Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Η Ὀρθοδοξία ἀποτιμᾶ μὲ ρεαλισμὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο, ἀναγνωρίζουσα τὴν ἀποφασιστική του σημασία γιὰ τὴν δόμηση καὶ λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Αὐτὸ δηλώνει σὲ ἕνα ἐκπληκτικὸ γιὰ τὴν ἀκρίβεια καὶ σαφήνειά του κείμενο ὁ Μ. Βασίλειος. Πρόκειται γιὰ τὴν Ὁμιλία τοῦ «Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῶ»1, ποὺ ἀποτελεῖ ἐπιτομὴ τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας: «Τὴν τοῦ λόγου χρῆσιν δέδωκεν ἠμὶν ὁ κτίσας Θεός, ἴνα τὰς βουλᾶς τῶν καρδιῶν ἀλλήλοις ἀποκαλύπτωμεν καὶ διὰ τὸ κοινωνικόν της φύσεως, ἕκαστος τῷ πλησίον μεταδῶμεν, ὥσπερ ἐκ τινῶν ταμιείων τῶν τῆς καρδίας κρυπτῶν προφέροντες τὰ βουλεύματα». Ὁ λόγος ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ συντελεῖ στὴ φανέρωση τῶν ἐνδομύχων σκέψεων γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς κοινωνίας (ἐπικοινωνίας) μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀνθρωπολογικὴ κατοχύρωση τῆς σημασίας τοῦ λόγου δίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατέρα στὴ συνέχεια: «Εἰ μὲν γὰρ γυμνὴ τὴ ψυχὴ διεζῶμεν, εὐθὺς ἂν ἀπὸ τῶν νοημάτων ἀλλήλοις συνεγινόμεθα. Ἐπειδὴ δὲ ὑπὸ παραπετάσματι καλυπτομένη ἠμῶν ἡ ψυχὴ τὰς ἐννοίας ἐργάζεται, ρημάτων δεῖται καὶ ὀνομάτων πρὸς τὸ δημοσιεύειν τὰ ἐν τῷ βάθει κείμενα»3. Ἡ συγκάλυψη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα ἐπιβάλλει τὴν χρήση τοῦ λόγου ὡς μέσου ἐκφράσεώς της.
Ἀλλὰ καὶ ἡ λειτουργία τοῦ λόγου περιγράφεται ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο: «Ἐπειδᾶν οὒν πότε λάβηται φωνῆς σημαντικῆς ἡ ἔννοια ἠμῶν, ὥσπερ πορθμείω τινὶ τῷ λόγω ἐποχουμένη διαπερώσα τὸν ἀέρα, ἐκ τοῦ φθεγγομένου μεταβαίνουσα πρὸς τὸν ἀκούοντα, ἐὰν μὲν εὔρη γαλήνην βαθείαν καὶ ἡσυχίαν, ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις καὶ ἀχειμάστοις, ταῖς ἀκοαῖς τῶν...
μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται. Ἐὰν δὲ οἶον ζάλη τὶς τραχεία ὁ παρὰ τῶν ἀκουόντων θόρυβος ἀντιπνεύση, ἐν μέσω τῷ ἀέρι διαλυθεῖς ὁ λόγος, ἐναυάγησε»4. Συνδέεται, ἔτσι, ἡ φυσικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου μὲ τὴν χρήση του στὸ ἐκκλησιαστικὸ κήρυγμα καὶ μεταφερόμεθα ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο στὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρευτικῆς πράξεως.Ὑπόβαθρο, φυσικά, τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι ἡ ἀριστοτελικὴ θεωρία περὶ «ἐνδιαθέτου» καὶ «προφορικοῦ» λόγου, τὴν ὁποία διέσωσε στὴ χριστιανικὴ διατύπωσή της ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός5. Ὁ λόγος ὁ προφορικὸς εἶναι κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο6, «νοῦς προπεμπόμενος», ὅπως ὁ ἐνδιάθετος εἶναι «λόγος ἐγκείμενος»7. Ἔτσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογικὴ ἑρμηνεία τῆς «λογικῆς» λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ πατερικὴ διδασκαλία δέχεται ὁμόφωνα τὴν μοναδικότητα καὶ ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὰ ζῶα, διότι, πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, μόνο τὸν ἄνθρωπο προίκισε ὁ Θεὸς μὲ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου8. Στὴ φύση τῶν ζώων ἀπουσιάζει ὁ λόγος σὲ ὅλες τὶς ἐκδοχές του. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται «λογικὸς» καὶ τὰ ζῶα «ἄλογα», καὶ εἶναι ὑποχείρια στὸν ἀνθρωπο9. Οἱ ἄνθρωποι «διὰ λόγου τὸν Θεὸν ἐπεγνώκαμεν» καὶ «λόγω τὸν Κτίστην γεραίρομεν»10. Ἀπὸ τὴν καθημερινὴ χρήση δηλαδή, ποὺ ἐπιβάλλει τὸ «κοινωνικόν» του ἀνθρώπου, ὁ λόγος αἴρεται στὴ σφαίρα τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς ὁμολογίας της, διὰ τῆς γραπτῆς ἢ προφορικῆς ἐκφράσεως τῶν ἐμπειριῶν της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης11.
2. Στην ἁγιοπατερικὴ παράδοση γίνεται σαφέστατα ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὴ δύναμη τοῦ λόγου, μὲ τὴν ὁποία εἶναι ἐκ Θεοῦ ὁπλισμένος ὁ ἄνθρωπος καὶ στὴν γλώσσα ὡς «σημαντική» του λόγου. Τὰ ρήματα δηλαδὴ καὶ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ μὲ τὴ λογική του δύναμη12 ο ἀνθρωπος13. Ὁ Θεὸς «πραγμάτων ἐστὶ δημιουργός, οὐ ρημάτων ψιλῶν»14. Ἡ γλώσσα, ὡς σύνολο ρημάτων καὶ ὀνομάτων, καὶ ὁ μηχανισμὸς τῆς διασυνδέσεώς τους, εἶναι ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου. Καμμία ἀνθρώπινη γλώσσα, συνεπῶς, δὲν δημιούργησε ὁ Θεός, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ κάποιος λαός, ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ εἶναι θεοσδοτη. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ὀνομάτων ἢ ρημάτων, γιὰ νὰ κοινωνήσει μαζὶ μας15. Δὲν ἀποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ἀνθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στὸν ἄνθρωπο καὶ θεᾶται ἀπὸ τὸν θεόπτη ἄνθρωπο, ὡς ἄκτιστη «δόξα» καὶ «βασιλεία», ὡς Φῶς ὑπερφυσικὸ καὶ ὑπερουράνιο. Ο ἄνθρωπος ἐκφράζει τὴ θεοπτικὴ τοῦ ἐμπειρία μὲ τὴν γλώσσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ, χωρὶς πάλι νὰ μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ ποτὲ ἡ θεοπτικὴ ἐμπειρία μὲ τὰ χρησιμοποιούμενα γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα.
Θεολογοῦμεν, «ὡς ἂν ἡ δυνατὸν ἑξαγγεῖλαι διὰ τὴν τῆς φύσεως ἠμῶν πτωχείαν»16. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς «ὑπερέχει πάντα νοῦν», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται μὲ τὴν «καθαρὰν καρδίαν» (Μάτθ. 5, 8), διὰ τῆς σιωπῆς: «Ἐκεῖνο γὰρ σιωπῶμεν, ὁ διὰ ρημάτων ἀδυνατοῦμεν ἑξαγγεῖλαι»17. Αὐτὸ ἐκφράζει θεόπνευστα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς Μαϊουμὰ στὸν Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Στέργειν μὲν ἠμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («Ἐπειδὴ εἶναι ἀκίνδυνο, λόγω τοῦ (θείου) φόβου, εὐκολότερα λατρεύουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν σιωπή (μας)»).
Ἡ ποικιλία ἐξ ἄλλου, τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως διδάσκει ἡ Γραφὴ μὲ τὴ διήγηση γιὰ τὸν Πύργο τῆς Βαβὲλ (Γέν. Κέφ. 11). Συντελεῖται, ἔτσι, ἡ διάσπαση καὶ διάθλαση τῆς μίας ἀνθρώπινης γλώσσας σὲ πολλὲς καὶ οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν τὰ πράγματα «κατὰ τὴν ἐπιχωριάζουσαν ἐν ἐκάστω ἔθνει συνήθειαν»18. Ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ-καρδιακὴ ἑνότητα ὁδηγήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιακὴ καὶ γλωσσικὴ σύγχυση καὶ διαίρεση. Ἡ Πεντηκοστή, μὲ τὴν «τοῦ Πνεύματος ἐπιδημίαν», θὰ εἶναι ἡ ἐπανασύνδεση τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν στὴν «κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ σὲ μία γλώσσα, τὴν γλώσσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκφραζομένη ὡς «ἑνότητα τῆς πίστεως» καὶ κοινὴ δοξολογία. «Εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε (ὁ Θεὸς) καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα». Ἡ γλωσσικὴ στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ὡς καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἀποκαθίσταται ἡ ἐσωτερικὴ ἑνότητα, τὴν ὁποία προσπαθεῖ κατὰ τὸ δυνατό, νὰ ἐκφράσει ἡ ἀτελὴς καὶ πεπερασμένη ἀνθρώπινη (ὁποιαδήποτε) γλώσσα.
3. Αφού καμμία γλώσσα δὲν ἔχει θεία προέλευση, γι’ αὐτὸ καὶ καμμία γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς τὸ χαρακτήρα τῆς ἱερῆς γλώσσας. Εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἱστορία ἡ πλάνη τῶν Τριγλωσσιτῶν ἢ Πιλατιανῶν, τὴν ὁποία ἀντιμετώπισε ὡς αἵρεση ἡ Ὀρθοδοξία στὰ πρόσωπα μεγάλων πατερικῶν μορφῶν της19. Ἡ πατερικὴ παράδοση δέχεται τὴ σχετικότητα ὅλων τῶν γλωσσῶν στὴν ἔκφραση τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας ἀποκάλυψης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, ἔτσι, κάθε ἐθνικιστικὴ θεώρηση τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας, μὴ δεχόμενος κατ’ ἀρχὴν στὸ ἐλάχιστο τὴν ἱστορικὴ προτεραιότητά της, ἀλλὰ καὶ τονίζοντας ὅτι χρησιμοποιήθηκε «εἰς τὸ νηπιῶδες τῶν ἄρτι τὴ θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω τῆς νηπιότητας τῶν ἀνθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικὰ ἡ ἁπλὴ ἑβραϊκή, μέχρις ὅτου ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς Νέος Ἰσραήλ, χρησιμοποιήσει ὡς τελειότερη -ἀλλὰ πάντοτε ἀτελῆ- γλώσσα τὴν Ἑλληνική.
Στὰ ὅρια τῆς θείας συγκαταβάσεως νοεῖται καὶ ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ γεγονὸς τῆς θείας σαρκώσεως ὑπῆρξε, ἄλλωστε, ἢ αὐτομετάφραση τοῦ Θείου Λόγου στὴν ἀνθρώπινη «γλώσσα», γιὰ τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μαζί Του. Ὁ Θεὸς «αὐτεπάγγελτος» σαρκώνεται «δὶ’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν». Εἰσέρχεται μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα «ἐν σαρκὶ» καὶ κοινωνεῖ μαζί μας στὴ δική μας «γλώσσα», διότι, ὅπως λέγει στὸν νυκτερινό Του μαθητῆ Νικόδημο: «Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμὶν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἂν εἴπω ὑμὶν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε;» (Ἰω. 3, 12). Ὅπως παρατηρεῖ σχετικά, πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεῖ ταῖς ἀνθρωπίναις ἀκοαῖς τὴν ἑαυτοῦ φωνὴν» ὁ Χριστός. Ἄν, τώρα, θέλαμε μία ἄλλη συσχέτιση, ἡ Μεταμόρφωση στὸ Θαβὼρ ἦταν ἡ (αὐτὸ) ἑρμηνεία τοῦ Θεανθρώπου, μὲ τὴν φανέρωση τῆς θεότητάς Του.
4. Ο Ἰησοῦς Χριστὸς χρησιμοποιεῖ κατὰ τὴν ἐπίγεια δράση Τοῦ τὶς γλῶσσες τοῦ περιβάλλοντός Του (ἀραμαϊκὴ καὶ ἑλληνική), ὅπως καὶ οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοί Του. Ἄλλωστε, ἀπὸ τὸν γ’ π.Χ. αἰώνα στὴν ἰουδαϊκὴ διασπορὰ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ (πρβλ. τὴ Μετάφραση τῶν Ο’). Ἔτσι ἡ ἑβραϊκὴ παρέρχεται ὡς «σκιὰ» καὶ δίνει τὴ θέση της στὴν Ἑλληνικὴ Κοινή, ποὺ γίνεται ἡ γλώσσα τῆς Καινῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Η ἑλληνικὴ γλώσσα σὲ ὅλες της τὶς ἱστορικὲς μορφὲς καὶ μετὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ γίνεται ἡ γλώσσα τῶν Πατέρων, διακονεῖ τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθείας, στὰ ὅρια τῆς ἑλληνο-ρωμαϊκῆς Οἰκουμένης, καὶ μέσω αὐτῆς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία στὴν σωτηρία.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ὡς γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ μεγαλύτερου καὶ περισσότερο πρωτότυπου μέρους τῆς πατερικῆς παραδόσεως, γίνεται ἡ γλώσσα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐντάσσεται στὸ θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Κατὰ τὴν εὐρύτατα γνωστὴ ἑρμηνεία, τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὡς ὁ «καιρὸς» τῆς θείας σαρκώσεως, δὲν σχετίζεται μόνο μὲ τὸ πανίερο πρόσωπο τῆς Δεσποίνης Μαρίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες, τὴν πολιτειακὴ καὶ γλωσσικὴ ἑνότητα τῆς ἐποχῆς, στὸ πλαίσιο τῆς Pax Romana καὶ τῆς lingua franca. Ἔτσι, στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴ νηπιακὴ γλώσσα, τὴν ἑβραϊκή, συντελεῖται ἡ μετάβαση στὴ γλώσσα τῆς ἀνθρωπίνης ἐνηλικιώσεως, τὴν ἑλληνική, ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια ἐθνι(κιστι)κῶν ἀνταγωνισμῶν ἢ σκοπιμοτήτων. Εὐαγγέλιο καὶ ἑλληνικὴ γλώσσα θὰ συνδεθοῦν ἀναπόσπαστα, ὄχι ὡς γλώσσα μόνο ἑνὸς ἔθνους, ἀλλὰ γλώσσα ὅλης της Οἰκουμένης. Αὐτὴ ἡ γλώσσα γίνεται ἡ ἀνθρώπινη -ἱστορικὴ- σάρκα τοῦ θείου «Λόγου», ἑνωμένη «ἀδιαίρετα», ἀλλὰ καὶ «ἀσύγχυτα» μαζί Του.
Αὐτὴ τὴν διαχρονικὴ σύνδεση Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνικότητας ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν γλώσσα, κηρύσσοντας τὴν ἀνάγκη γνώσεως τῆς Ἑλληνικῆς γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ Εὐαγγελίου ὡς Ὀρθοδοξίας.Ἀδελφοί μου -ἔλεγε στὸ κήρυγμά του- «νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας νὰ μανθάνουν τὰ ἑλληνικά, διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἶναι εἰς τὴν ἑλληνικὴν (γλώσσαν)...». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «Πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι, διότι διαβάζοντας ἑλληνικά, τὰ ηὔρα, ὁπού λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου»21. Μὴ ξεχνᾶμε δέ, ὅτι ἑλληνικὰ ἐδῶ εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Πατέρων καὶ ὄχι ἡ ἁπλουστευμένη ἑλληνική, τὰ Ρωμαίικα.
5. Η ἑλληνικὴ γλώσσα μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, βαπτίζεται στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, πεθαίνει καὶ ἀναγεννᾶται, καὶ γίνεται γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μία ἰδιαιτερότητα ὅμως, ποὺ τὴν διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὰ Ἑλληνικά του ἐκτός της Ἐκκλησίας κόσμου. Ἂν θέλαμε νὰ προσδιορίσουμε τὰ κύρια χαρακτηριστικά της ἐκκλησιοποιημένης ἑλληνικῆς γλώσσας, θὰ μέναμε στὰ ἀκόλουθα σημεῖα:
α) Ἡ ἑλληνική, ὡς γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας-Ὀρθοδοξίας, εἶναι γλώσσα διακονικη καὶ ποιμαντική. Όπως σ’ ὅλους τους χώρους, ἔτσι καὶ ἐδῶ, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ὑποδουλώνεται στὸ προσλημμα. Τὸ βάρος πέφτει στὸ προσφερόμενο, στὸ μήνυμα τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι στὸ ἔνδυμά του. Οἱ Ἅγιοι, Πατέρες καὶ Μητέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσο καὶ ἂν κατέχουν τὸν ἑλληνικὸ λόγο, εἶναι θεούμενοι καὶ ὄχι ἁπλῶς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες ὄχι ὡς «διδάσκαλοι τοῦ Γένους», ἀλλὰ ὡς μυσταγωγοὶ στὴ θεία, τὴν «ἄνωθεν» σοφία, στὸν τρόπο δηλαδὴ θεώσεως-σωτηρίας. Ἡ παιδεία, καὶ μαζὶ καὶ ἡ γλώσσα, εἶναι γι’ αὐτοὺς ἕνα ἀπὸ τὰ ἀριστοτελικὰ «μέσα». Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο νοεῖται ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Οὔκουν ἀτιμαστέον τὴν παίδευσιν, ἐπειδὴ οὕτω δοκεῖ τισιν»22, μὲ τὸν ὁποῖο ἀποστομώνει τοὺς «ὑπεράγαν ὀρθοδόξους», τοὺς Φιλισταίους τῆς παιδείας «συντηρητικούς» της ἐποχῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ διστάσει νὰ γράψει στὸν Σταγείριο: «Ἀττικὸς σὺ τὴν παίδευσιν; ἀττικοὶ καὶ ἠμεῖς»23. Ἡ γλώσσα ὅμως οὔτε σ’ αὐτόν, οὔτε σὲ κανέναν ἄλλο Πατέρα, ἀπολυτοποιεῖται ἢ θεωρεῖται καθ’ αὐτήν, ὡς αὐτονομημένο μέγεθος καὶ ἀφορμὴ καυχήσεως.
