὶ μάρτυρες, ὅπως καὶ στὸν καιρὸ τῶν Ρωμαϊκῶν διωγμῶν. Πολλοὶ εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως, ποὺ σκοτώθηκαν ἀπὸ τοὺς κομουνιστᾶς.

-Ἐπέτρεψαν οἱ ἀρχὲς στοὺς δύο νέους νὰ πάρουν ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων ἀπὸ τὸ Ὀράνκι;

Ὄχι, τίποτα. Μόνο αὐτό, νὰ διαπιστώσουν ὅτι ὑπάρχουν. Οἱ ἀρχὲς ἔκαναν σὰν νὰ μὴ γνωρίζουν τίποτε. Τί τοὺς ἐνδιέφερε;

Ἐγὼ τοὺς ἔστειλα σ' ἕναν αὐτόπτη μάρτυρα, δὲν ξέρω ἂν ζεῖ ἀκόμη, ὁ ὁποῖος τὸ 1918 κατάφερε νὰ γλυτώσει. Ἔγινε μυλωνὰς στὸ δάσος στὴ Ταίγκα. Ὀνομαζόταν Θεοδοτός. Ἦταν ρασοφόρος. Τὸν γνώρισα τὸ 1944-1945, καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ αὐτὸ τὸ ὁμαδικὸ σκότωμα αὐτός μου τὰ ἔδωσε.

-Πῶς τὸν συναντήσατε;

-Σ' ἕνα βαρὺ χειμώνα μᾶς ἔβγαλαν νὰ κόψουμε ξύλα σ' ἕνα δάσος βόρειά του στρατοπέδου. Μᾶς φύλαγαν Ρῶσοι, μὴ στρατιωτικοί, πολιτικοὶ ποὺ ὁπλοφοροῦσαν. Ὅπως περπατοῦσα μέσα στὸ δάσος, βρῆκα ἕνα μικρὸ σπίτι στὴν κοιλάδα ἑνὸς ρυακιοῦ. Χτύπησα τὴν πόρτα βγῆκε ἕνας ἡλικιωμένος Ρῶσος μὲ γένια καὶ μὲ ρώτησε ποιὸς εἶμαι καὶ τί θέλω.

Τοῦ εἶπα ὅτι εἶμαι στὸ Ὀράνκι καὶ ὅτι εἶμαι Ρουμάνος ὀρθόδοξος ἱερέας. Εἶχε τριάντα χρόνια νὰ δὴ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερέα. Ἦταν μέσα στὸ δάσος. Ἐκεῖ στὸν μύλο ἔζησε πολὺ καλὰ τὸν Χριστιανισμό. Ἤμουν ἕνας ξένος γι' αὐτόν, ὅμως μὲ ἐμπιστεύτηκε. Ἦταν ἁπλὸς μοναχὸς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τελεῖ τὰ τῆς ἱεροσύνης. Εἶχε ἕνα βιβλίο ἀπὸ ὅπου διάβαζε τὸν κανόνα του. Ἦταν πολὺ πιστός. Μὲ ἐρώτησε:

-Εἶσαι ὀρθόδοξος ἱερέας; Καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει.

-Ναί, τοῦ ἀπάντησα.

-Τότε θὰ σοὺ πῶ ἕνα μυστικὸ εἶμαι μοναχὸς ἀπὸ τὴν Μονὴ Ὀράνκι. Ὀνομάζομαι Θεόδωρος. Τὸ 1918, ὅταν ἤμουν νέος, ἔφυγα τὴν νύχτα, γιὰ νὰ μὴν μὲ σκοτώσουν. Ἔκτισα ἕνα σπίτι καὶ τὸ μύλο σ' αὐτὸ τὸ δάσος. Δὲν συνάντησα ἕνα ὀρθόδοξο ἱερέα ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα ἀπὸ τὸ Ὀράνκι! Καὶ μοῦ διηγήθηκε πῶς σκότωσαν οἱ κομουνιστὲς τοὺς 11.000 μάρτυρες.

 
Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς παραμονῆς μου στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως.



Στὰ ρωσικὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως πέθαναν πάρα πολλοί. Ἐμεῖς τοὺς κουβαλούσαμε μὲ ξύλινη φορτάμαξα. Σκάβαμε μία μεγάλη τάφρο, τοὺς βάζαμε ἐκεῖ καὶ τοὺς σκεπάζαμε μὲ λίγο χῶμα. Μετὰ ἐρχόταν ἄλλοι μὲ τὴν σειρά, κάθε ἡμέρα. Μόνο μία φορά μου ἐπέτρεψαν νὰ τελέσω μία γενικὴ ἀκολουθία γιὰ ὅλους τους κεκοιμημένους. Ἦταν χιλιάδες. Ἐτέλεσα ἕνα μνημόσυνο μὲ ὅσα τροπάρια τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας μποροῦσα νὰ θυμηθῶ.

Τότε ἤμουν στὸ στρατόπεδο Μοναστήρκα. Στὴν Μονὴ Ὀράνκι ἦταν δύο στρατόπεδα. Τὸ ἕνα μὲ Ρώσους κρατουμένους καὶ στὸ ἄλλο μὲ αἰχμαλώτους πολέμου. Οἱ Ρῶσοι ἐκτόπισαν ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὲ ὅλη τὴν Σιβηρία. Στὴν Ρωσικὴ κόλαση (γούλαγκ). Ἔπρεπε νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὸν θάνατο. Ὅλοι ἦταν ἕτοιμοι γιὰ τὸν θάνατο...

-Ἐσᾶς σᾶς ἔσωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν θάνατο!

-Ναί, σώθηκα μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ εἶμαι ζωντανός. Πέρασα ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους, πέρασα πολλά, ἀλλὰ γλύτωσα, καὶ πολὺ παράξενο πῶς τὸ μυαλό μου δουλεύει ἀκόμη καλά. Δόξα τῷ Θεῶ γιὰ ὅλα.

Εἶναι μεγάλο πράγμα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, μᾶς σκεπάζει ὅλους, ποὺ πιστεύουμε σ' Αὐτόν.

Ἂν ἤξερες, πάτερ, πόσα κόκαλα ζώων ἔφαγα μόνον νὰ μὴν αἰσθάνομαι πείνα. Τὴν πείνα τὴν αἰσθάνεσαι μέχρι τὴν Τετάρτη ἡμέρα, μετὰ νιώθεις κάτι πολὺ γλυκὸ στὸ σῶμα, σὰν νὰ τρῶς ζάχαρη καὶ λιποθυμᾶς΄ συνέχεια λιποθυμᾶς καὶ γελᾶς μέχρι νὰ πεθάνεις.

Σὲ δύο περιπτώσεις ὁ θάνατος δὲν ἦταν βαρύς, ὅταν σὲ πυροβολοῦσαν καὶ ὅταν πέθαινες ἀπὸ πείνα ἢ παγωνιά.

Παραδείγματος χάρη, ὅταν μᾶς πήγαιναν ἀπὸ τὸ σταθμὸ μέχρι κάποιο στρατόπεδο, πηγαίναμε περίπου ἑκατὸ χιλιόμετρα ἀπὸ μεγάλα χιόνια μέχρι τὸ λαιμό. Οἱ περισσότεροι ἔμειναν πίσω, γονάτισαν, προσκύνησαν καλὰ καὶ φώναξαν δυνατά: «Ἀδελφοί, συγχωρῆστε μέ!». Καὶ ὁ Ρῶσος ποὺ ἦταν πίσω τὸν πυροβολοῦσε στὸ κεφάλι, καὶ ἔμενε ἐκεῖ.

Ἐμεῖς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντέξουμε. Ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα τὸ δικό του μερίδιο. Δὲν τοῦ δίνει περισσότερο ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει. Πιστεύετε αὐτό;

Ἐπιτρέπει καὶ περισσότερο, ἀλλὰ τοῦ δίνει καὶ δύναμη. Μερικὲς φορὲς αἰσθανόμουν τιμωρημένος, ἀλλὰ δὲν γόγγυζα. Ἔπαιρνα πάνω μου τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων.

Εἶμαι εὐτυχὴς ποὺ εἶχα αὐτὴ τὴν ἐμπειρία. Ναί, πάτερ, ἤμουν καὶ εἶμαι εὐτυχισμένος. Πέθαινα ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο, ἀλλὰ ἤμουν εὐτυχισμένος΄ χαμογελοῦσα καὶ ἔκλεινα τὰ μάτια αὐτῶν ποὺ πέθαιναν. Ἦταν γεμάτοι ψείρα καὶ πέθαιναν ἀπὸ τὸν τύφον, ἐνῶ ἐγὼ δὲν εἶχα τίποτα.

-Σᾶς φύλαγε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ!

-Ναί, αὐτὸ τὸ ἐνίωθα. Σᾶς τὸ εἶπα. Καὶ στὸν πόλεμο τὸ ἐνίωσα δύο φορές, ὅταν μᾶς βομβάρδισαν οἱ Ρῶσοι. Ὅταν πηγαίναμε στὴν Βεσσαραβία, μείναμε στὸ μεγάλο χωριὸ Ἰσάκοβα. Ἦταν Σάββατο. Κάναμε ἑσπερινό. Ἔβαλα στὴν ἐκκλησία ἕνα τάγμα στρατιωτῶν, τοὺς ἐξομολόγησα καὶ τοὺς κοινώνησα. Ἄρχισαν νὰ βομβαρδίζουν. Ἐγὼ ἔμεινα στὸ Ἱερὸ γιὰ νὰ μαζεύω τὸ ἀντιμήνσιο καὶ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Κτύπησαν καὶ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν νικήσουν.

-Ὅταν σὲ διώκουν εἶναι καλὰ νὰ ὑπερασπίζεσαι καὶ νὰ δικαιολογεῖσαι; Ἢ εἶναι καλύτερα νὰ ὑποφέρεις ὅλα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;

-Νὰ ὑποφέρεις ὅλα γιὰ τὸν Χριστό.

-Εἶναι καλὰ νὰ ὑπερασπίζεσαι τὸν ἑαυτό σου μπροστὰ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές;

-Δὲν ἔχεις τί νὰ κάνεις μὲ τὴν δικαιοσύνη. Ποτὲ νὰ μὴν κάνεις ἔκκληση στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.

Πρέπει νὰ σκεπτώμεθα τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς καὶ μὲ τὴν σειρά μας νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς καλοὶ μὲ τοὺς ἄλλους.

Κατ' ἐξοχὴν αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἀρετὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα, ἡ συγχωρητικότητα. Ὅλα θὰ περάσουν ἡ ἀγάπη ὅμως θὰ μείνει γιὰ πάντα. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.

-Τί διαθήκη θέλετε νὰ ἀφήσετε, μετὰ τὸν θάνατό σας, σ' αὐτοὺς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν;

-Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὰ γεράματά του μόνον αὐτὰ ἔλεγε στοὺς μαθητές του: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ κατορθώσει τὰ πάντα, Ἀμὴν

-Εἴχατε ἀναγκαστικὸ τόπο διαμονῆς;

-Ναί, μέχρι στὶς 22 Δεκεμβρίου τοῦ 1989.

-Σᾶς ἔκαμναν ἔλεγχο στὸ σπίτι ποῦ μένατε;

-Εἶχα ἕνα ταγματάρχη τῆς ἀσφάλειας ποὺ ἦταν καθημερινὰ ἐδῶ. Τοὺς πιστοὺς ποὺ ἐρχόταν σ' ἐμένα τοὺς ρωτοῦσε διάφορα, καμιὰ φορᾶ τοὺς ἐδίωχνε.

-Τὰ γράμματά σας τὰ διάβαζαν;

-Ναί, μοῦ τὰ ἔλεγχαν ὅλα. Αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Ἰάσιο μὲ ἔβριζαν καὶ μὲ κτυποῦσαν. Δὲν ἦταν χριστιανοί. Αὐτὸς ἀπὸ τὸ Χιρλάου ἦταν καλός. Ἔκαμνε τακτικὰ τὶς ἀναφορές του. Μία νύκτα μετὰ τὴν ἐπανάστασή μου ἔδειξε τοὺς φακέλους. Περιεῖχαν τὶς δηλώσεις τῶν γνωστῶν καὶ τῶν ἐντοπίων. Τοὺς συγχώρησα ὅλους. Προσεύχομαι γι' αὐτούς, νὰ μὴν τοὺς ὑπολογίσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ἁμαρτία. Τοὺς εἶπα, ὅταν τοὺς συνάντησα: «Ἀδελφοί, ἐγὼ σᾶς συγχώρησα ὅλους, καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει».

-Μᾶς εἴπατε ὅτι τὴν νύκτα στὶς 21-22 Δεκεμβρίου τοῦ 1989 κρύφτηκαν ἐδῶ σ' ἐσᾶς οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀσφάλειας.

-Ναί, ἦρθαν τὸ πρωί. Ἦταν ὁ συνταγματάρχης ἀπὸ τὸ Ἰάσιο μαζὶ μὲ δύο ταγματάρχες, ποὺ ἦταν Ἑβραῖοι. Αὐτοὶ μὲ κατεδίωξαν πιὸ πολύ. Μίλησαν μαζί μου καὶ ζήτησαν συγνώμη. Εἰλικρινὰ τοὺς συγχώρησα.

Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ βρέθηκα σ' αὐτὲς τὶς δοκιμασίες καὶ βγῆκα μὲ τὴν συνείδηση καθαρή. Δὲν ἔχω τίποτα στὴν συνείδησή μου παρὰ μόνο τὶς προσωπικές μου ἁμαρτίες.

-Ποιὸ εἶναι τὸ μυστικὸ γιὰ νὰ βγεῖς ὠφελημένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς διωγμούς;

-Περνᾶς πολὺ εὔκολα, ὅταν πιστεύεις στὸν Θεό. Ποτὲ δὲν μποροῦσα νὰ ἀμφιβάλω στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.

Στὶς φυλακὲς μὲ χτυποῦσαν. Ἤμουν συνηθισμένος μὲ τὴν δουλειὰ ἀπὸ τὰ ρωσικὰ στρατόπεδα. Πρέπει νὰ δέχεσαι τὴν ταλαιπωρία. Ἂν δὲν τὴν δέχεσαι καὶ μουρμουρίζεις, ἐναντιώνεσαι στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ταλαιπωρία εἶναι μάταια. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν νιώθεις τίποτα, δὲν σὲ πονάει τίποτα. Εἶναι κάποιος ποὺ στέκεται δίπλα σου. Δούλεψα καὶ σὲ ὀρυχεῖο καὶ σὲ διώρυγα καὶ δὲν ἔπαθα τίποτα. Πάντα ἔδιδα μία ἐλπίδα καὶ στοὺς ἄλλους.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑΣ" τοῦ μαρτυρικοῦ ἱερέως Δημητρίου Μπεζᾶν

Ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.