Κοινωνικὴ διδασκαλία στὸ Δευτερονόμιο
(Παλαιὰ Διαθήκη)
http://www.oodegr.com/oode/grafi/pd/defteron_koin1.htm
Ὁμιλία τοῦ γέροντα Ἐπιφανείου Θεοδωροπούλου,
σχετικὰ μὲ τὴν κοινωνικὴ διδασκαλία στὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς Π.Δ.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο "Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα", Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου 2003.
- Γέροντα, προηγουμένως ἀναφερθήκατε στὴν κοινωνικὴ διδασκαλία ποὺ περιέχει τὸ Δευτερονόμιο. Μπορεῖτε νὰ μᾶς πῆτε συγκεκριμένα στοιχεῖα;
- Εἴναι πολλά. Θὰ ἀναφέρω τὰ πιὸ χαρακτηριστικά:
«Ἐὰν γένηται ἐν σοῖ ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἐν μία τῶν πόλεών σου ἐν τὴ γῆ, ἡ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσι σοί, οὐκ ἀποστέρξεις τὴν καρδίαν σου». Δηλαδή, καὶ ἂν στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν ὁποία θὰ πάτε αὔριο, εἶναι κάποιος φτωχός, δὲν θὰ συμπεριφερθῆς ἄσπλαγχνα. «Οὐδ’ οὐ μὴ συσφίγξης τὴν χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ ἐπιδεομένου»[1] Δηλαδή, οὔτε θὰ σφίξης τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μὴ τοῦ δώσης ὅ,τι χρειάζεται.
«Ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χείρας σου αὐτῶ καὶ δάνειον δανιεῖς αὐτῶ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι...
ἐνδεεῖται»[2]. Δηλαδή, θὰ ἀνοίξης πρόθυμα τὸ χέρι σου. Καὶ θὰ προσφέρης σ' αὐτὸν ὄσο δανειο του χρειάζεται, ἀναλόγως μὲ τὶς ἀνάγκες τὶς ὁποῖες ἔχει.«Πρόσεχε σεαυτῶ. Μὴ γένηται ρῆμα κρυπτόν ἐν τὴ καρδία σου ἀνόμημα λέγων· Ἐγγίζει τὸ ἔτος τὸ ἕβδομον, ἔτος τῆς ἀφέσεως, καὶ πονηρεύσεται ὁ ὀφθαλμός σου τῷ ἀδελφῶ σου τῷ ἐπιδεομένω, καὶ οὐ δώσεις αὐτῶ, καὶ καταβοήσεται κατά σου πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σοῖ ἁμαρτία μεγάλη»[3]. Δηλαδή, πρόσεχε καλά. Μήπως σκεφθῆς πονηρὰ στὴν καρδιά σου καὶ πῆς: Πλησιάζει τὸ ἕβδομον ἔτος, τὸ ἔτος δηλαδὴ τῆς ἀφέσεως τῶν χρεῶν. Ἂν τοῦ δώσω τώρα, σὲ ἕνα χρόνο θὰ φθάνει τὸ ἕβδομο ἔτος καί, ἑπομένως, θὰ χάσω ἐγὼ τὸ δάνειο τὸ ὁποῖο θὰ δώσω. Ἄρα δὲν τοῦ δανείζω. Μὴ βάλης τέτοια πονηρὴ σκέψι μέσα στὴν καρδιά σου. Διότι, «καταβοήσεται κατά σου πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σοῖ ἁμαρτία μεγάλη». Δηλαδή, ἂν τὸ κάνης αὐτό, αὐτὸς θὰ δείξη ἀγανάκτησι ἐναντίον σου πρὸς τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι μεγάλη ἁμαρτία δική σου.
«Διδοὺς δώσεις αὐτῶ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῶ ὅσον ἐπιδέεται. Καὶ οὐ λυπηθήση τὴ καρδία σου διδότος αὐτῶ. Ὅτι διὰ τὸ ρῆμα τοῦτο, εὐλογήσει σὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πάσι τοῖς ἔργοις καὶ ἐν πάσι, οὐ ἂν ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου»[4]. Θὰ τοῦ δώσης ὅσο δάνειο τοῦ χρειάζεται, ἀναλόγως μὲ τὶς ἀνάγκες τὶς ὁποῖες ἔχει. Δὲν θὰ τὸ δώσης μὲ λύπη, δὲν θὰ τὸ δώσης μὲ στενοχώρια, ὅτι «μετὰ ἀπὸ ἕνα-δύο χρόνια θὰ ἔλθη τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως καὶ θὰ τὸ χάσω». Ἂν ἐκεῖνος δὲν στὰ δώση, ὑπάρχει ὁ Θεὸς ποὺ θὰ στὰ δώση. Θὰ σὲ εὐλογήση πολλαπλασίως ὁ Θεὸς σὲ ὅλα τὰ ἔργα σου· ὅπου ἀκουμπήσης τὸ χέρι σου. Ὅ,τι ἔργο νὰ κάνης, ὁ Θεὸς θὰ σὲ εὐλογήση. Καὶ θὰ τὸ πάρης πολλαπλάσιο αὐτὸ τὸ δάνειο, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπορέση ἐνδεχομένως μέχρι τὸ ἕβδομο ἔτος νὰ σοὺ τὸ ἐπιστρέψη ὁ ἀδελφός σου.
«Οὒ γὰρ μὴ ἐκλίπη ἐνδεὴς ἀπὸ τῆς γής σου. Δία τοῦτο ἐγὼ σοὶ ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο λέγων. Ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χείρας σου τῷ ἀδελφῶ σου τῷ πένητι καὶ τῷ ἐπιδεομένω τῷ ἐπὶ τῆς γής σου»[5]. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν φτωχοί. Καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ δίνετε ἐσεῖς δάνειο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Καὶ ἐπειδὴ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε φτωχοί, ὅσο καὶ ἂν ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ὑπάρχουν, γι’ αὐτὸ σας διατάσσω νὰ τηρῆτε αὐτὴ τὴν ἐντολή. Ποιά; Θὰ δώσης ἁπλόχερα δάνειο ἢ ἐλεημοσύνη στὸν φτωχὸ ἀδελφό σου ἢ σ’ ὅποιον ἔχει ἀνάγκες.
«Ἐὰν δὲ πραθῆ σοὶ ὁ ἀδελφὸς σοὶ ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἑβραῖος ἢ Ἑβραία, δουλεύσει σοὶ ἐξ ἔτη, καὶ τῷ ἐβδόμω ἑξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπό σου»[6]. Δούλους ξένους εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε. Ἰσραηλίτες, ὅμως δὲν μπορεῖτε νὰ ἔχετε. Καὶ ἂν κάποιος, λόγω μεγάλης ἀνάγκης, πουληθῆ ὡς δοῦλος σὲ σᾶς, στοὺς Ἰσραηλίτες, μπορεῖτε νὰ τὸν κρατήσετε μόνο γιὰ ἔξι ἔτη. Τὸ ἕβδομο ἔτος θὰ τὸν ἀπολύσετε· θὰ τοῦ δώσετε τὴν ἐλευθερία του. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρατήσετε ἀδελφό σας Ἰσραηλίτη πάνω ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ὡς δοῦλο.
«Ὅταν δὲ ἐξαποστέλλης αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπό σου, οὐκ ἑξαποστελεῖς αὐτὸν κενόν. Ἐφόδιον ἐφοδιάσεις αὐτὸν»[7]. Δηλαδή, ὅταν τοῦ δώσης τὴν ἐλευθερία του, δὲν θὰ τὸν διώξης μὲ ἄδεια χέρια. Θὰ τοῦ δώσης ἐφόδια, θὰ τοῦ δώσης ἀμοιβὴ γιὰ τὰ ἔτη τὰ ὁποῖα σου δούλεψε.
«Ἀπὸ τῶν προβάτων σου καὶ ἀπὸ τοῦ σίτου σου καὶ ἀπὸ τοῦ οἴνου σου· καθὰ εὐλόγησε σὲ Κύριος ὁ Θεός σου, δώσεις αὐτῶ»[8]. Δηλαδή, ὅπως ὁ Θεὸς σὲ γέμισε ἐσένα μὲ εὐλογίες, ἔτσι καὶ ἐσὺ θὰ φανῆς πλουσιόδωρος σ’ αὐτὸν καὶ θὰ τὸν γεμίσης μὲ δῶρα ὅταν θὰ φεύγη.
«Καὶ θὰ μνησθήση ὅτι οἰκέτης ἤσθα ἐν γῆ Αἰγύπτου καὶ ἐλυτρώσατο σὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγὼ σοὶ ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο»[9]. Δηλαδή, θυμήσου ὅτι καὶ ἐσὺ κάποτε ἤσουν δοῦλος στοὺς Αἰγυπτίους καὶ ὁ Θεός σου σὲ ἐλευθέρωσε. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔχω δικαίωμα νὰ σοὺ ἀπαιτήσω αὐτὸ τὸ πράγμα. Ὅπως ἐγὼ ἐλευθέρωσα ἐσένα, ἔτσι καὶ ἐσὺ ζητῶ νὰ ἐλευθερώνης τὸν ἀδελφό σου τὸν Ἑβραῖο, ποὺ τυχὸν θὰ πουληθῆ ὡς δοῦλος σ’ ἐσένα.
«Κριτᾶς καὶ γραμματοεισαγωγεῖς ποιήσεις σὲ αὐτῶ ἐν ταῖς πόλεσί σου, αἶς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσι σοί, κατὰ φυλᾶς, καὶ κρινούσι τὸν λαὸν κρίσιν δικαίαν»[10]Δηλαδή, θὰ ἐγκαταστήσης δικαστὲς καὶ διδασκάλους στὶς πόλεις σου, τὶς ὁποῖες θὰ σοὺ δώση ὁ Θεὸς μεθαύριο, ὅταν κληρονομήσετε τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Κάθε φυλὴ θὰ ἔχη τοὺς δικούς της κριτὲς καὶ διδασκάλους. Θὰ κρίνουν τὸν λαὸ μὲ δίκαιη κρίσι.
«Οὐκ ἐκκλινούσι κρίσιν, οὐδὲ ἐπιγνώσονται πρόσωπον οὐδὲ λήψονται δῶρον· τὰ γὰρ δῶρα ἀποτυφλοὶ ὀφθαλμοὺς σοφῶν καὶ ἐξαίρει λόγους δικαίων»[11]. Δηλαδή, δὲν θὰ κοιτοῦν ποιὸς εἶναι πλούσιος, ποιὸς εἶναι μεγάλος, ποιὸς εἶναι σπουδαῖος καὶ ποιὸς εἶναι φτωχός. Δὲν θὰ κοιτοῦν πρόσωπα. Θὰ εἶναι ἀπροσωπόληπτοι στὶς κρίσεις τους, στὶς δίκες τους. Οὔτε θὰ πάρουν ποτὲ τὸ παραμικρὸ δῶρο. Διότι τὰ δῶρα τυφλώνουν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τῶν σοφῶν ἀκόμη καὶ διαστρέφουν τὰ λόγια τῶν δικαίων. Γι’ αὐτὸ ποτὲ οἱ κριτὲς καὶ οἱ διδάσκαλοι δὲν θὰ πάρουν δῶρο.
«Δικαίως τὸ δίκαιον διώξη»[12]. Δηλαδή, μὲ δίκαιο τρόπο θὰ ἐπιδιώξης τὸ δίκαιό σου. Ὄχι, ἐπειδὴ ἔχεις δίκαιο, θὰ μετέλθης κάθε μέσο νόμιμο ἢ παράνομο γιὰ νὰ ἐπιτύχης τὸ δίκαιό σου. Καὶ δίκαιο νὰ ἔχης, μὲ δίκαιο τρόπο θὰ ἐπιδιώξης τὸ δίκαιό σου.
Δὲν ξέρω ἂν ἡ σύγχρονη νομοθεσία, οἱ σημερινοὶ κώδικες τῆς Ποινικῆς Δικονομίας, τὰ λέγουν καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι τὰ εἶπε ὁ Μωϋσῆς πρὶν ἀπὸ 3.500 χρόνια περίπου.
«Ἐὰν δὲ οἰκοδομήσης οἰκίαν καινήν, καὶ ποιήσεις στεφάνην τῷ δώματί σου· καὶ οὐ ποιήσεις φόνον ἐν τὴ οἰκία σου, ἐὰν πέση ὁ πεσῶν ἀπ’ αὐτοῦ» [13]. Καὶ οἰκοδομικοὺς ἀκόμη κανονισμοὺς εἶχε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Λέγει: Ὅταν κτίζης καινούργιο σπίτι, θὰ φτιάξης ἕνα τοιχάκι μικρὸ ἐπάνω στὸ δῶμα, γιὰ νὰ μὴν πέση κανεὶς ἀπὸ ἐκεὶ καὶ γίνη φόνος στὴν οἰκία σου. Καὶ γι’ αὐτὰ ἀκόμη προνοοῦσε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος.
«Οὐκ ἀροτριάσεις ἐν μόσχω καὶ ὄνω ἐπὶ τὸ αὐτό!»[14]. Δηλαδή, ἀπαγορεύεται νὰ κάνης ζευγάρι, νὰ ὀργώσης τὰ κτήματά σου μὲ δύο ζῶα ποὺ θὰ εἶναι ἀνόμοια. Μὲ βόδι καὶ μὲ ἕνα ὄνο (γαίδαρο). Γιατί; Διότι ἄλλο εἶναι τὸ ἀνάστημα τοῦ βοδιοῦ καὶ ἄλλο τὸ ἀνάστημα τοῦ ὄνου. Ἄλλες εἶναι οἱ δυνάμεις τοῦ βοδιοὺ καὶ ἄλλες οἱ δυνάμεις τοῦ ὄνου. Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ καταπιέσης, θὰ λέγαμε, τὸ καημένο τὸ γαϊδουράκι, βάζοντας τὸ στὸ ζευγάρι μαζὶ μὲ τὸ βόδι. Τόση φροντίδα καὶ γιὰ τὰ ζῶα! Βεβαίως, παραδείγματα ἤσαν αὐτὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ’ ἔφθανε καὶ σ’ αὐτὴ τὴν λεπτομέρεια ἀκόμη νὰ λέγη: Οὔτε τὰ ζῶα σου δὲν θὰ καταπιέσης. Δὲν θὰ κάνης ἄνιση κατανομὴ τοῦ φορτίου, ἄνιση κατανομὴ τῶν βαρῶν οὔτε στὰ ζῶα σου, πολὺ περισσότερο στοὺς ἀνθρώπους.
Σήμερα, λοιπόν, ἀνακαλύφθηκε ἡ ἰσότητα; Ο Μωϋσῆς, 3.500 περίπου χρόνια πρίν, ἐνδιαφερόταν ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ζῶα. Αλλά δυστυχῶς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ παραγγέλλει πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια τέτοια πράγματα, τὴν ἔχουμε κλειστή. Δὲν διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφὴ οὔτε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, συγχωρέσατε μὲ γιὰ τὴν ἔκφρασι, γιὰ νὰ «βουλώνουμε» τὰ στόματα μερικών «ἔξυπνων».
«Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον, οὐδὲ ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνεχυράζει»[15]. Ἐπιτρεπόταν νὰ δώσουν ἄλλα ἐνέχυρα καὶ ἐπιτρεπόταν νὰ λάβη κάποιος ἄλλο ἐνέχυρο. Ποτέ, ὅμως, τὸν μύλο καὶ τὸ ἐπιμύλιο, δηλαδὴ τὴν πάνω καὶ τὴν κάτω πλάκα τοῦ μύλου. Τότε, στὴν ἀγροτικὴ ζωή, καθένας εἶχε τὸν μύλο του καὶ ἄλεθε τὸ σιτάρι του. Δὲν θὰ δεχθῆς, λέγει τὸ Δευτερονόμιο, ποτὲ ἐνέχυρο τὸν μύλο καὶ τὸ ἐπιμύλιο. Διότι, ὅταν σου δώση τὸν μύλο του, εἶναι σὰν νὰ σοὺ δίνη τὴν ζωή του. Πῶς θὰ ἀλέση τὸ σιταράκι του, νὰ βγάλη λίγο ἀλεύρι, νὰ φτιάξη ψωμί, νὰ ζήση αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του; Ποτὲ δὲν θὰ δεχθῆς ἐνέχυρο τὸν μύλο καὶ τὸ ἐπιμύλιο. Ἄν σου δώση κάτι ἄλλο, κράτησε τό. Ἂν ἔχη κάποιο, θὰ λέγαμε σήμερα, κόσμημα, αὐτὸ μπορεῖς νὰ τὸ κρατήσης. Ποτέ, ὅμως, αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο.
«Οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητος καὶ ἐνδεοῦς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἢ ἐκ τῶν προσηλύτων τῶν ἐν ταῖς πόλεσί σου. Αὐθημερὸν ἀποδώσεις τὸν μισθὸν αὐτοῦ, οὐκ ἐπιδύσεται ὁ ἥλιος ἐπ’ αὐτῶ, ὅτι πένης ἐστι καὶ ἐν αὐτῶ ἔχει τὴν ἐλπίδα· καὶ καταβοήσεται κατά σου πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σοῖ ἁμαρτία»[16]. Δηλαδή, δὲν θὰ ἀδικήσης στὸν μισθὸ τὸν φτωχό, εἴτε εἶναι αὐτὸς ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης, εἴτε εἶναι προσήλυτος – ἐννοεῖ ἀπὸ ἄλλους λαοὺς – καὶ ἔχει ἀσπασθῆ τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία. Καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἀδικήσης, νὰ τοῦ δώσης ὀλιγώτερο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει, ἀλλὰ θὰ τὸν ἀμείψης αὐθημερόν· τὴν ἴδια ἡμέρα θὰ τοῦ δώσης τὸ μεροδούλι του. Αὐτὸς εἶναι φτωχός, στὸ ἡμερομίσθιό του ἔχει τὴν ἐλπίδα του, ἀπὸ αὐτὸ περιμένει νὰ ζήση. Ἂν τοῦ τὸ καθυστερήσης ἐσύ, πῶς θὰ ζήση; Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καθυστερήσης, ἔστω καὶ γιὰ μία ἡμέρα, τὸ ἡμερομίσθιο τοῦ φτωχοῦ ἐργάτη ποὺ ἐργάζεται σὲ σένα. Ἂν τὸ κάνης αὐτό, θὰ βοήση μὲ ἀγανάκτησι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ θὰ εἶναι ἁμαρτία μεγάλη ἐναντίον σου.
«Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων. Ἕκαστος ἐν τὴ ἑαυτοῦ ἁμαρτία ἀποθανεῖται»[17]. Δηλαδή, δὲν ἔχουμε συλλογικὴ εὐθύνη, δὲν ἔχουμε οἰκογενειακὴ εὐθύνη. Αὐτὰ λέγονται 1.500 χρόνια περίπου πρὸ Χριστοῦ! Ἐὰν φταίξη ὁ πατέρας, δὲν θὰ τιμωρηθὴ τὸ παιδί. Δὲν θὰ τὸ πιάσετε τὸ παιδὶ νὰ τὸ βάλετε φυλακή, ἢ νὰ τοῦ βάλετε πρόστιμο ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, διότι ἔφταιξε ὁ πατέρας του. Καὶ ἂν φταίξη τὸ παιδί, δὲν θὰ βάλετε τὸν πατέρα φυλακή. Καθένας θὰ τιμωρῆται διὰ θανάτου, ἂν χρειάζεται, ἂν εἶναι βαρὺ τὸ παράπτωμά του, ἀλλὰ γιὰ τὴν δική του ἁμαρτία, γιὰ τὸ δικό του παράπτωμα.
«Οὐκ ἐκκλινεῖς κρίσιν προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καὶ χήρας. Οὐκ ἐνεχυράσεις ἱμάτιον χήρας. Καὶ μνησθήση ὅτι οἰκέτης ἤσθα ἐν γῆ Αἰγύπτω καὶ ἐλυτρώσατο σὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγὼ σοὶ ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο»[18]. Δηλαδή, δὲν θὰ παραβιάσης τὸ δίκαιό του προσηλύτου, τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας. Οὔτε θὰ δεχθῆς σὰν ἐνέχυρο τὸ ἱμάτιο μίας χήρας γυναίκας, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλες προσόδους καὶ εἶναι φτωχή. Νὰ θυμηθῆς ὅτι καὶ ἐσὺ ἤσουν δοῦλος στὴν Αἴγυπτο καὶ ὁ Κύριος σὲ λύτρωσε ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Φαραὼ καί, ἑπομένως, ἔχει δικαίωμα ὁ Κύριος νὰ σοὺ τὰ ζητῆ αὐτά.
«Ἐὰν δὲ ἀμήσης ἀμητὸν ἐν τῷ ἀγρῶ σου καὶ ἐπιλάθη δράγμα ἐν τῷ ἀγρῶ σου, οὐκ ἀναστραφήση λαβεῖν αὐτό. Τῷ προσηλύτω καὶ τῷ ὀρφανῶ καὶ τὴ χήρα ἔσται, ἴνα εὐλογήση σὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πάσι τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου»[19]. Ἐὰν θερίζης τὸν ἀγρό σου καὶ λησμονήσης δράγμα (θημωνιὰ) στὸ χωράφι σου, δὲν θὰ ἐπιστρέψης νὰ τὸ πάρης. Αὐτὸ δὲν εἶναι δικό σου· ἀνήκει στὸν προσήλυτο, στὸν ὀρφανὸ καὶ στὴν χήρα. Σοὺ ἀρκοῦν αὐτὰ τὰ ὁποία θέρισες. Καὶ ἂν χάσης λίγα δράματα, λίγες θημωνιές, ὁ Θεὸς θὰ σὲ εὐλογήση πολλαπλασίως σὲ κάθε ἔργο τῶν χειρῶν σου.
«Ἐὰν δὲ ἐλαιολογής, οὐκ ἐπαναστρέψεις καλαμήσασθαι τὰ ὀπίσω. Τῷ προσηλύτω καὶ τῷ ὀρφανῶ καὶ τὴ χήρα ἔσται καὶ μνησθήση ὅτι οἰκέτης ἤσθα ἐν γῆ Αἰγύπτω· διὰ τοῦτο ἐγὼ σοὶ ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο»[20]. Δηλαδή, ὅταν μαζεύης τὶς ἐλιές σου, δὲν θὰ γυρίσης νὰ μαζέψης καὶ αὐτὰ τὰ λίγα τὰ ὁποῖα ἔμειναν· τὸ κοκολόι, ποὺ λέμε σήμερα, τὶς ἐλιὲς ποὺ πέφτουν μακρυά. Αὐτὰ ἀνήκουν στὸν προσήλυτο, στὸν ὀρφανὸ καὶ στὴν χήρα. Δὲν εἶναι δικά σου. Θυμήσου ὅτι καὶ ἐσὺ ἤσουν δοῦλος στὴν Αἴγυπτο. Γι’ αὐτό σου ζητῶ νὰ κάνης αὐτὰ τὰ πράγματα. Νὰ δείχνης καὶ ἐσὺ τώρα εὐσπλαγχνία γιὰ τοὺς φτωχούς.
«Ἐὰν δὲ τρυγήσης τὸν ἀμπελώνα σου, ἐπανατρυγήσεις αὐτὸν τὰ ὀπίσω σου. Τῷ προσηλύτω καὶ τῷ ὀρφανῶ καὶ τὴ χήρα ἔσται καὶ μνησθήση ὅτι οἰκέτης ἤσθα ἐν γῆ Αἰγύπτω»[21]. Δηλαδή, δὲν θὰ γυρίσης νὰ μαζέψης καὶ ὅ,τι ξέχασες, τὰ μικρὰ σταφυλάκια, αὐτὰ τὰ ὁποία κρύβονται κάτω ἀπὸ τὰ φύλλα, τὰ τσάμπουρα ὅπως λέμε. Αὐτὰ ἀνήκουν στὸν προσήλυτο, στὸν ὀρφανὸ καὶ στὴν χήρα. Ὅταν ἔφευγαν αὐτοί, πήγαιναν μετὰ οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰ μάζευαν αὐτὰ γιὰ νὰ ζήσουν. Ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς τὸ ὄτι ἦταν κάθε Ἰσραηλίτης δοῦλος στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ θυμοῦνται σὲ ποιὰ κατάστασι ἤσαν. Ἤσαν δοῦλοι, πάμπτωχοι· τοὺς καταδυνάστευαν οἱ Αἰγύπτιοι. Σκέψου ὅτι ἐγὼ σὲ ἔβγαλα ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Αἰγυπτίων· μὴ γίνης ἐσὺ τώρα σκληρὸς καὶ ἀνελεήμων πρὸς τοὺς ἀδελφούς σου,
Ποιὸς σήμερα θὰ πάη στὸ χωράφι τοῦ ἄλλου νὰ πάρη δράγματα τὰ ὁποία ξέχασε ἐκεῖνος, καὶ δὲν θὰ κινδυνεύση νὰ σταλῆ στὸν Εἰσαγγελέα ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ κτήματος; Ποιὸς θὰ πάη νὰ μαζεύση τὶς ἐλιὲς ποὺ πέφτουν μακρυά, καὶ δὲν θὰ κινδυνεύση νὰ δικασθῆ; Ποιὸς θὰ πάη νὰ πάρη τὰ τσάμπουρα ποὺ ξέχασε ὁ ἰδιοκτήτης στὸ ἀμπέλι, καὶ δὲν θὰ κατηγορηθῆ γιὰ κλοπή; Στὴν ἐποχὴ τοῦ Μωϋσέως αὐτὰ ἦταν νόμιμα. Ἦταν δικαιώματα κεκτημένα τοῦ φτωχοῦ, τῆς χήρας καὶ τοῦ προσηλύτου.
«Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοώντα»[22]. Τότε δὲν εἶχαν μηχανήματα καὶ ἁλώνιζαν μὲ τὰ βόδια. Πατούσαν πάνω στὶς θημωνιὲς καὶ ἔτριβαν τὸ σιτάρι. Μερικοὶ ἔθεταν φίμωτρο μήπως τοὺς φάη καὶ μερικὰ στάχια τὸ βόδι. Δὲν εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ κάνεις, λέγει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Μωϋσέως· θὰ πάρη τὸν κόπο τοῦ τὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει· θὰ τὸ ἀφήνης τὴν ὤρα ποὺ ἁλωνίζει νὰ παίρνη μερικὰ δράγματα νὰ τρώη· κόπος τοῦ εἶναι. Κατά γράμμα, βέβαια, γιὰ τὰ ζῶα τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Μωϋσῆς· κατὰ πνεῦμα ὅμως, ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος[23], γράφτηκαν γιά μας: Δὲν μπορεῖ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς ἐργάζεται, νὰ μὴ τοῦ δώσουμε ὅσα τοῦ εἶναι ἀπαραίτητα, ὅσα χρειάζεται, ὅσα τοῦ ἀνήκουν. Αφού δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε τὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει νὰ τὸ φιμώνουμε καὶ νὰ μὴ τὸ ἀφήνουμε νὰ φάη ἀπὸ τὸ σιτάρι ποὺ ἁλωνίζει.
«Οὐκ ἔσται ἐν τῷ μαρσίππω σου στάθμιον καὶ στάθμιον, μέγα ἢ μικρόν. Οὐκ ἔσται ἐν τὴ οἰκία σου μέτρον καὶ μέτρον, μέγα ἢ μικρὸν»[24]. Δηλαδή, στὸν σάκκο σου δὲν θὰ ἔχης δύο ἐοδῶν δράμια, ἀλλὰ μικρὰ καὶ ἄλλα μεγάλα. Δεν θὰ ψευτίζης τὸ ζύγι. Δεν θὰ ἔχης στὸ σπίτι σου δύο μέτρα διαφορετικά. Ἀλλοιῶς νὰ μετρᾶς τὴν μία φορά, ἀλλοιῶς νὰ μετρᾶς τὴν ἄλλη. «Στάθμιον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοί, καὶ μέτρον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοί, ἴνα πολυήμερος γένη ἐπὶ τῆς γής, ἢς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσι σοὶ ἐν κλήρω»[25]. Θὰ ἔχης τὰ σωστὰ δράμια καὶ τὰ σῶστα μέτρα. Ὄχι ψευτικά. Καὶ ἂν τὰ ἐφαρμόσης αὐτά, ὁ Θεὸς θὰ σοὺ δώση πολλὰ χρόνια ζωῆς στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν ὁποία μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ εἰσέλθης.
«Ἐπικατάρατος ὁ μετατιθεῖς ὅρια τοῦ πλησίον· καὶ ἐρούσι πᾶς ὁ λαὸς γένοιτο»[26]. Δηλαδή, νὰ εἶναι καταραμένος ὅποιος ἀλλάζει τὰ σύνορά του γείτονά του. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς θὰ φωνάξη, γένοιτο, ναί, νὰ εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ τολμᾶ νὰ ἀλλάζη τὰ σύνορα καὶ νὰ καταπατῆ τὸ χωράφι τοῦ γείτονά του.
«Ἐπικατάρατος ὁ πλανῶν τυφλὸν ἐν ὀδῶ· καὶ ἐρούσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο»[27]. Δηλαδή, καταραμένος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ παραπλανᾶ κάποιο τυφλὸ καὶ δὲν τοῦ δείχνει τὸν ἀληθινὸ δρόμο. Γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, εἴτε γιατί θέλει νὰ τὸν ἐμπαίξη, εἴτε γιατί εἶναι ἐχθρός του, εἴτε γιὰ ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς θὰ φωνάξη, ναί, εἶναι καταραμένος αὐτὸς ποὺ θὰ κάνη αὐτὸ τὸ πράγμα.
«Ἐπικατάρατος ὃς ἂν ἐκκλίνη κρίσιν προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καὶ χήρας· καὶ ἐρούσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο»[28]. Δηλαδή, ἐπικατάρατος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ παραβιάζει τὸ δίκαιο, ποὺ δὲν ἀποδίδει τὸ δίκαιό του προσηλύτου, τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας καὶ κοιτάζει νὰ δώση τὸ δίκαιο στὸν ἀντίδικό τους, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι πλούσιος ἢ ἄρχοντας ἢ κάτι ἄλλο. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς θὰ φωνάξη, ναί, νὰ εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ θὰ κάνη αὐτὸ τὸ πράγμα.
Δὲν εἶναι φυσικὰ δυνατὸν νὰ ἀναπτύξουμε ὁλόκληρη τὴν κοινωνικὴ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἕνα δειγματολόγιο ἔδωσα, γιὰ νὰ δῆτε πόσα πράγματα μᾶς ἔχει διδάξει ὁ Θεὸς στὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, σὲ θέματα ἰσότητος, σὲ θέματα δικαίου, σὲ θέματα ὀρθῆς κρίσεως, ἤδη 1.500 χρόνια περίπου πρὸ Χριστοῦ. Δὲν περιμέναμε, λοιπόν, τοὺς νεωτέρους νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς τὰ διδάξουν αὐτά.
Ἂν ἐφαρμόζουμε τὰ ὅσα γιὰ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη παραγγέλλει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μᾶς εἶναι ὑπεραρκετά. Οἱ νομοθεσίες τῶν κρατῶν, ἐὰν ἐφήρμοζαν αὐτὰ τὰ ὁποία λέγει ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη ὡς βάσεις, ἴσως δὲν θὰ εἶχαν ἀνάγκη ἄλλων νόμων.
Παραπομπὲς
[1] Δευτερ. 15, 7.
[2] Δευτερ. 15, 8.
[3] Δευτερ. 15, 9.
[4] Δευτερ. 15, 10.
[5] Δευτερ. 15, 11.
[6] Δευτερ. 15, 12.
[7] Δευτερ. 15, 13.
[8] Δευτερ. 15, 14.
[9] Δευτερ. 15, 15.
[10] Δευτερ. 16, 18.
[11]Δευτερ. 16, 19.
[12] Δευτερ. 16,20.
[13] Δευτερ. 22, 8.
[14] Δευτερ. 22, 10.
[15] Δευτερ. 24, 6.
[16] Δευτερ. 24, 14-15.
[17] Δευτερ. 24,16.
[18] Δευτερ. 24, 17-18.
[19] Δευτερ. 24,19.
[20] Δευτερ. 24, 20.
[21] Δευτερ. 24, 21-22.
[22] Δευτερ. 25, 4.
[23] Ἃ’ Κόρ. 9, 9-10.
[24] Δευτερ. 25, 13-14.
[25] Δευτερ. 25,15.
[26] Δευτερ. 27, 17
[27] Δευτερ.27, 18.
[28] Δευτερ. 27, 19.
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου