30 Ιαν 2011

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ




Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης 
Καθηγητής Α.Π.Θ
Ἡ ἐργασία ὡς φυσικὴ δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ὄχι μό­νο καταφάσκει στὸ καθαυτὸ εἶναι του, ἀλλὰ ἐκφράζει σὲ ἰδι­αίτερα σημαντικὸ βαθμὸ καὶ τὴν ἐσώτερη-πνευματικὴ ποιό­τητά του. Σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη θεώρηση τῆς ζωῆς, ὁ χαρακτήρας τῆς ἐργασίας εἶναι κατεξοχὴν οἰκονομι­κὸς καὶ κοινωνικός. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται γιὰ νὰ καλύ­ψει τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες του καὶ νὰ καταξιώσει κοινωνικὰ τὴν ὕπαρξή του. Μέσα ὅμως στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου ἐμπλουτίζεται θεολογικὰ καὶ συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὸν γενικότερο ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ τῶν πιστῶν. Εἰδικότερα, ὁ θεολογικὸς ἐμπλουτισμὸς τῆς ἔννοιας τῆς ἐρ­γασίας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες σὲ συνάρτηση μὲ τὸν ἐσχατο­λογικὸ προσανατολισμὸ τοὺς προσφέρουν σαφῶς εὐρύτερο καὶ κυρίως βαθύτερο περιεχόμενο στὴν ἀνθρώπινη ἐργασία.
Ἀλλ' ἐδῶ εἶναι ἴσως χρήσιμες καὶ ἀπαραίτητες κάποιες ἐννοιολογικὲς διευκρινίσεις. Μιλώντας γιὰ ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ ἐννοοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲν προσδιορίζει τὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα μὲ βάση τὴν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος, ἀλ­λᾶ μὲ βάση τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία...
τοῦ Θεοῦ, ποὺ διασφαλίζεται ἐνδοκοσμικὰ μὲ τὴν ἐ­νανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, νοηματοδοτεῖ τὸ παρὸν καί, χωρὶς νὰ περιορίζεται ἀπὸ αὐτό, ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότη­τα. Θεμελιῶδες χαρακτηριστικό του παραπάνω ἐσχατολογικοῦ προσανατολισμοῦ τῶν πιστῶν εἶναι ἡ πρόγευση τῆς μέλ­λουσας βασιλείας στὸ παρὸν τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ σαφὴς καὶ «ἐν πολλὴ αἰσθήσει» πρόγευση τῶν ἐσχάτων στὸ ἑκάστοτε ἱστορικὸ παρὸν εἶναι ἐκείνη, ποὺ δίνει ἐμπειρικῶς τὴν δυνατότητα σχετικοποιήσεως τῶν πραγμάτων τοῦ κό­σμου. Ὡς ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ βρίσκονται βιωματικῶς στὸ μεθόριο τοῦ παρόντα καὶ τοῦ μέλλοντα αἰώ­να, ἀντλώντας ἀπὸ τὴν «ἀρχιμήδεια» αὐτὴ θέση δυνατότη­τες γιὰ πνευματικὲς παρεμβάσεις στὰ πράγματα αὐτοῦ του κόσμου. Παρεμβάσεις, ποὺ ἔχουν πάντοτε διορθωτικὸ καὶ θε­ραπευτικὸ χαρακτήρα. Ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ γίνεται μέ­τρο καὶ κριτήριο, μὲ τὰ ὁποία ἀνακρίνεται καὶ κρίνεται ἡ πα­ροῦσα ζωὴ μαζὶ μὲ τὶς κοινωνικὲς δομὲς καὶ λειτουργίες της. Τὸ ἱστορικὸ παρὸν συνδεόμενο ὀργανικὰ μὲ τὸ αἰώνιο μέλλον ἐμπλουτίζεται μὲ ἀξίες καὶ δυνατότητες, οἱ ὁποῖες ἀπεγκλωβίζουν τὰ πράγματα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ παρόντος σὲ βαθμό, ποὺ αὐτὰ νὰ παίρνουν προοπτικὲς αἰωνιότητας.[1]

Μετὰ τὶς εἰσαγωγικὲς αὐτὲς διευκρινίσεις, θὰ ἐπιχειρή­σουμε νὰ παρουσιάσουμε μιὰ σύντομη θεολογία τῆς ἐργασί­ας, ὅπως αὐτὴ προκύπτει ἀπὸ τὴν θεολογικὴ σκέψη τῶν Τρι­ῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, διακρίθηκαν ἰδιαίτερα καὶ στὸν πρακτικὸ χῶρο τῆς ἐργασίας, ἀφοῦ ἀνέπτυξαν πρω­τοποριακῆ ποιμαντική, κοινωνικὴ καὶ συγγραφικὴ δράση.

Καταρχήν, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ θεολογικὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅπως καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι θεοκεντρικὴ καὶ ἀκριβέστερα θεανθρωποκεντρική. Οἱ θεολογικὲς θέσεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἐργασία εἶναι σὲ διευρυμένη μορφή, οὐσιαστικά, οἱ ἴδιες ἀλήθειες, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς στὴν Ἁγία Γρα­φή. Ἔτσι, ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκά­λων γιὰ τὴν ἐργασία, καθὼς ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν ἔχει ὑποκειμενικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ διδασκαλία τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της.

Ἡ ἐργασία καθεαυτὴν ἔχει τὸ αἰώνιο πρότυπό της στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ἐργάζεται, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, καγῶ ἐργάζομαι»[2]. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐργασία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἀναφέρεται στὴ συνεχῆ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ σύνολη κτίση: «Καὶ ἐργασίαν λέγει τὸ διακρατεῖν τὰ γεγενημένα... καὶ ἠνιοχεῖν τὸν σύμπαντα χρόνον», σημειώνει ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας. Ἂν δὲν συνέβαινε αὐτό, πῶς θὰ ἑξα­κολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει τὸ σύμπαν; Ἂν δηλαδὴ τὸ «χέρι» τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει, δὲν τὰ κυβερνοῦσε ὅλα καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος[3]; 

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πληροφορεῖται «τὴν διηνεκῆ του Πατρὸς ἐργασίαν» παρατηρώντας ὄχι μόνο τὴν κίνηση τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης, ἀλλὰ καὶ τὶς λειτουργίες ὅλης της ἄλογης καὶ λογικῆς φύσεως. Ὅσα βλέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ συμβαίνουν στὴ φύση, δὲν συμβαίνουν ἀπὸ μόνα τους, ἀλλὰ ὀ­φείλονται στὴν ἀγαπητικὴ φροντίδα καὶ τὴν προνοητικὴ ἐ­νέργεια τοῦ Θεοῦ. Τὰ παραπάνω ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὰ θεμελιώνει καὶ βιβλικῶς. «Ἀνατέλει γάρ, φησίν», σημειώνει, «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς, καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[4]. Καὶ πάλιν εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς πῦρ βαλλόμενον, οὕτως ὁ Θεὸς ἀμφιέννυσιν [5], καὶ περὶ τῶν πετεινῶν διαλεγόμενος πάλιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτὰ»[6]. Ἀλλά, καὶ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ δημιουργικὸ «πρόσταγμα» τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀκατάπαυστα στὸν κόσμο, ἡ δημιουργία συνεχίζεται, καὶ ὁ Θεὸς ἐργάζεται.[7] Εἶναι προφανές, ὅτι ἐδῶ ἡ ἐργασία τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἄκτιστης ἐνέργειάς του.

Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐργασία τοῦ ἔχει ὀντολογικὴ θεμελίωση, ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ «κατὰ φύσι», εἶναι φυσιολογικὸ γνώρισμά του. Ἡ ψυχὴ μάλιστα τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται ἐκ φύσεως ἀκατάπαυστα. «Τὸν ἄνθρωπον», παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἔμπρακτον ἐποίησε ὁ Θεὸς καὶ κατὰ φύσιν αὐτῶ ἔστι τῷ ἐργάζεσθαι»[8].

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν φυσιολογικότητά της, ἡ ἐργασία εἴ­ναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ἐντολή, ποὺ δόθηκε σ' αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία. «Καὶ ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὂν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσω τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φύλασσειν»[9], διαβάζουμε στὸ κείμενο τῆς Γενέσεως.

ΙΙοιο ἦταν ὅμως τὸ νόημα τῆς ἐντολῆς γιὰ τὴν ἐργασία στὸν παράδεισο; Ὅπως ἕνας φιλόστοργος πατέρας ἐπινοεῖ γιὰ τὸ μικρὸ παιδί του, ποὺ ἀπολαμβάνει πολλὴ ἄνεση καὶ ἐλευ­θερία, καὶ τοῦ ἀναθέτει κάποια μικρὴ καὶ ἀνάλογη μὲ τὶς δυ­νατότητές του φροντίδα, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος, δίνει τὴν ἐντολὴ γιὰ ἐργασία καὶ φροντίδα τοῦ πα­ραδείσου, «ἴνα μὴ ἀποσκιρτήση ἐκ τῆς ὑπερβαλλούσης ἀνέσεως ὁ ἄνθρωπος». Ὁ παράδεισος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐρ­γασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἁπαλλαγμέ­νος ἀπὸ κάθε φροντίδα, θὰ ἀπέκλινε πρὸς τὴ ραθυμία, ἑξαιτί­ας τῆς πολλῆς ἀνέσεώς του. Ἀπασχολούμενος ὅμως ἐκεῖ μὲ κάποια ἀνώδυνη ἐργασία, θὰ διακατέχονταν ἀπὸ περισσότε­ρη εὐφροσύνη καὶ θὰ προωθοῦνταν ἤρεμα στὴν τελειωτική του πορεία[10]. Ἡ χωρὶς κόπο καὶ ταλαιπωρία ἐργασία του θὰ τοῦ παρεῖχε «πολλὴν τὴν φιλοσοφίαν»[11].

Ἡ ἀνάμιξη τοῦ κόπου μὲ τὴν ἐργασία ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν παράδεισο ὡς μέρος τοῦ «ἐπιτιμίου» γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ[12]. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ ἔκανε πλέον τὴν ἐργασία ἐπιπο­νη. Ὁ Θεὸς ὅρισε στὸν ἄνθρωπο «μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώ­πού του νὰ τρώει τὸ ψωμί του». Βέβαια, τὰ ὅσα εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ, εἶναι φανερό, σημειώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι «πάσι τοῖς ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένοις εἴρηται»[13], ἰσχύουν δηλαδὴ καὶ γιὰ ὅλους τους ἀπογόνους του Ἀδάμ.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι φανερό, ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργών­τας τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν θέλησε ἀργὸ καὶ ἀκίνητο ἀλλὰ δρα­στήριο σ' αὐτά, ποὺ τοῦ ἁρμόζουν, τόσο μέσα ὅσο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο»[14].

Ἡ ἐργασία, ποὺ ὅρισε ὁ Θεὸς ὡς ὑποχρέωση στὸν ἀνθρω­πο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν πτώση, ἔχει κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἰε­ράρχες σαφῶς παιδαγωγικὸ χαρακτήρα. Ὁ Θεὸς κατὰ τὸν ἰε­ρὸ Χρυσόστομο μετὰ τὴν πτώση εἰσήγαγε τὸν κόπο στὴν ἐρ­γασία «διὰ τὸ χρήσιμον καὶ λυσιτελές». Καί, ἐνῶ φαίνεται ὡς τιμωρία ἡ ρήση τοῦ Θεοῦ: «ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγῆ τὸν ἄρτον σου»[15] ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι «νουθεσία τίς ἐστι καὶ σωφρονισμὸς καὶ τῶν τραυμάτων τῶν ἀπὸ τῆς ἁμαρ­τίας γενομένων φάρμακον»[16]. Ἡ ἐργασία συμβάλλει στὴν εὔ­κολη ἀπομάκρυνση τῶν πονηρῶν λογισμῶν ἀπὸ τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου[17] ἐνεργώντας ὡς θεραπευτικὸ φάρμακο. Αὐτὴ κα­θιστὰ τὴν ψυχὴ καθαρότερη καὶ τὸ νοῦ ὑγιέστατο. «Ὁ ἐν ἐρ­γασία ὧν», σημειώνει ὁ χρυσορρήμονας Ἱεράρχης, «οὐδὲν ταχέως περιττὸν παραδέξεται οὔτε ἐν ἔργοις οὔτε ἐν λόγοις οὔτε ἐν ἐννοίαις· ὅλη γὰρ διόλου συντάττεται πρὸς τὸν ἐπίπονον βίον ἡ ψυχὴ»[18]. Ἡ κοπιαστικὴ ζωή, ἐξαιτίας τῆς ἐργασίας, γί­νεται σχολεῖο τῆς ἀρετῆς[19]. Αὐτὸς εἶναι οὐσιαστικὰ καὶ ὁ παιδαγωγικὸς λόγος, ποὺ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνιστᾶ στοὺς γονεῖς νὰ παρέχουν ἀπὸ τὴν νηπιακὴ ἀκόμη ἡλικία στὰ παι­διὰ τοὺς κάποια ἐργασία, ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς σωμα­τικὲς καὶ διανοητικὲς ἱκανότητές τους. Συγκεκριμένα, τὰ παιδιὰ ὀφείλουν νὰ κάνουν μόνα τους ὅλα, ὅσα εἶναι στὶς δυ­νατότητές τους καὶ ἀφοροῦν τὴ λειτουργικότητα τῆς οἰκογέ­νειας σὲ καθημερινὴ βάση[20].

Ἀλλὰ ὁ κόπος τῆς ἐργασίας, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, παρέ­χει καὶ εὐχαρίστηση στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ παράλληλα συμβάλλει καὶ στὴν ἀπόκτηση ἀκλόνητης ὑγείας[21], ὄχι μόνο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς. Ἄλλωστε, ὁ κόπος δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή. Ἔτσι, ἡ πρόσκτηση λ.χ. τῆς ἀρετῆς, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, εἶναι ὑπόθεση ψυχοσωμα­τική. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «διπλούς», «διπλοῦν εἶναι προσήκει καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς σπούδασμα πόνοις τὲ σώματος καὶ ψυχῆς ἀσκήμασι κατορθούμενον. Πόνοι δὲ σώματος οὒχ ἡ ἀργία, ἀλλὰ τὸ ἔργον ἐστὶ»[22]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολό­γος ἐπαινεῖ τὸν ἀνθρώπινο μόχθο, ποὺ καταβάλλεται τόσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν διαφύλαξη τοῦ καρποῦ τῆς ἐργασίας, ἐξαίροντας μάλιστα τὴν συμβολὴ τοῦ νοῦ γι' αὐτὴν καὶ σημειώνοντας, πὼς ὅ,τι ἀποκτᾶ κανεὶς μὲ κόπο τὸ ἐκτιμᾶ περισσότερο καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν διατή­ρησή του[23].

Ὁ ἐργαζόμενος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὀφείλει νὰ μὴν αὐτονομεῖ τὴν ἐργασία του, γιατί ἔτσι καλλιεργεῖ ἀτομοκρατικῆ συνείδηση. Ἀντίθετα, θὰ πρέπει νὰ ἔχει τὴν συνείδηση, ὅτι λειτουργεῖ ὡς μέλος ἑνὸς ὀργανικοῦ σώματος. Βέβαια, ὄ­ταν κάποιος δὲν ἀνταποκρίνεται μὲ ἐπιμέλεια στὴν ἐργασία του, ζημιώνεται ὁ ἴδιος, περισσότερο ὅμως κινδυνεύει ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἐνεργεῖ εἰς βάρος τοῦ κοινοῦ σώματος[24]. Καὶ ἀ­κουσίως ἀκόμη ὁ ἐργαζόμενος ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυ­σόστομο, φθάνει στὸ συμφέρον τοῦ μόνο μέσω τῶν συμφερόν­των τοῦ πλησίον του. Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι ὄχι ἁπλῶς τὸ ἑκουσίως ἀλλὰ καὶ τὸ ἀγαπητικῶς.[25]

Ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας δὲν δικαιοῦται νὰ ἑξαιρεθεῖ κανείς. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, παρατηρεῖ ὁ Μέγας Καππαδόκης, «κατὰ τὴν πρώτην ἡλικίαν τοῖς γονεύσιν ὑποτασσόμενος, ἅπαντα πόνον σωματικὸν πράως καὶ εὐπειθῶς συνδιέφερεν». Γιατί, βέβαια, ἡ ὑποταγὴ στοὺς γονεῖς ἀποδεικνύει, ὅτι ὑπέμεινε τοὺς κόπους μὲ εὐπείθεια[26]. Ἄλλωστε, καὶ πρὶν ἀρ­χίσει τὸ δημόσιο σωτηριῶδες ἔργο τοῦ ὁ Χριστός, εἶναι γνω­στὸ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἀσκοῦσε τὴν ἐργασία τοῦ ξυλουργοῦ [27].

Ἀλλὰ καὶ ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐργαζόταν ὄχι μόνο τὴν ἥμερα ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Αὐτός, πού, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, δὲν ἦταν καθόλου τυχαῖος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ διέτασσε δαιμό­νια, ἦταν δάσκαλος ὅλης της οἰκουμένης καὶ εἶχε τὴν φροντί­δα γιὰ τὴν Ἐκκλησία σ' ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, καὶ δι­καιοῦνταν νὰ ζεῖ ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου[28].

Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἡ ἐργασία συνιστᾶται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ φυσιολογικοῦ καὶ τοῦ μέτρου, ἐνῶ ἡ ἀργία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς «ἀταξία»[29]. Ὁ μέγας Ἱεράρχης ὑπενθυμίζει ἐδῶ τὴν Β' Ἐπιστολὴ τοῦ ἀ­ποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς συμπολίτες μᾶς Θεσσαλονικεῖς.

«Ἀκούομεν τίνας ἐν ὑμὶν ἀτάκτως περιπατοῦντας, μηδὲν ἐργαζομένους»[30]. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ ἀπόστολος Παύ­λος στὴν ἴδια Ἐπιστολὴ σημειώνει: «Οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑ­μίν, οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρὰ τινός, ἀλλ' ἐν κόπω καὶ μόχθω νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαι τινὰ ὑμῶν»[31]. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ἰδιαίτε­ρα τὸν χειρωνακτικὸ χαρακτήρα τῆς ἐργασίας τοῦ λέγοντας: «ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὐσι μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεί­ρες αὖται».[32]

Κατὰ συνέπεια, ἂν ἡ ἐργασία σηματοδοτεῖται θετικὰ ὡς ἀγαθό, ἡ ἀργία ἀπορρίπτεται καὶ χαρακτηρίζεται ἀπερίφραστα ὡς κακὸ[33]. Ἡ ἐργασία ἀνήκει στὰ «κατὰ φύσιν», ἐνῶ ἡ ἀργία ἀνήκει, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, στὰ «παρὰ φύσιν». Ἔτσι, «παρὰ φύσιν ἐστὶ τὸ ἀργεῖν»[34]. Ἡ ἀργία, κατὰ τὸν ἴδιο Ἱεράρχη, εἶναι «κακίας μέρος, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπόθεσις καὶ ρί­ζα πονηρά», ἀφοῦ «πάσαν κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία»[35], καὶ εἰ­δικότερα, «διδάσκαλος πονηρίας ἐγένετο ἐξ ἀρχῆς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὴν»[36]. Καί, ὅπως ἡ σωματικὴ ἀργία βλάπτει τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ἀργία τῶν ἀγαθῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς βλάπτει καὶ ἐξασθενίζει τὴν ψυχὴ [37].'Ὅ,τι εἶναι τὸ χαλινάρι στὸ ἄλογο, εἶναι στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ ἐργασία [38].Ἐπειδὴ ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι τόπος ἀσκήσεως καὶ παιδαγωγίας, καὶ ἐπειδὴ ἡ ἄνεση καὶ ἡ ἀπραξία καταστρέφουν τοὺς περισσότε­ρους ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε καὶ ἀσχολίες καὶ κόπο, λέγει ὁ ἱερὸς Πατέρας, ὥστε νὰ λειτουργοῦν σὰν κάποια χα­λινάρια, γιὰ νὰ συγκρατοῦν καὶ νὰ τιθασσεύουν τὴν ὑπερη­φάνεια τοῦ νοῦ μᾶς[39]. Καί, ἐνῶ σὲ ὅλους γενικὰ ἡ ἀργία ἐνεργεῖ διαβρωτικὰ[40], ὅταν συμβεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴ νεότητα, τό­τε αὐτὴ «θηρίου παντὸς ἀγριωτέρα γίνεται»[41].

Ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα: «εἰ χρὴ ἐργάζεσθαι», ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδοκιμάζει τὴν ἀργία καὶ θεμελιώνει βιβλικὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐργασίας. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στοὺς Θεσσαλονικεῖς: «εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζε­σθαι, μηδὲ ἐσθιέτω»[42], ὑπογραμμίζει, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἀργία. Ὅπως εἶναι ἀναγκαία ἡ καθημε­ρινὴ τροφή, ἔτσι εἶναι ἀναγκαία καὶ ἡ ἐργασία. Καί, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς συνέδεσε τὴν ὀκνηρία μὲ τὴν πονηρία λέγον­τας ἐκεῖνο τὸ γνωστό: «πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρὲ» [43], θὰ πρέ­πει νὰ φοβᾶται κανείς, μήπως κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ζητηθεῖ ἡ ἐργασία, ποὺ ἀναλογεῖ στὴ δύναμή μας ἀπὸ Ἐκεί­νον, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ ἐργαζόμαστε»[44].

Τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω»[45], ἔχει τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια, ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ἄξιος ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ»[46], καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ διαφορετικὴ διατύπωση μὲ ἀρνητι­κὴ ἐκφορά. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ χωρία, τὸ ἕνα ἔμμεσα καὶ τὸ ἄλ­λο ἄμεσα, συνιστοῦν, θὰ λέγαμε, τὸ δικαίωμα τῆς συντηρή­σεως τοῦ ἄνθρωπου διὰ τῆς ἐργασίας. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαί­νει, ὅτι ἐδῶ βρίσκεται καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐργασίας, κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες.

Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε σωστὰ καὶ σὲ βάθος τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ λά­βουμε σοβαρὰ ὑπόψη τὸ πλαίσιο τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μέσα στὸ ὁποῖο, ἐντασσόμενα τὰ λεγό­μενα γιὰ τὴν ἐργασία, γίνονται εὔκολα κατανοητὰ καὶ ἐλα­χιστοποιεῖται ὁ κίνδυνος τῶν παρανοήσεων. Οἱ Τρεῖς Οἰκου­μενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτουν τὴν θεμε­λιώδη πρόταξη τῶν δύο πρώτων καὶ μεγάλων ἐντολῶν: Τὴν πρώτη ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὴν «δευτέραν τὴ τάξει καὶ ὁμοία ἐκείνη, μᾶλλον δὲ συμπληρωτικὴν τῆς προτέρας καὶ ἐξ αὐτῆς ἠρτημένην, τὴν περὶ τοῦ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον»[47], κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο.

Καταρχήν, ὡς πρὸς τὴν τήρηση τῆς πρώτης ἐντολῆς, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται σὲ συνεχῆ, σταθερὴ καὶ ἀμετεώριστη ἀγαπητικὴ ἀναφορὰ τοῦ ὅλου εἶναι του στὸν Θεό. Ἡ συνεχὴς αὐτὴ ἀγαπητικὴ ἀναφορὰ πετυχαίνεται κατεξοχὴν μὲ τὴν ἀ­διάλειπτη προσευχή, ὄχι ὅμως ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἀπὸ αὐτήν. Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προβάλ­λει τὴν ἀναγκαιότητα δύο πραγμάτων, ποὺ θὰ πρέπει νὰ συμβιβάζονται λειτουργικὰ μεταξύ τους, νὰ συνδυάζονται καὶ νὰ μὴν αὐτονομοῦνται, ὥστε νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὰ δύο. Συγκεκριμένα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προβάλλει στοὺς πιστοὺς τόσο τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[48] ὅσο καὶ τὸ «νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι».[49] Πῶς ὅμως μποροῦν νὰ ἐφαρμόζονται αὐτὲς οἱ προτροπὲς στὴν πράξη;

Γιὰ τὴν προσευχή, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, κάθε καιρὸς εἴ­ναι κατάλληλος. Μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑμνεῖ τὸν Θεὸ πάντοτε. Ἀλλά, καὶ παρὰ τὴν ἐργασία του, ὁ πιστὸς μπορεῖ νὰ ἐκπληρώνει τὴν ὑποχρέωση τῆς προσευχῆς, ἀπὸ τὴ μιὰ εὐχαριστώντας τὸν Θεό, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμη γιὰ τὴν ἐργασία, τὴν σοφία τοῦ νοῦ γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἐ­πιστήμης, ποὺ τοῦ χάρισε τὴν ὕλη τῶν ἐργαλείων καὶ τὰ ὑ­λικὰ τῶν τεχνῶν, ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἐργάζεται, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσευχόμενος νὰ κατευθύνεται ἡ ἐργασία του «πρὸς τὸν σκοπόν της πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως»[50]. Ἀπὸ ἐδῶ γίνεται σαφές, ὅτι ὁ ἀπώτερος καὶ κύριος σκοπὸς τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ φυσικὰ ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κατεξοχὴν ἀγαπητικὴ καὶ κατ' ἐπέκταση κοινωνική.

Πῶς ὅμως καὶ πότε μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐργασία μας, εὐάρεστη στὸν Θεό; Ἀναφερόμενος ὁ Μ. Βασίλειος εἰδικότερα στὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας δίνει μία ρηξικέλευθη ἀπάντηση στὸ παραπάνω ἐρώτημα, ποὺ κινεῖται ἀπόλυτα μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐργαζόμενος, λέ­γει, πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι ὀφείλει νὰ ἐργάζεται ὄχι γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τηρήσει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. «Ἐκεῖνο μέντοι εἰδέναι χρή», σημειώνει ὁ οὐρανοφάντορας Ἱεράρχης, «ὅτι ὁ ἐργαζόμενος, οὒχ ἴνα ταῖς ἑαυτοῦ χρείαις ὑπηρετῆ διὰ τῶν ἔργων, ἐργάζεσθαι ὀφείλει, ἀλλ' ἴνα τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου πληρώση, τοῦ εἰπόντος· Ἐπείνασα, καὶ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν»[51], καὶ τὰ ἑξῆς. Καὶ συμπεραίνει: «Σκοπὸς οὒν ἐκάστω προκεῖσθαι ὀφείλει ἐν τῷ ἔργω ἡ ὑπηρεσία τῶν δεομένων, οὐχὶ ἡ ἴδια αὐτοῦ χρεία»[52]. Ὡς σκοπὸς δηλαδὴ σὲ κάθε ἐργασία πρέπει νὰ τίθε­ται ἐκ τῶν προτέρων ἡ ὑπηρεσία σ' ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ ὄχι ἡ προσωπικὴ ἀνάγκη τοῦ ἐργαζομένου. Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ἡ θέση τοῦ Μεγάλου Ἱεράρχη, ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ ἀποθηκεύ­ει κανείς, ἀνήκει σ' ὅποιον τὸ ἔχει ἀνάγκη. Γι' αὐτὸ καὶ ἀδι­κεῖ κανεὶς τόσους, ὅσους μποροῦσε νὰ βοηθήσει μὲ τὰ ἀποθη­κευμένα[53]. Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θε­ολόγος θὰ πεῖ, πὼς εἶναι ντροπὴ νὰ κρατᾶμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μᾶς ὅσα ἀνήκουν στοὺς ἄλλους[54].

Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως νὰ γίνει μιὰ τέτοια σκοποθεσία τῆς ἐργασίας; Γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτό, παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλει­ος, θὰ ἀποφευχθεῖ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς φιλαυτίας, ἐνῶ ταυτόχρονα θὰ λάβει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν εὐλο­γία τῆς «φιλαδελφίας»[55], μία καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε»[56]. Ἀλλά, μήπως τὰ παραπάνω ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποῦ συνιστᾶ στοὺς Θεσσαλονικεῖς νὰ τρῶνε τὸ ψωμὶ τοὺς ἐργαζό­μενοι; Ο Μ. Βασίλειος διευκρινίζει, ὅτι αὐτὸ ἔχει λεχθεῖ πρὸς τοὺς «ἄτακτους καὶ ἀργούς». Μὲ ἄλλα λόγια, θέλει νὰ πεῖ, ὄ­τι προτιμότερο ἀπὸ τὴν ἀργὴ ζωὴ εἶναι τὸ νὰ φροντίζει ὁ κα­θένας τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴ ζεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Στοὺς «ἀτάκτως περιπατοῦντας», στοὺς «μηδὲν ἐργαζομέ­νους, ἀλλὰ περιεργαζομένους» παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ τρῶνε τὸ ψωμὶ τοὺς ἐργαζόμενοι ἥσυχα[57], προβάλ­λοντας καὶ ὡς παράδειγμα τὸν ἑαυτό του ποὺ ἐργαζόταν νύ­χτα μέρα γιὰ νὰ μὴν γίνεται βάρος σὲ κανέναν[58]. Ἐκεῖνος ὄ­μως, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν τελείωσή του, ὀφείλει νὰ ἐρ­γάζεται[59], «ἴνα ἔχη μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι»[60]

Ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐνῶ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ἐργάζεται, ἐξαιτίας τοῦ ἀπο­στολικοῦ ἔργου του, ὅμως ἐργαζόταν, καὶ μάλιστα μέρα νύ­κτα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθεῖ κι ἄλλους, πολὺ περισσότερο αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνουν ὅσοι δὲν εἶναι ἐπιφορτισμένοι μὲ ἐ­πιπλέον ἐργασία[61].

Τόσο ὁ Μ. Βασίλειος ὅσο καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατανοοῦν καὶ ἑρμηνεύουν τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας στὸ πλαίσιο τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλίας. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία κακίζεται ἡ μέριμνα, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ἐργασία. Τὸ νὰ μὴ μεριμνᾶ κάποιος δὲν σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἐργάζεται, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν προσηλώνεται στὰ βιοτικὰ πράγ­ματα. Γιατί εἶναι δυνατὸν νὰ ἐργάζεται κάποιος, χωρὶς νὰ ἀ­ποταμιεύει γιὰ τὸ μέλλον, ὅπως καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐργάζε­ται κάποιος, χωρὶς νὰ μεριμνᾶ καθόλου. Δὲν ταυτίζεται ἡ μέ­ριμνα μὲ τὴν ἐργασία οὔτε ἐργάζεται ὁ πιστός, ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν ἐργασία, ἀλλὰ γιὰ νὰ δίνει σὲ ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει ἀνάγκη.[62]

Κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ Χριστὸς στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία μᾶς ἀπαγόρευσε νὰ ζητοῦμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ μᾶς συ­νέστησε νὰ ζητοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ[63]. Τὸ πῶς ὅμως πρέπει νὰ ζητοῦμε, μᾶς τὸ διευκρίνισε καλά. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ μᾶς ἐμπόδισε νὰ ἐργαζόμαστε «τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», τί θὰ φᾶμε δηλαδὴ καὶ τί θὰ πι­οῦμε, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς δίδαξε νὰ ἐργαζόμαστε «τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον»[64]. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλη συνάφεια μᾶς φανέρωσε, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ τροφή, ποὺ μένει αἰωνίως. «Ἐμὸν βρῶμα ἔστιν», εἶπε ὁ Χριστός, «ἴνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντος μὲ Πατρὸς»[65]. Ἐὰν ὅμως τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ χορτάσουμε αὐτὸν ποὺ πεινᾶ, νὰ ντύσουμε τὸν γυμνὸ κ.λ.π.[66], τότε εἶναι ἐντελῶς ἀναγκαῖο, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπέδειξε νὰ ἐργαζόμαστε μὲ κόπο τὸ ἀγαθὸ γιὰ νὰ βοηθοῦμε, ὅσους ἔχουν ἀνάγκη»[67]. Πολὺ περισσότερο, μάλι­στα, νὰ ἐνεργοῦμε ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι ἀποδέχεται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν φροντίδα, ποὺ πα­ρέχουμε στοὺς ἀδυνάτους, καὶ μᾶς ὑπόσχεται γι' αὐτή μας τὴν φροντίδα τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν[68].

Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα ἀκριβῶς κινεῖται καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει: «μὴ ἐργάζεσθε τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», δὲν ἐννοεῖ νὰ μένουμε ἀργοί, σημειώνει ὁ ἱερὸς Πατέρας, γιατί καὶ ἡ ἀργία εἶναι κατεξοχὴν «ἀπολλυμένη βρῶσις». Ἐννοεῖ, νὰ ἐργάζεσθε καὶ νὰ μεταδίδετε. Αὐτὸ δὲν εἶναι «ἀπολλυμένη βρῶσις». Ὅποιος, ἐνῶ μένει ἀργός, τρώει καὶ φροντίζει γιὰ τὴν τρυφή, αὐτὸς ἐργάζεται τὴν «ἀ­πολλυμένην βρῶσιν». Ὅποιος ὅμως ἐργάζεται καὶ τρέφει τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ντύνει, αὐτὸς ἐργάζεται τὴν «βρῶσιν τὴν μένουσαν διηνεκῶς», ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὰ ἀγαθὰ τῆς μέλ­λουσας βασιλείας τοῦ Θεοῦ[69].

Ἀλλά, ἂν ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ἐργασίας εἶναι, τελικά, νὰ γίνουμε εὐάρεστοι στὸν Θεὸ δείχνοντας πρακτικῶς ἀγαπητικὴ στήριξη στὸν πάσχοντα πλησίον, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου συναντοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, προκύπτει εὐλόγα τὸ ἐρώτημα: Μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε;

Οἱ τιμώμενοι σήμερα προστάτες τῆς Παιδείας μᾶς παρουσιάζουν μὲ πολλὴ σαφήνεια αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὁ ἐργαζόμενος, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, θὰ πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὴν ἐργασία του, καὶ νὰ τὴν φροντίζει μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον, σὰν νὰ τὴν ἐποπτεύει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Νὰ τὴν κάνει «ἐν ἀόκνω σπου­δὴ» καὶ νὰ τὴν ὁλοκληρώνει κατὰ τρόπο ἄμεπτο καὶ μὲ αὐ­ξημένη ἐπιμέλεια. Νὰ μὴ μεταπηδᾶ ἀπὸ τὴ μιὰ ἐργασία στὴν ἄλλη. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του δὲν μπορεῖ νὰ κα­ταφέρνει μὲ ἐπιτυχία πολλὰ πράγματα ταυτόχρονα. Εἶναι χρησιμότερο νὰ κάνει κανεὶς μία ἐργασία μὲ φιλοπονία, ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχολεῖται μὲ πολλὰ κατὰ ἐλλιπῆ τρόπο. Ἄλλωστε, ὁ μερισμὸς σὲ πολλὰ καὶ ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο δὲν ὁδηγεῖ στὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἔργων. Ἀποτελεῖ ἐλαφρότητα ἤθους, ἢ φανερώνει τὴν προΰπαρξη ἐλαφρότητας, ἢ καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε, τὴν ἐγκαθιστᾶ. Ἀλλά, ὅπως τὸ νὰ μεταβαίνει κανεὶς αὐθαίρετα ἀπὸ τὴ μιὰ ἐργασία στὴν ἄλλη εἶναι ἀσύμ­φορο, ἔτσι καὶ ὅταν τοῦ ζητᾶται κάποια ἐργασία καὶ δὲν ἀν­ταποκρίνεται, αὐτὸ εἶναι ἀξιόμεμπτο καὶ τροφοδοτεῖ τὸ πά­θος τῆς αὐθάδειας.[70]

Ο Μ. Βασίλειος ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὸν προσωπικὸ κόπο καὶ τὸν ζῆλο, ποὺ ὀφείλει νὰ ἐπιδεικνύει ὁ καθένας στὴν ἐρ­γασία του, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τὸ θυμικό της ψυχῆς γιὰ νὰ παίρνει ἡ ἐργασία τοῦ ἔντονα δραστήριο χαρακτήρα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρόφαση στὸν ὑγιῆ ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ κόπου. Ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, στὴν ὁποία ἀποβλέπει ἡ ἐργασία, θὰ πρέπει ἀπαραι­τήτως νὰ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸν προσωπικὸ κόπο τῆς ἐργασί­ας.[71] Ἐδῶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἰση­γεῖται καὶ ἕνα συγκεκριμένο εἶδος ἔμπονης ἀγάπης.

Ἀλλά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κόπο, ὁ ἐργαζόμενος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, καλεῖται νὰ δείξει τὴν ἀγάπη τοῦ σ' αὐτούς, ποὺ συμβαίνει νὰ ὑπηρετεῖ, λέγοντάς τους καὶ κάποια παρηγορη­τικὰ λόγια, ὥστε ἡ ἐργασία του νὰ γίνεται εὐπρόσδεκτη, νὰ εἶναι «ἅλατι ἠρτυμένη». Γενικότερα, καλεῖται νὰ ἐργάζεται, σὰν νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Νὰ μὴ περιφρονεῖ κα­μιὰ ἐργασία, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται, πὼς εἶναι εὐτελὴς[72], ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ὑπηρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ «οὐκ ἀπηξίωσε καὶ τὰ εὐτελῆ τῶν ἔργων ποιῆσαι»[73]. Ἄριστος τρόπος ἐρ­γασίας εἶναι, τέλος, κατὰ τὸν Μεγάλο Καππαδόκη, ὅταν ἡ ὀ­φειλόμενη ἐργασία γίνεται μὲ φρόνημα ταπεινό, χωρὶς ἔπαρ­ση, χωρὶς ὀργὴ καὶ χωρὶς γογγυσμὸ[74]. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ποὺ ἡ ἐργασία γίνεται μὲ ραθυμία ἡ μὲ ἔπαρση, ἡ ἐργα­σία αὐτὴ εἶναι ἠθικῶς μολυσμένη. Γι' αὐτό, καὶ ἂν κάτι τέτοιο συμβεῖ σὲ μοναχικὴ ἀδελφότητα, συνιστᾶ τὴν ἄμεση ἀποξένωση ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἔργων τοῦ ὀκνηροῦ, τοῦ ἀντιλόγου καὶ τοῦ γογγύζοντος ὡς μὴ εὐαρέστων στὸν Θεὸ[75]. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀξιόμεμπτη εἶναι ἡ ἐργασία, ποὺ γίνεται μὲ βίαιο τρόπο, ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ μέτρου, καὶ ὅταν παίρνει τὸν χαρακτήρα τῆς πλεονεξίας[76].

Ἀλλὰ ἡ παραπάνω στάση τοῦ ἄνθρωπου ἔναντί της ἐργα­σίας καθεαυτὴν θέτει εὐλόγα ἐρωτήματα καὶ γιὰ τὴ στάση τοῦ ἐργαζόμενου ἔναντί του ἐργοδότη, ἀνεξάρτητα ἂν αὐτὸς εἶναι φυσικὸ πρόσωπο ἢ θεσμικὸς φορέας. Ὁ ἱερὸς Χρυσοστο­μος κάνει μία πολὺ διεισδυτικὴ καὶ λεπτὴ παρέμβαση στὶς ἐργασιακὲς σχέσεις καὶ ἐπισημαίνει τὰ ὑπαρξιακὰ ὅρια τῆς ἀ­ληθινῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀληθινῆς δουλείας τοῦ ἀνθρώ­που. Σχολιάζοντας τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τιμῆς ἠγοράσθητε, μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων»[77], παρατηρεῖ, ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς δὲν ἀπευθύνεται μόνο πρὸς ὅσους ἦταν τὴν ἐ­ποχὴ ἐκείνη δοῦλοι, ἀλλὰ ἔχει λεχθεῖ καὶ γιὰ τοὺς μὴ δού­λους, τοὺς (θεσμικὰ) ἐλεύθερους. 

Γιατί, ὅπως σημειώνει, εἴ­ναι δυνατόν, ἐνῶ εἶναι κάποιος (θεσμικὰ) δοῦλος, νὰ μὴν εἴ­ναι οὐσιαστικὰ δοῦλος, καὶ ἐνῶ κάποιος εἶναι (θεσμικὰ) ἐ­λεύθερος, νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα δοῦλος. Καὶ πῶς εἴ­ναι δυνατὸν ὁ δοῦλος νὰ μὴν εἶναι δοῦλος; Τοῦτο εἶναι δυνα­τόν, ὅταν ὅλα ὅσα κάνει αὐτός, τὰ κάνει γιὰ τὸν Θεό. Ὅταν δὲν ὑποκρίνεται οὔτε χάνει κάτι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια. Τότε, ἐνῶ εἶναι (θεσμικὰ) δοῦλος σὲ ἀνθρώπους, εἶναι (στὴν πραγ­ματικότητα) ἐλεύθερος. Καί, πῶς πάλι, ἐνῶ εἶναι (θεσμικὰ) ἐλεύθερος, γίνεται (στὴν πραγματικότητα) δοῦλος; Γίνεται δοῦλος, ὅταν ὑπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ πονηριά, ἢ γιὰ λό­γους γαστριμαργίας, ἢ ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων, ἢ γιὰ ἀ­πόκτηση δυνάμεως (ἐξουσίας). 

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος εἶναι περισσότερο δοῦλος ἀπ' ὅλους, παρότι εἶναι (θεσμικὰ) ἐ­λεύθερος. Τὸν ἄνθρωπο τὸν βλάπτει οὐσιαστικὰ ἡ «φύσει» δουλεία, δηλαδὴ ἡ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ὁ ἐργαζόμενος δὲν εἶναι δοῦλος αὐτῆς τῆς δουλείας, θὰ πρέπει νὰ εἶναι αἰσι­όδοξος καὶ νὰ εὐφραίνεται, γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀ­δικήσει, ἐπειδὴ ἔχει ἀδούλωτο τὸ ἦθος του. Ἀντίθετα, ἂν κά­ποιος εἶναι δοῦλος στὴν ἁμαρτία, καὶ χιλιάδες φορὲς νὰ εἶναι (θεσμικὰ) ἐλεύθερος, δὲν τοῦ εἶναι κανένα ὄφελος ἡ ἐλευθερία του.[78]

Μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ ἀποδέχεται κάθε εἶδος προσφερό­μενης ἐργασίας; Καὶ ποιὰ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν κρι­τήρια ἐπιλογῆς γιὰ τὴν ἐπαγγελματικὴ ἀπασχόλησή του;
Ο Μ. Βασίλειος ἀποφεύγει νὰ κατονομάσει λεπτομερῶς ὅλες τὶς τέχνες καὶ τὰ ἐπαγγέλματα τῆς ἐποχῆς του, ποὺ δὲν πρέπει κάποιος νὰ τὰ ἀσκεῖ. Καταρχὴν εἶναι ἀποδεκτὴ κάθε ἐργασία, ἡ ὁποία «καπηλείας ἁπάσης... καὶ αἰσχροκέρδειας ἀπήλλακται»[79].

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μνημονεύει σὲ μιὰ Ἐπι­στολὴ τοῦ ἕναν παλαιὸ ἀθηναϊκὸ νόμο, ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἐπαγγελματικὸ προσανατολισμὸ τῶν νέων, θὰ λέγαμε σήμε­ρα. Σύμφωνα μὲ τὸ νόμο αὐτόν, ὅταν οἱ νέοι φθάσουν στὴν ἐ­φηβεία, πρέπει νὰ ὁδηγοῦνται στὶς διάφορες τέχνες μὲ τὸν ἐ­ξὴς τρόπο: Νὰ ἐκτίθενται σὲ δημόσιο χῶρο τὰ σύνεργα τῆς κάθε τέχνης καὶ νὰ ὁδηγοῦνται μπροστά τους οἱ νέοι. Ὁ κάθε νέος νὰ μαθαίνει τὴν τέχνη ἐκείνη, τῆς ὁποίας τὰ σύνεργα τοῦ προσφέρουν χαρὰ καὶ στὰ ὁποῖα προστρέχει. Ὁ ἅγιος Γρη­γόριος ἐπιδοκιμάζει τὸν τρόπο αὐτό, ἐπειδὴ θεωρεῖ ὡς κριτή­ριο ἐπιλογῆς τοῦ ἐπαγγέλματος τὶς φυσικὲς κλίσεις τοῦ ἀν­θρώπου. [80]Βέβαια ὁ Μ. Βασίλειος θὰ συμπληρώσει, ὅτι χρειά­ζεται καὶ ἄρτια εἰδίκευση στὴν τέχνη. Δὲν εἶναι σωστό, λέ­γει, νὰ ἀσκεῖ κάποιος τὴν τέχνη, ποὺ ἁπλῶς ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ κριθεῖ κατάλληλος μετὰ ἀπὸ τὴ σχετικὴ δοκιμασία[81].

Σὲ κάθε περίπτωση ἐπιλογῆς τοῦ ἐπαγγέλματος ὅμως θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὡς ἐπιδίωξή μας τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀ­πλότητα, ἀποφεύγοντας νὰ ὑπηρετοῦμε ἀνόητες καὶ βλαβερὲς ἐπιθυμίες ἀνθρώπων, μὲ τὸ νὰ κατασκευάζουμε αὐτά, ποὺ ἐ­πιζητοῦν αὐτοῦ του εἴδους οἱ ἄνθρωποι[82]. Ἐξειδικεύοντας τὴν παραπάνω θέση τοῦ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει τὰ ἑξῆς διευκρινι­στικά: Οἱ ἀσχολούμενοι λ.χ. μὲ τὴν ὑφαντουργία νὰ ἀναλαμ­βάνουν αὐτό, ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς, καὶ ὄχι αὐτό, ποὺ ἐπινοοῦν οἱ ἀκόλαστοι γιὰ νὰ θηρεύ­ουν καὶ νὰ παγιδεύουν τοὺς νέους. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἄλλες τέχνες. Θὰ πρέπει νὰ παρέχουν τὸ χρήσιμο καὶ νὰ καλύπτουν τὸ ἀναγκαῖο. Θεμελιῶδες πάντως κριτήριο ἐπιλογῆς κάποιας ἐργασίας ἔναντι πολλῶν ἄλλων θὰ πρέπει νὰ εἶναι, ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχει σ' αὐτὴν τίποτε, ποὺ νὰ βλάπτει τὸν πρω­ταρχικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς[83].

Συμπερασματικῶς, θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε στὰ ἐ­ξής: Ὁ Θεὸς ἔθεσε τὶς φυσικὲς καταβολὲς τῆς ἐργατικότητας στὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ θελήματός Του στὴν Ἐκκλησία ὁριοθέτησε τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας, διασφα­λίζοντας ἔτσι τὶς καταβολὲς αὐτὲς ἀπὸ κάθε ἐσφαλμένο προ­σανατολισμὸ τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου.

Ἀνταποκρινόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀγαπητικῶς στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐργασία φανερώνει στὴν πράξη τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον, ἀφοῦ ὁ σκοπὸς τῆς ἐργασίας εἴ­ναι ἡ βοήθεια ὅσων ἔχουν ἀνάγκη, ἡ ἀγαπητικὴ δηλαδὴ συ­νάντηση μὲ τὸν Χριστό, ποὺ βρίσκεται στὰ πρόσωπα τῶν ἀ­δυνάτων. Σκοπὸς τῆς ἐργασίας, κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, δὲν εἶναι ἡ ὅποια οἰκονομικὴ ἢ κοινωνικὴ διασφάλιση τοῦ ἐαυ­τοῦ μας, γιατί, τότε, ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἐργασίας θὰ σήμαινε τὴν θεολογικὴ κατοχύρωση τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς φιλαυτίας μας. Θὰ πρέπει, βέβαια, νὰ γίνει σαφὴς διάκριση ἀ­νάμεσα στὸ αὐτονόητο δικαίωμα τῆς συντηρήσεως τοῦ ἀν­θρώπου διὰ τῆς ἐργασίας του καὶ στὸν καθαυτὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας.

Στὶς μέρες μας ἡ ὑπόθεση τῆς ἐργασίας ἔχει καταστεῖ οἰ­κονομικὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, ποὺ ἀπασχολεῖ σοβαρὰ τὶς ἑκάστοτε Κυβερνήσεις. Κυρίως ὅμως θίγει ἔντονα τόσο τοὺς ἄνεργους, ποὺ δὲν βρίσκουν ἐργασία, ὅσο καὶ τοὺς ἐργα­ζόμενους, ἐξαιτίας τῶν δυσμενῶν ἐργασιακῶν σχέσεων. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἐξαιρετικὰ περίπλοκο καὶ συνδέεται ἀναπό­φευκτα μὲ τὶς γενικότερες τεχνολογικές, οἰκονομικές, ἐθνι­κὲς καὶ διεθνεῖς συγκυρίες. 

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε μὲ βάση τὴν θεολογικὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἐργασία εἶναι ὅτι ἡ Πολιτεία ἔχει ὑποχρέωση νὰ πα­ρέχει ἐργασία σὲ ὅλους τους πολίτες της, γιατί, ὅπως λέχθη­κε, ἡ ἀργία —καὶ μὲ τὴ σύγχρονη μορφή της ἡ ἀκούσια ἀνερ­γία— δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς φυσιολογικὴ κατάσταση, ποὺ νὰ ὑφίσταται νομοτελειακά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν μία φυσιολογικὴ Πολιτεία νὰ ἀνέχεται τὴν διαβρωτικὴ αὐτὴ κα­τάσταση καὶ νὰ μὴν παρεμβαίνει θεραπευτικά, ἔστω καὶ ἐ­πώδυνα γιὰ κάποιους, στὸ κοινωνικὸ σῶμα της. 

Ὅσο γιὰ τὴν ποιότητα τῶν ἐργασιακῶν σχέσεων εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὴ συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὸ συγκεκριμένο πρότυπο καὶ τὸ ποιὸν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καλλιεργεῖ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία μας. Τὸ μή­νυμα, βέβαια, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὴν ἐργασία ἀπευθύ­νεται κυρίως στὸν καθένα προσωπικά, παρὰ σὲ θεσμικοὺς παράγοντες. Ἂν ὡς ἐπιμέρους πρόσωπα λάβουμε τὸ μήνυμα, τότε ἐκ τῶν πραγμάτων θὰ τὸ λάβει καὶ ἡ Πολιτεία. Παν­τως, ἔχουμε τὴ γνώμη, ὅτι τὰ σύγχρονα προβλήματα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἐργασία καὶ τὶς ἐργασιακὲς σχέσεις, μπο­ροῦν νὰ βροῦν γενικότερα τὶς λύσεις τους, ἐὰν γίνει ἀποδε­κτὸς ὁ τρόπος ζωῆς, ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία, μικρὸ δεῖγμα τοῦ ὁποίου μᾶς ἔδωσαν σήμερα οἱ τιμώμενοι ἅγιοί της Παιδείας.

Ἐδῶ ὅμως κάποιοι, ἴσως θέσουν τὸ εὔλογο ἐρώτημα: «Ε­μείς βλέπουμε νὰ αὐξάνει καθημερινῶς ἡ ἀνεργία, καὶ ἡ ἀνα­τέλλουσα παγκοσμιοποίηση κάνει ἀκόμη πιὸ δυσοίωνα τὰ πράγματα. Καί, ἐνῶ θέλουμε νὰ ἐργασθοῦμε, δὲν βρίσκουμε ἐργασία γιὰ νὰ καλύψουμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ νὰ προσφέρου­με καὶ κάτι στὸν συνάνθρωπό μας. Σὲ ποιόν, ἑπομένως, θὰ πρέπει νὰ ἀπευθυνθοῦμε καὶ σὲ ποιὸν νὰ ἐλπίσουμε;».

Στὴν ἐπίκαιρη καὶ διάπυρη αὐτὴ ἐρώτηση θὰ ἤθελα στηριζόμενος στὴ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν νὰ πῶ συντο­μα τὰ ἑξῆς: Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ μία μας συνιστᾶ, τὸ «μὴ πεποίθατε ἒπ' ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων»[84], παρὰ μόνο στὸν Θεό, «τὸν δίδοντα τροφὴν τοῖς πεινῶσι»[85], καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: «Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωὴ σᾶς λέγοντας: τί θὰ φᾶμε; ἢ τί θὰ πιοῦμε; ἢ τί θὰ ντυθοῦμε; Για­τί, γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀγωνιοῦν ὅσοι δὲν ἐμπιστεύονται τὸν Θεό. Ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς γνωρίζει καλά, ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ' ὅλα αὐτά. Γι' αὐτὸ πρῶτα ἀπ' ὅλα νὰ ἐπιζητεῖτε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του, καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσουν»[86]. Ὅποιος τηρεῖ αὐτὲς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γίνεται σίγουρα δέκτης καὶ τῆς ὑλοποιήσεως τῆς ὑποσχέσεώς του. Ὅλα τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωὴ θὰ τὰ προσθέ­σει ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν αὐτοδέσμευσή του.

Ἡ ἀνεργία καὶ ἡ στέρηση τῶν ἀναγκαίων, τόσο σὲ προ­σωπικὸ καὶ κοινοτικὸ ἐπίπεδο ὅσο καὶ σὲ ἐπίπεδο λαῶν, εἴ­ναι κατὰ κανόνα φυσικὰ ἐπακόλουθά της ἀποστασίας τοῦ ἀν­θρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ παραβο­λὴ τοῦ ἀσώτου εἶναι πολὺ εὔγλωττη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἄσωτος υἱός, αὐτονομήθηκε καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἀκολούθησε κατὰ σκόπιμη παραχώρηση τοῦ Θεοῦ «λιμὸς ἰσχυρός». Ἀλλά, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανόησε, «ἐλθῶν εἰς ἑαυτόν», ὁ ἀγαπῶν Θεὸς τὸν ἀποκατέστησε στὴν προτέρα του ὑλικὴ θέση[87]. Εἶναι ἀποκαλυπτικὰ ἀλλὰ καὶ αἰ­σιόδοξα ὅσα ποιητικῶς μᾶς καταθέτει ὁ προφήτης καὶ βασι­λιᾶς Δαβίδ: «ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμέ­νον, οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους»[88], μᾶς λέγει, καὶ παράλληλα διακηρύσσει: «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παν­τὸς ἀγαθοῦ»[89].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.