13 Μαρ 2011

Ἐκεῖ ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος

                                              ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ
                       (Μία ληθιν στορία)

στορία ατ περιγράφει τς μπειρίες δύο μικρν ρωσίδων, τς λεξάνδρας κα τς Γκαλίνας, τ τος 1933.

ταν χρονι το φοβερο τεχνητο λιμο πο δημιούργησε Στάλιν σ’ λη τ νότια Ρωσία κα εδικ στν Οκρανία, μ στόχο ν σπάση τ σιωπηλ μαζικ ντίστασι τν πολιτν πρς τ κομμουνιστικ κόμμα. Σήμερα πι Γκαλίνα, νεώτερη π τς δύο, χει ναχωρήσει γι τν καλύτερο κόσμο το Θεο. μεγαλύτερη μως δελφή της ζε κα χει καταγράψει, μ βάσι τς ναμνήσεις της, τ ξαιρετικ ατ δεγμα τς Πρόνοιας το Θεο κα τς θαυματουργο προστασίας τς Θεοτόκου.

Σύμφωνα μ’ ναν πρόχειρο πολογισμό, περίπου 12 κατομμύρια νθρωποι πέθαναν σ’ ατν τν φοβερ λιμό.
****
Φαντασθετε να χωρι μ κτασι πτ τετραγωνικν χιλιομέτρων. Ν μν πάρχη σ’ ατ οτε ψυχή. Ν μν χη πομείνει οτε σκυλί, οτε γάτα, οτε πουλί. Μέσα στ 1933 λα φανίστηκαν. Τ βόδια δηγήθηκαν μακρι κα τ σπαρτ καταστράφηκαν. Μερικος π τος κατοίκους τος κρέμασαν, λλους τος κλεισαν στν φυλακ κα μερικο φυγαν μ τ θέλησί τους γι ν κρυφτον. πόμειναν μόνο γέροντες, γυνακες κα παιδιά, τν ποίων τ πτώματα ταν τώρα διασκορπισμένα σ’ λο τ χωριό. Κείτονταν σ καλύβες, σ κήπους, στς εσόδους, στος δρόμους, σ διάφορες γωνίες, σ διαφορετικ στάσι καθένας, που κα πως τν εχε βρε θάνατος. λιμς τος θέρισε λους χωρς ν κάνη διάκρισι. νάμεσα στος τελευταίους πο γκατέλειψαν τ χωρι ταν δύο κορίτσια, τ να ξι κα τ λλο ννέα τν. Τ να π’ ατ γράφει δ ατς τς γραμμές.

δελφή μου κι γ φάγαμε τ τελευταία σπυρι σιτάρι πο εχε κρύψει ἡ...
μαμά. ταν τρίτη μέρα πο εχα μαγειρέψει τσουκνίδες χωρς κανένα καρύκευμα στω λάτι, "φαγητ" πο μς προκαλοσε τν μετό. Τότε λθε σ μς παππος Πάμφιλος στηριζόμενος στ μπαστούνι του. λοι τν ξεραν. Κάποτε ταν δυνατώτερος νδρας το χωριο. Τώρα ταν πρησμένος. Μόλις κα μετ βίας κουνοσε τ πόδια του, πο εχαν γίνει πι σν δύο στύλοι κα δν μποροσαν ν λυγίσουν. τρεχαν αμα κα πύον. Παρ’ λα ατ μως κατάφερνε ν περπατ. Σταμάτησε στ φράκτη κα μο γνεψε. Πγα κοντά του, κι ατς λαχανιασμένος μου επε μ πολ κόπο: «Παιδιά, πρέπει ν φύγετε π τ χωριό, λλις κάποιος θ σς φάη θ πεθάνετε σν τος λλους. Πρέπει μως ν ζήσετε!». «Ν ζήσετε!», πανέλαβε ψιθυριστά.

νίωσα να δυνατ σφίξιμο στ στθος κα ρώτησα μ τρεμάμενη π τ δάκρυα φωνή: «Πο ν πμε παππού; Μήπως φήσουν λεύθερη τ μαμά;»

παππος κούνησε ρνητικ τ κεφάλι του: «χι, μ περιμένετε τ μαμά. Μ τν περιμένετε». Κα σώπασε. Τ μάτια το τρεξαν χι δάκρυα, λλ αμα! Κούνησε ρνητικ τ κεφάλι το λλη μία φορ κι βγαλε ναν βαθ κα βαρ ναστεναγμό, σν ν συγκέντρωνε τς τελευταες του δυνάμεις γι ν π: «Μ περιμένετε. Τραβξτε πρς τ 'κει πο νατέλλει λιος. Ν τρτε ρίζες, ν τρτε σπόρους π χόρτα, λλ πρέπει ν ζήσετε! Ν ζήσετε!»

Εδα τ πόδια του ν ποχωρον κα ατν ν σωριάζεται στ δαφος μαζ μ λες του τς δυνάμεις. Τ χείλη το ξακολουθοσαν ν ψιθυρίζουν κάτι πο δν μποροσα ν ξεδιαλύνω.

γινε συχία. θάνατος ταν παρών. ταν τρομερ ν φήσουμε τος γνώριμους τόπους. Πο μπορούσαμε ν πμε; Σ ποιόν; μως ταν ξίσου τρομερ τ ν μείνουμε κα ν πεθάνουμε π τν πείνα. Πάντως φαινόταν εκολώτερο τ ν πεθάνης μ τν λπίδα τι σως μαμά... στόσο πειλ τι θ μποροσαν κάποιοι ν μς φνε μ νάγκασε ν πακούσω στν παππού.

Πγα μέσα στν καλύβα. Γκαλίνα καθόταν στ πάτωμα στριφογυρνώντας να κουτάλι στ χέρι της, σν ν προσπαθοσε ν θυμηθ πς τρωγε κάποτε μπόρστς (εδος δημοφιλος ρωσικς σούπας π τετλα κα λάχανα). Ναί, πρχε μπόρστς κάποτε! μήπως χι; Τώρα πι καλύβα μς ταν νεκρ κα δεια. λα ταν σπασμένα κα σκορπισμένα. Ο τοχοι ταν γυμνοί. οτε μία εκόνα. λες τς εχαν κάψει. Κάθε τόσο νεμος περνοσε μέσα π τ σπίτι, κάνοντας πότε μία πόρτα κα πότε να παράθυρο ν κλείνουν μ βρόντο, σν ν θελε ν π τι κόμη δν πέθαναν λα.

Γονατίσαμε, δελφή μου κι γώ, κα προσευχηθήκαμε μπρς στος γυμνος τοίχους. Φιλήσαμε τ κατώφλι κα βγήκαμε ξω π τν πόρτα το φράκτη. Προσπεράσαμε τν παππο κα βαδίσαμε πρς τν κατεύθυνσι το λιου, ταν νατέλλη. φήσαμε τ χωρι μ τν πίστι κα τν λπίδα τι θ ξαναγυρίζαμε, θ ξαναγυρίσουμε! Ατ πο πρέπει ν κάνουμε εναι ν πμε κε πο νατέλλει λιος κα σως μαμ λθη κε. Μόλις ξετάσουν τν πόθεσι, θ δον τι μαμ εναι θώα κα θ τν φήσουν λεύθερη... κα τότε θ πμε λοι μαζ σπίτι.

Καθς διασχίζαμε τ χωριό, δν συναντήσαμε οτε να ζωνταν νθρωπο, μως μενά μου φαινόταν τι μς παρακολουθοσαν, κα χι μόνο μς παρακολουθοσαν, λλ μς κατεδίωκε σκι κάποιου φοβερο τέρατος. νοίωθα τν ναπνοή του στν πλάτη μου. Ασθανόμουν τν νάσα του πο κανε ρίγη ν διαπερνον τν ραχοκοκκαλιά μου κα φοβόμουνα ν κοιτάξω πρς τ πίσω. Μο φαινόταν τι κάποια πελώρια μαρα νύχια ταν κρεμασμένα πάνω π τ κεφάλι μου, λλ δν μποροσαν ν μπηχτον πάνω μου, μόνο κα μόνο πειδ παναλάμβανα συνεχς τ «Πάτερ μν». κουγα πίσω μου να τραχ πόκωφο γέλιο, πο σ λίγο μετατράπηκε σ τρίξιμο δοντιν, κριβς μέσα στ’ ατί μου. Δν τ ντεχα. Σκέφθηκα τι σίγουρα κα δελφή μου θ τ κουγε κα τν ρώτησα: «Γκαλίνα, δν φοβσαι;» Γκαλίνα σταμάτησε, μ κοίταξε μ κπληξι κα επε: «π τί; Δν θυμσαι πς λεγε μαμά, ταν μς βαζε στ κρεββάτι: "Ν σς φυλνε ο γιοι γγελοι, Κύριος ν εναι μαζί σας"; Τί ν φοβηθ ταν Θες εναι πάντοτε μαζί μας;»

Πράγματι, ατ ταν σωστό. Θυμμαι πς μαμά μου λεγε: «Ν προσεύχεσαι, μικρό μου κοριτσάκι, ν λς τ "Πάτερ μν" κα τίποτε κακ δν θ σο συμβ». τσι ρχισα ν προσεύχομαι. Μ τν προσευχ ξέχασα τ λύπη μου. προσευχ δίωξε τν φόβο. προσευχ καταπράυνε τν πείνα μου.

Εχαμε δη φήσει ρκετ πίσω μας τ χωριό, ν δρόμος ξετυλιγόταν μακρς μπροστά μας. Πεινασμένες κα δύναμες ρχίσαμε ν κουραζόμαστε. Κάθε βμα μς γινόταν λο κα πι δύσκολο. Τότε ξαφνικ εδαμε κάποιον σ πόστασι. Φαινόταν ν εναι μισοξαπλωμένος, μισοκαθιστός. μως δν φοβηθήκαμε, γιατί ταν μαζί μας Θεός, κα προχωρήσαμε. ταν πλησιάσαμε στν νθρώπινη μορφή, εδαμε μία νεκρ γυναίκα πρησμένη σα μ τ μέγεθος νς βαρελιο. Τν προσπεράσαμε βιαστικ κα σ πόστασι περίπου πέντε βημάτων βρήκαμε να σακούλι κα να παγούρι μ νερό. Μ τν λπίδα τι θ βρισκα κάτι ν φμε νοιξα τ σακούλι. Μέσα πρχε να κανάτι κα μέσα στ κανάτι να κουτ σπίρτα κα — τί σπουδαία τύχη! — μερικ κρεμμύδια κι να κομμάτι μακούχα (εδος σκληρο ρωσικο χαλβ π λεσμένο κα συμπιεσμένο λιόσπορο) τυλιγμένο μέσα σ’ να κομμάτι πανί. πίσης πρχε μέσα να σακουλάκι δεμένο κα τυλιγμένο ρολό. ταν φτιαγμένο π μαρο βελοδο κα κεντημένο τόσο μορφα πο αχμαλώτιζε τ βλέμμα. ταν κριβς σν κενο πο κρατοσε πάνω της γιαγιά μου κα πο πάντα εχε μέσα καραμέλες γι μένα. Εχα σχεδν τν ασθησι τι κι ατ μύριζε καραμέλες, μως δν πρχαν καραμέλες δ παρ μόνο μία ρκετ μεγάλη ποσότητα χοντρο λατιο. Βάλαμε π να σπυρ στ στόμα μας. Τ λάτι λιωσε κα μς κέντρισε τν ρεξι. δελφή μου κι’ γ ρχίσαμε ν τρμε τ κρεμμύδια χωρς καν ν τ καθαρίσουμε, ρκε νάχουμε κάτι ν γεμίσουμε τ στομάχια μας. πειτα ρχίσαμε ν ροκανίζουμε τ μακούχα. λα ταν πίστευτα γευστικά: τ μακούχα, τ κρεμμύδια, κόμη κα τ λάτι. τσι κόμη κα τ ψωμ δν φαινόταν παραίτητο. φο στυλωθήκαμε, δεσα τ σακουλάκι, βάζοντας μέσα τ σπίρτα μ τυχν χρειαστον, τ ρριξα στν μο μου, σήκωσα τ παγούρι κα συνεχίσαμε τ δρόμο μας.

Τ χωρι μς εχε χαθ π ρα. Μπροστά μας, κα σο βλεπε τ μάτι, πλωνόταν πίπεδη στέππα κα δν εχαμε κουράγιο ν προχωρήσουμε περισσότερο. πίαμε μία γεμάτη γουλι νερ καθεμία κα ξαπλώσαμε ν κοιμηθομε.

Πόσες φορς μς σκέπασε νύχτα κα μς ξύπνησε αγ μέσα στν στέππα δν ξέρω. λλ μία φορά, λίγο πρν π τν αγή, ξύπνησα κα εδα τ περίγραμμα νς πελώριου βουνο ν διαγράφεται π’ τς κτίνες το λιου, πο νέτελλε θεόρατος πίσω του. Φαινόταν τι πρεπε πλς ν περάσουμε τ βουν κα μέσως θ βρισκόμασταν κε πο νέτελλε λιος. Ξύπνησα τν δελφή μου κα ποφάσισα ν’ φήσουμε τν δημόσιο κα ν κόψουμε κατ’ εθείαν πέναντι, συντομεύοντας τσι τν δρόμο μας. λλ σο πι γρήγορα προσπαθούσαμε ν φτάσουμε στ βουνό, τόσο γρηγορώτερα χάναμε κα τς δυνάμεις μας. Μόλις κατ τ βραδάκι καταφέραμε ν φτάσουμε στος πρόποδές του. Τώρα τ μόνο πο πέμενε ταν ν περάσουμε τ βουν κα 'κει, π' τν λλη μεριά, θ βρίσκαμε τ πάντα. κε θ πρχαν ζωντανο κα γιες νθρωποι, κε πρχε χαρ κα γαλλίασις, κα κε εναι πού... νατέλλει λιος. μως — τ πι σημαντικ π’ λα! — κε θ βρισκόταν μαμά. μαμ πιθανώτατα εχε κατορθώσει ν ποδράση κα παππος δν θελε ν μς τ π, γι ν μν τν προδώση. Εμαστε μικρς κα δν πρέπει ν τ ξέρουμε λα. Μπορε ν μς ξεφύγη κάτι κα τότε λα πνε χαμένα. Ναί, ναί, μαμ εναι κε! λπίδα μς δινε φτερά. Στος πρόποδες το βουνο βρήκαμε κάτι γλυκεις σπρες ρίζες, πο στ γεσι μοίαζαν μ γογγύλια. Φάγαμε τς ρίζες, πίαμε κα τ νερ πο μς πέμεινε στ παγούρι κα π τν μεγάλη ξάντλησι μς πρε πνος.

Μ τ πρτο φς τς μέρας ρχίσαμε ν’ νεβαίνουμε στ βουνό. σο πι ψηλ νεβαίναμε, τόσο πι μακρυ δειχνε ν εναι λιος. Σκαρφαλώσαμε στ βουν μ πίστευτο κόπο. Εχαμε ναρριχηθ περίπου τ τρία τέταρτα, λλ εχε πολ δρόμο κόμη. ξαντλημένες π τν πείνα κα τ δίψα σταματήσαμε, νίκανες ν σύρουμε τ πόδια μας. λιος εχε νεβε ψηλ στν οραν κα μς καιγε. Θέλαμε ν πιομε. δρώτας σταζε πάνω μας, τ χείλη μς εχαν ξεραθ κα πρχε μία πικρ γεσι στ στόμα μας. πεσα στ δαφος κα ρχισα ν προσεύχωμαι. π κάπου σηκώθηκε νας έρας κα μφανίστηκαν μαρα σύννεφα. βροχ πεφτε πάνω μας. Κοντ μς πρχε νας βράχος πο σχημάτιζε κάτι σν στόμιο, π που τρεχε τ νερ τν κατήφορο. βαλα γρήγορα τ παγούρι στν κατάλληλη θέσι κα σ λίγο γέμισε. πίαμε κα μέσως τονωθήκαμε κα ναπνεύσαμε πι λεύθερα. βροχ ναζωογόνησε τ γ, μς δωσε ν πιομε, νανέωσε τς δυνάμεις μας κα μετ πομακρύνθηκε, καθς μες ρχίσαμε ν σκαρφαλώνουμε κα πάλι.
π τέλους φτάσαμε στν κορυφ το βουνο κα εδαμε μ φρίκη τι ντ γι σπίτια κα ζωντανος νθρώπους, μέσα στ βαθειά, χρυσαφι κοιλάδα, που εχε κοιμηθ λιος κα π που εχε νατείλει, δν πρχε τίποτα παρ νεκρή, τέλειωτη στέππα. ποσβολωμένες στεκόμασταν στν κορυφ το βουνο μόνες κα ρημες. ρχισα ν πελπίζωμαι. Γι να λεπτ μόνο, τ παραδέχομαι, μο ρθε σκέψι τι διάβολος μς ξαπατοσε, γι’ ατ κα βλέπαμε μόνο στέππα. Γονάτισα πάλι κα ρχισα ν προσεύχωμαι. Προσευχήθηκα πολύ. Προσευχήθηκα γι τν παππο τν Πάμφιλο, προσευχήθηκα κα γι λους σους μς εχαν βλάψει. κόμη κα γι κείνους πο πραν μακρυ τν πατέρα κα τν μητέρα μας. Προσευχήθηκα γι λους κα παρεκάλεσα τν Θε ν μς νοίξη τ μάτια κα ν μς δείξη πο ν πμε.
Μ ταν σηκώθηκα ρθια ξάχρονη δελφή μου εχε χαθ. Μία τρομαγμένη φων ξεχύθηκε π τ παιδικό μου στθος μέσα στ στέππα κα ντίλαλος χάθηκε στ βάθος. Θεέ μου, πο βρίσκεται; «Γκ-νααα! Γκ-νααα!» φώναξα. μως καμμία πάντησι πουθενά. Κοίταξα κατ μκος τς βουνοπλαγις, ντείνοντας τ βλέμμα μου κα κοιτώντας πρς τ κάτω, μως πουθεν δν εδα κάποιο σημάδι ν κινται. Εχα μείνει ντελς μόνη. Δάκρυα κυλοσαν στ μάγουλά μου κα καρδιά μου μ πονοσε τόσο πολύ, πο μετ δυσκολίας νέπνεα. Συνέχισα ν περπατ σφίγγοντας τ παγούρι στ στθος μου καί, σηκώνοντας τ κεφάλι μου στν ορανό, προσευχήθηκα: «Κύριε, συγχώρεσε μ τν μικρούλα. Μ μ φήνης σ’ ατν τν φοβερ τόπο. Πάρε μέ, Κύριε, πάρε μέ! Ξέρω τι σ βοηθς λους τους νθρώπους. Πιστεύω τι δν θ μ’ γκαταλείψης. Μόνο, κουσε μέ, Κύριε, κα πάρε μέ», φώναξα. Θυμμαι μόνο τι γ κουνήθηκε κάτω π τ πόδια μου κα μετ δν θυμμαι τίποτε.

ταν συνλθα κα νοιξα τ μάτια μου, εδα να βουν μπροστά μου, τόσο πίστευτα ψηλό, πο μοίαζε ν φτάνη στν ορανό. μουνα ξαπλωμένη πάνω σ κάτι μαλακ κα πολ ναπαυτικό. «Πο βρίσκομαι;» ναρωτήθηκα, καθς ρριχνα τ ματιά μου πρς τ μερι το βουνο. Δν μποροσα ν πιστέψω τι πρωτύτερα μουνα πάνω σ’ ατ τ κορυφή, γιατί φαινόταν δύνατο ν φθάση κανες κε. π τν λλη πλευρ τ βουν ταν μαλό, π δ μως ταν πόκρημνο κα γι’ ατ φαινόταν κόμη πι ψηλό. Τ βουν χωριζόταν π μία φαρδι σπρη λωρίδα, σν φαλακρ σημάδι. ταν μουν πολ μικρή, συνήθιζαν ν λένε στ χωριό: « μάγισσα ζε κάτω π τ φαλακρ βουνό». Θ μποροσε ραγε ν εναι δ; Σκέφτηκα τι Γκαλίνα θ λεγε: «Κα ποι τ φοβερό; Θες εναι μαζί μας». Κα κανα τ σημεο το σταυρο.

«Ξύπνια εσαι;» επε Γκαλίνα. Πετάχθηκα ρθια κα φώναξα: «Γκαλίνα! Γκαλινούλα! Πο σουν;» Γκαλίνα μεινε σιωπηλή.

«Φώναξα κα ξαναφώναξα. Γιατί δν πάντησες;» Γκαλίνα μασουλοσε συχα μία μαύρη ρίζα κα τ διο συχα πάντησε: «γώ; Νά.. δ μουν ».

«Πς δ

«Νά, δ: κε πάνω», επε γνέφοντας μ τ κεφάλι της πρς τ βουνό. «Ναί», ξαναέγνεψε Γκαλίνα καταφατικ κα συνέχισε ν μασουλάη τ ρίζα της.

«ραία! Τότε πς κατέβηκες δ;» «Δν κατέβηκα, μ’ φερε νας γγελος».

«Τί ννοες, "σ’ φερε νας γγελος";»

«Πολ πλά, μ πρε κα μ’ φερε», πάντησε Γκαλίνα πρόθυμα.

«Γι νομα το Θεο, σ παρακαλ, πές μου ξεκάθαρα πς γινε!»

«Τί ννοες, "πς γινε";» πανέλαβε Γκαλίνα. «πλούστατα Θες εδε τι τ πόδια μου πονοσαν κα δν μποροσα ν προχωρήσω λλο. τσι στειλε ναν γγελο ν μ κατεβάση. Ατ εν’ λο».

Δν μποροσα οτε ν τ καταλάβω οτε κα ν τ φανταστ κα κοίταζα σαστισμένη τν δελφή μου. Γκαλίνα κούνησε τ κεφάλι κα κφρασί της μοίαζε ν λέη: «Πς γίνεται ν εσαι μεγάλη κα ν μ μπορς ν καταλάβης;» ναστέναξε κα επε: «Πς ν στ π; ταν γονάτισες στ βουν κα ρχισες ν προσεύχεσαι, σήκωσα κι γ τ μάτια μου στν οραν κα θέλησα ν κάνω τν σταυρό μου. Ξαφνικ εδα ναν γγελο στν ορανό. λαμπε λόκληρος. χ, καλέ, πς ν στ ξηγήσω; Σν νάταν νας λλος λιος κρυμμένος π πίσω του κα τν κανε ν λάμπη. Δν κανα καν τν σταυρό μου. θελα μόνο ν τν βλέπω ν κατεβαίνη. ρχόταν κατ’ εθείαν σ μένα. λο κα πι κοντ κα πολ συχα. ταν πι βρισκόταν πολ κοντά, θέλησα ν σο π: "Σάσα, κοίταξε!" μως δν πρόλαβα. γγελος χτύπησε δυνατ τς φτερογες του, μ ρπαξε κα μ’ φερε κατ’ εθείαν δ κάτω. Πέταξα. Ατ εν’ λο. Σ φώναξα π κάτω, λλ φαίνεται πς δν μ’ κουσες. Σκέφτηκα τι γγελος θ σ’ φερνε κα σένα δ κα γι’ ατ πγα ν μαζέψω μερικς ρίζες. ρίστε!» Πρα τς ρίζες κα Γκαλίνα συνέχισε: «Ξέρεις πς λη τν ρα πεινάω. Ψάχνω γι ρίζες, χόρτα κα σπόρους κα πάλι δν χορταίνω. Γι’ ατό, ταν γγελος κολύμπησε μακρυά, ποφάσισα ν μν περιμένω μέχρι ν σ φέρη κα σένα κα πγα ν βρ μόνη μου κάτι γι ν φμε».

«Επες τι γγελος "κολύμπησε" μακρυά;»

«Ναί, κολύμπησε μακρυά».

«Πς κολύμπησε μακρυά;»

«Ν σ πάλι μ τς" σου», επε Γκαλίνα στενοχωρημένη. Βάλθηκε ν σκέφτεται, προσπαθώντας ν βρ τρόπο ν μο δώση ν τ καταλάβω. «Θυμσαι», μο επε, «τότε πο μουνα μικρ — πάει πάρα πολς καιρς π τότε — θυμσαι πο πήγαμε μ τν μητέρα στ ποτάμι ν ποτίσουμε τ λάχανα; Θυμσαι;»

«Ναί, θυμμαι».

«ραία! Θυμσαι πς λες ο γελάδες πήγαιναν στ σπίτι κα καθς πήγαιναν μούγκριζαν κι μες περιμέναμε ν δομε τν γελάδα μας τ Μάνια; Θυμσαι; Κα μακρυά, πολ μακρυά, π’ τν λλη μερι το ποταμο, λιος βασίλευε κιόλας κόκκινος κα τ ποτάμι λαμπε λο κα περισσότερο κα μέσα σ’ ατ κολυμποσε μοναχή της μία χήνα; Θυμσαι;»

«Θυμμαι».

«Ε, τσι κολύμπησε κι γγελος μακρυά!»

κανα τν σταυρό μου. «Γκαλινούλα, τί μου λές; Δν πάρχει κανένα ποτάμι δ. Σ παρακαλ, μ λς τέτοια πράγματα. Εναι μαρτία. Δν μπορες ν παρομοιάζης ναν γγελο μ μία χήνα. Εναι μαρτία!»

Γκαλίνα σταμάτησε ν τρώη τ ρίζα της κα μ τένισε κπληκτη, χωρς ν π λέξι. Τελικ ξέσπασε μέσα σ δάκρυα: «Σάσα, δν επα γ τι εσαι χαζή, χαζή, χαζή! χι, ποτ δν θ τ π, τι εσαι χαζή! Θέλω μόνο ν καταλάβης τι Θες δν χρειάζεται ποτάμι. Θες κολυμπάει στν έρα, κολυμπάει στν ορανό, κολυμπάει παντο! Τν εδα πς κολύμπησε ς πάνω στ βουν γι ν σ φέρη, κα πγα ν βρ κάτι γι ν φμε, κα μετ δν εδα πς σ κατέβασε. ταν σ εδα, κοιμόσουν κα γι’ ατ κάθησα κάτω κοντά σου κα περίμενα ν ξυπνήσης».

Βρισκόμασταν καθισμένες σ να μικρ κοίλωμα. Φαίνεται τι ο νεμοι μ τ χρόνια εχαν σωριάσει δ φύλλα κα ξερ χόρτα. ταν μαλακ κα νετα. πρχαν μάλιστα κα μερικ χορτάρια κα χαμόκλαδα, πο φύτρωναν δωπέρα. Μ φόντο τν οραν κα μέσα στ μέση της στέππας ατ πράσινη νησίδα μοίαζε ζεστ κα νετη. πρχε μάλιστα κι νας κορυδαλλός, πο πετοσε π πάνω κα κελαηδοσε εθυμα, χαρούμενος πο βρήκαμε μία τν λλη. «Δόξα σοί, Κύριε! Δόξα σοί, Κύριε!» σκεπτόμουν καθς μασοσα μία ρίζα. Γκαλίνα εχε πε τι ξύπνησα, γ μως δν θυμμαι ν εχα κοιμηθ. Τί μου συνέβη; Πς βρέθηκα κάτω; Θυμμαι μόνο πο γ ρχισε ν κουνιέται κάτω π τ πόδια μου. λλ μετά; ν εχα πέσει π τέτοιο ψος σίγουρα θ εχα σκοτωθ. σως κα ν μ’ φερε νας γγελος, πως τν Γκαλίνα. μως γ δν τν εχα δε. π τί θαμα βρέθηκα δ κάτω, δν ξέρω. να πράγμα μόνο ταν σίγουρο, τ τι βρκα τν δελφή μου. Δόξα σοί, Κύριε! λλη μία φορ πο βρίσκομαι σώα κα κέραια . στω κι ν εμαστε χωρς σπίτι κα τροφή, μως μς μένει λπίδα πς σως βρομε κα τος συγγενες μας — σως τσι, τ διο ναπάντεχα.

Ο ψυχς μς ταν νάλαφρες κα χαρούμενες. λλά, πως πάντοτε συμβαίνει σ’ ατς τς περιπτώσεις, χαρ ν μ μένη συννέφιαστη ς τ τέλος, να χνος λύπης σκίασε κάπως τ χαρά μου. νακάλυψα τι εχα χάσει τ παγούρι μου κα δν εχαμε οτε μία σταγόνα νερό. Ατς ο γλυκόριζες μς προκαλοσαν δίψα κα γι’ ατ θελα ν προχωρήσουμε, λλ Γκαλίνα μ κέτευσε: «Σάσα, σ παρακαλ, ς μείνουμε δ γι’ πόψε. Εναι τόσο ραία! Τ σκιουράκια φωνάζουν τ να στ λλο. κος τ πουλι πο εναι ζωνταν κα κελαηδονε; Τ σπουργίτια οτε πο μς φοβονται. Κοίταξε, δν πάρχει τίποτε μπροστά μας, μόνο στέππες κα στέππες. ν δ εναι τόσο μαλακ γι ν κοιμηθομε καί...»

Γκαλίνα δν τελείωσε τν κουβέντα της. ριξε τ βλέμμα της πρς τ μέρος τς βουνοπλαγις. Κι γ λυπόμουν ν φήσω τ μικρ ατ πράσινη νησίδα κα γι’ ατ συμφώνησα.

«Μόνο ν μαζέψουμε μερικς ρίζες γι τ δρόμο, στε μόλις σηκωθομε τ πρωί, ν μπορέσουμε ν ξεκινήσουμε μέσως χωρς καθυστέρησι».

«Κοίτα!» επε χαρούμενη Γκαλίνα. «Κοίτα, να πουλ πέταξε μέσα στος βράχους!».

«Κα τί μ’ ατό; κόμη κα ν τ πιάσουμε, δν μπορομε ν τ φμε».

«Οφ!» κούνησε τ χέρι της κι τρεξε γρήγορα, κι γ ξοπίσω της. Δν βρήκαμε πουλιά, λλ αγ — κα μ τί εκολία. «Κοίτα», επε Γκαλίνα κα μούβαλε στ χέρι να γκρίζο διάστικτο αγό. Τ κοίταξα στν λιο: ταν φρέσκο.

«Φάτο».

«χι», επε Γκαλίνα, «ργότερα. ς τ μαζέψουμε. χει πάρα πολλ δ, κα κε χει κι λλη φωλιά».

Κοίταξα πάλι τ αγ στν λιο: ταν γόνιμο κα γι’ ατ τ βαλα πίσω στ θέσι του. Ποτ κανες δν εχε πειράξει τ πουλι κα σίγουρα δν εχαν καταλάβει τι κάποιος τ λήστευε. Γρήγορα κα εκολα μαζέψαμε κάμποσα αγά. Γκαλίνα κρατοσε τν κρη το φορέματός της κι γ τ βαζα μέσα.

«Τί καλ ν μπορούσαμε ν τ τηγανίσουμε!»

«Ν δομε τί λλο θ σκεφτς!» επε Γκαλίνα σν ν τν εχα προσβάλει. «Μήπως θάθελες ν τρωγες σ τραπέζι κα ν χης κα τν μαμ ν σο δίνη να κομμάτι ψωμ ν φς μ τ’ αγά;»

νοίωσα να σφίξιμο στ στθος κα δν κατάλαβα γιατί πειράχτηκε. Γκαλίνα κάθησε στ δαφος κα νοιξε προσεκτικ τ φουστάνι της.

«Φοβμαι τι θ τ σπάσω», επε. «ς φμε».

Κάθησα δίπλα της κα ρχίσαμε ν σπάζουμε τ αγά, ν τ λατίζουμε κα ν τ τρμε. φο τ φάγαμε κα φήσαμε να σωρ π τσόφλια, πήγαμε στος θάμνους ν ψάξουμε γι βατόμουρα. φο χορτάσαμε κα μ τος μαύρους γλυκόξυνους καρπούς, φάγαμε τς ρίζες πο εχαν πομείνει. Εχαμε καιρ ν φμε τόσο ραία κα χορταστικά. λιος ταν δη κάπου πίσω π τ βουνό. Τ σκιουράκια εχαν σωπάσει κα τ πουλι πίσης. Καθήσαμε κάτω κουρασμένες κα χορτάτες, χωρς ν χουμε καμμι διάθεση ν ψάξουμε γι ρίζες γι τν πομένη.

Μολονότι ο νύχτες ταν ζεστές, πρς τ ξημέρωμα κανε πάντα ψύχρα κα τσι ξαπλώσαμε μία κοντ στν λλη κα κοιμηθήκαμε. Εχαμε ναν μακρ κα γαλήνιο πνο καί, ταν ξυπνήσαμε, λιος ταν δη ψηλ κα καιγε. Τί ν κάναμε; Ν μέναμε κε μέχρι τν πομένη ν συνεχίζαμε; πικρ πείρα μς εχε διδάξει πόσο φοβερ εναι τ ν μν χης νερό. Βέβαια πρχαν βατόμουρα δ, λλ μ τ ζέστη θέλεις κα ν πις. πίσης πορεία στ γνωστό μας προκαλοσε φόβο, λλ σως τότε ν βρίσκαμε κάτι στν δρόμο. Δν πρχε πολ περιθώριο γι ν σκεφτώμαστε. λιος νέβαινε ψηλότερα κα καιγε κα γι’ ατ πρεπε ν ποφασίσουμε.

«λα Γκαλίνα ν μαζέψουμε μερικ κόμη βατόμουρα κα μετ ν συνεχίσουμε τ δρόμο μας». Γκαλίνα πεσε σ σιωπ κα ρχισε ν μαζεύη. γ κοψα να μεγάλο φύλλο π γαϊδουράγκαθο, χυσα μέσα σ’ ατ τ λάτι π τν τσέπη μου, τ δίπλωσα προσεκτικ κα τ δεσα μ χόρτο. Μετ ρχισα ν μαζεύω βατόμουρα πο τ βαζα στν τσέπη μου. θελα ν μαζέψω σο πι πολλ μποροσα, λλ λιος καιγε κα επα: «ρκετ Γκαλίνα! Ν πηγαίνουμε!» βαλε τ βατόμουρά της στν τσέπη μου. βαλα τ λάτι πάνω σ’ ατά, κάναμε τν σταυρό μας κα ξεκινήσαμε συχα μ γενικ κατεύθυνσι τν νατολ το λίου.

Στ δρόμο βρήκαμε κι λλες γλυκόριζες κα χαρήκαμε. Γκαλίνα τς μάζεψε γι ν τς πάρουμε μαζί μας. Περπατήσαμε πολύ. μικρή μας νησίδα εχε δη χαθ κα μπροστ μας πλωνόταν τέλειωτη στέππα.

«ς ξεκουραστομε λίγο», επε Γκαλίνα.

Κοιτάξαμε τριγύρω: Δν πρχε τρόπος ν κρυφτομε π τν λιο. Καθήσαμε κε κριβς πο στεκόμασταν κα ρχίσαμε ν τρμε τ βατόμουρα, πο μ τ λάτι εχαν μετατραπ σ μία μαύρη ζεστ μάζα. Θέλαμε ν φμε, θέλαμε ν πιομε, θέλαμε ν δροσίση καιρός. μως λιος καιγε πολύ. Σηκωθήκαμε πάλι κα συνεχίσαμε τν πορεία. Πέταξα τ βατόμουρα π’ τν τσέπη μου, γιατί εχαν νακατευτ μ τ λάτι κα δν μπορούσαμε ν τ φμε. Γκαλίνα εχε φήσει τς ρίζες κε πο εχαμε καθήσει. Στ χέρι τς εχε μείνει μόνο τ κουτ μ τ σπίρτα κα τώρα θελε ν τ πετάξη κι ατό, λλ γι κάποιο λόγο τ πρα κα τ βαλα πάλι στ τσέπη μου.

«Κα τί τ θέλεις τ σπίρτα;» επε Γκαλίνα. «Θ χαλάσουν τσι κι λλις μέσα στ μουσκεμένη τσέπη».

«λήθεια, τί τ θέλω;» σκέφθηκα. μως τ ν πλώσω τ χέρι μου κα ν πετάξω τ κουτί, μο ρχότανε δύσκολο. Συνεχίσαμε ν περπατομε συχα κα μ πολ ντονη τν πιθυμία ν ξεδιψάσουμε. έρας ταν τόσο ζεστός, πο μς δυσκόλευε τν ναπνοή. ζεστ γ καιγε τ πόδια μας. Περπατοσα κα προσευχόμουν: «Κύριε, λέησέ μας! Σκέπασε τν λιό Σου μ να μόνο σύννεφο κα πίτρεψέ μας ν ξεκουραστομε! Μ μς φήνης, Κύριε, μ μς φήνης!» Δν μπορούσαμε ν περπατήσουμε, λλ π τν πολλ κούρασι κα δυναμία σερνόμασταν μέσα στ στέππα. Χορτάρια κα ξερο βλαστο ρθώνονταν μπροστά μας, σν π σκοπο, πιάνοντάς μας π’ τ πόδια κα σκαλώνοντας στ φουστάνια μας, γι ν μς συγκρατήσουν ν μς μποδίσουν. Πέφταμε κα σηκωνόμασταν πάλι κα συνεχίζαμε ν περπατομε. Οτε σπίτι, οτε δένδρο, οτε σκιά, οτε κανένα ζωνταν πλάσμα φαινόταν πουθενά. Παντο τριγύρω καυτς ορανός, λιος κα τέλειωτη στέππα. Σκέφτηκα τι θ φανιζόμασταν, χι π τν πείνα, λλ π τν δίψα. Κα ξαφνικά, μπροστ στ μάτια μας — σν ν εχε ξεφυτρώσει μέσα π τ δαφος — εδαμε μία θημωνιά. Κα κε πι πίσω κυλοσε να στραφτερ ποτάμι, θυμμαι τι σκέφθηκα γεμάτη γαλλίασι: «Τώρα πι θ χουμε κάμποσο νερ γι καιρό». Στν δρόμο γι τ ποτάμι βρήκαμε να τηγάνι. Ατ σήμαινε τι κάποιος εχε περάσει π δ κα τ χασε, κριβς πως εχαμε χάσει κι μες τ παγούρι. Τ τηγάνι δν ταν κα τόσο κατάλληλο γι’ ατ τ δουλειά, πάντως μως ταν καλύτερο π’ τ χέρια μας, στ ν ντλήσουμε νερό. νίωθα λύπη γι τ παγούρι πο εχαμε χάσει.

Μολονότι πίαμε νερ κα δροσιστήκαμε, νιώθαμε στόσο κα ν πεινμε. Πλησιάζοντας μία θημωνιά, βρήκαμε  λόγυρα ποντικοφωλις κα κάτω π τν σωρό, τ χυρα ταν παραμερισμένα κα ξεχωρισμένα, σν ν εχε κοιμηθ κε κάποιος. Πλησιάζοντας εδαμε τι πράγματι κάποιος εχε κοιμηθ κε κα τ εχε φήσει τακτοποιημένα. ρχίσαμε ν λεηλατομε τς ποντικοφωλις μαζεύοντας τος σπόρους πο εχαν ποθηκεύσει τ ποντίκια γι τν χειμώνα. Μ’ ατος κάναμε να κάσα (μπληγούρι π βρώμη κριθάρι), πο ταν τ πι νόστιμο κάσα πο χω φάει ποτέ.

Μετ τ φαγητ ξαπλώσαμε κάτω π τν θημωνιά. Τώρα οτε λιος, οτε βροχ μποροσαν ν μς πειράξουν. Κάναμε μέρος γι ν ξαπλώσουμε κα μς πρε πνος. μως να λαφρ εράκι φερε μία σπίθα π τν παίθρια φωτιά μας στ θημωνι κι χυροσωρς πρε φωτι στ λεπτό. κριβς κείνη τ στιγμ κουσα μία γυναικεία φωνή: «Παιδιά, ξυπνστε!» Ξύπνησα κα εδα τι στν εσοδο το καταφυγίου μς στεκόταν μία γυναίκα. Εχε κάτι τ συνήθιστο κα μς χαιρετοσε μ τ χέρια νοικτά. π τ δύο της χέρια τ νδυμά της πεφτε μέχρι τ δαφος. Γύρισα νάσκελα, βαλα τ χέρι μου πίσω π τ κεφάλι μου κα τν κοίταζα. φωτι κτυποσε πάνω της πως πάνω σ’ ναν τοχο. Δν χόρταινα ν τν κοιτάζω. Ο φλόγες ξεπηδοσαν π πίσω της κα ο κόκκινες γλσσες τς φωτις γλειφαν τς κρες του φορέματός της, μως ατ δν πίανε φωτιά. βλεπα πς συγκρατοσε τς φλόγες κι κανε να πέρασμα γι μς μέσα π τν χυροσωρ πο καιγόταν. βλεπα πς ν κανε στω κα μισ βμα πίσω, φωτι θ εσέβαλε μέσα κα θ καιγόμασταν. «Δόξα τ Θε! νειρο εναι»! σκέφθηκα κα σταυροκοπήθηκα. Τότε γυναίκα λθε πι κοντά μου κα επε: «Παιδιά, ν φοβάστε τ φωτι κα τ νερό!» Μ’ πίασε π τ χέρι κα πετάχτηκα ξω.

καπνς μ’ τσουζε στ μάτια. βηχα. ταν δύσκολο ν’ ναπνεύσω. κουγα τ μαλλιά μου ν τσουρουφλίζονται κα ασθανόμουν τ φωτι ν γλύφη τ πρόσωπό μου.

«Γκαλίνα!»   φώναξα   καί, συνειδητοποιώντας πιτέλους τι δν πρόκειται γι νειρο, τράβηξα τν δελφή μου. Ασθανόμουν τι γυναίκα δν μο κρατοσε μόνο τ χέρι, λλ κα στεκόταν πίσω μου κρατώντας μακρι τ φωτιά! «Γρήγορα, γρήγορα!» φώναξα τς δελφς μου κα καθς τν τράβηξα ξω, νίωσα τ χέρι τς γυναίκας ν ξεγλιστράη π’ τ δικό μου... φευγε.

«Περίμενε!» φώναξα, χωρς ν κοιτάξω πίσω. «Περίμενε θείτσα!».

σφιξα τ χέρι τς μέσα στ δικό μου κα κατάλαβα τι δν μποροσα ν τ κρατήσω. σφιξα πι δυνατά. θελα ν τν κρατήσω, μως ασθανόμουν τ χέρι της ν γλιστράη μέσα π τ δικό μου. ταν πι εχα τραβήξει τν δελφή μου ξω π τς φλόγες, νίωσα τι κριβς κείνη τν στιγμ τ χέρια τς φησαν ντελς τ δικό μου. σφιγγα τν έρα. Γύρισα κα κοίταξα. Τ χέρια μου πόμειναν μετέωρα στ κεν κα δν πρχε κανένας. Δν μποροσα ν τ πιστέψω.

«Θείτσα! θείτσα!» φώναξα, λλ κανες δν μο πάντησε. Μόνο έρας σφύριξε κα σκόρπισε τ φωτι κα τν καπν μέσα στ στέππα.

Γι πόσο καιρ περπάτησα μ τσουρουφλισμένο τ κεφάλι, δν θυμμαι. Εναι τώρα σαράντα χρόνια π τότε πο γιναν λα ατ κα ζ κόμη. Ζ κα πιστεύω τι Θες "κολυμπάει στν έρα". τι Βασίλισσα τν Ορανν περπατάει πάνω στ γ. Πιστεύω τι πάρχει νας λλος λιος, τν ποο δν βλέπουμε, λλ εναι αώνιος!

Ατς μας φωτίζει!

λεξάνδρα Κόρνιεβα

ΠΗΓΗ:   “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ” 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.