Φερμένο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του σὲ μία πολυάνθρωπη πόλη, σὲ διαμέρισμα συγγενῶν, ἕνα δωδεκάχρονο κορίτσι πέθαινε. Πέθαινε ἀπὸ καρκίνο. Οἱ γιατροὶ τὴν εἶχαν χειρουργήσει δύο φορές, ξαφνικὰ ὄμως εμφανιστηκε ἕνας ὄγκος στὸ κεφάλι της, ὁ ὁποῖος, πρὶν ἀφαιρεθῆ, δημιούργησε ἄλλους ὄγκους ποὺ ἁπλώθηκαν μὲ γρήγορες μεταστάσεις στὸν ὦμο καὶ στοὺς πνεύμονες.
Χωρὶς μαλλιὰ καὶ παραμορφωμένο ἀπὸ τὶς ἐγχειρήσεις, τὸ κορίτσι ἔμενε κατάκοιτο στὸ ξένο δωμάτιο, κοιτώντας ἀπὸ τὸ παράθυρο τὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε. Ἀλληλοδιαδόχως μία ὁ πατέρας καὶ μία ἡ μητέρα ἔσκυβαν επανω της, δίνοντάς της κάποιο φάρμακο ἢ κάτι γιὰ νὰ πιῆ. Δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ φάη σχεδὸν τίποτε, οὔτε νὰ μιλήση κανονικά, παρὰ μόνο ψιθύριζε πότε-πότε:
— Μη στενοχωρεῖστε, μαμὰ καὶ μπαμπά! θὰ γίνω καλά.
Ὁ πατέρας ἔτρεχε ἀπὸ τὴ μία κλινικὴ στὴν ἄλλη, ἐπίσης καὶ σὲ διάφορους εἰδικούς. Ἤξερε ὅτι ἡ κόρη τοῦ ἦταν καταδικασμένη, ὡστόσο μία τυφλὴ ἐλπίδα τὸν ὠθοῦσε νὰ ψάχνη ὅλους ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους μάθαινε ὅτι εἶχαν βρὴ κάποια θεραπεία τοῦ καρκίνου: βοτανολόγους, παραψυχολόγους... Κανένας ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ βοηθήση τὸ παιδί του.
Ὅταν ἐξανεμίσθηκαν καὶ οἱ τελευταῖες ἐλπίδες του, συνάντησε ἕνα ξένο καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία τοῦ τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόνο του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἕνας ἀτυχὴς πενηντάχρονος πλανόβιος ποὺ ποτὲ δὲν ξεπέρασε τὴν νεανικὴ ἡλικία του, ὠδήγησε τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ σ’ ἕνα παλιὸ συμμαθητή του, ὁ ὁποῖος τώρα γράφει αυτες τὶς...
γραμμές.Ἔτσι συνέβη ὥστε μία μέρα μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσα αὐτοῦ του κόσμου νὰ παρουσιαστῆ στὸ δωμάτιό μου ἕνας ἄνθρωπος ἄκρως ἐξαντλημένος καὶ ταραγμένος, ποὺ εἶχε ὡστόσο καταφέρει νὰ διατηρήση τὴν ἀξιοπρέπειά του.
— Θα μπορούσατε νὰ βοηθήσετε τὴν κόρη μου;
Ἤξερα ὅτι γι’ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐν προκειμένω τὸ σπουδαιότερο εἶχα πράγματι τὴν ἀπάντησι. Ἦταν ὅμως δύσκολο, πολὺ δύσκολο, νὰ τοῦ τὸ πῶ εὐθέως, μονομιᾶς. Τελικὰ μίλησα.