Ὅπως ἡ χρήση τῆς τέχνης στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση δὲν τὴν καθιστὰ μέσο αὐτοπροβολῆς ἢ κοσμικῆς διακρίσεως, ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι γι’ αὐτὴν παρὰ μέσον στὴν ἐπιτέλεση τῆς ποιμαντικῆς καὶ ἱεραποστολικῆς της διακονίας. Στο χῶρο δὲ εἰδικά της ἱεραποστολῆς καταξιώνεται κάθε ἀνθρώπινη γλώσσα, καὶ ἡ ἀτελέστερη καὶ ἁπλούστερη, καὶ γίνεται φορέας τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας (κορεατικὰ-σουαχίλι). Η Ὀρθοδοξία δὲν ἱεροποίησε καμμία γλώσσα, ὅπως εἰπώθηκε παραπάνω. Οἱ ἅγιοί μας προσφέρουν «τῷ Λόγω τοὺς λόγους», «Λόγω πλέκοντες ἐκ λόγων μελωδίαν, ὢ τῶν πρὸς ἠμᾶς ἤδεται δωρημάτων» (Ἰαμβικὸς κανόνας Χριστουγέννων).
β) Ἡ χρήση τῆς γλώσσας γίνεται στὴν Ἐκκλησία (Ὀρθοδοξία) χωρὶς ἰδεολογικὲς προκαταλήψεις- ἀκόμη καὶ καλλιτεχνικές. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες δὲν θηρεύουν τὴν γλωσσικὴ τελειότητα γιὰ προσωπικὴ καταξίωση. Ἡ τελειότητα τῆς γλώσσας τῶν Μεγάλων Πατέρων εἶναι ἁπλῶς καρπὸς τῆς ὑψηλῆς παιδείας τους καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κατακρίνει τὸ «κατεγλωττισμένον καὶ ἔντεχνον» καὶ ἐπαινεῖ «τὸ ἁπλοῦν καὶ εὐγενές» του λόγου24. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς μεγαλύτερους αἱρετικούς της ἐποχῆς του, τοὺς Εὐνομιανοὺς (ἀκραίους Ἀρειανούς), τοὺς ἀποκαλεῖ «κομψοὺς τῷ λόγω», διότι στήριζαν τὴν «θεολογία» τους στὴν ὡραιολογία καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς ἐντυπωσιασμό. Γενικά, γιὰ τὴν πατερικὴ παράδοση ὅλων τῶν αἰώνων ἰσχύει ἕνας ἀπαράβατος κανόνας, ποὺ ἐφαρμόζει, ἄλλωστε, σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις: Ὅποιος ἔχει νὰ πεῖ κάτι βαθὺ καὶ ἀληθινὸ τὸ λέει μὲ κάθε ἁπλότητα καὶ σαφήνεια. Μόνο αὐτός, ποὺ δὲν ἔχει νὰ ἀρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεῖ νὰ ἐντυπωσιάσει μὲ τὴν στρυφνότητα τοῦ λόγου του καὶ τὴν ἀκαταληψία.
Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανείς, ὅτι καὶ στὴν πατερικὴ παράδοση ἀπαντοῦν ἀρχαϊκὲς μορφές, ὅπως τὰ προσωδιακὰ μέτρα στὴν ὑμνογραφία, ἢ τὰ Ἔπη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὅμως πάλι διακονεῖται ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια. Οὔτε, πάλι, πρόκειται γιὰ ἐπίδειξη γνώσεων, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ! Ὁ Γρηγόριος ἀντιμετωπίζει τὰ ἀντιχριστιανικὰ μέτρα τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (ἐμπόδιζε στοὺς Χριστιανοὺς τὰ κλασσικὰ γράμματα) ἢ τοὺς χρησιμοποιοῦντες παρόμοια γλωσσικὴ μορφὴ Ἀπολλιναρίους (πατέρα καὶ υἱό), ποὺ καθιστοῦσαν τὴν γλώσσα μέσο αἱρετικῆς προπαγάνδας. Κινεῖται, δηλαδή, στὰ ὅρια τῆς ποιμαντικῆς της Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς (†750) θὰ μᾶς δώσει τοὺς περίφημους Ἰαμβικοὺς Κανόνες τοῦ (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστὴ) καὶ ὀ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τὰ Ἀνακρεόντειά του. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἀρχαΐζουσα ποίηση τοῦ δευτέρου, ὅπως καὶ τοῦ Γρηγορίου, δὲν πέρασε στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία, τοῦ πρώτου δὲ οἱ Ἰαμβικοὶ Κανόνες -ἀληθινὰ ποιητικὰ ἀριστουργήματα- μπῆκαν στὴν λατρεία, ἀλλ’ ὡς «δεύτεροι» Κανόνες τῶν ἀντιστοίχων ἑορτῶν, μὲ πρώτους ἐκείνους, ποὺ γράφτηκαν στὴν τρέχουσα γλώσσα καὶ μὲ τὰ καθιερωμένα πιὰ ἐκκλησιαστικὰ τονικὰ (καὶ ὄχι προσωδιακὰ) μέτρα.
Τὴν προτεραιότητα, συνεπῶς, στὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ πράξη ἔχει «ἡ δύναμις τῶν ρημάτων», ἡ ἐγκλεισμένη στὰ λόγια Χάρη, καὶ ὄχι τὸ ἔνδυμα, γλωσσικὸ ἢ μουσικό, ἡ μορφή. Τὴν στάση δὲ τῶν θεουμένων Πατέρων ἀπέναντι στὴν γλώσσα ἐκφράζει καθοριστικὰ ἕνα ἱστορικὸ ἀνέκδοτο, συνδεόμενο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος (τῆς Κύπρου). Συμμετεῖχε σὲ μία Θεία Λειτουργία στὴ Λήδρα, τὴν σημερινὴ Λευκωσία. Ὁ ἐπίσκοπός της πόλεως Τριφύλλιος ἦταν ἀρχαϊστής. Ἔτσι, στὸ κήρυγμά του τὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου «ἄρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) τὸ μετέβαλε σὲ «ἄρον τὸν σκίμποδά σου καὶ περιπάτει». Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων σηκώθηκε γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν σύναξη, λέγοντας, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὸ νὰ ντρέπεται κανεὶς νὰ χρησιμοποιήσει τὴν γλώσσα, ποὺ δὲν ντράπηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νὰ χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπὸν κανείς, γιατί ἡ πατερικὴ Ὀρθοδοξία μένει ἔξω ἀπὸ κάθε εἶδος γλωσσικῶν ἀγώνων καὶ ἀπὸ κάθε γλωσσικὸ μονισμό, ποὺ ἐμπνέει ἡ ἀντορθόδοξη συντηρητικότητα.
γ) Ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἔχει σαφήνεια καὶ ἁπλότητα. Ὁ μὴ ἐγκλωβισμός της σὲ ὁποιεσδήποτε τάσεις καὶ χρήσεις, συντελεῖ στὸ νὰ διατηρεῖ ἐκφραστικὴ καθαρότητα. Ὡς ἱστορικὴ σάρκα τοῦ «θείου λόγου» εἶναι καὶ αὐτὴ «χωρὶς ἁμαρτία», ὅπως ἡ «ἀνθρωπότητα (ἀνθρώπινη φύση) τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγεται ὁ ἐντυπωσιασμὸς πρὸς ὁποιαδήποτε κατεύθυνση. Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νὰ περνᾶ ἀπὸ τὶς ἀκοὲς στὴν καρδιὰ τῶν ἀκουόντων, ἀβίαστα καὶ ἄμεσα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ (πατερικὴ) Ὀρθοδοξία ἀπευθύνεται στὴν γλώσσα (ἀπὸ κάθε ἄποψη) κάθε ἀνθρώπου. Συγκαταβαίνει αὐτή, κατὰ τὸ θεῖο παράδειγμα, στὸ ἐπίπεδό του ἀνθρώπου καὶ δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν προσληπτικὴ τοῦ δύναμη. Τὸ κάλλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, βγαίνει ἀβίαστα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιητῆ. Καὶ αὐτὸ τὸ ζεῖ κανεὶς στὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες, ὅπως τῆς ἁγιορειτικῆς πολιτείας, συζητώντας μὲ τοὺς Γέροντες καὶ ἀκούοντας τὸν εὔχυμο λόγο τους, ποὺ κινεῖται στὰ ἀπέραντα ὅρια τῆς Χάρης. Ἐδῶ ἀκριβῶς, ἀνακύπτει τὸ πρόβλημα τῶν μεταφράσεων στὴν Λατρεία. Η «κατανόηση» δὲν εἶναι καρπὸς τῆς μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) τῶν κειμένων, ἀλλὰ λειτουργικῆς ἐμπειρίας (πρβλ. τοὺς «φιλακόλουθους» τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη) καὶ ἐμπειρικῆς, τουλάχιστον, θεολογικῆς γνώσης. Ἂν λείπουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, καὶ ὁ σοφότερος πανεπιστημιακὸς φιλόλογος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸ «ἀπόθετον κάλλος», τὸ θεολογικὸ νόημα τοῦ κειμένου.
δ) Ὑπάρχει μία λανθασμένη ἐντύπωση, καλλιεργουμένη ἰδιαίτερα σὲ ἐθνικιστικοὺς κύκλους, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ὀφείλει τὴν αἴγλη της στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ φιλοσοφία, λησμονώντας ὅτι ἡ ἑλληνικότητα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι μέγεθος αὐθυπόστατο, ἀλλὰ «μέσο» καὶ ὄργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στὴν ἁγιοπνευματικὴ Χάρη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας ὅλη τὴν σχετικὴ πατερικὴ στάση, ἐπισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τὶς τῶν Πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, μᾶλλον ἐπὶ τῶν ρημάτων μόνον, ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων πολὺ τὸ μεταξύ». (Καὶ ἂν κανεὶς ἀπὸ τοὺς Πατέρες λέγει τὰ ἴδια μὲ τοὺς φιλοσόφους, ἡ σχέση σταματᾶ στὶς λέξεις, στὰ σημαινόμενα ὅμως ἀπ’ αὐτὲς ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση-διαφορὰ)26. Ὁ ἑλληνικὸς λόγος ἀκόμη, ὅπως καὶ ἡ ἄφθαστη, στὰ μέτρα τοῦ κόσμου, ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀποφορτίζονται νοηματικὰ καὶ ἀναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στὰ ἐκκλησιαστικὰ μέτρα καὶ στὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες. Ἔτσι γίνεται λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκκλησιαστικός.
Ἕνα κλασσικὸ παράδειγμα εἶναι οἱ γλωσσικὲς «ἀτέλειες» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου. Ποιὸς φιλόλογος λ.χ. θὰ δεχόταν ποτὲ τὴν γνωστὴ ἐκείνη φράση τῆς Ἀποκαλύψεως: «ὁ ὧν καὶ ὁ ἢν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκ. 1, 8); Τί εἶναι φιλολογικὰ αὐτὸ τὸ «ὁ ἤν»; Ὁ συγγραφέας ὅμως τῆς Ἀποκαλύψεως μένει ἔξω ἀπὸ τοὺς φιλολογικοὺς κανόνες. Δὲν εἶναι ἄγνοια τῆς γλώσσας ἐδῶ, ἀλλὰ ἐκκλησιοποίηση τῆς γλώσσας. Μόνο αὐτὴ ἡ ἀδόκιμη μορφὴ «ὁ ἢν» (ἀντὶ «ὁ ὧν») ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ διάρκεια, ἢ μᾶλλον τὴν ὑπερχρονικότητα σ’ αὐτό, ποὺ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ ἀντιλαμβάνεται ὡς παρελθόν.
Τὴν ἴδια εὐτολμία -γιὰ νὰ σταθοῦμε στὰ σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει καὶ ἡ χρήση ἀπὸ τοὺς Πατέρες τοῦ δ’ αἰώνα τοῦ ὄρου «ὁμοούσιος». Δὲν ὑπῆρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικὰ ὅρος ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ φοβεροὺς αἱρετικούς, ὅπως οἱ Γνωστικοί, ὁ Σαβέλλιος καὶ ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατέας, πρόδρομοι τοῦ Ἀρείου. Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ τόσο κακόηχος ὅρος γίνεται ἐκκλησιαστικὸς κατ’ ἐξοχὴν γιὰ τὴ διατύπωση τῆς σχέσεως τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ποιὰ οὐσιαστικὴ μεταλλαγὴ καὶ ἀνανοηματοδότηση δέχεται ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» στὴν πατερικὴ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία οὐσία καὶ ἕνα πρόσωπο. Θεὸς ὄχι τριαδικός, ἀλλὰ μονοπρόσωπος. Τὰ πρόσωπα δὲν εἶναι παρὰ μάσκες-προσωπεῖα τοῦ ἑνὸς στὴν οὐσία θείου προσώπου. Στὴν γλώσσα ὅμως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Συμβόλου ὁ ὅρος σημαίνει: Τὰ τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν ὁμοὺ τὴ μία θεία οὐσία. Μία ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τρία τὰ Πρόσωπα τῆς Θεότητας. Ανατινάζεται, ἔτσι, κυριολεκτικὰ ἡ παλαιὰ νοηματοδότηση τοῦ ὄρου. Ἡ λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει καὶ ξαναγεννιέται ὡς «καινὴ κτίση».
6. Στην συνάφεια ὅμως αὐτὴ ἀνακύπτει ἕνα ἐρώτημα: Τί γίνεται μὲ τὶς μεταφράσεις; Εἰπώθηκε παραπάνω, ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία δὲν νοοῦνται ἱερὲς γλῶσσες. Ἡ Πεντηκοστὴ βεβαιώνει ἀναντίρρητα, ὅτι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτὴ στὴν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὶς παραπάνω προϋποθέσεις. Ὅσο καὶ ἂν τὸ πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) εἶναι ἀναντικατάστατο -αὐτὸ εἶναι φιλολογικὸς νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται ἐκκλησιαστικὰ δεκτὴ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο στὴ μετάφραση εἶναι ἕνα εἶδος μετενσαρκώσεως τοῦ «θείου λόγου» στὴν συγκεκριμένη ἀνθρώπινη πραγματικότητα, κάτι ποὺ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. Τὸ ἀναντικατάστατο ὅμως τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου συναρτᾶται μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν πλαστικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ὅπως θὰ παρατηρήσει ὁ πρῶτος Γενάρχης τῆς ὑπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Ἡ τῶν Ἑλλήνων φωνὴ πολὺ εὐρυχωροτέρα τῆς Λατίνων καὶ σαφεστέρα...»27. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε, ὅτι τὸ θεολογικὸ πρόβλημα τοῦ Filioque ὀφείλεται καὶ σ’ αὐτὴ τὴν στενότητα τῆς Λατινικῆς γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + ἐκπορεύεσθαι).
Στὴν Ἐκκλησία δὲν μποροῦμε, συνεπῶς, νὰ μιλοῦμε γιὰ «ἐθνικὲς» γλῶσσες, ἀλλὰ γιὰ γλώσσα ἐκκλησιαστική, ὑπερεθνική, ποὺ ὑπερβαίνει γενικὰ ὅλες τὶς καθιερωμένες χρήσεις καὶ ὅλα τὰ αὐτονόητα. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ θέση τῆς Ἑλληνικῆς στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὅλες οἱ μορφὲς τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου καταφάσκονται ἐκκλησιαστικά, ἀνάλογα μὲ τὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες. Ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν κοινὴ (ἑλληνιστικὴ) γλώσσα στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἀργότερα ὅμως οἱ Πατέρες θὰ γίνουν ἀττικότεροι, ἀνάλογα μὲ τὴν σχολική τους παιδεία καὶ τὴν γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός τους. Τὸ πατερικὸ ὅμως κήρυγμα εἶναι πάντοτε σὲ γλώσσα ἁπλούστερη καὶ εὐληπτότερη. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ πατερικὴ προσαρμοστικότητα εἶχε μία συγκεκριμένη αἰτία: τὴν αἱρετικὴ πρόκληση. Πρῶτοι οἱ Γνωστικοὶ καὶ τὰ ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσικὴ μορφή, ἀποβλέποντας στὴ διάδοσή τους.
Αὐτὸ θὰ ἐπαναληφθεῖ καὶ στὰ νεώτερα χρόνια. Ὅταν οἱ δυτικὲς προπαγάνδες ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν ἁπλούστερη γλωσσικὴ μορφή, ἡ Ἐκκλησία καταφεύγει καὶ αὐτὴ στὸν δημώδη λόγο, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸ πλήρωμα καὶ ἀποκρούσει τὸν κίνδυνο. Τὸν 16ον αἰώνα, οἱ δυτικοὶ αἱρετικοί, Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, χρησιμοποιοῦσαν στὴν προπαγάνδα τοὺς μεταφράσεις. Ἡ Ἐθναρχία τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν βρῆκε τὴν χρυσὴ τομή: ἡ λατρεία διατηρεῖ τὴν γλωσσικὴ μορφὴ τῆς (πρωτότυπο), τὸ κήρυγμα ὅμως γίνεται σὲ ἁπλὴ γλωσσικὴ μορφὴ (δημοτικὴ)28.
Κλασσικὸ παράδειγμα σ’ αὐτὴ τὴν «συγκατάβαση» πάλι ὁ Πατροκοσμᾶς. Κατεῖχε ὑψηλὴ παιδεία γιὰ τὴν ἐποχή του. Στὸ κήρυγμά του ὅμως χρησιμοποιεῖ τὸν γλωσσικὸ κώδικα τοῦ μέσου Ρωμηοῦ, πλουτίζοντας τὸν μὲ ἐκφράσεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν λατρεία, προσιτὲς ὡς ἀκούσματα στὸ λαϊκὸ αἰσθητήριο. Ὁ «δημοτικισμὸς» ὅμως τοῦ Πατροκοσμᾶ δὲν εἶναι τεχνητός, ὅπως ἐκεῖνος τοῦ Ψυχάρη, ἀλλὰ φυσικὸς καὶ ἀβίαστος. Δὲν βιάζει, ἄλλωστε, τὴν γλώσσα, γιὰ νὰ καταλήξει σὲ κάποια «φτειαχτὴ» μορφή της. Πρόκειται γιὰ ἕνα «ἐθνικὸ δημοτικισμό», χωρὶς ταξικὸ χαρακτήρα. Στόχος του δὲν ἦταν ἡ δημαγωγία, ἀλλ’ ὁ φωτισμὸς τοῦ Λαοῦ στὴν ὁλότητά του. Ὁ πατερικὸς δὲ αὐτὸς δρόμος τοῦ Πατροκοσμᾶ ἦταν καὶ ἡ αἰτία τῆς ἐπιτυχίας του, σ’ ἀντίθεση μὲ ἄλλους κήρυκες τῆς ἐποχῆς του, ποὺ κλεισμένοι στὰ γλωσσικὰ τείχη τους, δὲν μπόρεσαν νὰ πλησιάσουν τὸν Λαὸ καὶ ν’ ἀγγίξουν τὴν ψυχή του. Καὶ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε ἐποχή.
7. Ο Πατροκοσμᾶς, πιστεύω, λειτουργεῖ ἐκκλησιαστικά, καὶ γι’ αὐτὸ γιά μας καὶ «ἐθνικά», καὶ σὲ μία ἄλλη κατεύθυνση. Διασώζει τὴν συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ-ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ἀποκρούοντας τὸν μονισμὸ τῶν Προπαγανδῶν, ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Δύση. Ἀκόμη ἄνοιξε ἕνα δρόμο, ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν πόλωση, τεχνητὴ ὁπωσδήποτε, ἀνάμεσα στὴν δημοτικὴ καὶ καθαρεύουσα, ποὺ μᾶς ἐπέβαλαν ἀπὸ τὰ γραφεῖα τοὺς ὁ Κοραὴς καὶ ὁ Ψυχάρης, ἄγευστοι καὶ οἱ δύο της ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς διακοπῆς τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου ἀσκοῦσαν μὲ τὸν δικό τους τρόπο καὶ οἱ προτεσταντικὲς μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὸν 19ον αἵ. Ἐφάρμοζε, μάλιστα, ἡ Βιβλικὴ Ἑταιρεία (B.F.B.S.) μία κακόβουλη τακτική, ποὺ δυστυχῶς συνεχίζεται ὡς σήμερα. Γιὰ νὰ ἀποσπάσουν τὴν ἄδεια τῶν Ἑλληνικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀρχῶν, στὴν πρώτη ἔκδοση δημοσίευαν τὴν μετάφραση μαζὶ μὲ τὸ πρωτότυπο. Στὶς ἐπανεκδόσεις ὅμως ἀφαιροῦσαν τὸ πρωτότυπο, ἀφήνοντας μόνη τὴν μετάφραση. Καλλιεργοῦσαν, ἔτσι, στὸν ἑλληνικὸ Λαὸ τὴν συνείδηση, ὅτι ἡ νεοελληνικὴ μετάφραση εἶναι τὸ ἁγιογραφικὸ κείμενο. Για τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐξ ἄλλου, καταφεύγοντας στὸ «πρωτότυπο» ἑβραϊκό, ἀπέρριπταν σιωπηρὰ καὶ στὴν πράξη τὸ κείμενο τῆς Μεταφράσεως τῶν Ὁ’, ποὺ ναὶ μὲν δὲν εἶναι τὸ πρωτότυπο γιὰ μεγάλο ἀριθμὸ παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων, εἶναι ὅμως τὸ παραδοσιακὸ κείμενο τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Η πρακτικὴ αὐτὴ συνεχίζεται, δυστυχῶς, ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ Ἑταιρεία ὡς σήμερα, ὑποθάλπεται δὲ καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα συνευδοκοῦν στὴν κυκλοφορία τῆς Μεταφράσεως χωρὶς τὸ πρωτότυπο γιὰ λόγους οἰκονομίας, λησμονώντας ὅμως, ὅτι γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἡ παραθεώρηση τοῦ πρωτοτύπου της Καινῆς Διαθήκης εἶναι πρόβλημα ἐθνικό, διότι ἀναιρεῖται ἡ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἡ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ γέννησε τὴν νεοελληνικὴ γλωσσικὴ μορφή.
Οἱ ἐπιχειροῦντες καινοτομίες στὴν Λατρεία, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, εἴτε παρασυρόμενοι, εἴτε ἐν γνώσει τους, συμπράττουν μὲ τοὺς ὀπαδοὺς καὶ «πράκτορες» τῶν ξένων προπαγανδῶν, συμβάλλοντας στὴν διάσπαση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς γλώσσας μας. Ἡ κίνηση αὐτὴ εἶναι μία ὄψη τοῦ «χωρισμοῦ Ἐκκλησίας-Πολιτείας», ἡ ὁποία στὴν οὐσία εἶναι ἡ βούληση γιὰ ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ ὅλες τὶς δομὲς τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Το κύριο ἐπιχείρημά τους εἶναι, ὅτι δὲν ὑπάρχει συνέχεια στὸ Ἔθνος μας, ἀφοῦ εἶναι Νεοελληνικὸ Ἔθνος, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία μας, διότι εἶναι Νεοελληνικὴ Ἐκκλησία. (Αὐτὸ διατεινόταν ὁ Θεοκλητὸς Φαρμακίδης τὸν 19ο αἰώνα). Ἡ λατρεία μας ὅμως ἀποδεικνύει τὴν διπλὴ αὐτὴ συνέχεια. Εἶναι μάλιστα, τραγικὸ νὰ ἀπορρίπτουμε οἱ Ἕλληνες τὴν κιβωτὸ τῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία, μὲ τὴν παιδαριώδη ψευδαίσθηση ὅτι, ἂν μεταφρασθοῦν τὰ κείμενα τῆς λατρείας, θὰ συρρεύσει ὁ κόσμος -καὶ μάλιστα οἱ Νέοι- στὴν λατρεία. Δεν εἶναι ἡ γλωσσικὴ μορφὴ τοῦ λατρειακοῦ λόγου, ποὺ ἀπομακρύνει τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἡ ἀσυνέπεια, ἡ ἀπουσία γνησιότητας καὶ ἀγωνιστικότητας καὶ ἡ σύμπραξή μας μὲ τὶς δυνάμεις τῆς Νέας Ἐποχῆς (πολιτικὰ καὶ θρησκευτικά), ποὺ καταπιέζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀλλοτριώνουν τὴν κοινωνία.
8. Γίνεται λοιπὸν κατανοητὴ ἡ ἀκόλουθη ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία-Ὀρθοδοξία σώζει καὶ στὸ θέμα τῆς γλώσσας τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ ὄχι ὁ Ἑλληνισμὸς τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὁ κυματοθραύστης τῶν ἐπιβουλῶν ἐναντίον τῆς γλώσσας μας. Διότι ὄχι μόνον καταφάσκει καὶ συντηρεῖ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα σ’ ὅλη τὴν ἱστορική της διαχρονία, ἀλλὰ καὶ διασώζει καὶ μεταδίδει τὰ ἀκούσματα τοῦ καθαροῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Δὲν εἶναι γλώσσα, ποὺ διδάσκεται μέσω τῶν κειμένων, ἀλλὰ ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, ποὺ λαλεῖται καὶ ψάλλεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία. Ἡ πορεία τοῦ Ἔθνους μας σήμερα, μέσα στὴν χοάνη τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, πείθει ἀναντίρρητα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλη τὴν ζωὴ καὶ κίνησή της εἶναι ὁ χῶρος, στὸν ὁποῖο θὰ σωθεῖ ἢ μπορεῖ νὰ σωθεῖ ἡ γλώσσα μας. Καὶ αὐτὸ τὸ διαπιστώνει κανεὶς ἀκόμη καὶ σὲ σπουδαστὲς τῆς Θεολογίας ἢ Φιλολογίας: μόνον ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν γλώσσα της, χειρίζονται ἄνετα τὸν ἑλληνικὸ λόγο. Συμβαίνει δηλαδὴ αὐτό, ποὺ διαπιστώνεται στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἄνθρωποι μικρῆς σχολικῆς παιδείας, ὡς τὸν Μακρυγιάννη, στὸ γραπτό τους λόγο φανερώνουν τὴν σχολικὴ ἀνεπάρκειά τους. Στὸν προφορικό τους ὅμως λόγο διασώζουν τὴν ζωντανὴ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἔξω ἀπὸ κάθε καλούπι καὶ ἰδεολογικὴ δέσμευση. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι μόνο στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία θὰ παρέχεται ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἐπαφῆς καὶ κοινωνίας μὲ τὸν «ἕλληνα λόγο», τὴν γλωσσική μας παράδοση. Διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία θὰ διασώζει τὰ ἀκούσματα τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνικοῦ λόγου μέσα στὴν ἀκατάλυτη συνέχειά του.
Βιβλιογραφικὴ Σημείωση.
Εἰδικὲς μελέτες γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας εἶναι οἱ ἀκόλουθες: Κ.Γ.Μπόνη, Ἡ γλώσσα τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, Ἀθῆναι 1970. Χρ. Μπούκη, Ἡ γλώσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπὸ τὸ φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ἀναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970.Α.Δ. Δελήμπαση, Ἡ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1975. Στύλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία καὶ γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αὐτὲς βρίσκει κανεὶς καὶ τὴν λοιπὴ βιβλιογραφία.
(2010)
1. Τὸ κείμενο στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία τοῦ Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῶ», Λόγος ἐπὶ τὴ ἑορτὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἐν Ἀθήναις 1958.
2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. («Ὁ Θεός, ποὺ μᾶς ἔπλασε, μᾶς ἔδωσε τὴν χρήση τοῦ λόγου, γιὰ νὰ φανερώνουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὶς σκέψεις τῶν καρδιῶν (μας) καί, λόγω τῆς κοινωνικότητας τῆς φύσης (μας), νὰ μεταδίδουμε ὁ καθένας στὸν πλησίον, προσφέροντας σὰν μέσα ἀπὸ κάποια ταμεῖα τὶς σκέψεις ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας»).
3. PG 31, 197CD. («Διότι, ἂν ζούσαμε μὲ γυμνὴ ἀπὸ τὸ σῶμα ψυχή, ἀμέσως θὰ ἐπικοινωνούσαμε μεταξὺ μας μὲ τὶς σκέψεις (μας). Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ψυχὴ μᾶς σκέπτεται, καλυπτομένη μὲ τὸ παραπέτασμα τοῦ σώματος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγια καὶ λέξεις, γιὰ νὰ ἀνακοινώσει αὐτά, ποὺ βρίσκονται στὸ βάθος της»).
4. Στὸ ἴδιο. («Ὅταν, λοιπόν, ἡ σκέψη ἐκφρασθεῖ μὲ τὴν φωνή, μεταβαίνει ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ σ’ αὐτόν, ποὺ ἀκούει, διασχίζοντας τὸν ἀέρα, μεταφερόμενη μὲ τὸν λόγο σὰν πορθμεῖο. Καὶ ἂν μὲν βρεῖ ἄκρα γαλήνη καὶ ἡσυχία, σὰν σὲ γαλήνια καὶ ἀχείμαστα λιμάνια, ἀγκυροβολεῖ ὁ λόγος στὶς ἀκοὲς τῶν ἀκροατῶν. Ἂν ὅμως, σὰν κάποια σφοδρὴ θύελλα, ὁ θόρυβος τῶν ἀκροατῶν πνεύσει ἀντίθετα, τότε ναυαγεῖ ὁ λόγος, διαλυόμενος στὸν ἀέρα»).
5. Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως Β (21) 35.
6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, ὄπ.π., σ. 13 ἐ.
7. Βλ. πατερικὰ παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, Ἡ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1975, σ. 14 ἐ.ε.
8. Ἱερὸς Χρυσόστομος, PG 47, 428.
9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.
10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.
11. Στὸ ἴδιο.
12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.
13. Βλ. Γένεση 2, 19 ἐ.
14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.
15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.
16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.
17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.
18. Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.
19. Γιὰ τὸ ζήτημα βλ. στοῦ Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικῆς, Ἐν Ἀθήναις 1986, σ. 345 ἐ.ε.
20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, ὄπ.π., σ. 32 ἐ.
21. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου (ἐπισκ.), Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 1977, σ. 204, 285.
22. Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μ. Βασίλειον, κέφ. ΙΑ’.
23. PG 37, 308.
24. Α.Δ. Δελήμπαση, ὄπ.π., σ. 36-37.
25. Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δὲ ἐπιτελουμένης, ἐπιτραπεῖς Τριφύλλιος διδάξαι τὸ πλῆθος, ἐπεῖ τὸ ρητὸν ἐκεῖνο παραγειν εἰς τὸ μέσον ἐδέησε, τό, «ἄρον σου τὸν κράββατον καὶ περιπάτει», σκίμποδα ἀντὶ τοῦ κραββάτου μεταβαλῶν τὸ ὄνομα, εἶπε. Καὶ ὁ Σπυρίδων ἀγανακτήσας. ου σὺ γέ, ἔφη, ἀμείνων τοῦ κραββάτου εἰρηκότος, ὅτι ταῖς αὐτοῦ λέξεσιν ἐπαισχύνη κεχρῆσθαι; Καὶ τοῦτο εἰπῶν ἀπεπήδησε τοῦ ἱερατικοῦ θρόνου, τοῦ δήμου ὀρῶντος».
26. Περὶ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Ἅ’, 1, 11.
27. PG 160, 698.
28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τὸ Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τὴν Νεοελληνικὴν κατὰ τὸν ΙΘ’ αἵ., Ἀθῆναι 20042, σ. 43 ἔπ.
ΠΗΓΗ:
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου