
Ὅταν εἶχε πρωτοδημιουργηθεῖ ἡ ἀδελφότης μας στὴ Νέα Σκήτη, συνέβη ἕνα γεγονὸς μὲ κάποιον γέροντα τῆς σκήτης, καὶ τρομακτικὸ καὶ ὠφέλιμο. Οἱ παλαιοὶ πατέρες βέβαια τὸ θυμοῦνται.
Αὐτὸς ὁ γέροντας ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἄλλα ὁ πειρασμὸς «ἔβαζε τὸ πόδι του» καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀφήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ ὁρισμένα σφάλματα, ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν κοσμική του ζωή, ὅταν ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Ὅταν βάρυνε καὶ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ φύγει, μὲ ξανακάλεσε μὲ τὸν ἀδελφό του, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς μοναχός. Ὁ ἀδελφός του μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἄρρωστος ἀνυπομονεῖ καὶ νὰ πάω νὰ τὸν τονώσω, μήπως χάσει τὴν ψυχή του.
Ἀπόρησα βέβαια, πού μου εἶπε ὅτι ἔχασε τὴν ὑπομονή του, γιατί ξέρω ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι κάπως ὑπομονετικοὶ στοὺς πειρασμούς, στὴν ἀσθένεια κ.λ.π. Ξεκινήσαμε γιὰ τὸ κελλί του.
Ὅταν ἀντίκρισα αὐτὸν τὸν Γέροντα εἶδα ὅτι δὲν...
ἀνυπομονοῦσε, ἀλλὰ ὅτι τὸν εἶχαν περικυκλώσει οἱ δαίμονες. Ἀφοῦ μείναμε οἱ δύο μας μὲ τὸν ἀσθενῆ, τὸν ρώτησα ἂν τὸν πλησίασαν πονηρὰ πνεύματα. Ἀπάντησε καταφατικά. Ἦταν ἐξαγριωμένος, κοίταζε δεξιὰ-ἀριστερὰ καὶ προσπαθοῦσε νὰ πάρει προφυλακτικὰ μέτρα σὰν νὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν δαγκώσουν σκυλιὰ λυσσασμένα.Τόνωσα τὴ φωνή μου, γιὰ νὰ ἀποσπάσω τὴν προσοχή του ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν ρώτησα τί τοῦ ἔλεγαν τὰ δαιμόνια. «Οὔ...! τί μου λένε..., δὲν λέγεται». «Ὄχι, ὄχι! Γιὰ πρόσεξε καλά, τοῦ εἶπα, γιατί αὐτὰ γνωρίζουν καλύτερα τὰ δικά μας ἁμαρτήματα ἀπ' ὅσο τὰ ἐνθυμούμεθα ἐμεῖς». Οἱ δαίμονες τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ διάφορα σφάλματα, ποὺ κατὰ τὸ πλεῖστον δὲν τὰ εἶχε ἐξομολογηθεῖ καὶ τοῦ τὰ θεάτριζαν, γιὰ νὰ τὸν ἀπελπίσουν. Μοῦ τὰ ἔλεγε κι ἐγὼ τοῦ τὰ ἔπαιρνα ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ κάμει τὸ ἔλεός Του καὶ σ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο σ' αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα ποὺ βρέθηκε.
Ἐπειδὴ ἔβλεπα ὅμως ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχος, ἀπελπισμένος, ἐξαγριωμένος, τοῦ ζήτησα νὰ φύγω λίγο ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς ἀδελφότητος νὰ τοῦ κάνουν κομποσχοίνι. «Ὄχι πνευματικέ, μοῦ λέει, κάθισε δίπλα μου». Μὲ παρακαλοῦσε μὲ ἀγωνία. Τὸν ἔπεισα καὶ ἀπομακρύνθηκα 2-3 λεπτὰ ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσω τὴν προσευχὴ τῶν πατέρων. Ὅταν ἐπέστρεψα, τὸν βρῆκα εἰρηνικό. Οἱ δαίμονες, ὅπως μου εἶπε, ἦταν ἐκεῖ, ἀλλὰ σιωποῦσαν.
Τὸ βράδυ, στὴν κατ' ἰδίαν ἀγρυπνία, ἐνίωσα ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια ποὺ ἦταν στὸ γέροντα ἦλθαν μέσα στὸ δικό μου κελλὶ καὶ μοῦ δημιουργοῦσαν ἀνησυχία, φασαρία. Στὰ χρονικά μου γιὰ πρώτη φορὰ γνώρισα τόσα δαιμόνια, τόσο κοντά, τόσο αἰσθητὰ νὰ μὲ πολεμοῦν. Ἄναψα τὴ λάμπα νὰ διαβάσω, ἀλλὰ ποῦ νὰ διαβάσω! Δεξιὰ-ἀριστερὰ δαιμόνια! Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Ἤξερα ὅτι ἤθελαν νὰ μὲ φοβίσουν, γιὰ νὰ μὴν ξαναπάω στὸ γέροντα, ἀλλὰ ἐγὼ τοὺς ἀπάντησα: «Ἐσεῖς τὴ δουλειά σας κι ἐγὼ τὴ δική μου δουλειά». Ἔπειτα, στὴ θεία Λειτουργία, δὲν παρουσιάστηκαν καθόλου.
Μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας Λειτουργίας ξαναπῆγα στὸν ἄρρωστο, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω μὲ εὐχέλαιο, ἐξομολόγηση καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα. Τὸν ρώτησα ἂν ἕκτος ἀπὸ τὰ δαιμόνια εἶναι ἐκεῖ καὶ ὁ φύλακας ἄγγελός του. Ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ ἐπίσης ὅτι περιμένει ἀνωτέρα διαταγὴ γιὰ νὰ τὸν «πάρει». «Καλά, τοῦ εἶπα, τὸν δικό σου ἄγγελο τὸν βλέπεις, τοὺς δικούς μας (γιατί ἤμουν μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο πνευματικὸ) δὲν τοὺς βλέπεις;» «Τοὺς βλέπω, ἀπάντησε, καὶ μάλιστα οἱ δικοί σας ἄγγελοι φέρουν σὰν στέμμα στὸ κεφάλι καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο» (ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ ἄγγελοι ποὺ φυλάγουν τοὺς πνευματικοὺς ἔχουν κάτι ἰδιαίτερο ἐπάνω τους). Στὴ συνέχειά μου εἶπε ὅτι τὴν Δευτέρα (ἦταν Παρασκευὴ) θὰ γίνει πανήγυρις (ἐννοοῦσε τὴν κηδεία του) καὶ ὅτι θὰ παρευρεθοῦν καὶ κάποια πρόσωπα ποὺ ἔλειπαν ἐκεῖνες τὶς μέρες, πράγμα ποὺ ἔγινε.
Στὰ τελευταῖα του οἱ δαίμονες, ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ἔχασαν αὐτοί, λόγω του ὅτι ὁ γέροντας ἐξομολογήθηκε τὶς ἁμαρτίες του, ἐξαγριώθηκαν καὶ θέλησαν νὰ τὸν ὑποσκελίσουν σὲ κάτι σοβαρό, ὥστε νὰ χάσει τὴν ψυχή του. Τὴ νύχτα τῆς προπαραμονῆς τοῦ θανάτου τοῦ ἔστειλα τὸν π. Ἰωσήφ, νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν νὰ τοῦ κάνουν κομποσχοίνι καὶ νὰ τὸν ξενυχτίσουν.
Ὅταν πῆγα τὸ πρωί, μοῦ εἶπε ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, παρὰ λίγο νὰ χάσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἐξ αἰτίας τῆς πονηρίας τῶν δαιμόνων. Τοῦ ἔδειχναν δήλ. ἕνα σταμνὶ γεμάτο μὲ νερό, ποὺ ἦταν ἐκεῖ δίπλα, καὶ τοῦ ἔλεγαν πώς, ἂν τὸ πιεῖ ὅλο, θὰ γίνει καλά. Ὁ γέροντας κατάλαβε πώς, ἂν τὸ ἔκανε αὐτό, θὰ ἔσκαζε, ἀλλὰ τὸν νίκησε ὁ λογισμὸς νὰ τὸ κάμει, γιὰ νὰ τελειώσει τὸ βάσανό του. Ζήτησε τὸ σταμνὶ ἀπὸ ἕναν πατέρα, ἀλλὰ ἐπενέβη ἄλλος καὶ εἶπε πὼς ἂν τὸ κάμει αὐτὸ θὰ πεθάνει. Ἔτσι ξέφυγε κι ἀπ' αὐτὴ τὴν παγίδα τῶν δαιμόνων.
Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὸν βρῆκα νὰ κάθεται εἰρηνικὸς σὲ μία πολυθρονίτσα. «Εἶμαι πολὺ καλά, πνευματικέ μου, μοῦ εἶπε, ὁ θεὸς νὰ σὲ ξεπληρώσει τὸ καλὸ πού μου ἔκαμες». Ἔφυγα, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ λίγο μετὰ τὴν ὁλονύκτιο ἀγρυπνία καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ ἐπιστρέψω ξανὰ στὸν ἑτοιμοθάνατο. Ὅταν ξύπνησα, ἔμαθα ὅτι πρὸ μισῆς ὥρας χτύπησαν οἱ καμπάνες. Πράγματι ὁ γέροντας εἶχε τελειώσει.
Αὐτὴ ἡ περίπτωση φανερώνει ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἦταν προετοιμασμένος γιὰ τὴν ἔξοδό του. Τώρα θὰ σᾶς πῶ καὶ τὴν περίπτωση τοῦ προετοιμασμένου πνευματικοῦ ἄνθρωπου, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ διαφορὰ μεταξύ τους.
Αὐτὸς ὁ καλῶς προετοιμασμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Γέροντάς μου. Ὅταν καθόταν γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, πρῶτα σκεπτόταν πὼς πέρασε τὴν ἡμέρα, ποιὸ πάθος τὸν ἐνοχλεῖ, ποιὰ ἀδυναμία ζεῖ καὶ ἔπαιρνε νέα ἀπόφαση, γιὰ νὰ τὰ καταπολεμήσει νὰ σβήσουν. Αὐτὴ ἡ προεργασία γινόταν κάθε νύχτα στὴν προσευχὴ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν εἶχε ἑτοιμάσει ἀνθρωπίνως, θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, τέλεια, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ θάνατο. «Παιδί μου, πῶς θὰ περάσω τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου», μοὺ ἔλεγε. «Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα τακτοποιημένα».
Τὸ ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ προετοιμασμένος τὸ ἔδειξαν οἱ προθανάτιες καταστάσεις. Μία ἀπ' αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἦταν ὅτι ἔκλαιγε ἀπὸ πολὺ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας. Δὲν εἶχε κανέναν ἔλεγχο στὴ συνείδησή του. Περίμενε τὸ θάνατο σὰν μία πανήγυρη, σὰν μία λύτρωση ἀπὸ τὴν πίεση ἐδώ του κόσμου, ἀνυπομονοῦσε νὰ δεῖ τὸ Θεῖο Πρόσωπο καὶ νὰ ἀπολαύσει καὶ νὰ χορτάσει τὸ κάλλος Του, νὰ μπεῖ μέσα στὸ ἀγγελικὸ τάγμα, τὸ ὅποιο συνεχῶς τὸ ἐζοῦσε. Καὶ λίγο πρὶν τὸ θάνατό του στενοχωριόταν ποὺ δὲν ἔφευγε, ἐνῶ ἡ πληροφορία ἀπὸ Θεοῦ ἦταν τέλεια καὶ θετικὴ καὶ ἡ ἀπόφαση παρμένη. «Τώρα, Γέροντα, τοῦ εἶπα ἐγώ, ἐμεῖς θὰ κάνουμε κομποσχοίνι καὶ ἐσεῖς θὰ φύγετε». Πράγματι σὲ ἕνα εἰκοσάλεπτό της ὥρας, ἐκεῖ ποὺ ὁ Γέροντας μιλοῦσε στοὺς πατέρες κοίταξε πρὸς τὸν οὐρανό, εἶδε κάτι ποὺ αὐτὸς μόνο τὸ εἶδε καὶ δὲν μπόρεσε νὰ μᾶς τὸ πεῖ, ἔκλινε τὸ κεφάλι, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ λέγοντας τὸ «φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε, ὅλα τελείωσαν» δέχθηκε τὸν ὕπνο τοῦ μακαρίου ἄνθρωπου.
Γιὰ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου ὁ Γέροντας μᾶς ἔκαμνε πολλὲς διδασκαλίες πολλλὰ παραδείγματα καὶ ἱστορικὰ ἀπὸ διαφόρους ἀνθρώπους καὶ ἔτσι μᾶς τὴν εἶχε ἐμφυτεύσει πολὺ βαθειὰ στὴν ψυχή μας. Μὲ τὸ ποὺ ξυπνούσαμε ἡλιοβασίλευμα, γιὰ νὰ ξεκινήσουμε τὴν ἀγρυπνία, νιώθαμε αὐτὴ τὴ μνήμη νὰ μᾶς προκαταλαμβάνει καὶ νὰ μᾶς προδιαθέτει, ὥστε νὰ δοθοῦμε στὴν προσευχὴ μὲ κατάνυξη περισυλλογή, μὲ πένθος, γιὰ νὰ βροῦμε λίγο τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πράγματι αὐτὴ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη ὥρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτὴ τὴν ὥρα πλησιάζουν οἱ δαίμονες, ἔχουν στὰ χέρια τοὺς διάφορα χαρτιὰ μὲ γραμμένα τὰ διάφορα ἁμαρτήματα λεπτομερῶς, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ προσώπου, μὲ τὸ ὁποῖο κάναμε κάποια ἁμαρτία. Τὰ παρουσιάζουν, γιὰ νὰ φοβίσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ποῦν ὅτι μὲ τόσα πολλὰ ἁμαρτήματα δὲν ὑπάρχει ἔλεος Θεοῦ καὶ σωτηρία, ὁ Ἅδης τὸν περιμένει, νὰ χάσει τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ πιστεύση ὅτι θὰ τοῦ φερθεῖ σὰν δήμιος, ποὺ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πάρει τὴν ἐκδίκησή του. Ἡ ψυχὴ συστέλλεται, μαζεύεται, χάνει τὸ ἠθικό της καί, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, κάθεται καὶ προσέχει τι λένε οἱ δαίμονες.
Πρέπει νὰ ‘ναὶ πολὺ γενναία ἡ ψυχή, νὰ ἔχει πολὺ μεγάλη μαρτυρία συνειδήσεως μέσα της, ὅτι εἶναι ἐντάξει, ὅτι ὅλα ὅσα λένε οἱ δαίμονες εἶναι ψέματα, κι ἂν δὲν εἶναι ψέματα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ἔχουν τακτοποιηθεῖ μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση.
Τὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ φύγει, τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί του νὰ κλαίει καὶ ἀπόρησαν. «Κι ἐσύ, Γέροντα, φοβεῖσαι τὸν θάνατο; Ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ ποῦμε;» Κι ὁ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν προετοιμασία Ἀρσένιος ἀπάντησε: «Παιδιά μου, αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου δὲν τὴ λησμόνησα ποτὲ καὶ γὶ αὐτὸ δὲν ἀμέλησα ποτὲ τὰ καθήκοντά μου» .
Ἡ μνήμη αὐτὴ τοῦ θανάτου εἶναι πάρα πολὺ δυνατή, συνέχει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει προσεκτικό. Λεπτύνει τὴ συνείδηση καὶ τὴ φέρνει στὸ σημεῖο νὰ ἐλέγχει καὶ τὰ παραμικρὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὰ τακτοποιεῖ, γιὰ νὰ ‘ναὶ ἐντάξει ἀπέναντί του Θεοῦ. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ δὲν ξέρουμε τί θὰ μᾶς συμβεῖ. Πόσο πρέπει νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι μὲ μία προσεκτικὴ ζωή!
Θὰ σᾶς πῶ ἕνα ἀκόμη γεγονὸς προετοιμασμένου καὶ πάρα πολὺ πετυχημένου ἄνθρωπου στὴν ὑπακοή. Ὅταν ὁ μακαριστός μου Γέροντας ἦταν στὴν ἔρημο, πρὶν ἀκόμα ἐγὼ πάω καὶ μονάσω κοντά του, εἶχε ἕναν ὑποτακτικὸ (δυνάμει βέβαια, διότι ἦταν σὲ κάποιον ἄλλον Γέροντα, ἀλλὰ τὸν δικό μου Γέροντα εἶχε πνευματικὸ ὁδηγό). Αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς ἦταν νέος, γερός, εὔρωστος, ἀλλὰ προσεβλήθη ἀπὸ φυματίωση καὶ προχωροῦσε πρὸς τὸ θάνατο. Ὁ Γέροντάς μου τὸν νουθετοῦσε πολὺ καὶ τὸν προετοίμαζε σὰν ἕνας καλὸς γυμναστὴς γιὰ τὴν ὥρα τὴ δύσκολή του θανάτου. Ὅταν ὁ ἀδελφὸς πλησίαζε πρὸς τὸ τέλος του, ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε, ὅταν θὰ φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ θὰ εἶναι μὲ τὸν ἄγγελο τοῦ μαζί, πρὶν πάρει τὸν ἀνήφορο γιὰ πάνω, νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ τὸν χαιρετήσει. «Νὰ ‘ναὶ εὐλογημένο, Γέροντα», ἀπάντησε ὁ ὑποτακτικός. Ἀλλὰ ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος, εἶπε στοὺς ἀδελφούς της συνοδείας, ὅταν ξεψυχήσει ὁ μοναχός, νὰ χτυπήσουν τὸ καμπανάκι, γιὰ νὰ εἰδοποιηθεῖ. Σὲ λίγες μέρες, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἔκανε ἐργόχειρο κι ὁ γέρο-Ἀρσένιος ἦταν ἀπ' ἔξω, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἀρσένιε, ὁ ἀδελφὸς Ἰωαννίκιος πέθανε, ἐκοιμήθη καὶ τώρα εἶναι ἐδῶ, μᾶς χαιρετάει καὶ φεύγει». Σὲ λίγο χτύπησε τὸ καμπανάκι, ποὺ ἀνήγγειλε τὸ θάνατο τοῦ ὑποτακτικοῦ.
Μία ἄλλη μοναχή του Γέροντος ἔξω στὴ Θεσσαλονίκη, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα της, εἶδε τοὺς δαίμονες ποὺ ἦλθαν νὰ τὴν πάρουν. Γύριζε πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ λέγοντας «γκίτ, γκὶτ» (τούρκ. φύγε) ἐδίωχνε τοὺς δαίμονες μὲ ἀνοιχτὰ μάτια καὶ μ' ὅλες της τὶς φρένες ἐκεῖ, καὶ πρὸς τὰ δεξιὰ ἔλεγε στὸν ἄγγελο «γκέλ, γκέλ» , δήλ. «ἔλα πρὸς τὰ ἐδῶ, ἔλα κοντά».
Μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε γίνεται φανερὸ ὅτι οἱ δαίμονες κάνουν αὐτὴ τὴ δουλειὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ πρόκειται νὰ φύγει. Αὐτὰ ἔγιναν ἐδῶ, στὸν δικό μας τὸν καιρό. Τὰ παραδείγματα βέβαια τῶν Ἁγίων Πατέρων γύρω ἀπὸ τὸ θάνατο πάρα πολλά. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προετοιμαζόμεθα κι ἐμεῖς καὶ στὴν προσευχή μας νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὴ τὴν ἁγία μνήμη τοῦ θανάτου νὰ βρεθοῦμε ἕτοιμοι σ' αὐτὴ τὴ δύσκολη στιγμή. Καὶ δὲν ἀρκεῖ μόνο τὸ νὰ βρεθοῦμε ἕτοιμοι σ' αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιθανάτιο δοκιμασία ἀκολουθεῖ συνέχεια πρὸς τὰ πάνω.
Πρόκειται νὰ περάσουμε τὰ ἐναέρια τελώνια κατὰ τοὺς Πατέρας. Ἐκεῖ πρόκειται νὰ δώσουμε λογαριασμὸ στὸ κάθε τελώνιο, τί τοῦ χρωστᾶμε. Κι ἂν μὲν βρεθεῖ ὅτι τὸ χρέος μας, ὁ φόρος, τὰ τέλη ποὺ χρεωστοῦμε εἶναι τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου θὰ τὰ περνοῦμε, θὰ τὰ τελειώσουμε καὶ θὰ φθάσουμε ἔπειτα στὸν Θεῖο Θρόνο. Ἐκεῖ θὰ προσκυνήσουμε τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ θὰ ἀκούσουμε τὸν τελευταῖο λόγο, δηλαδὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποῦ θὰ βρεθοῦμε ποῦ θὰ κατοικήσουμε αἰώνια. Πολλὰ ἱστορικὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ πέρασαν τὰ τελώνια μᾶς λένε ὅτι ἡ περίπτωση εἶναι πολὺ δύσκολη. Μέγας φόβος καταλαμβάνει τὴν ψυχή, γιατί οἱ δαίμονες ὁρμοῦν μὲ ἀγριότητα μεγάλη, νὰ τὴν ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀγγέλων. Ἡ ψυχὴ συμμαζεύεται, ἀγκαλιάζει τοὺς ἀγγέλους, τοὺς κρατάει σφικτὰ φοβούμενη, μὴ τὴν πάρουν οἱ δαίμονες καὶ τὴν κατεβάσουν στὸν Ἅδη. Όμως ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν βοηθοῦν οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. Εάν οἱ ἄγγελοι ἔχουν τὴν «ἀβάντα» τῶν καλῶν ἔργων, μάχονται ξεπερνοῦν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ τελώνια. Ὅταν ὅμως πιασθεῖ ἡ ψυχὴ ὅτι ἔσφαλε θανάσιμα, τότε ἀναγκαστικὰ τὴν ἐγκαταλείπουν στὰ χέρια τῶν δαιμόνων κι ἐκεῖνα μὲ πολὺ πάταγο τὴν κατεβάζουν πρὸς τὰ κάτω θριαμβευτικῶς, ὅτι κέρδισαν μία καὶ λύπησαν τὸν Πανάγαθο Θεό.
Τώρα θυμήθηκα κάτι ποὺ τὸ εἶχα διαβάσει πρὶν πολλὰ χρόνια. Μία ψυχὴ ἦταν ἁγιασμένη, στολισμένη μὲ παρθενία καὶ πνευματικότητα, μὲ μία χαριτωμένη ζωή, καὶ ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔβλεπε ὅτι τὴν πῆραν οἱ ἄγγελοι, δύο ἄγγελοι τὴν ἀνέβαζαν ἀκώλυτα πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ. Στὴ συνέχεια ἔβλεπε ὅτι ἄγγελοι κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ εἶχαν ὁδηγήσει ἄλλες ψυχὲς πιὸ πάνω, κι ὅταν συνάντησαν αὐτὴ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ χαρά τους ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὰ δαιμόνια κι ἀνέβαινε πρὸς τὸν Θεό, τὴν ἠσπάζοντο καὶ ἡ ψυχὴ ἐπληρώνετο ἄρρητον εὐωδία ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ καὶ τὸ πλησίασμα τῶν ἀγγέλων. Οἱ ἄγγελοι ἐπειδὴ πλησιάζουν τὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ, πηγαίνουν πρὸς τὸν Παράδεισο, βρίσκονται μέσα στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εὐωδιάζονται ἀπὸ κάθε προσέγγιση τόπου στὸν ἄλλο κόσμο κι ἔχουν ποικιλία ἀπὸ εὐωδίες ἐπάνω τους. Ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ αὐτὸν ἡ ψυχὴ ἐκείνη πληρώθηκε ἀπὸ τὴν εὐωδία τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν μακάριζε ὁ ἅγιος καθὼς ἀνέβαινε πρὸς τὰ πάνω.
Δὲν ξέρουμε τὴ στιγμὴ καὶ τὴν ὥρα, ποὺ θὰ μᾶς καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ νὰ ἔχουμε προσεκτικὴ ζωή. Σὰν μοναχοὶ νὰ προσπαθοῦμε ὁλοένα καὶ νὰ καλυτερεύουμε τὴν ψυχική μας κατάσταση, νὰ μὴν ἀδιαφοροῦμε, νὰ μὴν παίρνουμε τὰ πράγματα ρηχά, νὰ κοιτᾶμε τὸν σκοπό μας. Γιατί, ναὶ μέν, ἐμεῖς ἔτσι ἐδὼ τὰ λογαριάζουμε. Νὰ ὅμως ποὺ θὰ ἔλθει ἡ ὥρα ἐκείνη, ποὺ τὴ γνωρίζουμε καὶ τὴν περιμένουμε! Θὰ ἔλθει αὐτὴ ἡ ὥρα! Τότε βέβαια δὲν θὰ «περάσουν» αὐτὰ ποὺ λέμε σήμερα, ὅτι «δὲν βαριέσαι, δὲν πειράζει, ἂς κάμω κι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, κι ὅσα θέλω, καὶ μετὰ ὅσα θέλουν ἂς ἔλθουνε». Ὄχι ἔτσι! θὰ 'ρθεί αὐτὴ ἡ δύσκολη περίσταση καὶ τότε ὁ καθένας μας θὰ βάλει μυαλό, θὰ 'ρθεί τὸ μυαλό του στὴ θέση του, ἀλλὰ θὰ εἶναι πλέον ἀργά.
Πόσα καὶ πόσα δὲν σκέπτεται κανεὶς ἐκείνη τὴν ὥρα! «Γιατί νὰ μὴν προσέξω, γιατί νὰ μὴν βιασθῶ λίγο παραπάνω; Τώρα ποῦ θὰ πάω; Τώρα τί θὰ συναντήσω; θὰ περάσω τὰ τελώνια ἄραγε; Ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ; Ἂν εἶναι ἀρνητική, μὲ τοὺς δαίμονες στὴν κόλαση; Χωρὶς τέλος, χωρὶς τέρμα, ἀτελείωτα, ἀβασίλευτα, κάτω στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο, τὸ ψηλαφητό, μὲ τοὺς δαίμονες;» Ἐδῶ ἕνας λογισμὸς μᾶς ἔρχεται καὶ εἶναι τόσο βασανιστικός, ὡσότου μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορέσουμε νὰ τὸν ἀποβάλουμε. Μὰ ἐκεῖ δὲν θὰ εἶναι ἁπλὸς λογισμός, ἀλλὰ τελεία στέρηση τοῦ Θεοῦ καὶ μία τελεία, μπορῶ νὰ πῶ, ἐπαφὴ μὲ τὴν κόλαση καὶ τοὺς δαίμονας. Τρομακτικὸ τὸ πράγμα, ἀσύλληπτο. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βαστάσει ὁ νοῦς τοῦ ἄνθρωπου. Αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα ποὺ δὲν θὰ ‘χοῦν ἀριθμὸ θὰ μᾶς βασανίζουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Τότε θὰ παρακαλοῦμε, θὰ δεόμεθα τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων νὰ μᾶς βοηθήσουν. Τότε ἡ συνείδησή μας θὰ μᾶς καταμαρτυρεῖ γιὰ ὅ,τι ἐκωφεῦσαμε στὴ φωνή της. Ἡ μεταμέλεια ἐκείνη τὴν ὥρα θὰ εἶναι σκληρή, μαστίγιο ἀλύπητο, βασανιστικότερη κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Οὔτε ἕνα λεπτὸ ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν δὲν θὰ μᾶς χαρισθεῖ. Οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι μία πρόγευση τῆς αἰωνίου κολάσεως.
Ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ σκεπτόμεθα συνέχεια, γιὰ νὰ βάλουμε καλὴ ἀρχή, νὰ μᾶς βρεῖ ἕνα καλὸ τέλος, νὰ μὴ χάνομε τὸν σκοπό μας. Διάβασα στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ὅτι στὸ μοναστήρι τοῦ εἶχε πάνω ἀπὸ ἑκατὸ μοναχὲς καὶ προεῖδε ὅτι ὅλες θὰ σωθοῦν ἕκτος ἀπὸ τρεῖς ποὺ θὰ κολασθοῦν... Πόσο τρομερὸ εἶναι νὰ χωρίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα αἰώνια! Εἶναι κάτι πολὺ τρομακτικό! Ἐδῶ νιώθουμε ὅλοι μαζὶ ἀγάπη, θαλπωρή, σιγουριά, θάρρος, νιώθουμε εὐχάριστα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ σ' αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦμε στὸν Παράδεισο, ποὺ ὅλα εἶναι τέλεια. Ἐκεῖ ἐπάνω λένε οἱ Πατέρες ὅτι ἡ ἀγάπη θὰ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἅγιων ψυχῶν. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει κανείς, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀδελφότητά μας νὰ χάσει τὴ σωτηρία του, ἀλλὰ κι ὅλος ὁ κόσμος νὰ σωθεῖ. Δυστυχῶς ὅμως ἡ πραγματικότητα λέγει ὅτι ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι, «πολλοὶ οἱ κλητοί, ἀλλὰ ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί». Καὶ πολλοὶ καλοῦνται νὰ ἐργασθοῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸν εὐαρεστήσουν μὲ τὴν ἐργασία τοὺς εἶναι ὀλίγοι. Κι αὐτὸ τὸ «ὀλίγοι» πρέπει νὰ μᾶς συνέχει διαρκῶς, μήπως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς εἴμαστε κι ἐμεῖς ποὺ θὰ χάσουμε τὴ σωτηρία μας.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε, πατέρες μου, ἂς βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἂς προσπαθοῦμε κάθε μέρα, κάθε στιγμὴ νὰ καλυτερεύουμε τὸν ψυχικό μας κόσμο. Νὰ τηροῦμε τὰ μοναχικά μας καθήκοντα, νὰ ‘χοῦμε ἀγάπη, ἀδελφοσύνη, νὰ μὴ πικραίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴ σκανδαλίζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ ὑπομένουμε ἀλλήλους. Ὁ ἕνας νὰ συνεργεῖ στὸ καλό του ἄλλου μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα. Νὰ ὠφελούμεθα, νὰ ὠφελοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ μᾶς πλησιάζουν καὶ ἔρχονται νὰ δοῦν κάτι καλύτερο στὸ μοναστήρι. Ἔχουμε χρέος καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς λαϊκούς. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὠφέλιμος, καὶ στὸν ἑαυτὸ τοῦ εἶναι ὠφέλιμος καὶ στὸν πλησίον του. Ὅπως, ὅταν κανεὶς ἔχει μικρόβιο κολλητικό, τὸ μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους, ἔτσι γίνεται καὶ στὰ πνευματικά. Ὅταν εἶναι κανεὶς ψυχικὰ ἄρρωστος, μεταδίδει τὴν ἀσθένειά του καὶ στὸν ἄλλον καὶ τὸν παρασύρει στὸ κακό. Καὶ θὰ δώσουμε λόγο ἐὰν σκανδαλίζουμε τὸν πλησίον μας.
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα γιὰ τὴν ἁγία μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν ὁποία εὔχομαι νὰ την κάνουμε ὅλοι κτῆμα μέσα στὴν ψυχή μας. Καὶ νύχτα-μέρα αὐτὸ τὸ βιβλίο, αὐτὸ τὸν τόμο, τῆς μνήμης τοῦ θανάτου νὰ τὸν ἀνοίγουμε καὶ νὰ τὸ διαβάζουμε συνέχεια γιὰ νὰ διδασκόμεθα τὴν προετοιμασία καὶ νὰ βρεθοῦμε ἐντάξει τὴν ὥρα ποὺ θὰ λογοδοτήσουμε ἐνώπιόν του Θεοῦ.
Θὰ ἐπανέλθω σὲ λίγες συμβουλές, ποὺ σᾶς τὶς ἔχω ξαναπεῖ, ἀλλὰ θὰ τὶς ἀνανεώσω, γιὰ νὰ προσέξετε περισσότερο. Στὴν ἐκκλησία νὰ εἴμεθα ἐγκρατεῖς στὶς κινήσεις μας καὶ νὰ μὴ γίνεται μετακίνηση, ἂν δὲν ὑπάρχει σοβαρὸς λόγος, ὥστε νὰ μὴ δημιουργεῖται ὀχλαγωγία, ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ εἴμαστε κάμποσοι στὴν συνοδεία. Σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῆς ἀκολουθίας νὰ στεκόμεθα ὄρθιοι, π.χ. στὸν ψαλμό, στὸν πεντηκοστὸ ψαλμό, στὴν «Τιμιωτέρα», στὶς ἀπολύσεις, στὶς εὐχὲς τῆς κεφαλοκλισίας, στὴ Θεία Λειτουργία, στὶς Ἱεροτελεστίες, στοὺς ἁγιασμούς, στὴ θεία μετάληψη. Συνάμα νὰ καταβάλουμε καὶ λίγο κόπο, γιὰ νὰ πάρουμε μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν κτυπάει τὸ ξύλο γιὰ νὰ κατεβοῦμε κάτω, νὰ τρέχουμε, ὅπως τρέχουν οἱ ἀθλητές: ποιὸς θὰ πάρει τὸ βραβεῖο, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ τρέχουμε στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ Κιβωτὸς ποὺ σώζει κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μπαίνει ἐκεῖ. Ἐπίσης νὰ ἀποφεύγουμε τὶς πολλὲς ἐπαφὲς καὶ μὲ τοὺς λαϊκούς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ εἶναι ὁρισμένοι γιὰ τὴν διακονία τῶν λαϊκῶν ἀδελφῶν μας.
Νὰ εἴμαστε ἀθόρυβοι καὶ σιωπηλοί. Νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ βοηθήσουμε τὸν ἀδελφὸ μὲ τὸ διακόνημά του καὶ νὰ μὴν ξεφεύγουμε, γιατί ὁ κόπος ἔχει μισθὸ καὶ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁποιαδήποτε παρέκκλιση ἀπὸ τὸ πρόγραμμα χωρὶς λόγο ἢ εὐλογία ἀπὸ τὸ Γέροντα εἶναι ἁμαρτία καὶ πολλὲς φορὲς τὸ ἔχω ἐπισημάνει.
Κάτι ἄλλο, ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ πηγαίνουμε εὔκολα ὁ ἕνας στὸ κελλὶ τοῦ ἄλλου χωρὶς σοβαρὸ λόγο, π.χ. σὲ περίπτωση ἀσθενείας ἑνὸς ἀδελφοῦ- ἀλλὰ καὶ πάλι νὰ εἴμαστε σύντομοι καὶ διακριτικοί. Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι οἱ νεότεροι ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν θεολογία καὶ καταλήγουν στὴν αἰσχρολογία. Προσοχὴ λοιπόν, νὰ φυλάξουμε τὴν ἐντολή.
Μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο νὰ πηγαίνουμε κατ' εὐθείαν στὸ κελλί μας, νὰ μελετᾶμε καὶ νὰ «τραβᾶμε κομποσχοίνι» ἢ καὶ νὰ χορταίνουμε τὸν ὕπνο μας, ὥστε νὰ σηκωνόμαστε ξεκούραστοι γιὰ τὴν ἀγρυπνία. Τὸ νὰ πηγαίνουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ μετὰ τὸ ἀπόδειπνο εἶναι ἀταξία, γιατί καὶ τὴν ἐντολὴ παραβαίνουμε καὶ τοὺς ἀδύνατους στὸ λογισμὸ ἀδελφοὺς σκανδαλίζουμε.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ σὰν συμβουλὲς καὶ εὔχομαι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ προετοιμαζόμεθα συνέχεια, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς σωτηρίας. Ἀμήν.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου