6 Μαΐ 2011

Ὁ Ἕλλην λόγος στὴν Ὀρθοδοξία

 
  ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Η ρθοδοξία ποτιμ μ ρεαλισμ τν νθρώπινο λόγο, ναγνωρίζουσα τν ποφασιστική του σημασία γι τν δόμηση κα λειτουργία τς νθρώπινης κοινωνίας. Ατ δηλώνει σ να κπληκτικ γι τν κρίβεια κα σαφήνειά του κείμενο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται γι τν μιλία το «Ες τ πρόσεχε σεαυτ»1, πο ποτελε πιτομ τς ρθόδοξης νθρωπολογίας: «Τν το λόγου χρσιν δέδωκεν μν κτίσας Θεός, να τς βουλς τν καρδιν λλήλοις ποκαλύπτωμεν κα δι τ κοινωνικόν της φύσεως, καστος τ πλησίον μεταδμεν, σπερ κ τινν ταμιείων τν τς καρδίας κρυπτν προφέροντες τ βουλεύματα».  λόγος ποτελε δρο το Θεο στν νθρωπο κα συντελε στ φανέρωση τν νδομύχων σκέψεων γι τν πραγμάτωση τς κοινωνίας (πικοινωνίας) μεταξ τν νθρώπων. νθρωπολογικ κατοχύρωση τς σημασίας το λόγου δίνεται π τν γιο Πατέρα στ συνέχεια: «Ε μν γρ γυμν τ ψυχ διεζμεν, εθς ν π τν νοημάτων λλήλοις συνεγινόμεθα. πειδ δ π παραπετάσματι καλυπτομένη μν ψυχ τς ννοίας ργάζεται, ρημάτων δεται κα νομάτων πρς τ δημοσιεύειν τ ν τ βάθει κείμενα»3. συγκάλυψη τς ψυχς π τ σμα πιβάλλει τν χρήση το λόγου ς μέσου κφράσεώς της.
λλ κα λειτουργία το λόγου περιγράφεται π τν Μ. Βασίλειο: «πειδν ον πότε λάβηται φωνς σημαντικς ννοια μν, σπερ πορθμείω τιν τ λόγω ποχουμένη διαπερώσα τν έρα, κ το φθεγγομένου μεταβαίνουσα πρς τν κούοντα, ἐὰν μν ερη γαλήνην βαθείαν κα συχίαν, σπερ λιμέσιν εδίοις κα χειμάστοις, τας κοας τν...
μανθανόντων λόγος γκαθορμίζεται. Ἐὰν δ οον ζάλη τς τραχεία παρ τν κουόντων θόρυβος ντιπνεύση, ν μέσω τ έρι διαλυθες λόγος, ναυάγησε»4. Συνδέεται, τσι, φυσικ λειτουργία το νθρωπίνου λόγου μ τν χρήση του στ κκλησιαστικ κήρυγμα κα μεταφερόμεθα π τν Μ. Βασίλειο στ κέντρο τς κκλησιαστικς λατρευτικς πράξεως.
πόβαθρο, φυσικά, τν λόγων το Μ. Βασιλείου εναι ριστοτελικ θεωρία περ «νδιαθέτου» κα «προφορικο» λόγου, τν ποία διέσωσε στ χριστιανικ διατύπωσή της γιος ωάννης Δαμασκηνός5. λόγος προφορικς εναι κατ τν Μ. Βασίλειο6, «νος προπεμπόμενος», πως νδιάθετος εναι «λόγος γκείμενος»7. τσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογικ ρμηνεία τς «λογικς» λειτουργίας το νθρώπου.
πατερικ διδασκαλία δέχεται μόφωνα τν μοναδικότητα κα διαιτερότητα το νθρώπου ς πρς τ ζα, διότι, πέρα π λα τ λλα, μόνο τν νθρωπο προίκισε Θες μ τ χάρισμα το λόγου8. Στ φύση τν ζώων πουσιάζει λόγος σ λες τς κδοχές του. Γι’ ατ νθρωπος καλεται «λογικς» κα τ ζα «λογα», κα εναι ποχείρια στν νθρωπο9. Ο νθρωποι «δι λόγου τν Θεν πεγνώκαμεν» κα «λόγω τν Κτίστην γεραίρομεν»10. π τν καθημεριν χρήση δηλαδή, πο πιβάλλει τ «κοινωνικόν» του νθρώπου, λόγος αρεται στ σφαίρα τς θεογνωσίας κα τς μολογίας της, δι τς γραπτς προφορικς κφράσεως τν μπειριν της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατ τν γιο Γρηγόριο Νύσσης11.
2. Στην γιοπατερικ παράδοση γίνεται σαφέστατα διάκριση νάμεσα στ δύναμη το λόγου, μ τν ποία εναι κ Θεο πλισμένος νθρωπος κα στν γλώσσα ς «σημαντική» του λόγου. Τ ρήματα δηλαδ κα νόματα, τ ποα δημιουργε μ τ λογική του δύναμη12 ο νθρωπος13. Θες «πραγμάτων στ δημιουργός, ο ρημάτων ψιλν»14. γλώσσα, ς σύνολο ρημάτων κα νομάτων, κα μηχανισμς τς διασυνδέσεώς τους, εναι πιτεύγματα το νθρώπου. Καμμία νθρώπινη γλώσσα, συνεπς, δν δημιούργησε Θεός, στε ν μπορε ν καυχηθε κάποιος λαός, τι γλώσσα το εναι θεοσδοτη. Τριαδικς Θες δν χει νάγκη νομάτων ρημάτων, γι ν κοινωνήσει μαζ μας15. Δν ποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια νθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στν νθρωπο κα θεται π τν θεόπτη νθρωπο, ς κτιστη «δόξα» κα «βασιλεία», ς Φς περφυσικ κα περουράνιο. Ο νθρωπος κφράζει τ θεοπτικ το μπειρία μ τν γλώσσα, πο χρησιμοποιε, χωρς πάλι ν μπορε ν ταυτισθε ποτ θεοπτικ μπειρία μ τ χρησιμοποιούμενα γι τν κφραση τς κτιστ ρήματα κα νοήματα.
Θεολογομεν, «ς ν δυνατν ξαγγελαι δι τν τς φύσεως μν πτωχείαν»16. πειδ Θες «περέχει πάντα νον», κατ τν Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται μ τν «καθαρν καρδίαν» (Μάτθ. 5, 8), δι τς σιωπς: «κενο γρ σιωπμεν, δι ρημάτων δυνατομεν ξαγγελαι»17. Ατ κφράζει θεόπνευστα γιος Κοσμς Μαϊουμ στν Κανόνα τν Χριστουγέννων: «Στέργειν μν μς, ς κίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («πειδ εναι κίνδυνο, λόγω το (θείου) φόβου, εκολότερα λατρεύουμε τν Θε μ τν σιωπή (μας)»).
ποικιλία ξ λλου, τν νθρωπίνων γλωσσν εναι ποτέλεσμα τς διαιρέσεως το νθρωπίνου γένους, πως διδάσκει Γραφ μ τ διήγηση γι τν Πύργο τς Βαβλ (Γέν. Κέφ. 11). Συντελεται, τσι, διάσπαση κα διάθλαση τς μίας νθρώπινης γλώσσας σ πολλς κα ο νθρωποι νομάζουν τ πράγματα «κατ τν πιχωριάζουσαν ν κάστω θνει συνήθειαν»18. π τν σωτερικ-καρδιακ νότητα δηγήθηκε νθρωπότητα στν καρδιακ κα γλωσσικ σύγχυση κα διαίρεση. Πεντηκοστή, μ τν «το Πνεύματος πιδημίαν», θ εναι πανασύνδεση τν νθρωπίνων καρδιν στν «κοινωνίαν το γίου Πνεύματος» κα σ μία γλώσσα, τν γλώσσα το γίου Πνεύματος, κφραζομένη ς «νότητα τς πίστεως» κα κοιν δοξολογία. «Ες νότητα πάντας κάλεσε ( Θες) κα συμφώνως δοξάζομεν τ Πανάγιον Πνεμα». γλωσσικ στς νθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ς καρπς τς μαρτίας, λλ ποκαθίσταται σωτερικ νότητα, τν ποία προσπαθε κατ τ δυνατό, ν κφράσει τελς κα πεπερασμένη νθρώπινη (ποιαδήποτε) γλώσσα.
3. Αφού καμμία γλώσσα δν χει θεία προέλευση, γι’ ατ κα καμμία γλώσσα δν μπορε ν διεκδικήσει γι τν αυτ τς τ χαρακτήρα τς ερς γλώσσας. Εναι γνωστ π τν στορία πλάνη τν Τριγλωσσιτν Πιλατιανν, τν ποία ντιμετώπισε ς αρεση ρθοδοξία στ πρόσωπα μεγάλων πατερικν μορφν της19. πατερικ παράδοση δέχεται τ σχετικότητα λων τν γλωσσν στν κφραση τν μπειριν τς θείας ποκάλυψης. γιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, τσι, κάθε θνικιστικ θεώρηση τς βραϊκς γλώσσας, μ δεχόμενος κατ’ ρχν στ λάχιστο τν στορικ προτεραιότητά της, λλ κα τονίζοντας τι χρησιμοποιήθηκε «ες τ νηπιδες τν ρτι τ θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω τς νηπιότητας τν νθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικ πλ βραϊκή, μέχρις του Λας το Θεο, ς Νέος σραήλ, χρησιμοποιήσει ς τελειότερη -λλ πάντοτε τελ- γλώσσα τν λληνική.
Στ ρια τς θείας συγκαταβάσεως νοεται κα γλώσσα τς κκλησίας. Τ γεγονς τς θείας σαρκώσεως πρξε,  λλωστε,   ατομετάφραση το Θείου Λόγου στν νθρώπινη «γλώσσα», γι τν κοινωνία το νθρώπου μαζί Του. Θες «ατεπάγγελτος» σαρκώνεται «δμς τος νθρώπους κα δι τν μετέραν σωτηρίαν». Εσέρχεται μέσα στν στορικ πραγματικότητα «ν σαρκ» κα κοινωνε μαζί μας στ δική μας «γλώσσα», διότι, πως λέγει στν νυκτερινό Του μαθητ Νικόδημο: «Ε τ πίγεια επον μν κα ο πιστεύετε, πς ν επω μν τ πουράνια πιστεύσετε;» (ω. 3, 12). πως παρατηρε σχετικά, πάλι γιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρε  τας νθρωπίναις κοας τν αυτο φωνν» Χριστός. ν, τώρα, θέλαμε μία λλη συσχέτιση, Μεταμόρφωση στ Θαβρ ταν τ) ρμηνεία το Θεανθρώπου, μ τν φανέρωση τς θεότητάς Του.
4. Ο ησος Χριστς χρησιμοποιε κατ τν πίγεια δράση Το τς γλσσες το περιβάλλοντός Του (ραμαϊκ κα λληνική), πως κα ο Μαθητς κα πόστολοί Του. λλωστε, π τν γ’ π.Χ. αώνα στν ουδαϊκ διασπορ εχε πικρατήσει λληνιστικ κοιν (πρβλ. τ Μετάφραση τν Ο’). τσι βραϊκ παρέρχεται ς «σκι» κα δίνει τ θέση της στν λληνικ Κοινή, πο γίνεται γλώσσα τς Καινς, λλ κα τς Παλαις Διαθήκης, γι τν κκλησία. Η λληνικ γλώσσα σ λες της τς στορικς μορφς κα μετ τν ποστολικ ποχ γίνεται γλώσσα τν Πατέρων, διακονε τ κήρυγμα τς ληθείας, στ ρια τς λληνο-ρωμαϊκς Οκουμένης, κα μέσω ατς καλε κκλησία στν σωτηρία.
λληνικ γλώσσα, ς γλώσσα τς γίας Γραφς κα το μεγαλύτερου κα περισσότερο πρωτότυπου μέρους τς πατερικς παραδόσεως, γίνεται γλώσσα τς ρθοδόξου κκλησίας κα ντάσσεται στ θεο σχέδιο τς σωτηρίας. Κατ τν ερύτατα γνωστ ρμηνεία, τ «πλήρωμα το χρόνου», ς «καιρς» τς θείας σαρκώσεως, δν σχετίζεται μόνο μ τ πανίερο πρόσωπο τς Δεσποίνης Μαρίας, λλ κα μ τς στορικς συνθκες, τν πολιτειακ κα γλωσσικ νότητα τς ποχς, στ πλαίσιο τς Pax Romana κα τς lingua franca. τσι, στ ρια τς κκλησίας, π τ νηπιακ γλώσσα, τν βραϊκή, συντελεται μετάβαση στ γλώσσα τς νθρωπίνης νηλικιώσεως, τν λληνική, ξω π κάθε ννοια θνι(κιστι)κν νταγωνισμν σκοπιμοτήτων. Εαγγέλιο κα λληνικ γλώσσα θ συνδεθον ναπόσπαστα, χι ς γλώσσα μόνο νς θνους, λλ γλώσσα λης της Οκουμένης. Ατ γλώσσα γίνεται νθρώπινη -στορικ- σάρκα το θείου «Λόγου», νωμένη «διαίρετα», λλ κα «σύγχυτα» μαζί Του.
Ατ τν διαχρονικ σύνδεση ρθοδοξίας κα λληνικότητας πισημαίνει γιος Κοσμς Ατωλός, σ ,τι φορ στν γλώσσα, κηρύσσοντας τν νάγκη γνώσεως τς λληνικς γι τν κατανόηση το Εαγγελίου ς ρθοδοξίας.δελφοί μου -λεγε στ κήρυγμά του- «ν σπουδάζετε τ παιδιά σας ν μανθάνουν τ λληνικά, διότι κα κκλησία μς εναι ες τν λληνικν (γλώσσαν)...». Κα σ λλο σημεο: «Πρέπει ν στερεώνετε σχολεα λληνικά, ν φωτίζωνται ο νθρωποι, διότι διαβάζοντας λληνικά, τ ηρα, πού λαμπρύνουν κα φωτίζουν τν νον το νθρώπου»21. Μ ξεχνμε δέ, τι λληνικ δ εναι γλώσσα το Εαγγελίου κα τν Πατέρων κα χι πλουστευμένη λληνική, τ Ρωμαίικα.
5. Η λληνικ γλώσσα μ τν πρόσληψή της π τν κκλησία, βαπτίζεται στ κκλησιαστικ σμα, πεθαίνει κα ναγεννται, κα γίνεται γλώσσα τς κκλησίας, μ μία διαιτερότητα μως, πο τν διαφοροποιε π τ λληνικά του κτός της κκλησίας κόσμου. ν θέλαμε ν προσδιορίσουμε τ κύρια χαρακτηριστικά της κκλησιοποιημένης λληνικς γλώσσας, θ μέναμε στ κόλουθα σημεα:
α) λληνική, ς γλώσσα τς κκλησίας-ρθοδοξίας, εναι γλώσσα διακονικη κα ποιμαντική. Όπως σ’ λους τους χώρους, τσι κα δ, ρθοδοξία δν ποδουλώνεται στ προσλημμα. Τ βάρος πέφτει στ προσφερόμενο, στ μήνυμα τς λήθειας κα χι στ νδυμά του. Ο γιοι, Πατέρες κα Μητέρες τς ρθοδοξίας, σο κα ν κατέχουν τν λληνικ λόγο, εναι θεούμενοι κα χι πλς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες χι ς «διδάσκαλοι το Γένους», λλ ς μυσταγωγο στ θεία, τν «νωθεν» σοφία, στν τρόπο δηλαδ θεώσεως-σωτηρίας. παιδεία, κα μαζ κα γλώσσα, εναι γι’ ατος να π τ ριστοτελικ «μέσα». Μέσα σ’ ατ τ πλαίσιο νοεται φοβερς κενος λόγος το γίου Γρηγορίου το Θεολόγου: «Οκουν τιμαστέον τν παίδευσιν, πειδ οτω δοκε τισιν»22, μ τν ποο ποστομώνει τος «περάγαν ρθοδόξους», τος Φιλισταίους τς παιδείας «συντηρητικούς» της ποχς του. Γι’ ατ κα δν θ διστάσει ν γράψει στν Σταγείριο: «ττικς σ τν παίδευσιν; ττικο κα μες»23. γλώσσα μως οτε σ’ ατόν, οτε σ κανέναν λλο Πατέρα, πολυτοποιεται θεωρεται καθ’ ατήν, ς ατονομημένο μέγεθος κα φορμ καυχήσεως.
πως χρήση τς τέχνης στν κκλησιαστικ παράδοση δν τν καθιστ μέσο ατοπροβολς κοσμικς διακρίσεως, τσι κα γλώσσα τς κκλησίας δν εναι γι’ ατν παρ μέσον στν πιτέλεση τς ποιμαντικς κα εραποστολικς της διακονίας. Στο χρο δ εδικά της εραποστολς καταξιώνεται κάθε νθρώπινη γλώσσα, κα τελέστερη κα πλούστερη, κα γίνεται φορέας το μηνύματος τς σωτηρίας (κορεατικ-σουαχίλι). Η ρθοδοξία δν εροποίησε καμμία γλώσσα, πως επώθηκε παραπάνω. Ο γιοί μας προσφέρουν «τ Λόγω τος λόγους», «Λόγω πλέκοντες κ λόγων μελωδίαν, τν πρς μς δεται δωρημάτων» (αμβικς κανόνας Χριστουγέννων).
β)  χρήση τς γλώσσας γίνεται στν κκλησία (ρθοδοξία) χωρς δεολογικς προκαταλήψεις- κόμη κα καλλιτεχνικές. Γι’ ατ κα ο Πατέρες δν θηρεύουν τν γλωσσικ τελειότητα γι προσωπικ καταξίωση. τελειότητα τς γλώσσας τν Μεγάλων Πατέρων εναι πλς καρπς τς ψηλς παιδείας τους κα χι ποτέλεσμα σκοπιμότητας. γιος Γρηγόριος Θεολόγος κατακρίνει τ «κατεγλωττισμένον κα ντεχνον» κα παινε «τ πλον κα εγενές» του λόγου24. Γι’ ατ κα τος μεγαλύτερους αρετικούς της ποχς του, τος Ενομιανος (κραίους ρειανούς), τος ποκαλε «κομψος τ λόγω», διότι στήριζαν τν «θεολογία» τους στν ραιολογία κα τν ξ ατς ντυπωσιασμό. Γενικά, γι τν πατερικ παράδοση λων τν αώνων σχύει νας παράβατος κανόνας, πο φαρμόζει, λλωστε, σ’ λες τς περιπτώσεις: ποιος χει ν πε κάτι βαθ κα ληθιν τ λέει μ κάθε πλότητα κα σαφήνεια. Μόνο ατός, πο δν χει ν ρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθε ν ντυπωσιάσει μ τν στρυφνότητα το λόγου του κα τν καταληψία.
Θ μποροσε ν παρατηρήσει κανείς, τι κα στν πατερικ παράδοση παντον ρχαϊκς μορφές, πως τ προσωδιακ μέτρα στν μνογραφία, τ πη το γίου Γρηγορίου το Θεολόγου. Σ’ ατς τς περιπτώσεις μως πάλι διακονεται κκλησιαστικ λήθεια. Οτε, πάλι, πρόκειται γι πίδειξη γνώσεων, πως χει επωθε! Γρηγόριος ντιμετωπίζει τ ντιχριστιανικ μέτρα το ουλιανο του Παραβάτου (μπόδιζε στος Χριστιανος τ κλασσικ γράμματα) τος χρησιμοποιοντες παρόμοια γλωσσικ μορφ πολλιναρίους (πατέρα κα υό), πο καθιστοσαν τν γλώσσα μέσο αρετικς προπαγάνδας. Κινεται, δηλαδή, στ ρια τς ποιμαντικς της κκλησίας. λλ κα ργότερα, ωάννης Δαμασκηνς (†750) θ μς δώσει τος περίφημους αμβικος Κανόνες το (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστ) κα  Πατριάρχης εροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τ νακρεόντειά του. Εναι μως χαρακτηριστικό, τι ρχαΐζουσα ποίηση το δευτέρου, πως κα το Γρηγορίου, δν πέρασε στν κκλησιαστικ λατρεία, το πρώτου δ ο αμβικο Κανόνες -ληθιν ποιητικ ριστουργήματα- μπκαν στν λατρεία, λλ’ ς «δεύτεροι» Κανόνες τν ντιστοίχων ορτν, μ πρώτους κείνους, πο γράφτηκαν στν τρέχουσα γλώσσα κα μ τ καθιερωμένα πι κκλησιαστικ τονικ (κα χι προσωδιακ) μέτρα.
Τν προτεραιότητα, συνεπς, στν κκλησιαστικ λειτουργικ πράξη χει « δύναμις τν ρημάτων», γκλεισμένη στ λόγια Χάρη, κα χι τ νδυμα, γλωσσικ μουσικό, μορφή. Τν στάση δ τν θεουμένων Πατέρων πέναντι στν γλώσσα κφράζει καθοριστικ να στορικ νέκδοτο, συνδεόμενο μ τ πρόσωπο το γίου Σπυρίδωνος, πισκόπου Τριμυθοντος (τς Κύπρου). Συμμετεχε σ μία Θεία Λειτουργία στ Λήδρα, τν σημεριν Λευκωσία. πίσκοπός της πόλεως Τριφύλλιος ταν ρχαϊστής. τσι, στ κήρυγμά του τ γνωστ χωρίο το Εαγγελίου «ρον τν κράββατόν σου κα περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) τ μετέβαλε σ «ρον τν σκίμποδά σου κα περιπάτει». Τότε γιος Σπυρίδων σηκώθηκε γι ν γκαταλείψει τν σύναξη, λέγοντας, τι δν μπορε ν νεχθε τ ν ντρέπεται κανες ν χρησιμοποιήσει τν γλώσσα, πο δν ντράπηκε διος Θεός, στ πρόσωπο το Χριστο, ν χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπν κανείς, γιατί πατερικ ρθοδοξία μένει ξω π κάθε εδος γλωσσικν γώνων κα π κάθε γλωσσικ μονισμό, πο μπνέει ντορθόδοξη συντηρητικότητα.
γ)  κκλησιαστικ γλώσσα χει σαφήνεια κα πλότητα. μ γκλωβισμός της σ ποιεσδήποτε τάσεις κα χρήσεις, συντελε στ ν διατηρε κφραστικ καθαρότητα. ς στορικ σάρκα το «θείου λόγου» εναι κα ατ «χωρς μαρτία», πως «νθρωπότητα (νθρώπινη φύση) το Χριστο. ποφεύγεται ντυπωσιασμς πρς ποιαδήποτε κατεύθυνση. λόγος τς ρθοδοξίας πρέπει ν περν π τς κος στν καρδι τν κουόντων, βίαστα κα μεσα. Γι’ ατ κα (πατερικ) ρθοδοξία πευθύνεται στν γλώσσα (π κάθε ποψη) κάθε νθρώπου. Συγκαταβαίνει ατή, κατ τ θεο παράδειγμα, στ πίπεδό του νθρώπου κα δν διαφορε γι τν προσληπτικ το δύναμη. Τ κάλλος το κκλησιαστικο λόγου, βγαίνει βίαστα π τ στόμα το ληθινο ποιητ. Κα ατ τ ζε κανες στ μοναστήρια κα τς σκτες, πως τς γιορειτικς πολιτείας, συζητώντας μ τος Γέροντες κα κούοντας τν εχυμο λόγο τους, πο κινεται στ πέραντα ρια τς Χάρης. δ κριβς, νακύπτει τ πρόβλημα τν μεταφράσεων στν Λατρεία. Η «κατανόηση» δν εναι καρπς τς μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) τν κειμένων, λλ λειτουργικς μπειρίας (πρβλ. τος «φιλακόλουθους» το λέξανδρου Παπαδιαμάντη) κα μπειρικς, τουλάχιστον, θεολογικς γνώσης. ν λείπουν ατς ο προϋποθέσεις, κα σοφότερος πανεπιστημιακς φιλόλογος δν θ μπορε ν συλλάβει τ «πόθετον κάλλος», τ θεολογικ νόημα το κειμένου.
δ) πάρχει μία λανθασμένη ντύπωση, καλλιεργουμένη διαίτερα σ θνικιστικος κύκλους, τι ρθοδοξία φείλει τν αγλη της στν λληνικ γλώσσα κα φιλοσοφία, λησμονώντας τι λληνικότητα στν κκλησία δν εναι μέγεθος αθυπόστατο, λλ «μέσο» κα ργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στν γιοπνευματικ Χάρη. γιος Γρηγόριος Παλαμς, συνοψίζοντας λη τν σχετικ πατερικ στάση, πισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τς τν Πατέρων τ ατ τος ξω φθέγγηται, μλλον π τν ρημάτων μόνον, π δ τν νοημάτων πολ τ μεταξύ». (Κα ν κανες π τος Πατέρες λέγει τ δια μ τος φιλοσόφους, σχέση σταματ στς λέξεις, στ σημαινόμενα μως π’ ατς πάρχει μεγάλη πόσταση-διαφορ)26. λληνικς λόγος κόμη, πως κα φθαστη, στ μέτρα το κόσμου, λληνικ φιλοσοφία, ποφορτίζονται νοηματικ κα ναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στ κκλησιαστικ μέτρα κα στς ποιμαντικς νάγκες. τσι γίνεται λόγος τς κκλησίας, κκλησιαστικός.
να κλασσικ παράδειγμα εναι ο γλωσσικς «τέλειες» το κκλησιαστικο λόγου. Ποις φιλόλογος λ.χ. θ δεχόταν ποτ τν γνωστ κείνη φράση τς ποκαλύψεως: « ν κα ν κα ρχόμενος» (ποκ. 1, 8); Τί εναι φιλολογικ ατ τ « ν»; συγγραφέας μως τς ποκαλύψεως μένει ξω π τος φιλολογικος κανόνες. Δν εναι γνοια τς γλώσσας δ, λλ κκλησιοποίηση τς γλώσσας. Μόνο ατ δόκιμη μορφ « ν» (ντ « ν») κφράζει τν διαχρονικ διάρκεια, μλλον τν περχρονικότητα σ’ ατό, πο τ νθρώπινο μυαλ ντιλαμβάνεται ς παρελθόν.
Τν δια ετολμία -γι ν σταθομε στ σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει κα χρήση π τος Πατέρες το δ’ αώνα το ρου «μοούσιος». Δν πρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικ ρος π ατόν, φο χρησιμοποιήθηκε π φοβερος αρετικούς, πως ο Γνωστικοί, Σαβέλλιος κα Παλος Σαμοσατέας, πρόδρομοι το ρείου. Κα μως ατς τόσο κακόηχος ρος γίνεται κκλησιαστικς κατ’ ξοχν γι τ διατύπωση τς σχέσεως τν γιοτριαδικν Προσώπων. Ποι οσιαστικ μεταλλαγ κα νανοηματοδότηση δέχεται ρος «μοούσιος» στν πατερικ κκλησιαστικ γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία οσία κα να πρόσωπο. Θες χι τριαδικός, λλ μονοπρόσωπος. Τ πρόσωπα δν εναι παρ μάσκες-προσωπεα το νς στν οσία θείου προσώπου. Στν γλώσσα μως το κκλησιαστικο Συμβόλου ρος σημαίνει: Τ τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν μο τ μία θεία οσία. Μία οσία το Θεο, τρία τ Πρόσωπα τς Θεότητας. Ανατινάζεται, τσι, κυριολεκτικ παλαι νοηματοδότηση το ρου. λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει κα ξαναγεννιέται ς «καιν κτίση».
6. Στην συνάφεια μως ατ νακύπτει να ρώτημα: Τί γίνεται μ τς μεταφράσεις; Επώθηκε παραπάνω, τι στν ρθοδοξία δν νοονται ερς γλσσες. Πεντηκοστ βεβαιώνει ναντίρρητα, τι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτ στν διακονία το Εαγγελίου, μ τς παραπάνω προϋποθέσεις. σο κα ν τ πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) εναι ναντικατάστατο -ατ εναι φιλολογικς νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται κκλησιαστικ δεκτ στ ποιμαντικ ργο τς κκλησίας. μεταφορ π τ πρωτότυπο στ μετάφραση εναι να εδος μετενσαρκώσεως το «θείου λόγου» στν συγκεκριμένη νθρώπινη πραγματικότητα, κάτι πο ποτ δν μπορε ν ρνηθε ρθοδοξία. Τ ναντικατάστατο μως το λληνικο πρωτοτύπου συναρτται μ τν πλοτο κα τν πλαστικότητα το λληνικο λόγου, πως θ παρατηρήσει πρτος Γενάρχης τς πόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. « τν λλήνων φων πολ ερυχωροτέρα τς Λατίνων κα σαφεστέρα...»27. ρκε ν σκεφθομε, τι τ θεολογικ πρόβλημα το Filioque φείλεται κα σ’ ατ τν στενότητα τς Λατινικς γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + κπορεύεσθαι).
Στν κκλησία δν μπορομε, συνεπς, ν μιλομε γι «θνικς» γλσσες, λλ γι γλώσσα κκλησιαστική, περεθνική, πο περβαίνει γενικ λες τς καθιερωμένες χρήσεις κα λα τ ατονόητα. Ατ σχύει κα γι τ θέση τς λληνικς στ ζω το κκλησιαστικο σώματος. λες ο μορφς το λληνικο λόγου καταφάσκονται κκλησιαστικά, νάλογα μ τς ποιμαντικς νάγκες. κκλησία χρησιμοποίησε τν κοιν (λληνιστικ) γλώσσα στν Καιν Διαθήκη. ργότερα μως ο Πατέρες θ γίνουν ττικότεροι, νάλογα μ τν σχολική τους παιδεία κα τν γλώσσα το περιβάλλοντός τους. Τ πατερικ μως κήρυγμα εναι πάντοτε σ γλώσσα πλούστερη κα εληπτότερη. Κα στ σημεο ατ πατερικ προσαρμοστικότητα εχε μία συγκεκριμένη ατία: τν αρετικ πρόκληση. Πρτοι ο Γνωστικο κα τ πόκρυφα βιβλία τς Καινς Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσικ μορφή, ποβλέποντας στ διάδοσή τους.
Ατ θ παναληφθε κα στ νεώτερα χρόνια. ταν ο δυτικς προπαγάνδες ρχισαν ν χρησιμοποιον πλούστερη γλωσσικ μορφή, κκλησία καταφεύγει κα ατ στν δημώδη λόγο, γι ν νισχύσει τ πλήρωμα κα ποκρούσει τν κίνδυνο. Τν 16ον αώνα, ο δυτικο αρετικοί, Παπικο κα Προτεστάντες, χρησιμοποιοσαν στν προπαγάνδα τος μεταφράσεις. θναρχία τν ρθοδόξων Πατριαρχν βρκε τν χρυσ τομή:  λατρεία διατηρε τν γλωσσικ μορφ τς (πρωτότυπο), τ κήρυγμα μως γίνεται σ πλ γλωσσικ μορφ (δημοτικ)28.
Κλασσικ παράδειγμα σ’ ατ τν «συγκατάβαση» πάλι Πατροκοσμς. Κατεχε ψηλ παιδεία γι τν ποχή του. Στ κήρυγμά του μως χρησιμοποιε τν γλωσσικ κώδικα το μέσου Ρωμηο, πλουτίζοντας τν μ κφράσεις π τ Εαγγέλιο κα τν λατρεία, προσιτς ς κούσματα στ λαϊκ ασθητήριο. «δημοτικισμς» μως το Πατροκοσμ δν εναι τεχνητός, πως κενος το Ψυχάρη, λλ φυσικς κα βίαστος. Δν βιάζει, λλωστε, τν γλώσσα, γι ν καταλήξει σ κάποια «φτειαχτ» μορφή της. Πρόκειται γι να «θνικ δημοτικισμό», χωρς ταξικ χαρακτήρα. Στόχος του δν ταν δημαγωγία, λλ’ φωτισμς το Λαο στν λότητά του. πατερικς δ ατς δρόμος το Πατροκοσμ ταν κα ατία τς πιτυχίας του, σ’ ντίθεση μ λλους κήρυκες τς ποχς του, πο κλεισμένοι στ γλωσσικ τείχη τους, δν μπόρεσαν ν πλησιάσουν τν Λα κα ν’ γγίξουν τν ψυχή του. Κα ατ παναλαμβάνεται σ κάθε ποχή.
7. Ο Πατροκοσμς, πιστεύω, λειτουργε κκλησιαστικά, κα γι’ ατ γιά μας κα «θνικά», κα σ μία λλη κατεύθυνση. Διασώζει τν συνέχεια το λληνικο-κκλησιαστικο λόγου, ποκρούοντας τν μονισμ τν Προπαγανδν, πο ρχονταν π τν Δύση. κόμη νοιξε να δρόμο, πο προφυλάσσει π τν πόλωση, τεχνητ πωσδήποτε, νάμεσα στν δημοτικ κα καθαρεύουσα, πο μς πέβαλαν π τ γραφεα τος Κορας κα Ψυχάρης, γευστοι κα ο δύο της κκλησιαστικς λευθερίας.
Τ ργο ατ τς διακοπς τς συνέχειας το λληνικο λόγου σκοσαν μ τν δικό τους τρόπο κα ο προτεσταντικς μεταφράσεις τς γίας Γραφς τν 19ον α. φάρμοζε, μάλιστα, Βιβλικ ταιρεία (B.F.B.S.) μία κακόβουλη τακτική, πο δυστυχς συνεχίζεται ς σήμερα. Γι ν ποσπάσουν τν δεια τν λληνικν κκλησιαστικν ρχν, στν πρώτη κδοση δημοσίευαν τν μετάφραση μαζ μ τ πρωτότυπο. Στς πανεκδόσεις μως φαιροσαν τ πρωτότυπο, φήνοντας μόνη τν μετάφραση. Καλλιεργοσαν, τσι, στν λληνικ Λα τν συνείδηση, τι νεοελληνικ μετάφραση εναι τ γιογραφικ κείμενο. Για τν Παλαι Διαθήκη, ξ λλου, καταφεύγοντας στ «πρωτότυπο» βραϊκό, πέρριπταν σιωπηρ κα στν πράξη τ κείμενο τς Μεταφράσεως τν ’, πο να μν δν εναι τ πρωτότυπο γι μεγάλο ριθμ παλαιοδιαθηκικν βιβλίων, εναι μως τ παραδοσιακ κείμενο τς κκλησίας, δη π τος πρώτους αἰῶνες. Η πρακτικ ατ συνεχίζεται, δυστυχς, π τν Βιβλικ ταιρεία ς σήμερα, ποθάλπεται δ κα π κκλησιαστικ πρόσωπα, τ ποα συνευδοκον στν κυκλοφορία τς Μεταφράσεως χωρς τ πρωτότυπο γι λόγους οκονομίας, λησμονώντας μως, τι γι τν λληνισμ παραθεώρηση το πρωτοτύπου της Καινς Διαθήκης εναι πρόβλημα θνικό, διότι ναιρεται συνέχεια τς λληνικς γλώσσας κα γλώσσα το Εαγγελίου, πο γέννησε τν νεοελληνικ γλωσσικ μορφή.
Ο πιχειροντες καινοτομίες στν Λατρεία, ποιοι κα ν εναι, ετε παρασυρόμενοι, ετε ν γνώσει τους, συμπράττουν μ τος παδος κα «πράκτορες» τν ξένων προπαγανδν, συμβάλλοντας στν διάσπαση τς στορικς συνέχειας τς γλώσσας μας. κίνηση ατ εναι μία ψη το «χωρισμο κκλησίας-Πολιτείας», ποία στν οσία εναι βούληση γι ποσύνδεση τς ρθοδοξίας π λες τς δομς το θνικο μας βίου. Το κύριο πιχείρημά τους εναι, τι δν πάρχει συνέχεια στ θνος μας, φο εναι Νεοελληνικ θνος, λλ κα στν κκλησία μας, διότι εναι Νεοελληνικ κκλησία. (Ατ διατεινόταν Θεοκλητς Φαρμακίδης τν 19ο αώνα). λατρεία μας μως ποδεικνύει τν διπλ ατ συνέχεια. Εναι μάλιστα, τραγικ ν πορρίπτουμε ο λληνες τν κιβωτ τς γλώσσας κα το πολιτισμο μας, πο εναι κκλησιαστικ λατρεία, μ τν παιδαριώδη ψευδαίσθηση τι, ν μεταφρασθον τ κείμενα τς λατρείας, θ συρρεύσει κόσμος -κα μάλιστα ο Νέοι- στν λατρεία. Δεν εναι γλωσσικ μορφ το λατρειακο λόγου, πο πομακρύνει τν σημεριν νθρωπο π τν κκλησία, λλ’ συνέπεια, πουσία γνησιότητας κα γωνιστικότητας κα σύμπραξή μας μ τς δυνάμεις τς Νέας ποχς (πολιτικ κα θρησκευτικά), πο καταπιέζουν τν νθρωπο κα λλοτριώνουν τν κοινωνία.
8. Γίνεται λοιπν κατανοητ κόλουθη λήθεια. κκλησία-ρθοδοξία σώζει κα στ θέμα τς γλώσσας τν λληνισμ κα χι λληνισμς τν ρθοδοξία. κκλησία γίνεται κυματοθραύστης τν πιβουλν ναντίον τς γλώσσας μας. Διότι χι μόνον καταφάσκει κα συντηρε τν λληνικ γλώσσα σ’ λη τν στορική της διαχρονία, λλ κα διασώζει κα μεταδίδει τ κούσματα το καθαρο λληνικο λόγου. Δν εναι γλώσσα, πο διδάσκεται μέσω τν κειμένων, λλ ζωνταν κκλησιαστικ γλώσσα, πο λαλεται κα ψάλλεται στν κκλησιαστικ λατρεία. πορεία το θνους μας σήμερα, μέσα στν χοάνη τς νωμένης Ερώπης, πείθει ναντίρρητα, τι κκλησία μ λη τν ζω κα κίνησή της εναι χρος, στν ποο θ σωθε μπορε ν σωθε γλώσσα μας. Κα ατ τ διαπιστώνει κανες κόμη κα σ σπουδαστς τς Θεολογίας Φιλολογίας: μόνον κενοι, πο χουν μεση παφ μ τν λατρεία κα τν γλώσσα της, χειρίζονται νετα τν λληνικ λόγο. Συμβαίνει δηλαδ ατό, πο διαπιστώνεται στν περίοδο τς Τουρκοκρατίας. νθρωποι μικρς σχολικς παιδείας, ς τν Μακρυγιάννη, στ γραπτό τους λόγο φανερώνουν τν σχολικ νεπάρκειά τους. Στν προφορικό τους μως λόγο διασώζουν τν ζωνταν λληνικ γλώσσα, ξω π κάθε καλούπι κα δεολογικ δέσμευση. Ατ σημαίνει, τι μόνο στν κκλησιαστικ λατρεία θ παρέχεται δυνατότητα μεσης παφς κα κοινωνίας μ τν «λληνα λόγο», τν γλωσσική μας παράδοση. Διότι κκλησιαστικ λατρεία θ διασώζει τ κούσματα το αθεντικο λληνικο λόγου μέσα στν κατάλυτη συνέχειά του.

Βιβλιογραφικ Σημείωση.
Εδικς μελέτες γι τ θέμα τς κκλησιαστικς γλώσσας εναι ο κόλουθες: Κ.Γ.Μπόνη, γλώσσα τν Πατέρων κα τν κκλησιαστικν συγγραφέων, θναι 1970. Χρ. Μπούκη, γλώσσα το Γρηγορίου Νύσσης π τ φς τς φιλοσοφικς ναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970.Α.Δ. Δελήμπαση, γλώσσα τς ρθοδοξίας, θναι 1975. Στύλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία κα γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ ατς βρίσκει κανες κα τν λοιπ βιβλιογραφία.
(2010)
1.    Τ κείμενο στν λληνικ Πατρολογία το Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου το Μεγάλου ες τ «Πρόσεχε σεαυτ», Λόγος π τ ορτ τν τριν εραρχν, ν θήναις 1958.
2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. (« Θεός, πο μς πλασε, μς δωσε τν χρήση το λόγου, γι ν φανερώνουμε νας στν λλο τς σκέψεις τν καρδιν (μας) καί, λόγω τς κοινωνικότητας τς φύσης (μας), ν μεταδίδουμε καθένας στν πλησίον, προσφέροντας σν μέσα π κάποια ταμεα τς σκέψεις π τ βάθη τς καρδις μας»).
3. PG 31, 197CD. («Διότι, ν ζούσαμε μ γυμν π τ σμα ψυχή, μέσως θ πικοινωνούσαμε μεταξ μας μ τς σκέψεις (μας). πειδ μως ψυχ μς σκέπτεται, καλυπτομένη μ τ παραπέτασμα το σώματος, χει νάγκη π λόγια κα λέξεις, γι ν νακοινώσει ατά, πο βρίσκονται στ βάθος της»).
4. Στ διο. («ταν, λοιπόν, σκέψη κφρασθε μ τν φωνή, μεταβαίνει π τν μιλητ σ’ ατόν, πο κούει, διασχίζοντας τν έρα, μεταφερόμενη μ τν λόγο σν πορθμεο. Κα ν μν βρε κρα γαλήνη κα συχία, σν σ γαλήνια κα χείμαστα λιμάνια, γκυροβολε λόγος στς κος τν κροατν. ν μως, σν κάποια σφοδρ θύελλα, θόρυβος τν κροατν πνεύσει ντίθετα, τότε ναυαγε λόγος, διαλυόμενος στν έρα»).
5. κδοσις κριβής της ρθοδόξου πίστεως Β (21) 35.
6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, π.π., σ. 13 .
7. Βλ. πατερικ παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, γλώσσα τς ρθοδοξίας, θναι 1975, σ. 14 .ε.
8. ερς Χρυσόστομος, PG 47, 428.
9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.
10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.
11. Στ διο.
12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.
13. Βλ. Γένεση 2, 19 .
14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.
15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.
16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.
17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.
18. ωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.
19. Γι τ ζήτημα βλ. στο Εαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικς, ν θήναις 1986, σ. 345 .ε.
20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, π.π., σ. 32 .
21. Αγουστίνου Ν. Καντιώτου (πισκ.), Κοσμς Ατωλός, θναι 1977, σ. 204, 285.
22. πιτάφιος ες τν Μ. Βασίλειον, κέφ. ΙΑ’.
23. PG 37, 308.
24. Α.Δ. Δελήμπαση, π.π., σ. 36-37.
25. Σωζομενο, κκλησιαστικ στορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δ πιτελουμένης, πιτραπες Τριφύλλιος διδάξαι τ πλθος, πε τ ρητν κενο παραγειν ες τ μέσον δέησε, τό, «ρον σου τν κράββατον κα περιπάτει», σκίμποδα ντ το κραββάτου μεταβαλν τ νομα, επε. Κα Σπυρίδων γανακτήσας. ου σ γέ, φη, μείνων το κραββάτου ερηκότος, τι τας ατο λέξεσιν παισχύνη κεχρσθαι; Κα τοτο επν πεπήδησε το ερατικο θρόνου, το δήμου ρντος».
26. Περ τν ερς συχαζόντων ’, 1, 11.
27. PG 160, 698.
28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τ Ζήτημα τς Μεταφράσεως τς γίας Γραφς ες τν Νεοελληνικν κατ τν ΙΘ’ α., θναι 20042, σ. 43 π.

ΠΗΓΗ: 
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.