ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Ἡ ἱστορία αὐτὴ περιγράφει τὶς ἐμπειρίες δύο μικρῶν ρωσίδων, τῆς Ἀλεξάνδρας καὶ τῆς Γκαλίνας, τὸ ἔτος 1933.
Ἦταν ἡ χρονιὰ τοῦ φοβεροῦ τεχνητοῦ λιμοῦ ποὺ δημιούργησε ὁ Στάλιν σ’ ὅλη τὴ νότια Ρωσία καὶ εἰδικὰ στὴν Οὐκρανία, μὲ στόχο νὰ σπάση τὴ σιωπηλὴ μαζικὴ ἀντίστασι τῶν πολιτῶν πρὸς τὸ κομμουνιστικὸ κόμμα. Σήμερα πιὰ ἡ Γκαλίνα, ἡ νεώτερη ἀπὸ τὶς δύο, ἔχει ἀναχωρήσει γιὰ τὸν καλύτερο κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως ἀδελφή της ζεῖ καὶ ἔχει καταγράψει, μὲ βάσι τὶς ἀναμνήσεις της, τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ δεῖγμα τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θαυματουργοῦ προστασίας τῆς Θεοτόκου.
Σύμφωνα μ’ ἕναν πρόχειρο ὑπολογισμό, περίπου 12 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πέθαναν σ’ αὐτὸν τὸν φοβερὸ λιμό.
****
Φαντασθεῖτε ἕνα χωριὸ μὲ ἔκτασι ἑπτὰ τετραγωνικῶν χιλιομέτρων. Νὰ μὴν ὑπάρχη σ’ αὐτὸ οὔτε ψυχή. Νὰ μὴν ἔχη ἀπομείνει οὔτε σκυλί, οὔτε γάτα, οὔτε πουλί. Μέσα στὸ 1933 ὅλα ἀφανίστηκαν. Τὰ βόδια ὠδηγήθηκαν μακριὰ καὶ τὰ σπαρτὰ καταστράφηκαν. Μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοὺς κρέμασαν, ἄλλους τοὺς ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ μερικοὶ ἔφυγαν μὲ τὴ θέλησί τους γιὰ νὰ κρυφτοῦν. Ἀπόμειναν μόνο γέροντες, γυναῖκες καὶ παιδιά, τῶν ὁποίων τὰ πτώματα ἦταν τώρα διασκορπισμένα σ’ ὅλο τὸ χωριό. Κείτονταν σὲ καλύβες, σὲ κήπους, στὶς εἰσόδους, στοὺς δρόμους, σὲ διάφορες γωνίες, σὲ διαφορετικὴ στάσι ὁ καθένας, ὅπου καὶ ὅπως τὸν εἶχε βρεῖ ὁ θάνατος. Ὁ λιμὸς τοὺς θέρισε ὅλους χωρὶς νὰ κάνη διάκρισι. Ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους ποὺ ἐγκατέλειψαν τὸ χωριὸ ἦταν δύο κορίτσια, τὸ ἕνα ἔξι καὶ τὸ ἄλλο ἐννέα ἐτῶν. Τὸ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ γράφει ἐδῶ αὐτὲς τὶς γραμμές.
Ἡ ἀδελφή μου κι ἐγὼ φάγαμε τὰ τελευταία σπυριὰ σιτάρι ποὺ εἶχε κρύψει ἡ...
μαμά. Ἦταν ἡ τρίτη μέρα ποὺ εἶχα μαγειρέψει τσουκνίδες χωρὶς κανένα καρύκευμα ἢ ἔστω ἁλάτι, "φαγητὸ" ποὺ μᾶς προκαλοῦσε τὸν ἐμετό. Τότε ἦλθε σὲ μᾶς ὁ παπποὺς ὁ Πάμφιλος στηριζόμενος στὸ μπαστούνι του. Ὅλοι τὸν ἤξεραν. Κάποτε ἦταν ὁ δυνατώτερος ἄνδρας τοῦ χωριοῦ. Τώρα ἦταν πρησμένος. Μόλις καὶ μετὰ βίας κουνοῦσε τὰ πόδια του, ποὺ εἶχαν γίνει πιὰ σὰν δύο στύλοι καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ λυγίσουν. Ἔτρεχαν αἷμα καὶ πύον. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως κατάφερνε νὰ περπατᾶ. Σταμάτησε στὸ φράκτη καὶ μοῦ ἔγνεψε. Πῆγα κοντά του, κι αὐτὸς λαχανιασμένος μου εἶπε μὲ πολὺ κόπο: «Παιδιά, πρέπει νὰ φύγετε ἀπὸ τὸ χωριό, ἀλλιῶς ἢ κάποιος θὰ σᾶς φάη ἢ θὰ πεθάνετε σὰν τοὺς ἄλλους. Πρέπει ὅμως νὰ ζήσετε!». «Νὰ ζήσετε!», ἐπανέλαβε ψιθυριστά.Ἐνίωσα ἕνα δυνατὸ σφίξιμο στὸ στῆθος καὶ ρώτησα μὲ τρεμάμενη ἀπὸ τὰ δάκρυα φωνή: «Ποῦ νὰ πᾶμε παππού; Μήπως ἀφήσουν ἐλεύθερη τὴ μαμά;»
Ὁ παπποὺς κούνησε ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι του: «Ὄχι, μὴ περιμένετε τὴ μαμά. Μὴ τὴν περιμένετε». Καὶ σώπασε. Τὰ μάτια τοῦ ἔτρεξαν ὄχι δάκρυα, ἀλλὰ αἷμα! Κούνησε ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι τοῦ ἄλλη μία φορὰ κι ἔβγαλε ἕναν βαθὺ καὶ βαρὺ ἀναστεναγμό, σὰν νὰ συγκέντρωνε τὶς τελευταῖες του δυνάμεις γιὰ νὰ πῆ: «Μὴ περιμένετε. Τραβῆξτε πρὸς τὰ 'κει ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Νὰ τρῶτε ρίζες, νὰ τρῶτε σπόρους ἀπὸ χόρτα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ζήσετε! Νὰ ζήσετε!»
Εἶδα τὰ πόδια του νὰ ὑποχωροῦν καὶ αὐτὸν νὰ σωριάζεται στὸ ἔδαφος μαζὶ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὰ χείλη τοῦ ἐξακολουθοῦσαν νὰ ψιθυρίζουν κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ξεδιαλύνω.
Ἔγινε ἡσυχία. Ὁ θάνατος ἦταν παρών. Ἦταν τρομερὸ νὰ ἀφήσουμε τοὺς γνώριμους τόπους. Ποῦ μπορούσαμε νὰ πᾶμε; Σὲ ποιόν; Ὅμως ἦταν ἐξίσου τρομερὸ τὸ νὰ μείνουμε καὶ νὰ πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα. Πάντως φαινόταν εὐκολώτερο τὸ νὰ πεθάνης μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως ἡ μαμά... Ὡστόσο ἡ ἀπειλὴ ὅτι θὰ μποροῦσαν κάποιοι νὰ μᾶς φᾶνε μὲ ἀνάγκασε νὰ ὑπακούσω στὸν παππού.
Πῆγα μέσα στὴν καλύβα. Ἡ Γκαλίνα καθόταν στὸ πάτωμα στριφογυρνώντας ἕνα κουτάλι στὸ χέρι της, σὰν νὰ προσπαθοῦσε νὰ θυμηθῆ πῶς ἔτρωγε κάποτε μπόρστς (εἶδος δημοφιλοῦς ρωσικῆς σούπας ἀπὸ τεῦτλα καὶ λάχανα). Ναί, ὑπῆρχε μπόρστς κάποτε! Ἢ μήπως ὄχι; Τώρα πιὰ ἡ καλύβα μᾶς ἦταν νεκρὴ καὶ ἄδεια. Ὅλα ἦταν σπασμένα καὶ σκορπισμένα. Οἱ τοῖχοι ἦταν γυμνοί. οὔτε μία εἰκόνα. ὅλες τὶς εἶχαν κάψει. Κάθε τόσο ὁ ἄνεμος περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι, κάνοντας πότε μία πόρτα καὶ πότε ἕνα παράθυρο νὰ κλείνουν μὲ βρόντο, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πῆ ὅτι ἀκόμη δὲν πέθαναν ὅλα.
Γονατίσαμε, ἡ ἀδελφή μου κι ἐγώ, καὶ προσευχηθήκαμε ἐμπρὸς στοὺς γυμνοὺς τοίχους. Φιλήσαμε τὸ κατώφλι καὶ βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ φράκτη. Προσπεράσαμε τὸν παπποὺ καὶ βαδίσαμε πρὸς τὴν κατεύθυνσι τοῦ ἥλιου, ὅταν ἀνατέλλη. Ἀφήσαμε τὸ χωριὸ μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ξαναγυρίζαμε, θὰ ξαναγυρίσουμε! Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ πᾶμε ἐκεῖ ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ ἴσως ἡ μαμὰ ἔλθη ἐκεῖ. Μόλις ἐξετάσουν τὴν ὑπόθεσι, θὰ δοῦν ὅτι ἡ μαμὰ εἶναι ἀθώα καὶ θὰ τὴν ἀφήσουν ἐλεύθερη... καὶ τότε θὰ πᾶμε ὅλοι μαζὶ σπίτι.
Καθὼς διασχίζαμε τὸ χωριό, δὲν συναντήσαμε οὔτε ἕνα ζωντανὸ ἄνθρωπο, ὅμως ἔμενά μου φαινόταν ὅτι μᾶς παρακολουθοῦσαν, καὶ ὄχι μόνο μᾶς παρακολουθοῦσαν, ἀλλὰ μᾶς κατεδίωκε ἡ σκιὰ κάποιου φοβεροῦ τέρατος. Ἐνοίωθα τὴν ἀναπνοή του στὴν πλάτη μου. Αἰσθανόμουν τὴν ἀνάσα του ποὺ ἔκανε ρίγη νὰ διαπερνοῦν τὴν ραχοκοκκαλιά μου καὶ φοβόμουνα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ πίσω. Μοῦ φαινόταν ὅτι κάποια πελώρια μαῦρα νύχια ἦταν κρεμασμένα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ μπηχτοῦν ἐπάνω μου, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἐπαναλάμβανα συνεχῶς τὸ «Πάτερ ἠμῶν». Ἄκουγα πίσω μου ἕνα τραχὺ ὑπόκωφο γέλιο, ποὺ σὲ λίγο μετατράπηκε σὲ τρίξιμο δοντιῶν, ἀκριβῶς μέσα στ’ αὐτί μου. Δὲν τὸ ἄντεχα. Σκέφθηκα ὅτι σίγουρα καὶ ἡ ἀδελφή μου θὰ τὸ ἄκουγε καὶ τὴν ρώτησα: «Γκαλίνα, δὲν φοβᾶσαι;» Ἡ Γκαλίνα σταμάτησε, μὲ κοίταξε μὲ ἔκπληξι καὶ εἶπε: «Ἀπὸ τί; Δὲν θυμᾶσαι πῶς ἔλεγε ἡ μαμά, ὅταν μᾶς ἔβαζε στὸ κρεββάτι: "Νὰ σᾶς φυλᾶνε οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὁ Κύριος νὰ εἶναι μαζί σας"; Τί νὰ φοβηθῶ ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε μαζί μας;»
Πράγματι, αὐτὸ ἦταν σωστό. Θυμᾶμαι πῶς ἡ μαμά μου ἔλεγε: «Νὰ προσεύχεσαι, μικρό μου κοριτσάκι, νὰ λὲς τὸ "Πάτερ ἠμῶν" καὶ τίποτε κακὸ δὲν θὰ σοὺ συμβῆ». Ἔτσι ἄρχισα νὰ προσεύχομαι. Μὲ τὴν προσευχὴ ξέχασα τὴ λύπη μου. Ἡ προσευχὴ ἐδίωξε τὸν φόβο. Ἡ προσευχὴ καταπράυνε τὴν πείνα μου.
Εἴχαμε ἤδη ἀφήσει ἀρκετὰ πίσω μας τὸ χωριό, ἐνῶ ὁ δρόμος ξετυλιγόταν μακρὺς μπροστά μας. Πεινασμένες καὶ ἀδύναμες ἀρχίσαμε νὰ κουραζόμαστε. Κάθε βῆμα μᾶς γινόταν ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο. Τότε ξαφνικὰ εἴδαμε κάποιον σὲ ἀπόστασι. Φαινόταν νὰ εἶναι μισοξαπλωμένος, μισοκαθιστός. Ὅμως δὲν φοβηθήκαμε, γιατί ἦταν μαζί μας ὁ Θεός, καὶ προχωρήσαμε. Ὅταν πλησιάσαμε στὴν ἀνθρώπινη μορφή, εἴδαμε μία νεκρὴ γυναίκα πρησμένη ἴσα μὲ τὸ μέγεθος ἑνὸς βαρελιοῦ. Τὴν προσπεράσαμε βιαστικὰ καὶ σὲ ἀπόστασι περίπου πέντε βημάτων βρήκαμε ἕνα σακούλι καὶ ἕνα παγούρι μὲ νερό. Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔβρισκα κάτι νὰ φᾶμε ἄνοιξα τὸ σακούλι. Μέσα ὑπῆρχε ἕνα κανάτι καὶ μέσα στὸ κανάτι ἕνα κουτὶ σπίρτα καὶ — τί σπουδαία τύχη! — μερικὰ κρεμμύδια κι ἕνα κομμάτι μακούχα (εἶδος σκληροῦ ρωσικοῦ χαλβὰ ἀπὸ ἀλεσμένο καὶ συμπιεσμένο ἡλιόσπορο) τυλιγμένο μέσα σ’ ἕνα κομμάτι πανί. Ἐπίσης ὑπῆρχε μέσα ἕνα σακουλάκι δεμένο καὶ τυλιγμένο ρολό. Ἦταν φτιαγμένο ἀπὸ μαῦρο βελοῦδο καὶ κεντημένο τόσο ὄμορφα ποὺ αἰχμαλώτιζε τὸ βλέμμα. Ἦταν ἀκριβῶς σὰν ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε πάνω της ἡ γιαγιά μου καὶ ποὺ πάντα εἶχε μέσα καραμέλες γιὰ μένα. Εἶχα σχεδὸν τὴν αἴσθησι ὅτι κι αὐτὸ μύριζε καραμέλες, ὅμως δὲν ὑπῆρχαν καραμέλες ἐδῶ παρὰ μόνο μία ἀρκετὰ μεγάλη ποσότητα χοντροῦ ἁλατιοῦ. Βάλαμε ἀπὸ ἕνα σπυρὶ στὸ στόμα μας. Τὸ ἁλάτι ἔλιωσε καὶ μᾶς κέντρισε τὴν ὄρεξι. Ἡ ἀδελφή μου κι’ ἐγὼ ἀρχίσαμε νὰ τρῶμε τὰ κρεμμύδια χωρὶς καν νὰ τὰ καθαρίσουμε, ἀρκεῖ νάχουμε κάτι νὰ γεμίσουμε τὰ στομάχια μας. Ἔπειτα ἀρχίσαμε νὰ ροκανίζουμε τὸ μακούχα. Ὅλα ἦταν ἀπίστευτα γευστικά: τὸ μακούχα, τὰ κρεμμύδια, ἀκόμη καὶ τὸ ἁλάτι. Ἔτσι ἀκόμη καὶ τὸ ψωμὶ δὲν φαινόταν ἀπαραίτητο. Ἀφοῦ στυλωθήκαμε, ἔδεσα τὸ σακουλάκι, βάζοντας μέσα τὰ σπίρτα μὴ τυχὸν χρειαστοῦν, τὸ ἔρριξα στὸν ὦμο μου, σήκωσα τὸ παγούρι καὶ συνεχίσαμε τὸ δρόμο μας.
Τὸ χωριὸ μᾶς εἶχε χαθῆ ἀπὸ ὥρα. Μπροστά μας, καὶ ὅσο ἔβλεπε τὸ μάτι, ἁπλωνόταν ἐπίπεδη ἡ στέππα καὶ δὲν εἴχαμε κουράγιο νὰ προχωρήσουμε περισσότερο. Ἠπίαμε μία γεμάτη γουλιὰ νερὸ ἡ καθεμία καὶ ξαπλώσαμε νὰ κοιμηθοῦμε.
Πόσες φορὲς μᾶς σκέπασε ἡ νύχτα καὶ μᾶς ξύπνησε ἡ αὐγὴ μέσα στὴν στέππα δὲν ξέρω. Ἀλλὰ μία φορά, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν αὐγή, ξύπνησα καὶ εἶδα τὸ περίγραμμα ἑνὸς πελώριου βουνοῦ νὰ διαγράφεται ἀπ’ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ποὺ ἀνέτελλε θεόρατος πίσω του. Φαινόταν ὅτι ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ περάσουμε τὸ βουνὸ καὶ ἀμέσως θὰ βρισκόμασταν ἐκεῖ ποὺ ἀνέτελλε ὁ ἥλιος. Ξύπνησα τὴν ἀδελφή μου καὶ ἀποφάσισα ν’ ἀφήσουμε τὸν δημόσιο καὶ νὰ κόψουμε κατ’ εὐθείαν ἀπέναντι, συντομεύοντας ἔτσι τὸν δρόμο μας. Ἀλλὰ ὅσο πιὸ γρήγορα προσπαθούσαμε νὰ φτάσουμε στὸ βουνό, τόσο γρηγορώτερα χάναμε καὶ τὶς δυνάμεις μας. Μόλις κατὰ τὸ βραδάκι καταφέραμε νὰ φτάσουμε στοὺς πρόποδές του. Τώρα τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε ἦταν νὰ περάσουμε τὸ βουνὸ καὶ 'κει, ἀπ' τὴν ἄλλη μεριά, θὰ βρίσκαμε τὰ πάντα. Ἐκεῖ θὰ ὑπῆρχαν ζωντανοὶ καὶ ὑγιεῖς ἄνθρωποι, ἐκεῖ ὑπῆρχε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις, καὶ ἐκεῖ εἶναι πού... ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Ὅμως — τὸ πιὸ σημαντικὸ ἀπ’ ὅλα! — ἐκεῖ θὰ βρισκόταν ἡ μαμά. Ἡ μαμὰ πιθανώτατα εἶχε κατορθώσει νὰ ἀποδράση καὶ ὁ παπποὺς δὲν ἤθελε νὰ μᾶς τὸ πῆ, γιὰ νὰ μὴν τὴν προδώση. Εἴμαστε μικρὲς καὶ δὲν πρέπει νὰ τὰ ξέρουμε ὅλα. Μπορεῖ νὰ μᾶς ξεφύγη κάτι καὶ τότε ὅλα πᾶνε χαμένα. Ναί, ναί, ἡ μαμὰ εἶναι ἐκεῖ! Ἡ ἐλπίδα μᾶς ἔδινε φτερά. Στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ βρήκαμε κάτι γλυκειὲς ἄσπρες ρίζες, ποὺ στὴ γεῦσι ἐμοίαζαν μὲ γογγύλια. Φάγαμε τὶς ρίζες, ἠπίαμε καὶ τὸ νερὸ ποὺ μᾶς ἀπέμεινε στὸ παγούρι καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐξάντλησι μᾶς πῆρε ὁ ὕπνος.
Μὲ τὸ πρῶτο φῶς τῆς ἡμέρας ἀρχίσαμε ν’ ἀνεβαίνουμε στὸ βουνό. Ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίναμε, τόσο πιὸ μακρυὰ ἔδειχνε νὰ εἶναι ὁ ἥλιος. Σκαρφαλώσαμε στὸ βουνὸ μὲ ἀπίστευτο κόπο. Εἴχαμε ἀναρριχηθῆ περίπου τὰ τρία τέταρτα, ἀλλὰ εἶχε πολὺ δρόμο ἀκόμη. Ἐξαντλημένες ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα σταματήσαμε, ἀνίκανες νὰ σύρουμε τὰ πόδια μας. Ὁ ἥλιος εἶχε ἀνεβεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκαιγε. Θέλαμε νὰ πιοῦμε. Ὁ ἱδρώτας ἔσταζε πάνω μας, τὰ χείλη μᾶς εἶχαν ξεραθῆ καὶ ὑπῆρχε μία πικρὴ γεῦσι στὸ στόμα μας. Ἔπεσα στὸ ἔδαφος καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχωμαι. Ἀπὸ κάπου σηκώθηκε ἕνας ἀέρας καὶ ἐμφανίστηκαν μαῦρα σύννεφα. Ἡ βροχὴ ἔπεφτε πάνω μας. Κοντὰ μᾶς ὑπῆρχε ἕνας βράχος ποὺ σχημάτιζε κάτι σὰν στόμιο, ἀπὸ ὅπου ἔτρεχε τὸ νερὸ τὸν κατήφορο. Ἔβαλα γρήγορα τὸ παγούρι στὴν κατάλληλη θέσι καὶ σὲ λίγο γέμισε. Ἠπίαμε καὶ ἀμέσως τονωθήκαμε καὶ ἀναπνεύσαμε πιὸ ἐλεύθερα. Ἡ βροχὴ ἀναζωογόνησε τὴ γῆ, μᾶς ἔδωσε νὰ πιοῦμε, ἀνανέωσε τὶς δυνάμεις μας καὶ μετὰ ἀπομακρύνθηκε, καθὼς ἐμεῖς ἀρχίσαμε νὰ σκαρφαλώνουμε καὶ πάλι.
Ἐπὶ τέλους φτάσαμε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ καὶ εἴδαμε μὲ φρίκη ὅτι ἀντὶ γιὰ σπίτια καὶ ζωντανοὺς ἀνθρώπους, μέσα στὴ βαθειά, χρυσαφιὰ κοιλάδα, ὅπου εἶχε κοιμηθῆ ὁ ἥλιος καὶ ἀπὸ ὅπου εἶχε ἀνατείλει, δὲν ὑπῆρχε τίποτα παρὰ νεκρή, ἀτέλειωτη στέππα. Ἀποσβολωμένες στεκόμασταν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ μόνες καὶ ἔρημες. Ἄρχισα νὰ ἀπελπίζωμαι. Γιὰ ἕνα λεπτὸ μόνο, τὸ παραδέχομαι, μοῦ ἦρθε ἡ σκέψι ὅτι ὁ διάβολος μᾶς ἐξαπατοῦσε, γι’ αὐτὸ καὶ βλέπαμε μόνο στέππα. Γονάτισα πάλι καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχωμαι. Προσευχήθηκα πολύ. Προσευχήθηκα γιὰ τὸν παπποὺ τὸν Πάμφιλο, προσευχήθηκα καὶ γιὰ ὅλους ὅσους μᾶς εἶχαν βλάψει. ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ πῆραν μακρυὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μας. Προσευχήθηκα γιὰ ὅλους καὶ παρεκάλεσα τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀνοίξη τὰ μάτια καὶ νὰ μᾶς δείξη ποῦ νὰ πᾶμε.
Μὰ ὅταν σηκώθηκα ὄρθια ἡ ἑξάχρονη ἀδελφή μου εἶχε χαθῆ. Μία τρομαγμένη φωνὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὸ παιδικό μου στῆθος μέσα στὴ στέππα καὶ ὁ ἀντίλαλος χάθηκε στὸ βάθος. Θεέ μου, ποῦ βρίσκεται; «Γκὰ-λὶ-νααα! Γκὰ-λὶ-νααα!» φώναξα. Ὅμως καμμία ἀπάντησι πουθενά. Κοίταξα κατὰ μῆκος τῆς βουνοπλαγιᾶς, ἐντείνοντας τὸ βλέμμα μου καὶ κοιτώντας πρὸς τὰ κάτω, ὅμως πουθενὰ δὲν εἶδα κάποιο σημάδι νὰ κινῆται. Εἶχα μείνει ἐντελῶς μόνη. Δάκρυα κυλοῦσαν στὰ μάγουλά μου καὶ ἡ καρδιά μου μὲ πονοῦσε τόσο πολύ, ποὺ μετὰ δυσκολίας ἀνέπνεα. Συνέχισα νὰ περπατῶ σφίγγοντας τὸ παγούρι στὸ στῆθος μου καί, σηκώνοντας τὸ κεφάλι μου στὸν οὐρανό, προσευχήθηκα: «Κύριε, συγχώρεσε μὲ τὴν μικρούλα. Μὴ μὲ ἀφήνης σ’ αὐτὸν τὸν φοβερὸ τόπο. Πάρε μέ, Κύριε, πάρε μέ! Ξέρω ὅτι Ἐσὺ βοηθᾶς ὅλους τους ἀνθρώπους. Πιστεύω ὅτι δὲν θὰ μ’ ἐγκαταλείψης. Μόνο, ἄκουσε μέ, Κύριε, καὶ πάρε μέ», φώναξα. Θυμᾶμαι μόνο ὅτι ἡ γῆ κουνήθηκε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου καὶ μετὰ δὲν θυμᾶμαι τίποτε.
Ὅταν συνῆλθα καὶ ἄνοιξα τὰ μάτια μου, εἶδα ἕνα βουνὸ μπροστά μου, τόσο ἀπίστευτα ψηλό, ποὺ ἐμοίαζε νὰ φτάνη στὸν οὐρανό. Ἤμουνα ξαπλωμένη πάνω σὲ κάτι μαλακὸ καὶ πολὺ ἀναπαυτικό. «Ποῦ βρίσκομαι;» ἀναρωτήθηκα, καθὼς ἔρριχνα τὴ ματιά μου πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ βουνοῦ. Δὲν μποροῦσα νὰ πιστέψω ὅτι πρωτύτερα ἤμουνα πάνω σ’ αὐτὴ τὴ κορυφή, γιατί φαινόταν ἀδύνατο νὰ φθάση κανεὶς ἐκεῖ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ βουνὸ ἦταν ὁμαλό, ἀπὸ ἐδῶ ὅμως ἦταν ἀπόκρημνο καὶ γι’ αὐτὸ φαινόταν ἀκόμη πιὸ ψηλό. Τὸ βουνὸ χωριζόταν ἀπὸ μία φαρδιὰ ἄσπρη λωρίδα, σὰν φαλακρὸ σημάδι. Ὅταν ἤμουν πολὺ μικρή, συνήθιζαν νὰ λένε στὸ χωριό: «Ἡ μάγισσα ζεῖ κάτω ἀπὸ τὸ φαλακρὸ βουνό». Θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ εἶναι ἐδῶ; Σκέφτηκα ὅτι ἡ Γκαλίνα θὰ ἔλεγε: «Καὶ ποιὸ τὸ φοβερό; Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Καὶ ἔκανα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
«Ξύπνια εἶσαι;» εἶπε ἡ Γκαλίνα. Πετάχθηκα ὄρθια καὶ φώναξα: «Γκαλίνα! Γκαλινούλα! Ποῦ ἤσουν;» Ἡ Γκαλίνα ἔμεινε σιωπηλή.
«Φώναξα καὶ ξαναφώναξα. Γιατί δὲν ἀπάντησες;» Ἡ Γκαλίνα μασουλοῦσε ἥσυχα μία μαύρη ρίζα καὶ τὸ ἴδιο ἥσυχα ἀπάντησε: «Ἐγώ; Νά.. ἐδῶ ἤμουν ».
«Πῶς ἐδῶ;»
«Νά, ἐδῶ: ἐκεῖ πάνω», εἶπε γνέφοντας μὲ τὸ κεφάλι της πρὸς τὸ βουνό. «Ναί», ξαναέγνεψε ἡ Γκαλίνα καταφατικὰ καὶ συνέχισε νὰ μασουλάη τὴ ρίζα της.
«Ὡραία! Τότε πῶς κατέβηκες ἐδῶ;» «Δὲν κατέβηκα, μ’ ἔφερε ἕνας ἄγγελος».
«Τί ἐννοεῖς, "σ’ ἔφερε ἕνας ἄγγελος";»
«Πολὺ ἁπλά, μὲ πῆρε καὶ μ’ ἔφερε», ἀπάντησε ἡ Γκαλίνα ἀπρόθυμα.
«Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σὲ παρακαλῶ, πές μου ξεκάθαρα πῶς ἔγινε!»
«Τί ἐννοεῖς, "πῶς ἔγινε";» ἐπανέλαβε ἡ Γκαλίνα. «Ἁπλούστατα ὁ Θεὸς εἶδε ὅτι τὰ πόδια μου πονοῦσαν καὶ δὲν μποροῦσα νὰ προχωρήσω ἄλλο. Ἔτσι ἔστειλε ἕναν ἄγγελο νὰ μὲ κατεβάση. Αὐτὸ εἲν’ ὅλο».
Δὲν μποροῦσα οὔτε νὰ τὸ καταλάβω οὔτε καὶ νὰ τὸ φανταστῶ καὶ κοίταζα σαστισμένη τὴν ἀδελφή μου. Ἡ Γκαλίνα κούνησε τὸ κεφάλι καὶ ἡ ἔκφρασί της ἐμοίαζε νὰ λέη: «Πῶς γίνεται νὰ εἶσαι μεγάλη καὶ νὰ μὴ μπορῆς νὰ καταλάβης;» Ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Πῶς νὰ στὸ πῶ; Ὅταν γονάτισες στὸ βουνὸ καὶ ἄρχισες νὰ προσεύχεσαι, σήκωσα κι ἐγὼ τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ θέλησα νὰ κάνω τὸν σταυρό μου. Ξαφνικὰ εἶδα ἕναν ἄγγελο στὸν οὐρανό. Ἔλαμπε ὁλόκληρος. Ἄχ, καλέ, πῶς νὰ στὸ ἐξηγήσω; Σὰν νάταν ἕνας ἄλλος ἥλιος κρυμμένος ἀπὸ πίσω του καὶ τὸν ἔκανε νὰ λάμπη. Δὲν ἔκανα καν τὸν σταυρό μου. Ἤθελα μόνο νὰ τὸν βλέπω νὰ κατεβαίνη. Ἐρχόταν κατ’ εὐθείαν σὲ μένα. ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ καὶ πολὺ ἥσυχα. Ὅταν πιὰ βρισκόταν πολὺ κοντά, θέλησα νὰ σοὺ πῶ: "Σάσα, κοίταξε!" Ὅμως δὲν πρόλαβα. Ὁ ἄγγελος χτύπησε δυνατὰ τὶς φτεροῦγες του, μὲ ἅρπαξε καὶ μ’ ἔφερε κατ’ εὐθείαν ἐδῶ κάτω. Πέταξα. Αὐτὸ εἲν’ ὅλο. Σὲ φώναξα ἀπὸ κάτω, ἀλλὰ φαίνεται πὼς δὲν μ’ ἄκουσες. Σκέφτηκα ὅτι ὁ ἄγγελος θὰ σ’ ἔφερνε καὶ σένα ἐδῶ καὶ γι’ αὐτὸ πῆγα νὰ μαζέψω μερικὲς ρίζες. Ὁρίστε!» Πῆρα τὶς ρίζες καὶ ἡ Γκαλίνα συνέχισε: «Ξέρεις πὼς ὅλη τὴν ὥρα πεινάω. Ψάχνω γιὰ ρίζες, χόρτα καὶ σπόρους καὶ πάλι δὲν χορταίνω. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ ἄγγελος κολύμπησε μακρυά, ἀποφάσισα νὰ μὴν περιμένω μέχρι νὰ σὲ φέρη καὶ σένα καὶ πῆγα νὰ βρῶ μόνη μου κάτι γιὰ νὰ φᾶμε».
«Εἶπες ὅτι ὁ ἄγγελος "κολύμπησε" μακρυά;»
«Ναί, κολύμπησε μακρυά».
«Πῶς κολύμπησε μακρυά;»
«Νὰ ἐσὺ πάλι μὲ τὸ "πῶς" σου», εἶπε ἡ Γκαλίνα στενοχωρημένη. Βάλθηκε νὰ σκέφτεται, προσπαθώντας νὰ βρῆ τρόπο νὰ μοῦ δώση νὰ τὸ καταλάβω. «Θυμᾶσαι», μοῦ εἶπε, «τότε ποῦ ἤμουνα μικρὴ — πάει πάρα πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε — θυμᾶσαι ποῦ πήγαμε μὲ τὴν μητέρα στὸ ποτάμι νὰ ποτίσουμε τὰ λάχανα; Θυμᾶσαι;»
«Ναί, θυμᾶμαι».
«Ὡραία! Θυμᾶσαι πῶς ὅλες οἱ ἀγελάδες πήγαιναν στὸ σπίτι καὶ καθὼς πήγαιναν μούγκριζαν κι ἐμεῖς περιμέναμε νὰ δοῦμε τὴν ἀγελάδα μας τὴ Μάνια; Θυμᾶσαι; Καὶ μακρυά, πολὺ μακρυά, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ ποταμοῦ, ὁ ἥλιος βασίλευε κιόλας κόκκινος καὶ τὸ ποτάμι ἔλαμπε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ μέσα σ’ αὐτὸ κολυμποῦσε μοναχή της μία χήνα; Θυμᾶσαι;»
«Θυμᾶμαι».
«Ε, ἔτσι κολύμπησε κι ὁ ἄγγελος μακρυά!»
Ἔκανα τὸν σταυρό μου. «Γκαλινούλα, τί μου λές; Δὲν ὑπάρχει κανένα ποτάμι ἐδῶ. Σὲ παρακαλῶ, μὴ λὲς τέτοια πράγματα. Εἶναι ἁμαρτία. Δὲν μπορεῖς νὰ παρομοιάζης ἕναν ἄγγελο μὲ μία χήνα. Εἶναι ἁμαρτία!»
Ἡ Γκαλίνα σταμάτησε νὰ τρώη τὴ ρίζα της καὶ μὲ ἀτένισε ἔκπληκτη, χωρὶς νὰ πῆ λέξι. Τελικὰ ξέσπασε μέσα σὲ δάκρυα: «Σάσα, δὲν εἶπα ἐγὼ ὅτι εἶσαι χαζή, χαζή, χαζή! Ὄχι, ποτὲ δὲν θὰ τὸ πῶ, ὅτι εἶσαι χαζή! Θέλω μόνο νὰ καταλάβης ὅτι ὁ Θεὸς δὲν χρειάζεται ποτάμι. Ὁ Θεὸς κολυμπάει στὸν ἀέρα, κολυμπάει στὸν οὐρανό, κολυμπάει παντοῦ! Τὸν εἶδα πῶς κολύμπησε ὡς πάνω στὸ βουνὸ γιὰ νὰ σὲ φέρη, καὶ πῆγα νὰ βρῶ κάτι γιὰ νὰ φᾶμε, καὶ μετὰ δὲν εἶδα πῶς σὲ κατέβασε. Ὅταν σὲ εἶδα, κοιμόσουν καὶ γι’ αὐτὸ κάθησα κάτω κοντά σου καὶ περίμενα νὰ ξυπνήσης».
Βρισκόμασταν καθισμένες σὲ ἕνα μικρὸ κοίλωμα. Φαίνεται ὅτι οἱ ἄνεμοι μὲ τὰ χρόνια εἶχαν σωριάσει ἐδῶ φύλλα καὶ ξερὰ χόρτα. Ἦταν μαλακὰ καὶ ἄνετα. Ὑπῆρχαν μάλιστα καὶ μερικὰ χορτάρια καὶ χαμόκλαδα, ποὺ φύτρωναν ἐδωπέρα. Μὲ φόντο τὸν οὐρανὸ καὶ μέσα στὴ μέση της στέππας αὐτὴ ἡ πράσινη νησίδα ἐμοίαζε ζεστὴ καὶ ἄνετη. Ὑπῆρχε μάλιστα κι ἕνας κορυδαλλός, ποὺ πετοῦσε ἀπὸ πάνω καὶ κελαηδοῦσε εὔθυμα, χαρούμενος ποὺ βρήκαμε ἡ μία τὴν ἄλλη. «Δόξα σοί, Κύριε! Δόξα σοί, Κύριε!» σκεπτόμουν καθὼς μασοῦσα μία ρίζα. Ἡ Γκαλίνα εἶχε πεῖ ὅτι ξύπνησα, ἐγὼ ὅμως δὲν θυμᾶμαι νὰ εἶχα κοιμηθῆ. Τί μου συνέβη; Πῶς βρέθηκα κάτω; Θυμᾶμαι μόνο ποὺ ἡ γῆ ἄρχισε νὰ κουνιέται κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Ἀλλὰ μετά; Ἂν εἶχα πέσει ἀπὸ τέτοιο ὕψος σίγουρα θὰ εἶχα σκοτωθῆ. Ἴσως καὶ νὰ μ’ ἔφερε ἕνας ἄγγελος, ὅπως τὴν Γκαλίνα. Ὅμως ἐγὼ δὲν τὸν εἶχα δεῖ. Ἀπὸ τί θαῦμα βρέθηκα ἐδῶ κάτω, δὲν ξέρω. Ἕνα πράγμα μόνο ἦταν σίγουρο, τὸ ὅτι βρῆκα τὴν ἀδελφή μου. Δόξα σοί, Κύριε! Ἄλλη μία φορὰ ποὺ βρίσκομαι σώα καὶ ἀκέραια . Ἔστω κι ἂν εἴμαστε χωρὶς σπίτι καὶ τροφή, ὅμως μᾶς μένει ἡ ἐλπίδα πὼς ἴσως βροῦμε καὶ τοὺς συγγενεῖς μας — ἴσως ἔτσι, τὸ ἴδιο ἀναπάντεχα.
Οἱ ψυχὲς μᾶς ἦταν ἀνάλαφρες καὶ χαρούμενες. Ἀλλά, ὅπως πάντοτε συμβαίνει σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἡ χαρὰ νὰ μὴ μένη ἀσυννέφιαστη ὡς τὸ τέλος, ἕνα ἴχνος λύπης ἐσκίασε κάπως τὴ χαρά μου. Ἀνακάλυψα ὅτι εἶχα χάσει τὸ παγούρι μου καὶ δὲν εἴχαμε οὔτε μία σταγόνα νερό. Αὐτὲς οἱ γλυκόριζες μᾶς προκαλοῦσαν δίψα καὶ γι’ αὐτὸ ἤθελα νὰ προχωρήσουμε, ἀλλὰ ἡ Γκαλίνα μὲ ἱκέτευσε: «Σάσα, σὲ παρακαλῶ, ἂς μείνουμε ἐδῶ γι’ ἀπόψε. Εἶναι τόσο ὡραία! Τὰ σκιουράκια φωνάζουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Ἀκοῦς τὰ πουλιὰ ποὺ εἶναι ζωντανὰ καὶ κελαηδοῦνε; Τὰ σπουργίτια οὔτε ποὺ μᾶς φοβοῦνται. Κοίταξε, δὲν ὑπάρχει τίποτε μπροστά μας, μόνο στέππες καὶ στέππες. Ἐνῶ ἐδῶ εἶναι τόσο μαλακὰ γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε καί...»
Ἡ Γκαλίνα δὲν τελείωσε τὴν κουβέντα της. Ἔριξε τὸ βλέμμα της πρὸς τὸ μέρος τῆς βουνοπλαγιᾶς. Κι ἐγὼ λυπόμουν νὰ ἀφήσω τὴ μικρὴ αὐτὴ πράσινη νησίδα καὶ γι’ αὐτὸ συμφώνησα.
«Μόνο νὰ μαζέψουμε μερικὲς ρίζες γιὰ τὸ δρόμο, ὥστε μόλις σηκωθοῦμε τὸ πρωί, νὰ μπορέσουμε νὰ ξεκινήσουμε ἀμέσως χωρὶς καθυστέρησι».
«Κοίτα!» εἶπε χαρούμενη ἡ Γκαλίνα. «Κοίτα, ἕνα πουλὶ πέταξε μέσα στοὺς βράχους!».
«Καὶ τί μ’ αὐτό; Ἀκόμη καὶ νὰ τὸ πιάσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ φᾶμε».
«Οὔφ!» κούνησε τὸ χέρι της κι ἔτρεξε γρήγορα, κι ἐγὼ ξοπίσω της. Δὲν βρήκαμε πουλιά, ἀλλὰ αὐγὰ — καὶ μὲ τί εὐκολία. «Κοίτα», εἶπε ἡ Γκαλίνα καὶ μούβαλε στὸ χέρι ἕνα γκρίζο διάστικτο αὐγό. Τὸ κοίταξα στὸν ἥλιο: Ἦταν φρέσκο.
«Φάτο».
«Ὄχι», εἶπε ἡ Γκαλίνα, «ἀργότερα. Ἂς τὰ μαζέψουμε. Ἔχει πάρα πολλὰ ἐδῶ, καὶ ἐκεῖ ἔχει κι ἄλλη φωλιά».
Κοίταξα πάλι τὸ αὐγὸ στὸν ἥλιο: Ἦταν γόνιμο καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔβαλα πίσω στὴ θέσι του. Ποτὲ κανεὶς δὲν εἶχε πειράξει τὰ πουλιὰ καὶ σίγουρα δὲν εἶχαν καταλάβει ὅτι κάποιος τὰ λήστευε. Γρήγορα καὶ εὔκολα μαζέψαμε κάμποσα αὐγά. Ἡ Γκαλίνα κρατοῦσε τὴν ἄκρη τοῦ φορέματός της κι ἐγὼ τὰ ἔβαζα μέσα.
«Τί καλὰ νὰ μπορούσαμε νὰ τὰ τηγανίσουμε!»
«Νὰ δοῦμε τί ἄλλο θὰ σκεφτῆς!» εἶπε ἡ Γκαλίνα σὰν νὰ τὴν εἶχα προσβάλει. «Μήπως θάθελες νὰ τρωγες σὲ τραπέζι καὶ νὰ ἔχης καὶ τὴν μαμὰ νὰ σοὺ δίνη ἕνα κομμάτι ψωμὶ νὰ φᾶς μὲ τ’ αὐγά;»
Ἐνοίωσα ἕνα σφίξιμο στὸ στῆθος καὶ δὲν κατάλαβα γιατί πειράχτηκε. Ἡ Γκαλίνα κάθησε στὸ ἔδαφος καὶ ἄνοιξε προσεκτικὰ τὸ φουστάνι της.
«Φοβᾶμαι ὅτι θὰ τὰ σπάσω», εἶπε. «Ἂς φᾶμε».
Κάθησα δίπλα της καὶ ἀρχίσαμε νὰ σπάζουμε τὰ αὐγά, νὰ τὰ ἁλατίζουμε καὶ νὰ τὰ τρῶμε. Ἀφοῦ τὰ φάγαμε καὶ ἀφήσαμε ἕνα σωρὸ ἀπὸ τσόφλια, πήγαμε στοὺς θάμνους νὰ ψάξουμε γιὰ βατόμουρα. Ἀφοῦ χορτάσαμε καὶ μὲ τοὺς μαύρους γλυκόξυνους καρπούς, φάγαμε τὶς ρίζες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει. Εἴχαμε καιρὸ νὰ φᾶμε τόσο ὡραία καὶ χορταστικά. Ὁ ἥλιος ἦταν ἤδη κάπου πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Τὰ σκιουράκια εἶχαν σωπάσει καὶ τὰ πουλιὰ ἐπίσης. Καθήσαμε κάτω κουρασμένες καὶ χορτάτες, χωρὶς νὰ ἔχουμε καμμιὰ διάθεση νὰ ψάξουμε γιὰ ρίζες γιὰ τὴν ἑπομένη.
Μολονότι οἱ νύχτες ἦταν ζεστές, πρὸς τὸ ξημέρωμα ἔκανε πάντα ψύχρα καὶ ἔτσι ξαπλώσαμε ἡ μία κοντὰ στὴν ἄλλη καὶ κοιμηθήκαμε. Εἴχαμε ἕναν μακρὺ καὶ γαλήνιο ὕπνο καί, ὅταν ξυπνήσαμε, ὁ ἥλιος ἦταν ἤδη ψηλὰ καὶ ἔκαιγε. Τί νὰ κάναμε; Νὰ μέναμε ἐκεῖ μέχρι τὴν ἑπομένη ἢ νὰ συνεχίζαμε; Ἡ πικρὴ πείρα μᾶς εἶχε διδάξει πόσο φοβερὸ εἶναι τὸ νὰ μὴν ἔχης νερό. Βέβαια ὑπῆρχαν βατόμουρα ἐδῶ, ἀλλὰ μὲ τὴ ζέστη θέλεις καὶ νὰ πιῆς. Ἐπίσης ἡ πορεία στὸ ἄγνωστό μας προκαλοῦσε φόβο, ἀλλὰ ἴσως τότε νὰ βρίσκαμε κάτι στὸν δρόμο. Δὲν ὑπῆρχε πολὺ περιθώριο γιὰ νὰ σκεφτώμαστε. Ὁ ἥλιος ἀνέβαινε ψηλότερα καὶ ἔκαιγε καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσουμε.
«Ἔλα Γκαλίνα νὰ μαζέψουμε μερικὰ ἀκόμη βατόμουρα καὶ μετὰ νὰ συνεχίσουμε τὸ δρόμο μας». Ἡ Γκαλίνα ἔπεσε σὲ σιωπὴ καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύη. Ἐγὼ ἔκοψα ἕνα μεγάλο φύλλο ἀπὸ γαϊδουράγκαθο, ἔχυσα μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἁλάτι ἀπὸ τὴν τσέπη μου, τὸ δίπλωσα προσεκτικὰ καὶ τὸ ἔδεσα μὲ χόρτο. Μετὰ ἄρχισα νὰ μαζεύω βατόμουρα ποὺ τὰ ἔβαζα στὴν τσέπη μου. Ἤθελα νὰ μαζέψω ὅσο πιὸ πολλὰ μποροῦσα, ἀλλὰ ὁ ἥλιος ἔκαιγε καὶ εἶπα: «Ἀρκετὰ Γκαλίνα! Νὰ πηγαίνουμε!» Ἔβαλε τὰ βατόμουρά της στὴν τσέπη μου. Ἔβαλα τὸ ἁλάτι πάνω σ’ αὐτά, κάναμε τὸν σταυρό μας καὶ ξεκινήσαμε ἥσυχα μὲ γενικὴ κατεύθυνσι τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου.
Στὸ δρόμο βρήκαμε κι ἄλλες γλυκόριζες καὶ χαρήκαμε. Ἡ Γκαλίνα τὶς μάζεψε γιὰ νὰ τὶς πάρουμε μαζί μας. Περπατήσαμε πολύ. Ἡ μικρή μας νησίδα εἶχε ἤδη χαθῆ καὶ μπροστὰ μας ἁπλωνόταν ἀτέλειωτη ἡ στέππα.
«Ἂς ξεκουραστοῦμε λίγο», εἶπε ἡ Γκαλίνα.
Κοιτάξαμε τριγύρω: Δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ κρυφτοῦμε ἀπὸ τὸν ἥλιο. Καθήσαμε ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ στεκόμασταν καὶ ἀρχίσαμε νὰ τρῶμε τὰ βατόμουρα, ποὺ μὲ τὸ ἁλάτι εἶχαν μετατραπῆ σὲ μία μαύρη ζεστὴ μάζα. Θέλαμε νὰ φᾶμε, θέλαμε νὰ πιοῦμε, θέλαμε νὰ δροσίση ὁ καιρός. Ὅμως ὁ ἥλιος ἔκαιγε πολύ. Σηκωθήκαμε πάλι καὶ συνεχίσαμε τὴν πορεία. Πέταξα τὰ βατόμουρα ἀπ’ τὴν τσέπη μου, γιατί εἶχαν ἀνακατευτῆ μὲ τὸ ἁλάτι καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ τὰ φᾶμε. Ἡ Γκαλίνα εἶχε ἀφήσει τὶς ρίζες ἐκεῖ ποὺ εἴχαμε καθήσει. Στὸ χέρι τῆς εἶχε μείνει μόνο τὸ κουτὶ μὲ τὰ σπίρτα καὶ τώρα ἤθελε νὰ τὸ πετάξη κι αὐτό, ἀλλὰ γιὰ κάποιο λόγο τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔβαλα πάλι στὴ τσέπη μου.
«Καὶ τί τὰ θέλεις τὰ σπίρτα;» εἶπε ἡ Γκαλίνα. «Θὰ χαλάσουν ἔτσι κι ἀλλιῶς μέσα στὴ μουσκεμένη τσέπη».
«Ἀλήθεια, τί τὰ θέλω;» σκέφθηκα. Ὅμως τὸ νὰ ἁπλώσω τὸ χέρι μου καὶ νὰ πετάξω τὸ κουτί, μοῦ ἐρχότανε δύσκολο. Συνεχίσαμε νὰ περπατοῦμε ἥσυχα καὶ μὲ πολὺ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ ξεδιψάσουμε. Ὁ ἀέρας ἦταν τόσο ζεστός, ποὺ μᾶς δυσκόλευε τὴν ἀναπνοή. Ἡ ζεστὴ γῆ ἔκαιγε τὰ πόδια μας. Περπατοῦσα καὶ προσευχόμουν: «Κύριε, ἐλέησέ μας! Σκέπασε τὸν ἥλιό Σου μὲ ἕνα μόνο σύννεφο καὶ ἐπίτρεψέ μας νὰ ξεκουραστοῦμε! Μὴ μᾶς ἀφήνης, Κύριε, μὴ μᾶς ἀφήνης!» Δὲν μπορούσαμε νὰ περπατήσουμε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ κούρασι καὶ ἀδυναμία σερνόμασταν μέσα στὴ στέππα. Χορτάρια καὶ ξεροὶ βλαστοὶ ὀρθώνονταν μπροστά μας, σὰν ἀπὸ σκοποῦ, πιάνοντάς μας ἀπ’ τὰ πόδια καὶ σκαλώνοντας στὰ φουστάνια μας, γιὰ νὰ μᾶς συγκρατήσουν ἢ νὰ μᾶς ἐμποδίσουν. Πέφταμε καὶ σηκωνόμασταν πάλι καὶ συνεχίζαμε νὰ περπατοῦμε. Οὔτε σπίτι, οὔτε δένδρο, οὔτε σκιά, οὔτε κανένα ζωντανὸ πλάσμα φαινόταν πουθενά. Παντοῦ τριγύρω ὁ καυτὸς οὐρανός, ὁ ἥλιος καὶ ἡ ἀτέλειωτη στέππα. Σκέφτηκα ὅτι θὰ ἀφανιζόμασταν, ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν δίψα. Καὶ ξαφνικά, μπροστὰ στὰ μάτια μας — σὰν νὰ εἶχε ξεφυτρώσει μέσα ἀπὸ τὸ ἔδαφος — εἴδαμε μία θημωνιά. Καὶ ἐκεῖ πιὸ πίσω κυλοῦσε ἕνα ἀστραφτερὸ ποτάμι, θυμᾶμαι ὅτι σκέφθηκα γεμάτη ἀγαλλίασι: «Τώρα πιὰ θὰ ἔχουμε κάμποσο νερὸ γιὰ καιρό». Στὸν δρόμο γιὰ τὸ ποτάμι βρήκαμε ἕνα τηγάνι. Αὐτὸ σήμαινε ὅτι κάποιος εἶχε περάσει ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὸ ἔχασε, ἀκριβῶς ὅπως εἴχαμε χάσει κι ἐμεῖς τὸ παγούρι. Τὸ τηγάνι δὲν ἦταν καὶ τόσο κατάλληλο γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά, πάντως ὅμως ἦταν καλύτερο ἀπ’ τὰ χέρια μας, στὸ νὰ ἀντλήσουμε νερό. Ἐνίωθα λύπη γιὰ τὸ παγούρι ποὺ εἴχαμε χάσει.
Μολονότι ἠπίαμε νερὸ καὶ δροσιστήκαμε, νιώθαμε ὡστόσο καὶ νὰ πεινᾶμε. Πλησιάζοντας μία θημωνιά, βρήκαμε ὁλόγυρα ποντικοφωλιὲς καὶ κάτω ἀπὸ τὸν σωρό, τὰ ἄχυρα ἦταν παραμερισμένα καὶ ξεχωρισμένα, σὰν νὰ εἶχε κοιμηθῆ ἐκεῖ κάποιος. Πλησιάζοντας εἴδαμε ὅτι πράγματι κάποιος εἶχε κοιμηθῆ ἐκεῖ καὶ τὰ εἶχε ἀφήσει τακτοποιημένα. Ἀρχίσαμε νὰ λεηλατοῦμε τὶς ποντικοφωλιὲς μαζεύοντας τοὺς σπόρους ποὺ εἶχαν ἀποθηκεύσει τὰ ποντίκια γιὰ τὸν χειμώνα. Μ’ αὐτοὺς κάναμε ἕνα κάσα (μπληγούρι ἀπὸ βρώμη ἢ κριθάρι), ποὺ ἦταν τὸ πιὸ νόστιμο κάσα ποὺ ἔχω φάει ποτέ.
Μετὰ τὸ φαγητὸ ξαπλώσαμε κάτω ἀπὸ τὴν θημωνιά. Τώρα οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε ἡ βροχὴ μποροῦσαν νὰ μᾶς πειράξουν. Κάναμε μέρος γιὰ νὰ ξαπλώσουμε καὶ μᾶς πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅμως ἕνα ἐλαφρὸ ἀεράκι ἔφερε μία σπίθα ἀπὸ τὴν ὑπαίθρια φωτιά μας στὴ θημωνιὰ κι ὁ ἀχυροσωρὸς πῆρε φωτιὰ στὸ λεπτό. Ἀκριβῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄκουσα μία γυναικεία φωνή: «Παιδιά, ξυπνῆστε!» Ξύπνησα καὶ εἶδα ὅτι στὴν εἴσοδο τοῦ καταφυγίου μᾶς στεκόταν μία γυναίκα. Εἶχε κάτι τὸ ἀσυνήθιστο καὶ μᾶς χαιρετοῦσε μὲ τὰ χέρια ἀνοικτά. Ἀπὸ τὰ δύο της χέρια τὸ ἔνδυμά της ἔπεφτε μέχρι τὸ ἔδαφος. Γύρισα ἀνάσκελα, ἔβαλα τὸ χέρι μου πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου καὶ τὴν κοίταζα. Ἡ φωτιὰ κτυποῦσε πάνω της ὅπως πάνω σ’ ἕναν τοῖχο. Δὲν χόρταινα νὰ τὴν κοιτάζω. Οἱ φλόγες ξεπηδοῦσαν ἀπὸ πίσω της καὶ οἱ κόκκινες γλῶσσες τῆς φωτιᾶς ἔγλειφαν τὶς ἄκρες του φορέματός της, ὅμως αὐτὸ δὲν ἐπίανε φωτιά. Ἔβλεπα πῶς συγκρατοῦσε τὶς φλόγες κι ἔκανε ἕνα πέρασμα γιὰ μᾶς μέσα ἀπὸ τὸν ἀχυροσωρὸ ποὺ καιγόταν. Ἔβλεπα πὼς ἂν ἔκανε ἔστω καὶ μισὸ βῆμα πίσω, ἡ φωτιὰ θὰ εἰσέβαλε μέσα καὶ θὰ καιγόμασταν. «Δόξα τῷ Θεῶ! Ὄνειρο εἶναι»! σκέφθηκα καὶ σταυροκοπήθηκα. Τότε ἡ γυναίκα ἦλθε πιὸ κοντά μου καὶ εἶπε: «Παιδιά, νὰ φοβάστε τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό!» Μ’ ἐπίασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πετάχτηκα ἔξω.
Ὁ καπνὸς μ’ ἔτσουζε στὰ μάτια. Ἔβηχα. Ἦταν δύσκολο ν’ ἀναπνεύσω. Ἄκουγα τὰ μαλλιά μου νὰ τσουρουφλίζονται καὶ αἰσθανόμουν τὴ φωτιὰ νὰ γλύφη τὸ πρόσωπό μου.
«Γκαλίνα!» φώναξα καί, συνειδητοποιώντας ἐπιτέλους ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ὄνειρο, τράβηξα τὴν ἀδελφή μου. Αἰσθανόμουν ὅτι ἡ γυναίκα δὲν μοῦ κρατοῦσε μόνο τὸ χέρι, ἀλλὰ καὶ στεκόταν πίσω μου κρατώντας μακριὰ τὴ φωτιά! «Γρήγορα, γρήγορα!» φώναξα τῆς ἀδελφῆς μου καὶ καθὼς τὴν τράβηξα ἔξω, ἐνίωσα τὸ χέρι τῆς γυναίκας νὰ ξεγλιστράη ἀπ’ τὸ δικό μου... Ἔφευγε.
«Περίμενε!» φώναξα, χωρὶς νὰ κοιτάξω πίσω. «Περίμενε θείτσα!».
Ἕσφιξα τὸ χέρι τῆς μέσα στὸ δικό μου καὶ κατάλαβα ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κρατήσω. Ἕσφιξα πιὸ δυνατά. Ἤθελα νὰ τὴν κρατήσω, ὅμως αἰσθανόμουν τὸ χέρι της νὰ γλιστράη μέσα ἀπὸ τὸ δικό μου. Ὅταν πιὰ εἶχα τραβήξει τὴν ἀδελφή μου ἔξω ἀπὸ τὶς φλόγες, ἐνίωσα ὅτι ἀκριβῶς ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὰ χέρια τῆς ἄφησαν ἐντελῶς τὸ δικό μου. Ἕσφιγγα τὸν ἀέρα. Γύρισα καὶ κοίταξα. Τὰ χέρια μου ἀπόμειναν μετέωρα στὸ κενὸ καὶ δὲν ὑπῆρχε κανένας. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστέψω.
«Θείτσα! θείτσα!» φώναξα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μοῦ ἀπάντησε. Μόνο ὁ ἀέρας σφύριξε καὶ σκόρπισε τὴ φωτιὰ καὶ τὸν καπνὸ μέσα στὴ στέππα.
Γιὰ πόσο καιρὸ περπάτησα μὲ τσουρουφλισμένο τὸ κεφάλι, δὲν θυμᾶμαι. Εἶναι τώρα σαράντα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ καὶ ζῶ ἀκόμη. Ζῶ καὶ πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς "κολυμπάει στὸν ἀέρα". ὅτι ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν περπατάει πάνω στὴ γῆ. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἥλιος, τὸν ὁποῖο δὲν βλέπουμε, ἀλλὰ εἶναι αἰώνιος!
Αὐτὸς μας φωτίζει!
Ἀλεξάνδρα Κόρνιεβα
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ” 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου