Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
«... Πατέρα μου, ἁμάρτησα... Πάρε μὲ ὡς ἕνα
δοῦλον σου...! Ἐγώ, τέκνον, τί εἶχα νὰ κάμω
σ’ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ λόγια; Ἠμποροῦσα
νὰ μὴ ἐλεήσω τὸν δικόν μου υἱόν, που επέστρεψε;...
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς».
Παρ’ ὅτι ἐκκλησιαστικῶς-λατρευτικῶς ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου πέρασε, ὅμως ὡς περιεχόμενο καὶ διδαχὴ ἡ Παραβολὴ αὐτή, ὄχι μόνο εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρη, ἀλλὰ εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπὸ τὴν προσωπικὴν ἐμπειρία των αμαρτωλῶν και αγίων. Γι’αὐτὸ καὶ χάριν τῶν ἐν Χριστώ αδελφων μετέφρασα τὴν ἑρμηνείαν της ἀπὸ τὸν χρυσοῦν Ἅγιον, τὸν Χρυσόστομον.
Ὡς γνωστὸν Παραβολὴ εἶναι μία πλασματικὴ ἱστορία χάριν διδαχῆς. Καὶ προκειμένου περὶ τῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, ἔχει λεχθεῖ, ὅτι ἦταν ἀρκετὴ αὐτή, γιὰ νὰ θεωρηθῆ ὡς Θεὸς αὐτὸς ποὺ τὴν ἔπλασε. Πράγματι, στὴν Παραβολήν, ὡς κεντρικὴ ἰδέα, ἀποκαλύπτεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ στὰ πλάσματά Του. Καὶ γιὰ νὰ καταφανεῖ ἡ σὲ ἀπίστευτον βαθμὸν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατρός, πλάθει καὶ τὸν πρεσβύτερον υἱόν, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν μέσον τύπον τοῦ δικαίου, ἐκφραζομένου μὲ τὴν λογικήν, μὲ τὸ μέτρον καὶ τὸ δίκαιον. Δύναται δὲ νὰ ὑποστηριχθεῖ, ὅτι καὶ καλὸς χριστιανὸς δὲν ἦτο, ἀφοῦ δὲν ἐσκέπτετο τὸ «οὐδὲν δύνασθε ποιεῖν ἄνευ ἐμοῦ» καὶ τὸ Ἀποστολικόν: «Τί ἔχεις ὢ ἄνθρωπε, ὁ οὐκ ἔλαβες; Καὶ εἰ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴν λαβῶν;».
Μὲ ἄλλα λόγια, ἐὰν ὁ χριστιανὸς δὲν ὑπερβεῖ τὴν λογικήν του, τὸ μέτρον καὶ τὸ δίκαιόν του, δὲν μπορεῖ νὰ λογίζεται ὡς χριστιανός. Κύριος ὁ Θεὸς νὰ μᾶς σκεπάζει ἀπὸ τὴν ἀπάνθρωπη καὶ ἀφιλάδελφη συμπεριφορὰ τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ, φρονοῦντος ὅτι ἦταν δίκαιος, ἐνῶ ἦταν δοῦλος τῆς ἐγωπαθείας του καὶ κατεβασανίζετο ἀπὸ τὸν φθόνον ἔναντί του ἐλεηθέντος ἀδελφοῦ του:
Θεοκλητὸς Μοναχὸς...
Διονυσιάτης
* * *
«Πάντοτε μέν, ἀδελφοί, ὀφείλουμε νὰ διακηρύττουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ (δὶ’ αὐτῆς, λοιπόν, ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν) μάλιστα σ’ αὐτὸν τὸν καιρὸν τῶν Νηστειῶν ὀφείλουμε νὰ κάμνομεν, χάριν τῆς κοινῆς ὠφελείας....
Ἂς ποῦμε, λοιπόν, περὶ τῆς μετανοίας, αὐτὰ ποὺ εἶπεν ὁ Χριστός, ὁ Δεσπότης καὶ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ φιλανθρώπου Πατρός, ὁ μόνος γνήσιος ἐξηγητὴς τῆς Πατρικῆς Οὐσίας. Ἂς ἀναπτύξουμε ὅλην τὴν Παραβολὴν γιὰ τὸν Ἄσωτον, γιὰ νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν πῶς πρέπει νὰ προσευχώμεθα στὸν Ἀπροσπέλαστον καὶ πῶς νὰ ζητοῦμε συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Ὁ Σωτὴρ ἐδῶ διαλέγεται ὄχι ἀντικειμενικῶς, ἀλλὰ Παραβολικῶς. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὸν Πατέρα τοῦ ὁμιλεῖ σὰν γιὰ κάποιον ἄνθρωπον, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς δούλους, ὁμιλεῖ σὰν νὰ εἶναι τέκνο, γιὰ νὰ δείξει τὴν στοργὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Κάποιος ἄνθρωπος, λέγει, εἶχε δύο υἱούς. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς κάθε παρηγοριᾶς. Ποιοὶ ἦταν αὐτοὶ οἱ δύο υἱοί; Ἤσαν οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί. Ἤσαν αὐτοὶ ποὺ τηροῦσαν τὰ θεία προστάγματα καὶ οἱ παραβαίνοντες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος στὸν πατέρα του. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ νεώτερος υἱός; Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄστατη γνώμη καὶ μεταφερόμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς νεότητος. Καὶ ἐκ φύσεως μὲν ἀνεγνώρισε τὸν Πλάσαντα ὡς Πατέρα, ἀλλὰ ἐκ κακῆς προαιρέσεως δὲν Τὸν ἐτίμησε. Καὶ λέγει. Πατέρα, δός μου τὸ ἀνάλογόν της περιουσίας πού μου ἀνήκει. Καλῶς ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν θεϊκὸν πλοῦτον, ἀλλὰ κακῶς ἐδαπάνησε. Καὶ ὁ πατέρας ἐχώρισεν στὰ παιδιὰ τὴν περιουσίαν. Ἔδωσεν σ’ αὐτούς, ὡς Κτίστης, ὅλην τὴν κτίση. Παρέσχε σ’ αὐτοὺς σώματα καὶ λογικὲς ψυχές, ποὺ ἀπὸ τὸν ὀρθὸν λόγον χειραγωγούμενοι νὰ μὴ διαπράττουν τίποτε παράλογο. Ἔδωσεν σ’ αὐτοὺς τὸν νόμον Του, τὸν φυσικὸν καὶ τὸν γραπτὸν ὡσὰν θεῖον παιδαγωγόν. Καὶ ἔτσι μὲ τὸν νόμον παιδαγωγούμενοι ἐφαρμόσουν τὶς θελήσεις τοῦ Νομοθέτου.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες μάζεψε τὸ μερίδιό του, ὁ νεώτερος υἱὸς (ὡσὰν νεώτερος ἐνήργησε) "ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν". Έφυγεν ἀπὸ τὸν Θεονκαι ἔφυγε καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτόν. Ὁ Θεὸς δὲν ἐκβιάζει ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθεῖ. Γιατί ὅλες οἱ ἀρετὲς εἶναι καρπὸς ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἐξαναγκασμοῦ. Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν περιουσίαν τοῦ ζώντας ἀσώτως. Ἐκεῖ ὅλον τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τοῦ τὸν ἔχασε. Ἐκεῖ ἐναυάγησε μὲ σαρκικὲς τέρψεις. Ἐκεῖ παίζοντας καὶ ἐμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Ἐκεῖ ἀγοράζοντας ψυχοφθόρες ἡδονὲς καὶ γέλωτες, ἐκέρδησε αἰτίες δακρύων.
Καὶ τὶς μὲν ἀρετὲς ποὺ εἶχε, τὶς ἔχασε. Τὶς δὲ κακίες, ποὺ δὲν εἶχε ἀπέκτησε. Ἀφοῦ ἐδαπάνησε ὅλον τὸν πλοῦτον τοῦ (γιατί εἶναι ἀδύνατον νὰ παραμείνει ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν αἰσχρῶς), ἔγινεν στὴν χώρα αὐτὴν ἰσχυρὸς λιμός. Γιατί ὅπου δὲν καλλιεργεῖται τὸ σιτάρι τῆς σωφροσύνης, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός.
Ὅπου δὲν φυτεύεται ἡ ἄμπελος τῆς ἐγκρατείας, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός. Ὅπου τὸ σταφύλι τῆς ἁγνότητος δὲν ληνοπατεῖται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός. Ὅπου τὸ οὐράνιον γλεῦκος δὲν τρέχει, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός. Ὅπου ὑπάρχει εὐφορία κακῶν ἐκεῖ πάντως θὰ ὑπάρχει ἀφορία τῶν ἀγαθῶν. Ὅπου ἀφθονία τῶν πονηρῶν πράξεων, ἐκεῖ πάντως σπανίζουν οἱ ἀρετές. Ὅπου δὲν πηγάζει τὸ ἔλαιον τῆς φιλανθρωπίας, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός. Τότε, λοιπόν, αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται τροφῆς. Γιατί δὲν ἔμειναν σ’ αὐτόν, παρὰ μόνον τὰ κακά της ἀκράτειάς του ἐπειδὴ ἔπραξε τὰ κακά της ἁμαρτίας. Καὶ ἀμέσως ὑπετάγη σὲ ἕναν πολίτην ἐκείνης τῆς χώρας. Πολίτες δὲ ἐκείνης τῆς χώρας ἤσαν οἱ δαίμονες, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει. Καὶ ὁ πολίτης ἐκεῖνος, τὸν ἔστειλε στὸν ἀγρόν του νὰ βόσκει χοίρους. Γιατί ἔτσι τιμοῦν οἱ δαίμονες αὐτοὺς ποὺ τοὺς τιμοῦν. Ἔτσι ἀγαποῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαποῦν καὶ αὐτὲς τὶς δωρεὲς χαρίζουν σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ὑπακούουν.
Καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσει τὴν κοιλίαν του μὲ τὰ ξυλοκέρατα, ἀπὸ τὰ ὁποία ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Τί σημαίνουν τὰ ξυλοκέρατα; Ἡ γεύση τοὺς εἶναι γλυκειά, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ σκληρὴ καὶ τραχειά. Γιατί τέτοια εἶναι καὶ ἡ γεύση τῆς ἁμαρτίας. Εὐφραίνει μὲν ὀλίγον, ἀλλὰ κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα καὶ μαστίζει αἰώνια.
Λοιπόν, ἦλθε στὸν ἑαυτόν του καὶ ἐνθυμηθεῖς τὴν μακαριότητα στὸ πατρικὸ σπίτι καὶ τὴν τωρινὴν ἀθλιότητα καὶ σκεφθείς ποιος μεν ἦταν ὅταν ἦταν ὑποτασσόμενος στὸν Πατέρα καὶ Θεόν, τί δὲ ἔγινε ὅταν ὑποτάχθηκε στοὺς δαίμονες. λοιπὸν ἀφοῦ θυμήθηκε ὀλ’ αὐτά, εἶπε. πόσοι μισθωτοὶ στὸν πατέρα μου ἔχουν ψωμὶ περίσσιον καὶ ἐγὼ πεθαίνω ἀπὸ τὴν πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι εὐφραίνονται ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφές; ἐνῶ δὲ ἐγὼ πεινῶ γιὰ τὰ θεία λόγια; Ώ, μὲ πόσα κακὰ ἕντυσα τὸν ἑαυτόν μου! Γιατί ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὴν μακαρία ἐκείνη ζωή; Ώ, πόσων ἀγαθῶν στερήθηκα! Γιατί νὰ εἰσέλθω στὸν χῶρον αὐτῆς, τῆς θανατηφόρου ζωῆς; Τώρα ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπαθα, νὰ μὴ ἐγκαταλείπει κανεὶς τὸν Θεόν. Τώρα ἔμαθα νὰ παραμένω κοντὰ στὸν πάντοτε προστατεύοντα αὐτοὺς ποὺ εἶναι πλησίον Του. Τώρα ἔμαθα νὰ μὴ ἐμπιστεύεται κανεὶς τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονας, ποὺ διδάσκουν κάθε φθορὰν καὶ ἀκαθαρσίαν.
Τί λοιπὸν λέγει; Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ ὑπάγω στὸν Πατέρα μου. Θὰ ἐπιστρέψω καλῶς ἀπ’ ὅπου κακῶς ἔφυγα. Θὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Ποιητὴν καὶ Δεσπότην καὶ κηδεμόνα καὶ προνοητήν. Θὰ φθάσω στὸν Πατέρα μου, ποὺ μὲ περιμένει ἀπὸ χρόνια καὶ ὑποδέχεται μὲ ἀγάπην αὐτοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν στὸν οἶκον Του. Λοιπόν, θὰ σηκωθῶ νὰ ὑπάγω στὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι υἱός Σου. κᾶνε μὲ σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς δούλους Σου. Εἶναι ἀρκετὰ τὰ λόγια αὐτά, γιὰ νὰ σωθῶ. Εἶναι ἀρκετὸν τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ Τὸν συγκινήσει. Γιατί δὲν μπορεῖ ὁ Πατέρας μου, ἀκούγοντας τὸ ὄνομά Του ἀπὸ ἐμένα, νὰ μὴ φανεῖ καὶ στὰ ἔργα Πατέρας. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴ σπλαχνιστεῖ ἀφοῦ εἶναι εὔσπλαγχνος. Δὲν δύναται νὰ μὴ μοῦ δώσει ἄφεση γιὰ τὰ ὀλισθήματα μου, μόλις ἀκούσει τὸ "ἁμάρτησα" καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ λησμονήσει τὴν δίκαιαν ὀργήν Του, μόλις ἀκούσει τὴν φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια στὸν Θεόν. Γνωρίζω πόσον ἰσχυρὰ εἶναι τὰ δάκρυα στὸν Θεόν. Γνωρίζω ὅτι κάθε ἁμαρτωλός, ποὺ προσφεύγει στὸν Θεὸν μὲ θερμὰ δάκρυα, ὡσὰν τὸν Πέτρον, λαμβάνει ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Γνωρίζω τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μου, γνωρίζω τὴν ἡμερότητα τοῦ Πατρός μου. Θὰ μὲ ἐλεήσει μετανοοῦντα, ἀφοῦ δὲν μὲ ἐκόλασε ἁμαρτήσαντα.
Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν Πατέρα του, προσθέσας ἔτσι στὴν καλὴν βουλὴν τὴν ἀγαθὴ πράξη. Γιατί δὲν πρέπει μονάχα νὰ θέλουμε τὴν ὠφέλειαν, ἀλλὰ νὰ δείχνουμε μὲ τὶς πράξεις τὶς ἀγαθὲς ροπές. Εὐρισκόμενος ακομη σε αποσταση ἀπὸ τὸν τόπον, ποὺ ἦταν ὁ Πατέρας του, ἀλλὰ πλησίον ὅμως στὸν πρέποντα τρόπον, καὶ σηκώνοντας τὰ χέρια του καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του, ποὺ ὑπῆρξεν ἐργαστήριον πονηρῶν λογισμῶν, τὸ δὲ πρόσωπόν του προσηλώνοντας τὸ στὴ γῆ, τὰ δὲ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ προβάλλοντας ὡσὰν πρεσβευτὲς καὶ προμελετώντας τὴν ἀπολογίαν του. Καὶ μόλις ἔφθασεν, ἀνεβόησε μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ μὲ κλαυθμὸν λέγοντας. Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου. Ἁμάρτησα, τὸ γνωρίζω Χριστὲ Δέσποτα καὶ Θεέ. Τὶς ἁμαρτίες μου Σὺ μόνον γνωρίζεις. Ἁμάρτησα, ἐλέησε ὡς Θεὸς καὶ Δεσπότης. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ βλέπω τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ παρακαλῶ Σὲ τὸν Ἀγαθόν μου Δεσπότην, ὅπως εἶμαι γεμάτος ἀπὸ μεγάλα καὶ ἀπαίσια ἐγκλήματα. Δὲν ὑπάρχει ἀριθμὸς τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ἐλέησε ὡς Ἀγαθὸς Θεός, ποὺ εἶσαι πάντοτε, ὅτι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι υἱός Σου. Δέξαι μὲ σὰν ἕνα δοῦλον Σου.
Ἔτσι, ἱκετεύοντας ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του, τὸν εἶδε Ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει νὰ πλημμελοῦν, ἀλλὰ νὰ παραβλέπει ἐκείνους, ποὺ ἁμαρτάνουν, ἀναμένοντας τὴν μετάνοιάν τους. Τὸν εἶδε ὁ Πατέρας του καὶ τὸν εὐσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ἦταν στὴν ἀγαθότητα ἂν καὶ ὑπῆρχε Θεὸς στὴν φύση. Ἔτρεξεν ὁ Πατέρας καὶ ἐπεσεν ἐπάνω στὸν τράχηλόν του καὶ τὸν θερμοφίλησε. Δὲν περίμενε τὸν ἁμαρτήσαντα νὰ ἔλθει πλησίον Του, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ Πατέρας ἔσπευσε καὶ προαπάντησε τὸν υἱόν. Καὶ δὲν συχάθηκε τὸν τράχηλόν του, ποὺ ἦταν γεμάτος ἀπὸ κηλίδες τῆς ἀσωτείας καὶ ἀκαθαρσίας. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν ἀγκαλίασε μὲ τὰ ἄχραντα χέρια του, τὸν καταφιλοῦσε ἀχόρταγα, αὐτὸν ποὺ πάντοτε ποθοῦσε. Ὢ τῆς ἀφάτου καὶ φοβερᾶς εὐσπλαγχνίας! Ὢ παραδόξου φιλανθρωπίας! Ὢ ξένων σπονδῶν! Ὢ ξένων καταλλαγῶν! Ἐπεισεν ἀμέσως τὸν Θεὸν σὲ μία ροπήν, ὥστε νὰ συγκαταβεῖ στὰ δάκρυα καὶ νὰ παραβλέψει πλῆθος ἀμέτρητον ἁμαρτημάτων.
Ἐθαύμασες, βλέποντας τὸν Θεὸν νὰ κολακεύει ἁμαρτωλόν; Ὢ τῆς στοργῆς τῶν πατρικῶν σπλάγχνων! Ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπὶ τῆς γὴς ἐδάκρυσε καὶ ὁ μόνος ἀναμάρτητος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἔστρεψε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ φιλανθρωπίαν πρὸς τὴν γῆν. Ποιος είδε ποτὲ τὸν Θεὸν νὰ κολακεύει ἁμαρτωλόν; Ποιος είδε τὸν δικαστὴν νὰ περιποιεῖται τὸν κατάδικον; Ποιος είδε ποτὲ τὸν κατάδικον νὰ τὸν κολακεύουν; Ἀλλὰ ὁ Θεός, ὅμως, παρηγορεῖ, ὅπως κάποτε τὸν Ἰσραήλ "Λαός μου", λέγει, "σὲ τί σὲ ἀδίκησα ἢ σὲ τί σὲ ἐνώχλησα;" Και τώρα τὰ ἴδια γίνονται, ἐπειδὴ ἔτσι θέλει ὁ εὐκατάλλακτος Θεός, ἔτσι συνηθίζει νὰ νικᾶται ἀπὸ τὸν ἑαυτὸν τοῦ ὁ Πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν καὶ πάσης παρακλήσεως.
Καὶ δὲν ἀρκέστηκε σ’ αὐτὰ ὁ ἄσωτος αὐτὸς υἱός, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀγαθὰ τῆς μετανοίας ὄντας ἄσωτος, δὲν ἐνόμισεν ὅτι εἶναι ἐπαρκὴς ἡ τόση φιλανθρωπία γιὰ τὴν τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικῶς πρὸς τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἀλλὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἐμελέτησε νὰ εἰπεῖ στὸν Πατέρα, αὐτὰ ἔλεγε ἐνώπιόν Του μὲ σχῆμα ταπεινόν. Πατέρα, ἄν μου πρέπει νὰ Σὲ ὀνομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως ἁμαρτάνω φοβᾶμαι, ὀνομάζοντας Σὲ Πατέρα καὶ δὲν ὑβρίζω μὲ τὴν κλήση αὐτὴ τὸ ἀνύβριστον ὄνομα. Ἀκόμη, ἂν ἡ συνείδησή μου δὲν μοῦ κλείνει τὰ χείλη μου, ἂν οἱ κακές μου πράξεις δὲν μοῦ δένουν τὴν γλώσσα, ἂν ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή μου ἐμποδίζει τὸν λόγον).
Πατέρα Ἅγιε, δέξαι δέηση ρυπαρὰ ἀπὸ στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατὰ χάριν, καὶ Δημιουργὲ κατὰ φύσιν, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι υἱός Σου. Ἁμάρτησα, ὁμολογῶ τὰ παραπτώματά μου, δὲν κρύβω αὐτὰ ποὺ βλέπεις, δὲν ἀρνοῦμαι αὐτὰ ποὺ γνωρίζεις. Ὡς ὑπεύθυνος εἶμαι ἐδῶ, ὡς παράνομος κατακρίνομαι, Σὺ ὡς κριτὴς ἐλέησον μέ. Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸν (γιατί φοβοῦμαι ὡσὰν κατηγόρου φωνὴν τὴν μορφὴ τοῦ στερεώματος), εὐλαβοῦμαι νὰ ἀτενίσω στὸ φῶς τῆς Θεότητος, ἔχοντας ρυπαρούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας μου. Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι υἱός Σου.
Ἰδοὺ ἀνακηρύττω τὸν ἑαυτόν μου, κατακρίνω τὸν ἑαυτόν μου, κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου βγάζω ἀπόφαση. Δὲν χρειάζομαι δικαστὴν νὰ μὲ καταδικάσει, δὲν χρειάζονται κατήγοροι νὰ μὲ ἐλέγξουν, δὲν ἔχω ἀνάγκην μαρτύρων γιὰ ἀποδείξεις. Μέσα μου ἔχω τὴν συνείδηση, ὡσὰν δικαστὴν ἀδέκαστον, στὴν ψυχήν μου ὑπάρχει τὸ φοβερὸν δικαστήριον, μέσα στὴν συνείδησή μου εὑρίσκονται οἱ μάρτυρες, βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τοὺς κατηγόρους μου. Τὰ θέατρα μὲ κατηγοροῦν, οἱ ἱπποδρομίες μὲ κατακρίνουν, ὅσα ἔβλεπα στὶς θηριομαχίες μὲ ἐλέγχουν. Ἡ ἀσωτία μου μὲ καταισχύνει, οἱ πράξεις μου μὲ στηλιτεύουν, ἡ τωρινὴ γυμνότης μου μὲ φανερώνει, αὐτὰ τὰ κουρέλια τῆς ντροπῆς, ποὺ φορῶ, μὲ καταντροπιάζουν καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος υἱός Σου νὰ λέγομαι. Ποίησον μὲ ὡς ἕνα τῶν μισθίων Σου. Μήτε ἀπὸ τὴν αὐλήν Σου νὰ μὲ διώξεις, Δέσποτα, γιὰ νὰ μὴ μὲ εὕρει πάλιν ὁ πολέμιος περιπλανώμενον καὶ μὲ συλλάβει σὰν αἰχμάλωτον. Ἀλλὰ οὔτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικῆς Τραπέζης ἑλκύσεις μέ. Γιατί δὲν τολμῶ νὰ βλέπω τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μὲ μάτια ἀκάθαρτα. Ἄφησε μὲ νὰ στέκωμαι μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους μέσα ἀπὸ τὶς θύρες τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, θεωρώντας τὰ τελούμενα μυστήρια, νὰ ποθήσω, σὺν τῷ χρόνω, νὰ μετάσχω πάλιν σ’ αὐτά. Καὶ λουόμενος μὲ τὰ θεία νάματα, νὰ καθαρίσω ἀπὸ τὴν αἰσχύνη τῶν αἰσχρῶν ἀσμάτων τὸν ρύπον, ποὺ παραμένει ἀκόμη στ’ αὐτιά μου. Καὶ βλέποντας τοὺς μαργαρίτες (τὸ Σῶμα Σου) νὰ τοὺς παίρνουν εὐσεβεῖς πιστοί, νὰ ἐπιθυμήσω καὶ ἐγὼ ν’ ἀποκτήσω χέρια ἄξια νὰ τοὺς ὑποδεχθούν1.
Αὐτὰ λέγοντας τοῦ Ἀσώτου, καὶ κλαίοντας δυνατά, εἶπεν ὁ Πατέρας στοὺς δούλους Του. Σὲ ποιοὺς δούλους; Στοὺς ἱερεῖς καὶ λειτουργοὺς τῶν προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα τὴν πρώτην στολὴν καὶ ἐνδύστε τὸν. Φέρετε τὴν ἐξ οὐρανῶν ὑφαντήν, αὐτὴν ποὺ κατεσκεύασεν τὸ πνευματικὸν πῦρ. Φέρετε τὴν στολήν, ποὺ ὑφαίνεται στὰ ὕδατα τῆς κολυμβήθρας. Φέρετε τὴν στολήν, ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴν φωτιὰ καὶ ἐνδύστε τὸν. Ἐνδύσατε αὐτόν, ποὺ ἀπογυμνώθηκε, ἐνδύσατε τὸν νέον Ἀδάμ, ποὺ ἐγύμνωσεν ὁ διάβολος. Ἐνδύσατε τὸν βασιλέα τῆς κτίσεως, κοσμῆστε αὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖον ἐκόσμησα τὸν κόσμον, καλλωπίστε τοῦ υἱοῦ μου τὰ φίλτατα μέλη.
Δὲν ἀνέχομαι νὰ τὸν βλέπω ἀκαλλώπιστον. Δὲν ἀνέχομαι νὰ ἀφεθεῖ ἡ εἰκόνα μου γυμνή. Θεωρῶ ἐντροπὴν δική μου τὴν ἐντροπὴν τοῦ δικοῦ μου παιδιοῦ. Θεωρῶ δόξαν μου τὸν πλοῦτον τοῦ παιδιοῦ μου. Δῶστε καὶ δακτυλίδι στὸ χέρι του, γιὰ νὰ φορεῖ τὸν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ φορώντας αὐτό, νὰ φρουρεῖται ἀπὸ αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Κι ἔτσι, περιφέροντας τὴν σφραγίδα μου, θὰ εἶναι φοβερὸς σ’ ὅλους τους πολεμίους καὶ ἐναντίους. Καὶ φαινόμενος ἀπὸ μακρυά, νὰ δείχνει ποιοῦ Πατέρα εἶναι αὐτὸς υἱός. Δῶστε του καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, γιὰ νὰ μὴ εὕρει πάλιν ὁ ὄφις γυμνὴν τὴν πτέρναν του καὶ τὸν κτυπήσει μὲ τὸ κεντρί του, ἀλλὰ μάλλον αυτος να καταπατεῖ τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος και να συντρίψει τοῦ πολεμίου τα κεντρα, για να τρέχει στὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ φέρετε τὸν σιτευτὸν μόσχον, θυσιάστε τὸν. Ποιὸν σιτευτὸν μόσχον λέγει; Ποιόν; Αυτόν που ἐγέννησε ἡ δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τὸν μόσχον τὸν ἀδάμαστον, ποὺ δὲν δέχθηκε ζυγόν αμαρτιας, τὸν Παρθένον καὶ ἐκ Παρθένου, τὸν ἀκολουθούντα αυτους, ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦν ὄχι ἐξ ανάγκης, ἀλλ’ ἑκουσίως. Αυτόν, ποὺ δὲν κάνει χρήση τῆς δυνάμεώς Του οὔτε τῶν κεράτων Του, ἀλλὰ ποὺ πρόθυμα παραδιδόμενον να σφαζεται ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Θυσιάστε, τὸν θεληματικῶς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αὐτὸν ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς θυσιάζοντες, θυσιάστε τὸν θυσιαζόμενον ποὺ ὅμως, δὲν πεθαίνει. Θυσιάστε τὸν μελιζόμενον, ποὺ ἁγιάζει αὐτούς, ποὺ τὸν μελίζουν. Θυσιάστε τὸν ἐσθιόμενον ἀπὸ τοὺς πιστούς, ποὺ ποτὲ δὲν δαπανᾶται. Θυσιάστε τον αυτόν, ποὺ κάνει μακαρίους ἐκείνους ποὺ τὸν τρώγουν. Καὶ ἀφοῦ φάγομεν ὅλοι ἂς εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ υἱὸς μου αυτός ηταν νεκρὸς καὶ ξαναέζησε. ήταν ἀπωλεσμένος καὶ εὑρέθηκε.
Καὶ ἀρχισαν να ευφραίνωνται. Ἐσεῖς ποὺ γευτήκατε ἀπο αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε τὴν πνευματικὴν εὐφροσύνην, καὶ θυμάστε τὰ φρικτὰ μυστήρια, τοὺς λειτουργούς της θείας ἱερουργίας, ποὺ μιμοῦνται μὲ τὶς λεπτὲς ὀθόνες, τὰ φτερὰ τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ἁπλώνονται στοὺς ἀριστεροὺς ὤμους, καὶ περιφερόμενοι στὴν ἐκκλησία, φωνάζουν: μὴ κανεὶς ἀπὸ τοὺς κατηχουμένους, μὴ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μὴ ἐσθίοντας, μὴ κανεὶς κατάσκοπος, μὴ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν δύνανται ναιδουν τὸ οὐράνιον αἷμα ἐκχυνόμενον "εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν", μὴ κανεὶς ἀνάξιος της ζωντανῆς θυσίας, μὴ κανείς αμυητος, μὴ κανένας, ποὺ δὲν δύναται, λόγω τῶν ἀκαθάρτων χειλέων του, νὰ ψαύσει τα φρικτα μυστήρια.
Ὕστερα οἱ Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, δοξολογοῦντες καὶ λέγοντες: Ἅγιος ὁ Πατέρας, ποὺ θέλησε να θυσιασθει ὁ σιτευτὸς μόσχος, ποὺ δὲν γνώρισεν αμαρτια,καθὼς λέγει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας: "Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ". Ἅγιος ὁ Υἱός, μαζὶ καὶ μόσχος, ὁ πάντοτε ἑκουσίως θυόμενος καὶ πάντοτε ζωντανός. Ἅγιος ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ τελεσιούργησε τὴν θυσίαν.
Ὅταν, λοιπόν, ἐγένοντο αὐτὰ στὸ ἐσωτερικόν, ὁ πρεσβύτερος υἱός, ποὺ ἔφθασε ἀπὸ μακρυά, ἄκουσε τὶς συμφωνίες καὶ τοὺς χορούς. Καὶ προσκαλώντας ἕνα δοῦλον, ἐρωτοῦσε νὰ μάθει τί σημαίνουν αὐτά, γιατί ἀκούω μουσικές: Ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε. ο Δαβὶδ ὁ Προφήτης ψάλλει τὸν στίχον "τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν Σου μόσχους". Καὶ προτρέπει τοὺς παρόντες νὰ φάγουν λέγοντας: "Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος". Ὁ δὲ Παῦλος, ὁ ἐξηγητὴς τῶν θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. "Τὸ Πάσχα ἠμῶν, ὑπὲρ ἠμῶν ἐτύθη Χριστός". Ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει, εὐφραίνεται καὶ χορεύει. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς λέγει στὸν δοῦλον: καλά, χωρὶς νὰ εἶμαι ἐγώ, ἄλλοι τὰ δικά μου μυστήρια, παρὰ τὴν ἀπουσίαν μου, ἀπολαμβάνουν στὸ σπίτι μου; Ναί, ἀπαντᾶ, γιατί ἦλθεν ὁ ἀδελφός σου καὶ ὁ Πατέρας σου ἐθυσίασε τὸ σιτευτὸν μόσχον, ἐπειδὴ χάρηκε ποὺ τὸν δέχθηκε ὑγιαίνοντα.
Καὶ ὁ δίκαιος ἀδελφὸς ὠργίσθηκε καὶ δὲν θέλησε νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι του. Ὁ δίκαιος, λοιπόν, ὠργίσθηκε καὶ ὑποδουλώθηκε στὸν φθόνον, αὐτὸς ποῦ κατεπάτησε τὰ τερπνά της ζωῆς κυριεύτηκε ἀπὸ τὸν φθόνον; καὶ πῶς ὁ Παῦλος λέγει. "ἐβουλόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα"; Ὁ Σωτήρας, ὅμως, δὲν ἐσχημάτισε τὴν Παραβολὴν ἔτσι, ὥστε νὰ δείξει τὸν δίκαιον βάσκανον, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακηρύξει τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χρηστότητος τοῦ Πατρός Του. Καὶ αὐτὸ φανερώνεται ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα. Ἡ παραβολὴ λέγει ὁ Πατέρας του, ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν οἶκον καὶ παρηγοροῦσε τὸν υἱόν του. Ώ, ἀνεκφράστου σοφίας! Ὢ θεοφιλοῦς προνοίας! Καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν ἐλέησε καὶ τὸν δίκαιον ἐκολάκευσε. Καὶ τὸν ὄρθιον δὲν ἄφησε νὰ πέσει καὶ τὸν πεσόντα σήκωσε. Καὶ τὸν πένητα ἐπλούτισε καὶ τὸν πλούσιον δὲν ἄφησε νὰ φτωχύνει μὲ τον φθόνον.
Ὁ πρεσβύτερος εἶπε στὸν Πατέρα του: Τόσα χρόνια ἐγώ σου δουλεύω καὶ οὐδέποτε παρέβλεψα ἐντολήν Σου. Καὶ σ’ ἐμένα ποτε δὲν ἔδωσες ἕνα ἐρίφιον, γιὰ ναευφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. Αλλά "περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Ὅταν δὲ ὁ υἱὸς Σου αυτόςηλθεν, ποὺ σὲ κατεφρόνησε καὶ σοὺ κατέφαγε τὸν πλοῦτον μὲ τὶς πόρνες, ἀμέσως θυσίασες για χαρί του τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. Καὶ οὔτε μὲ λόγους τὸν κατηγόρησες, οὔτε τὸ Πρόσωπόν Σου ἀπέστρεψας ἀπὸ την αθλιότητα του. Αλλάαμέσως τὸν ἐξενοδόχησες, καὶ μὲ λαμπρὴ στολή τον κατεκοσμησες, καὶ τὸ ἀστραφτερὸ χρυσὸ δακτυλίδι τοῦ ἐφόρεσες, καὶ μὲ ὑποδήματα τὸν ἀσφάλισες καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ἄνοιξες καὶ τὴν τράπεζαν εὐτρέπισες καὶ τοὺς κρατῆρες ἐγέμισες.Ἀλλὰ καὶ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν ἐθυσίασες καὶ προσκάλεσες τοὺς πιστοὺς στὴν εὐωχίαν αυτην καὶ ἔκανες τοὺς Ἀγγέλους να χορευουν καὶ παρεσκεύασες ἕνα παράξενον συμπόσιον μὲ συμμετοχὴ της γης καὶ του ουρανού. Και ὄλα αυτα καὶ τὶς τόσες δωρεὲς προσέφερες σ’ αὐτόν, ποὺ κατεφρόνησε την αγαθότητα Σου καὶ ὕβρισε τὴν εὐγένειά Σου. Τί να ειπω γιὰ τὸ βάθος καὶ τὸ πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, πῶς νὰ θαυμάσω τὴν θάλασσαν τῆς εἰρήνης καὶ γαληνότητός Σου; Ἐλεεῖς, Κύριε, ὅλους γιατί τα παντα ἠμπορεῖς καὶ παραβλέπεις τα αμαρτηματα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ προσέρχονται μετανοοῦντες.
Ὁ δὲ Πατέρας τοῦ εἶπε: Τέκνον, σὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Ἐσὺ δὲν ἐχωρίσθης ποτὲ ἀπὸ τοὺς κόλπους μου. Ἐσὺ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μου δὲν ἀπεμακρύνθης. Ἐσὺ προσέχεις πάντοτε στοὺς ψαλμοὺς καὶ στοὺς ὕμνους. Ἐσὺ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Ἐσὺ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος μὲ παρρησία λέγεις, "Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου". Αυτός δε προσῆλθε σ’ἐμένα κατακριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας τὸ πρόσωπόν του στὴν γῆ καὶ μὲ συντετριμμένη καὶ σκοτεινὴ φωνή, ἐφώναξε: "Πατέρα μου, ἁμάρτησα στὸν οὐρανόν και ενωπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι υἱός Σου. Πάρε μὲ ὡς ἕνα μισθωτὸν δοῦλον Σου".
Ἐγώ, τέκνον, τί εἶχα νὰ κάμω σ’ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ λόγια; Ἠμποροῦσα νὰ μὴ ἐλεήσω τὸν δικόν μου υἱόν, ποῦ ἐπέστρεψε; Ἐσὺ ποὺ θυμώνεις δίκασε. Ὡς φιλάνθρωπος ποὺ εἶμαι δὲν μποροῦσα νὰ κάνω κάτι ἀπάνθρωπον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ μὴ ἐλεήσω αὐτόν, ποὺ ἐγὼ ἐδημιούργησα. Δὲν δύναμαι νὰ μὴ λυπηθῶ αὐτὸν ποὺ γέννησα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου. Τέκνον, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅσα ἔχω, ὅλα δικά σου εἶναι. Ὁ οὐρανὸς δικός σου, τὸ στερέωμα δικό σου, ὁ ἥλιος δικός σου φωστήρας, ἡ σελήνη δική σου ὑπηρέτρια, τὰ ἀστέρια δικά σου πολύφωτα, ὀ αέραςδικός σου τροφέας καὶ ὅλα τὰ ἐναέρια δικά σου. Ἡ γῆ καὶ ὅσα φύονται, δικά σου, ἡ θάλασσα καὶ ὅσα εἶναι σ’ αὐτὴ δικά σου. Ὁ κόσμος ὅλος, δικός σου. Ἡ Ἐκκλησία, δική σου. Τὸ Θυσιαστήριον, δικό σου. Ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, δικός σου. Ἡ θυσία, δική σου. Οἱ Ἄγγελοι, δικοί σου. Οἱ Ἀπόστολοι, δικοί σου. Οἱ Μάρτυρες, δικοί σου. Τὰ παρόντα, δικά σου. Τὰ μέλλοντα, δικά σου. Ἡ Ἀνάσταση, δική σου. Ἡ ἀθανασία, δική σου. Ἡ ἀφθαρσία, δική σου. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δική σου. Ὅλα τὰ φαινόμενα καὶ νοούμενα, δικά σου.
Μήπως ἐπῆρα ὅσα ἔχεις καὶ τὰ ἔδωσα σ’ ἐκεῖνον; Μήπως σὲ ἐγύμνωσα καὶ ἐκεῖνον ἕντυσα; Μήπως ἐκ τῶν πραγμάτων μου δὲν ἐχάρισα τὸ ἔλεος; Μήπως ἐξ ἴσου δὲν εἶμαι Πατέρας σου καὶ ἐκείνου; Καὶ ἐσένα τιμῶ γιὰ τὴν ἀρετήν σου καὶ ἐκεῖνον ἐλεῶ γιὰ τὴν πολὺ καλὴν ἐπιστροφήν του. Καὶ ἐσένα ποθῶ γιὰ τὸν ἐνάρετον βίον σου, καὶ ἐκεῖνον ποθῶ γιὰ τὴν μετάνοιάν του. Καὶ ἐσένα αγαπω για τὴν μακροθυμίαν σου, καὶ ἐκείνον αγαπω, ποὺ ἐπέστρεψε σ’ ἐμένα. Καὶ ἐσένα αγαπω για τὴν ἀρετήν σου, καὶ ἐκείνον αγαπω για τὴν μετάνοιάν του.
Ἔπρεπε νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, ποὺ ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ζωντάνεψε, ἦταν χαμένος καὶ εὑρέθη. Ποιὸς βλέποντας νεκρὸν νὰ ἀνασταίνεται, δὲν εὐφραίνεται; Καὶ ποιὸς εὑρίσκει ἐκεῖνο ποὺ ἔχασε καὶ δὲν ἀγάλλεται; Ἔλα καὶ ἐσύ, υἱέ μου, νὰ συνευφρανθεῖς μαζί μας καὶ σκίρτησε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀγκαλίασε τὸν ἀδελφόν σου μέ μας καὶ ψάλλε μὲ τὸν Δαυὶδ ἐκεῖνο τὸ πνευματικὸ μέλος, ποὺ ταιριάζει στὸ τωρινὸ πανηγύρι μας. "Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἳ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἳ ἁμαρτίαι. μακάριος ἀνήρ, ὢ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν".
Ἀκούσατε τὴν θείαν Παραβολὴν καὶ ἐμάθατε τὸ περιεχόμενόν της καὶ τὴν σημασία τῆς ἐννοήσατε. Ἐμάθατε ὅτι ἔχομεν Κύριον φιλάνθρωπον καὶ ἀνεξίκακον. Πρὸς Αὐτὸν λοιπὸν νὰ καταφύγωμεν μὲ καθαρὴ καρδιά. Ἐλᾶτε νὰ φωνάξωμεν ὅλοι πρὸς Αὐτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενῆ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτήσαμεν στὸν οὐρανὸν και ενώπιόν Σου καὶ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ γενώμεθα υἱοί Σου, ἀλλὰ ἔχομεν τὸ θάρρος στοὺς οἰκτιρμούς Σου. Ἔχομεν ενεχυρό της φιλανθρωπίας Σου τὸν Τίμιον Σταυρόν, ποὺ ὑπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της εὐσπλαγχνίας Σου τὴν ἄλλοτε πόρνην καὶ τὸν ἄλλοτε ληστήν. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῶν, ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, καταφεύγομεν στὴν φιλανθρωπία Σου. Ὅπως ἐκείνους μετέβαλες σὲ σεβασμίους καὶ μακαρίους, Κύριε, και εμᾶς, πού Σου προσπίπτομεν, ἐλέησον. Καὶ ὅπως ἀνέστησες νεκροὺς μὲ τὴν Σταύρωσή σου καὶ ἐμᾶς, ποὺ νεκρωθήκαμεν ἀπὸ ἁμαρτίες, ἀπὸ τὴν πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ἀνάστησε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν Ἀνάστασή Σου μαζὶ μὲ τοὺς λυτρωθέντες. Καὶ νὰ ἐπιμείνωμεν στὴν δέηση αυτη, γιὰ να μας ειπεῖ ὁ Δεσπότης Χριστός. "Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμίν".
Καὶ ἐσεῖς οἱ μέλλοντες νὰ λάβετε τὴν δωρεὰν τοῦ Βαπτίσματος, νὰ ἀπορρίψετε κάθε ἀλλότριον λογισμὸν καὶ κατευθύνοντες τὶς ψυχές σας στὸν οὐράνιον Νυμφίον, θα δεχθῆτε τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. "Ὁ Κύριος ἐγγύς, μηδὲν μεριμνᾶτε". Ὁ λυτρωτὴς στέκεται στὴν θύραν, ὁ ἰατρὸς εἶναι ἐδῶ, τὸ ἰατρεῖον ἄνοιξε, τὰ φάρμακα ὑπάρχουν, ἡ κολυμβήθρα ὅλους τους δέχεται, ἡ Χάρις ἔχειαπλωθει, ἡ στολὴ ὑφαίνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν και το Άγιον Πνεῦμα. Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἀξιώνονται νὰ φορέσουν τὴν στολήν. Μόνον σεῖς ἀνάψτε τὶς λαμπάδες τῆς πίστεως, ἔχοντας καὶ ἄφθονον λάδι, ὥστε, ὅταν ἀκουσθεῖ ἡ φωνὴ τὴν νύκτα, ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, νὰ ἐξέλθετε σὲ ἀπάντησή Του μὲ φαιδρὲς τὶς λαμπάδες, χορεύοντας καὶ σκιρτώντας νὰ φωνάζετε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Σὲ Αὐτὸν νὰ εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμὴν»2.
1. Ὁ ἀναγνώστης πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι τὸ Πανάγιον Σωμα του Χριστοῦ, ἐδίδετο στὶς παλάμες, ἡ μία ὑπὸ τὴν ἄλλην, ὅπως συνέβαινεν στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, μέχρι τὴν ἐποχὴν τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀργότερα ἐδίδετο - ἐλαμβάνετο μέσα σὲ μικρὰ πολύτιμα σκεύη. Ἀργότερα καθιερώθη ἠ αγία λαβιδα.
2. Ὁ ἅγιος Πατήρ, ἀναφερόμενος στὸν μολυσμὸν τῆς ὁράσεως τοῦ Ἀσώτου, ὀνομάζει τὰ θεάματα, θέατρα, ἱπποδρομίες καὶ θηριομαχίες. Φυσικὰ τώρα εἶναι ἄλλα αἴτια ποὺ μολύνουν τὴν ψυχήν, ὅπως ἡ Τηλεόραση, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ τὴν εἶδε προορατικῶς, εἶναι αὐτὸς ὁ σατανᾶς καὶ τὰ κέρατά του εὑρίσκονται στὰ κεραμμύδια!
“Λόγος στὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου”
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου