11 Απρ 2011

Τὴν παραμονὴ τοῦ μεγάλου ταξιδιοῦ

Φερμένο  π  τος γονες του σ μία πολυάνθρωπη   πόλη, σ διαμέρισμα συγγενν, να δωδεκάχρονο κορίτσι πέθαινε. Πέθαινε π καρκίνο. Ο γιατρο τν εχαν χειρουργήσει δύο φορές, ξαφνικ μως εμφανιστηκε νας γκος στ κεφάλι της, ποος, πρν φαιρεθ, δημιούργησε λλους γκους πο πλώθηκαν μ γρήγορες μεταστάσεις στν μο κα στος πνεύμονες.
Χωρς μαλλι κα παραμορφωμένο π τς γχειρήσεις, τ κορίτσι μενε κατάκοιτο στ ξένο δωμάτιο, κοιτώντας π τ παράθυρο τ χιόνι πο πεφτε. λληλοδιαδόχως μία πατέρας κα μία μητέρα σκυβαν επανω της, δίνοντάς της κάποιο φάρμακο κάτι γι ν πι. Δν μποροσε πι ν φάη σχεδν τίποτε, οτε ν μιλήση κανονικά, παρ μόνο ψιθύριζε πότε-πότε:
— Μη στενοχωρεστε, μαμ κα μπαμπά! θ γίνω καλά.
πατέρας τρεχε π τ μία κλινικ στν λλη, πίσης κα σ διάφορους εδικούς. ξερε τι κόρη το ταν καταδικασμένη, στόσο μία τυφλ λπίδα τν θοσε ν ψάχνη λους κείνους, γι τος ποίους μάθαινε τι εχαν βρ κάποια θεραπεία το καρκίνου: βοτανολόγους, παραψυχολόγους... Κανένας μως δν μποροσε ν βοηθήση τ παιδί του.
ταν ξανεμίσθηκαν κα ο τελευταες λπίδες του, συνάντησε να ξένο κα μέσα στν πελπισία το το κμυστηρεύθηκε τν πόνο του. νθρωπος ατός, νας τυχς πενηντάχρονος πλανόβιος πο ποτ δν ξεπέρασε τν νεανικ λικία του, δήγησε τν πατέρα το κοριτσιο σ’ να παλι συμμαθητή του, ποος τώρα γράφει αυτες τς...
γραμμές.
τσι συνέβη στε μία μέρα μέσα π τν θάλασσα ατο του κόσμου ν παρουσιαστ στ δωμάτιό μου νας νθρωπος κρως ξαντλημένος κα ταραγμένος, πο εχε στόσο καταφέρει ν διατηρήση τν ξιοπρέπειά του.
— Θα μπορούσατε ν βοηθήσετε τν κόρη μου;
ξερα τι γι’ ατ πο ταν ν προκειμένω τ σπουδαιότερο εχα πράγματι τν πάντησι. ταν μως δύσκολο, πολ δύσκολο, ν το τ π εθέως, μονομις. Τελικ μίλησα.
Μέσα π τν πόνο του, μέσα π τ δάκρυα πο συγκρατοσε στ βάθος τν ματιν του, μ δυσπιστία κα κάποια πόχρωσι τρόμου πάντησε:
—  Την κόρη μου; ν τν βαπτίσω; Γι ποι λόγο; Τί καλ θ τς κάνη;
Δν εμαι ερεύς. Εμαι νας συνηθισμένος νθρωπος. ένας π τος «κοπιώντας κα πεφορτισμένους». Δν ταν πολς καιρς πο εχα λθει κι γ στν Χριστό, στν διδασκαλία Του. ξερα τι δ περιέχεται λη λήθεια, κάθε τί τ βέβαιο κα τελικό, τελικ λήθεια. Κα πιπλέον μουν βέβαιος τι Κύριός μας ησος Χριστς ζοσε νάμεσά μας, τι μφανιζόταν στος νθρώπους.
Κα ν τώρα, να μικρ κορίτσι πέθαινε. ταν δυνατν ν κρύψης π τν πατέρα τοναν θεο, να μέλος το Κόμματος — τι μεταθανάτια κατάστασι τς ψυχς ατο του κοριτσιο, πο καλ-καλ οτε τ γνώριζα, θ ξαρτιόταν αωνίως π τ ν θ ταν βαπτισμένο χι; Δν πρχε χρόνος γι μακροσκελες συζητήσεις, οτε γι ν ξηγήσης τι κα τ καλύτερα κα θωότερα παιδι μπορον ν ποφέρουν γι τς μαρτίες τν γονέων τους, τν προγόνων τους. κάθε μέρα ταν πολύτιμη, σως κα κάθε ρα. Το επα:
—  Πήγαινε σ μία κκλησία, ζήτησε ναν ερέα. Κα πρέπει πωσδήποτε ν προετοιμάσης τ κορίτσι.
φίλος μου, πο δν εχε παιδιά, στεκόταν μήχανος, συντριμμένος π τν πόνο το λλου.
—   Θ μποροσα σως ν το δώσω τν Καινή μου Διαθήκη; ρώτησε.
—   Ναί, πάντησα. φο τ κορίτσι χει τς ασθήσεις του κα καταλαβαίνει, διαβάζετέ της τ κεφάλαια μ τ σειρά. Διαβάζετε χωρς διακοπ.
φίλος μου πρε τν πατέρα το κοριτσιο ξω στ σκοτειν χειμωνιάτικο βράδυ, γι ν το δώση τν δια Καιν Διαθήκη πο το εχα δωρήσει γ πρν να χρόνο, λπίζοντας ν σώσω μία χαμένη, εγενική, μαρτωλ ψυχή.
Τ μεθεπόμενο πρωινό, μο τηλεφώνησε κα μ πληροφόρησε ποθαρρυμένα:
—   Τίποτα δν γινε. Τ κορίτσι εναι πρόθυμο κα ο γονες ντιτίθενται.
—   Κα πς εναι τ κορίτσι, σ τί κατάστασι;
—   Τς δίνουν ξυγόνο. κατάστασί της εναι πολ κρίσιμη.
—   Πγες κε; Τν εδες;
—   χι, δν πγα.
—   Ξέρεις τουλάχιστον τ νομά της;
—   Γκαλίνα.
ρχισα ν προσεύχωμαι γι τν Γκαλίνα. Δν μποροσα ν κάνω τίποτε λλο. μέρα φτανε στ τέλος της. Δν μποροσα ν σκεφθ τίποτε λλο κτς π τ τι να γνωστό μου μικρ κορίτσι πέθαινε, ναχωρώντας γι τν αωνιότητα... Προσευχήθηκα γι τν Γκαλίνα, τν βάπτιστη Γκαλίνα.
κενο τ βράδυ, λίγο πρν τς ννιά, χτύπησε τ τηλέφωνο. ταν φίλος μου.
—  Ο πατέρας μου τηλεφώνησε. χουν συμφωνήσει. Γκαλίνα συμφώνησε. Πο μπορομε ν βρομε ναν ερέα;
ταν σχεδν ννιά. Στς κκλησίες ο κολουθίες πρέπει ν τελείωναν1. Πρα τν ριθμ νς γνωστο μου ερέως πο φημέρευε λίγο πι μακριά, ξω π τν πόλι. Τ πιθανώτερο ταν ν λειπε π τ σπίτι.
ταν στ σπίτι! Κατ μία σπάνια συγκυρία περιστάσεων εχε μόλις πιστρέψει στ σπίτι. φων το ταν κουρασμένη λλ σταθερή:
—  Έλα γρήγορα ν μ πάρης. Πο θ πμε; Πο εναι ατό;
Τηλεφώνησα στν φίλο μου κα ατς στος γονες το παιδιο. ποδείχθηκε τι πρεπε ν πμε στ περίχωρα, σ’ να νέο προάστειο, σχεδν κοντ στν περιφερειακ δακτύλιο.
ξω π τ παράθυρο ο νιφάδες πετοσαν γρήγορα μέσα π τ φς πο ριχνε λάμπα το στύλου. ταν χιονοθύελλα.
φίλος μου ρθε μ να ταξ κα διασχίσαμε μαζ μ ταχύτητα τ κέντρο τς πόλεως. ρχίσαμε ν συνειδητοποιομε λο κα περισσότερο τν μαγνητικ δύναμι το χρόνου, μία δύναμι πο τώρα πιδροσε στν λυσίδα τν γεγονότων, συνδέοντας ατια κα ποτελέσματα: πρεπε μετ π τόσα χρόνια ν συναντηθ γ κα πάλι μ τν παλι συμμαθητή μου, ν το δώσω μία Καιν Διαθήκη, ατς πρεπε ν συναντήση τν πατέρα το κοριτσιο κα ν τν φέρη σ’ μένα κι γ πρεπε ν γνωρίζω ατν τν ερέα, ποος πρεπε ατ τν συγκεκριμένη ρα ν βρίσκεται στ σπίτι!
Νάτος. Στεκόταν κε στ πεζοδρόμιο, πασπαλισμένος μ χιόνι. νοιξα γρήγορα τν πόρτα. Καθς βολευόταν στ θέσι του, γύρισε κα μ ρώτησε:
—  Έχεις σταυρό; Πρες κανένα μαζί σου;
—  Όχι.
Βγκε π τ ταξί, τρεξε στ σπίτι κα χάθηκε γι λίγο π τ βλέμμα μας. Περιμέναμε νιώθοντας νοχοι. Εχα να σταυρό, λλ δν σκέφθηκα ν τν πάρω. Τελικ πέστρεψε κα συνεχίσαμε τ δρόμο μας. π τς σύντομες φράσεις μας δηγς ξερε ποιο μασταν κα ποις σκοπς το ταξιδιο μας. γινε βλοσυρός. Τ πρόσωπό του πρε μία σαρκαστικ κφρασι χαρακτηριστικ σ δηγος ταξί. Νέος κόμη, θ ταν προφανς συνομήλικος μ τν κουρασμένο κα σιωπηλό μας παππούλη.
Κάναμε ρκετ δρόμο κα χρειάστηκε ν ψάξουμε πολλ ρα, μέχρι ν βρομε τ σωστ διεύθυνσι, τ σωστ διαμέρισμα. Φαινόταν πς τ βρήκαμε. νεβήκαμε μ τ σανσέρ.
πόρτα ταν ξεκλείδωτη — φαινόμενο σύνηθες σ καιρ τραγωδίας. πικράτησε μία σιωπ γεμάτη προσοχή. Μέσα σ’ ατ τ σιωπ μφανίστηκε μητέρα π τν στεν διάδρομο. Τ δάκρυτα μάτια τς φανέρωναν να πρόσμενο ασθημα κπλήξεως — μέχρι σημείου παραλύσεως. Τν ατία ατς τς κπλήξεως τν νακαλύψαμε ργότερα, μετ τν τέλεσι το Μυστηρίου.
Συνέβη κατ τ μεσημέρι πατέρας ν χη μία ψυχικ λλοίωσι. Κάθισε δίπλα στν κόρη του κα νοίγοντας τ Εαγγέλιο ρχισε ν τς λέη κάτι γι βάπτισμα.
Τ τοιμοθάνατο κορίτσι δν θελε οτε ν κούση κάτι τέτοιο.
—  Φύγε π δ! Κα μ ξαναέρθης. Φώναξε τ μαμά. Εμαι Μικρ Σκαπανεύς2 κα δν θέλω ν’ κούω γι βαφτίσια. Φύγε!
πατέρας φυγε ποκαρδιωμένος κα φώναξε τ μητέρα. Ατ δν εχε προλάβει ν πλησιάση τ κρεβάτι, ταν εδε τι κόρη τς ξεψυχοσε.Τ πρόσωπό της γινε κέρινο, ναπνο τς σταμάτησε κα τ μάτια τς γύρισαν πάνω. ρπάζοντας τ κεφάλι το κοριτσιο, μητέρα σφιξε μέσα στ χέρια τς τ πρόσωπο τς κόρης τς μέσα σ μίαν νίσχυρη γωνία... Κα ξαφνικά, νίωσε τι τ φρύδια συσπάσθηκαν, κινήθηκαν.
—  Τί συμβαίνει, παιδί μου;
Τ μάτια τς Γκαλίνας κοιτοσαν σια μπροστ μ σοβαρότητα. Τ πρόσωπό της ρόδισε.
—  Πετούσα. π ψηλ εδα σένα, τν μπαμπά, κα λους. Κα κάτι λλο πο δν πρέπει ν π. Γρήγορα, καλέστε ναν ερέα! ν δν τ κάνετε, ταν θ γίνω καλά, θ πάω μόνη μου σ μία κκλησία. Γρήγορα, καλέστε τν!
μως γινε βράδυ μέχρι ν τηλεφωνήσουν στν φίλο μου...
Μπήκαμε στ δωμάτιο που, σ’ να κρεβατάκι δίπλα στ παράθυρο, ξάπλωνε κατάκοιτο τ κορίτσι. κφρασι το προσώπου τής σου προξενοσε μέσως κατάπληξι. ταν δύνατο ν πιστέψης τι τ κορίτσι πο πέθαινε ταν δώδεκα τν. Μάλλον μοίαζε σν ν εχαν μαζευτ σ’ ατν λες ο λικίες. Διαποτισμένα μ μία σπάνια πνευματικ μορφιά, τ μεγάλα μάτια τς κοιτοσαν μέσα π τ πρόσωπο μίας γυναίκας, νς νθρώπου...
Ψηλς κα λεπτς ερεύς, σκυψε πάνω της φορώντας τ μφιά του. γινε δεκτς μ να χαμόγελο. μοίαζε σν ν μν ταν πρώτη φορ πο εχαν συναντηθ, σν ατ ν μ πιεζόταν πι π τν πιθανάτια γωνία κα ξάντλησι... Τέτοιο χαμόγελο.
Φοβούμενος μν ξεσπάσω σ δάκρυα, ναζήτησα τν πατέρα. Διαπιστώθηκε πς εχε πάει γι φιάλη ξυγόνου. Προσπάθησα ν φαν χρήσιμος κα τοποθέτησα τρία ναμμένα κερι σ’ να δοχεο μ τ νερ πο πρόκειτο ν γιασθή3. Τ να πεφτε συνεχς.
λοι μας, μαζ κα μητέρα το κοριτσιο κα φίλος μου, πο στεκόταν παράμερα, εχαμε τν φυσιολογικ ασθησι τι συμμετέχουμε σ’ να μυστήριο. Συνέβαινε κάτι πο ταν πέρα π τ σύλληψι το νο, τς λογικς. Μέσα στ βαρειά, γρ τμόσφαιρα κούγονταν τρεμουλιαστ τ λόγια τν προσευχν. Ο φλόγες τν τριν κεριν τρεμόσβυναν πάνω π τ δη γιασμένο νερό.
ερες ταν σ ντασι, πως και εμες. ργότερα μς επε τι ποτ δν εχε δε κάποιον πο ν δέχθηκε τόσο συνειδητ τ μυστήριο το βαπτίσματος. Μόνο Γκαλίνα ταν ρεμη. Τ προσεκτικά της μάτια, πο τ καταλάβαιναν λα, φαίνονταν ν βλέπουν κάτι πο μες ο λλοι δν τ βλέπαμε.
Εχαμε τελειώσει. Στ δύνατο παιδικ στθος τς Γκαλίνας κρεμόταν νας μικρς σταυρός. ερες τοιμαζόταν ν τς δώσει τ Θεία Κοινωνία, φέρνοντας στ χείλη τς μία πολ μικρ μερίδα το Σώματος το Κυρίου μας μ μία μικρ σημένια λαβίδα. π πίσω μητέρα ψιθύρισε:
—  Δεν μπορε ν καταπι τίποτε.
—  Όχι, μπορ! επε Γκαλίνα. Μπορ!
Κα κατάπιε τν μερίδα, πίνοντας κα λίγο ζεστ νάμα.
ερες — ξέχειλος π συμπάθεια, καλωσύνη, γάπη — σκυψε πάνω στν κατάλευκη ψυχούλα πο τοιμαζόταν ν’ φήση ατν τν κόσμο κα ψιθύρισε:
—  Γκαλίνα, ν προσεύχεσαι γιά μας.
—  Βεβαίως, πάντησε σταθερ τ κορίτσι. Τ γνωρίζω... Σίγουρα...
Πς τ γνώριζε; Τί τς εχε φανερωθ κενες τς στιγμς πο εχε μεταφερθ στν λλο κόσμο; Ατ παρέμεινε μυστήριο.
Γκαλίνα πέθανε τν πόμενη μέρα, 12 ανουαρίου 1981, τ μεσημέρι. ς προσευχώμαστε κι μες γι’ ατήν!


*    π τ παράνομο ρωσικ θρησκευτικ περιοδικ λπίδα (Ναντιέζντα), τεχος 9.
1.   Στις λίγες κκλησίες πο εναι νοικτς πάρχει συνεχς ρεμα κκλησιαζομένων κα τελονται καθημεριν λες ο κολουθίες, μυστήρια παρακλήσεις κλπ. Τν ρα ατ (9.00 μ.μ.) τελειώνει συνήθως κολουθία το ρθρου, πο στς νορίες τελεται πάντοτε π βραδς μαζ μ τν σπερινό.
2.   Μικρο Σκαπανες, κομματικ ργάνωσις γι τν σχολικ λικία.
3. Προφανς θ γινε τ λεγόμενο «βάπτισμα τν κλινικν» μ ράντισμα τς κεφαλς, τ ποο πιτρέπεται μόνο σ περιπτώσεις βαρέως σθενούντων κα τοιμοθανάτων.

“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
 ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ 
 ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
1989

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.