Μέσα ἀπὸ τὸν πόνο του, μέσα ἀπὸ τὰ δάκρυα ποὺ συγκρατοῦσε στὸ βάθος τῶν ματιῶν του, μὲ δυσπιστία καὶ κάποια ἀπόχρωσι τρόμου ἀπάντησε:
— Την κόρη μου; νὰ τὴν βαπτίσω; Γιὰ ποιὸ λόγο; Τί καλὸ θὰ τῆς κάνη;
Δὲν εἶμαι ἱερεύς. Εἶμαι ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος. ένας ἀπὸ τοὺς «κοπιώντας καὶ πεφορτισμένους». Δὲν ἦταν πολὺς καιρὸς ποὺ εἶχα ἔλθει κι ἐγὼ στὸν Χριστό, στὴν διδασκαλία Του. Ἤξερα ὅτι ἐδῶ περιέχεται ὅλη ἡ ἀλήθεια, κάθε τί τὸ βέβαιο καὶ τελικό, ἡ τελικὴ ἀλήθεια. Καὶ ἐπιπλέον ἤμουν βέβαιος ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ζοῦσε ἀνάμεσά μας, ὅτι ἐμφανιζόταν στοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ νὰ τώρα, ἕνα μικρὸ κορίτσι πέθαινε. Ἦταν δυνατὸν νὰ κρύψης ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ — ἕναν ἄθεο, ἕνα μέλος τοῦ Κόμματος — ὅτι ἡ μεταθανάτια κατάστασι τῆς ψυχῆς αὐτοῦ του κοριτσιοῦ, ποῦ καλὰ-καλὰ οὔτε τὸ γνώριζα, θὰ ἑξαρτιόταν αἰωνίως ἀπὸ τὸ ἂν θὰ ἦταν βαπτισμένο ἢ ὄχι; Δὲν ὑπῆρχε χρόνος γιὰ μακροσκελεῖς συζητήσεις, οὔτε γιὰ νὰ ἐξηγήσης ὅτι καὶ τὰ καλύτερα καὶ ἀθωότερα παιδιὰ μποροῦν νὰ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν γονέων τους, τῶν προγόνων τους. Ἡ κάθε μέρα ἦταν πολύτιμη, ἴσως καὶ ἡ κάθε ὥρα. Τοῦ εἶπα:
— Πήγαινε σὲ μία ἐκκλησία, ζήτησε ἕναν ἱερέα. Καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προετοιμάσης τὸ κορίτσι.
Ὁ φίλος μου, ποὺ δὲν εἶχε παιδιά, στεκόταν ἀμήχανος, συντριμμένος ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ ἄλλου.
— Θὰ μποροῦσα ἴσως νὰ τοῦ δώσω τὴν Καινή μου Διαθήκη; ρώτησε.
— Ναί, ἀπάντησα. Ἀφοῦ τὸ κορίτσι ἔχει τὶς αἰσθήσεις του καὶ καταλαβαίνει, διαβάζετέ της τὰ κεφάλαια μὲ τὴ σειρά. Διαβάζετε χωρὶς διακοπῆ.
Ὁ φίλος μου πῆρε τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ ἔξω στὸ σκοτεινὸ χειμωνιάτικο βράδυ, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν ἴδια Καινὴ Διαθήκη ποὺ τοῦ εἶχα δωρήσει ἐγὼ πρὶν ἕνα χρόνο, ἐλπίζοντας νὰ σώσω μία χαμένη, εὐγενική, ἁμαρτωλὴ ψυχή.
Τὸ μεθεπόμενο πρωινό, μοῦ τηλεφώνησε καὶ μὲ πληροφόρησε ἀποθαρρυμένα:
— Τίποτα δὲν ἔγινε. Τὸ κορίτσι εἶναι ἀπρόθυμο καὶ οἱ γονεῖς ἀντιτίθενται.
— Καὶ πῶς εἶναι τὸ κορίτσι, σὲ τί κατάστασι;
— Τῆς δίνουν ὀξυγόνο. Ἡ κατάστασί της εἶναι πολὺ κρίσιμη.
— Πῆγες ἐκεῖ; Τὴν εἶδες;
— Ὄχι, δὲν πῆγα.
— Ξέρεις τουλάχιστον τὸ ὄνομά της;
— Γκαλίνα.
Ἄρχισα νὰ προσεύχωμαι γιὰ τὴν Γκαλίνα. Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτε ἄλλο. Ἡ ἡμέρα ἔφτανε στὸ τέλος της. Δὲν μποροῦσα νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἕνα ἄγνωστό μου μικρὸ κορίτσι πέθαινε, ἀναχωρώντας γιὰ τὴν αἰωνιότητα... Προσευχήθηκα γιὰ τὴν Γκαλίνα, τὴν ἀβάπτιστη Γκαλίνα.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, λίγο πρὶν τὶς ἐννιά, χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Ἦταν ὁ φίλος μου.
— Ο πατέρας μου τηλεφώνησε. Ἔχουν συμφωνήσει. Ἡ Γκαλίνα συμφώνησε. Ποῦ μποροῦμε νὰ βροῦμε ἕναν ἱερέα;
Ἦταν σχεδὸν ἐννιά. Στὶς ἐκκλησίες οἱ ἀκολουθίες πρέπει νὰ τελείωναν1. Πῆρα τὸν ἀριθμὸ ἑνὸς γνωστοῦ μου ἱερέως ποὺ ἐφημέρευε λίγο πιὸ μακριά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Τὸ πιθανώτερο ἦταν νὰ ἔλειπε ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ἦταν στὸ σπίτι! Κατὰ μία σπάνια συγκυρία περιστάσεων εἶχε μόλις ἐπιστρέψει στὸ σπίτι. Ἡ φωνὴ τοῦ ἦταν κουρασμένη ἀλλὰ σταθερή:
— Έλα γρήγορα νὰ μὲ πάρης. Ποῦ θὰ πᾶμε; Ποῦ εἶναι αὐτό;
Τηλεφώνησα στὸν φίλο μου καὶ αὐτὸς στοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ. Ἀποδείχθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ πᾶμε στὰ περίχωρα, σ’ ἕνα νέο προάστειο, σχεδὸν κοντὰ στὸν περιφερειακὸ δακτύλιο.
Ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο οἱ νιφάδες πετοῦσαν γρήγορα μέσα ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ ἔριχνε ἡ λάμπα τοῦ στύλου. Ἦταν χιονοθύελλα.
Ὁ φίλος μου ἦρθε μὲ ἕνα ταξὶ καὶ διασχίσαμε μαζὶ μὲ ταχύτητα τὸ κέντρο τῆς πόλεως. Ἀρχίσαμε νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν μαγνητικὴ δύναμι τοῦ χρόνου, μία δύναμι ποὺ τώρα ἐπιδροῦσε στὴν ἁλυσίδα τῶν γεγονότων, συνδέοντας αἴτια καὶ ἀποτελέσματα: Ἔπρεπε μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια νὰ συναντηθῶ ἐγὼ καὶ πάλι μὲ τὸν παλιὸ συμμαθητή μου, νὰ τοῦ δώσω μία Καινὴ Διαθήκη, αὐτὸς ἔπρεπε νὰ συναντήση τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ νὰ τὸν φέρη σ’ ἐμένα κι ἐγὼ ἔπρεπε νὰ γνωρίζω αὐτὸν τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε αὐτὴ τὴν συγκεκριμένη ὥρα νὰ βρίσκεται στὸ σπίτι!
Νάτος. Στεκόταν ἐκεῖ στὸ πεζοδρόμιο, πασπαλισμένος μὲ χιόνι. Ἄνοιξα γρήγορα τὴν πόρτα. Καθὼς βολευόταν στὴ θέσι του, γύρισε καὶ μὲ ρώτησε:
— Έχεις σταυρό; Πῆρες κανένα μαζί σου;
— Όχι.
Βγῆκε ἀπὸ τὸ ταξί, ἔτρεξε στὸ σπίτι καὶ χάθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ βλέμμα μας. Περιμέναμε νιώθοντας ἔνοχοι. Εἶχα ἕνα σταυρό, ἀλλὰ δὲν σκέφθηκα νὰ τὸν πάρω. Τελικὰ ἐπέστρεψε καὶ συνεχίσαμε τὸ δρόμο μας. Ἀπὸ τὶς σύντομες φράσεις μας ὁ ὁδηγὸς ἤξερε ποιοὶ ἤμασταν καὶ ποιὸς ὁ σκοπὸς τοῦ ταξιδιοῦ μας. Ἔγινε βλοσυρός. Τὸ πρόσωπό του πῆρε μία σαρκαστικὴ ἔκφρασι χαρακτηριστικὴ σὲ ὁδηγοὺς ταξί. Νέος ἀκόμη, θὰ ἦταν προφανῶς συνομήλικος μὲ τὸν κουρασμένο καὶ σιωπηλό μας παππούλη.
Κάναμε ἀρκετὸ δρόμο καὶ χρειάστηκε νὰ ψάξουμε πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ βροῦμε τὴ σωστὴ διεύθυνσι, τὸ σωστὸ διαμέρισμα. Φαινόταν πὼς τὸ βρήκαμε. Ἀνεβήκαμε μὲ τὸ ἀσανσέρ.
Ἡ πόρτα ἦταν ξεκλείδωτη — φαινόμενο σύνηθες σὲ καιρὸ τραγωδίας. Ἐπικράτησε μία σιωπὴ γεμάτη προσοχή. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ σιωπὴ ἐμφανίστηκε ἡ μητέρα ἀπὸ τὸν στενὸ διάδρομο. Τὰ ἀδάκρυτα μάτια τῆς φανέρωναν ἕνα ἀπρόσμενο αἴσθημα ἐκπλήξεως — μέχρι σημείου παραλύσεως. Τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς ἐκπλήξεως τὴν ἀνακαλύψαμε ἀργότερα, μετὰ τὴν τέλεσι τοῦ Μυστηρίου.
Συνέβη κατὰ τὸ μεσημέρι ὁ πατέρας νὰ ἔχη μία ψυχικὴ ἀλλοίωσι. Κάθισε δίπλα στὴν κόρη του καὶ ἀνοίγοντας τὸ Εὐαγγέλιο ἄρχισε νὰ τῆς λέη κάτι γιὰ βάπτισμα.
Τὸ ἑτοιμοθάνατο κορίτσι δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκούση κάτι τέτοιο.
— Φύγε ἀπὸ δῶ! Καὶ μὴ ξαναέρθης. Φώναξε τὴ μαμά. Εἶμαι Μικρὴ Σκαπανεύς2 καὶ δὲν θέλω ν’ ἀκούω γιὰ βαφτίσια. Φύγε!
Ὁ πατέρας ἔφυγε ἀποκαρδιωμένος καὶ φώναξε τὴ μητέρα. Αὐτὴ δὲν εἶχε προλάβει νὰ πλησιάση τὸ κρεβάτι, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ κόρη τῆς ξεψυχοῦσε.Τὸ πρόσωπό της ἔγινε κέρινο, ἡ ἀναπνοὴ τῆς σταμάτησε καὶ τὰ μάτια τῆς γύρισαν ἐπάνω. Ἁρπάζοντας τὸ κεφάλι τοῦ κοριτσιοῦ, ἡ μητέρα ἕσφιξε μέσα στὰ χέρια τῆς τὸ πρόσωπο τῆς κόρης τῆς μέσα σὲ μίαν ἀνίσχυρη ἀγωνία... Καὶ ξαφνικά, ἐνίωσε ὅτι τὰ φρύδια συσπάσθηκαν, κινήθηκαν.
— Τί συμβαίνει, παιδί μου;
Τὰ μάτια τῆς Γκαλίνας κοιτοῦσαν ἴσια μπροστὰ μὲ σοβαρότητα. Τὸ πρόσωπό της ρόδισε.
— Πετούσα. Ἀπὸ ψηλὰ εἶδα ἐσένα, τὸν μπαμπά, καὶ ὅλους. Καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν πρέπει νὰ πῶ. Γρήγορα, καλέστε ἕναν ἱερέα! Ἂν δὲν τὸ κάνετε, ὅταν θὰ γίνω καλά, θὰ πάω μόνη μου σὲ μία ἐκκλησία. Γρήγορα, καλέστε τὸν!
Ὅμως ἔγινε βράδυ μέχρι νὰ τηλεφωνήσουν στὸν φίλο μου...
Μπήκαμε στὸ δωμάτιο ὅπου, σ’ ἕνα κρεβατάκι δίπλα στὸ παράθυρο, ξάπλωνε κατάκοιτο τὸ κορίτσι. Ἡ ἔκφρασι τοῦ προσώπου τής σου προξενοῦσε ἀμέσως κατάπληξι. Ἦταν ἀδύνατο νὰ πιστέψης ὅτι τὸ κορίτσι ποὺ πέθαινε ἦταν δώδεκα ἐτῶν. Μάλλον ἐμοίαζε σὰν νὰ εἶχαν μαζευτῆ σ’ αὐτὴν ὅλες οἱ ἡλικίες. Διαποτισμένα μὲ μία σπάνια πνευματικὴ ὀμορφιά, τὰ μεγάλα μάτια τῆς κοιτοῦσαν μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο μίας γυναίκας, ἑνὸς ἀνθρώπου...
Ψηλὸς καὶ λεπτὸς ὁ ἱερεύς, ἔσκυψε πάνω της φορώντας τὰ ἄμφιά του. Ἔγινε δεκτὸς μὲ ἕνα χαμόγελο. Ἐμοίαζε σὰν νὰ μὴν ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ εἶχαν συναντηθῆ, σὰν αὐτὴ νὰ μὴ πιεζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία καὶ ἐξάντλησι... Τέτοιο χαμόγελο.
Φοβούμενος μὴν ξεσπάσω σὲ δάκρυα, ἀναζήτησα τὸν πατέρα. Διαπιστώθηκε πὼς εἶχε πάει γιὰ φιάλη ὀξυγόνου. Προσπάθησα νὰ φανῶ χρήσιμος καὶ τοποθέτησα τρία ἀναμμένα κεριὰ σ’ ἕνα δοχεῖο μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἁγιασθή3. Τὸ ἕνα ἔπεφτε συνεχῶς.
Ὅλοι μας, μαζὶ καὶ ἡ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ ὁ φίλος μου, ποὺ στεκόταν παράμερα, εἴχαμε τὴν φυσιολογικὴ αἴσθησι ὅτι συμμετέχουμε σ’ ἕνα μυστήριο. Συνέβαινε κάτι ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὴ σύλληψι τοῦ νοῦ, τῆς λογικῆς. Μέσα στὴ βαρειά, ὑγρὴ ἀτμόσφαιρα ἀκούγονταν τρεμουλιαστὰ τὰ λόγια τῶν προσευχῶν. Οἱ φλόγες τῶν τριῶν κεριῶν τρεμόσβυναν πάνω ἀπὸ τὸ ἤδη ἁγιασμένο νερό.
Ὁ ἱερεὺς ἦταν σὲ ἔντασι, ὅπως και εμεῖς. Ἀργότερα μᾶς εἶπε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε δεῖ κάποιον ποὺ νὰ δέχθηκε τόσο συνειδητὰ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Μόνο ἡ Γκαλίνα ἦταν ἤρεμη. Τὰ προσεκτικά της μάτια, ποὺ τὰ καταλάβαιναν ὅλα, φαίνονταν νὰ βλέπουν κάτι ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι δὲν τὸ βλέπαμε.
Εἴχαμε τελειώσει. Στὸ ἀδύνατο παιδικὸ στῆθος τῆς Γκαλίνας κρεμόταν ἕνας μικρὸς σταυρός. Ὁ ἱερεὺς ἑτοιμαζόταν νὰ τῆς δώσει τὴ Θεία Κοινωνία, φέρνοντας στὰ χείλη τῆς μία πολὺ μικρὴ μερίδα τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου μας μὲ μία μικρὴ ἀσημένια λαβίδα. Ἀπὸ πίσω ἡ μητέρα ψιθύρισε:
— Δεν μπορεῖ νὰ καταπιῆ τίποτε.
— Όχι, μπορῶ! εἶπε ἡ Γκαλίνα. Μπορῶ!
Καὶ κατάπιε τὴν μερίδα, πίνοντας καὶ λίγο ζεστὸ νάμα.
Ὁ ἱερεὺς — ξέχειλος ἀπὸ συμπάθεια, καλωσύνη, ἀγάπη — ἔσκυψε πάνω στὴν κατάλευκη ψυχούλα ποὺ ἑτοιμαζόταν ν’ ἀφήση αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ψιθύρισε:
— Γκαλίνα, νὰ προσεύχεσαι γιά μας.
— Βεβαίως, ἀπάντησε σταθερὰ τὸ κορίτσι. Τὸ γνωρίζω... Σίγουρα...
Πῶς τὸ γνώριζε; Τί τῆς εἶχε φανερωθῆ ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ποῦ εἶχε μεταφερθῆ στὸν ἄλλο κόσμο; Αὐτὸ παρέμεινε μυστήριο.
Ἡ Γκαλίνα πέθανε τὴν ἑπόμενη μέρα, 12 Ἰανουαρίου 1981, τὸ μεσημέρι. Ἂς προσευχώμαστε κι ἐμεῖς γι’ αὐτήν!
* Ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα (Ναντιέζντα), τεῦχος 9.
1. Στις λίγες ἐκκλησίες ποὺ εἶναι ἀνοικτὲς ὑπάρχει συνεχὲς ρεῦμα ἐκκλησιαζομένων καὶ τελοῦνται καθημερινὰ ὅλες οἱ ἀκολουθίες, μυστήρια παρακλήσεις κλπ. Τὴν ὥρα αὐτὴ (9.00 μ.μ.) τελειώνει συνήθως ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, ποὺ στὶς ἐνορίες τελεῖται πάντοτε ἀπὸ βραδὶς μαζὶ μὲ τὸν ἑσπερινό.
2. Μικροὶ Σκαπανεῖς, κομματικὴ ὀργάνωσις γιὰ τὴν σχολικὴ ἡλικία.
3. Προφανῶς θὰ ἔγινε τὸ λεγόμενο «βάπτισμα τῶν κλινικῶν» μὲ ράντισμα τῆς κεφαλῆς, τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπεται μόνο σὲ περιπτώσεις βαρέως ἀσθενούντων καὶ ἑτοιμοθανάτων.
“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
1989
υπέροχο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή