5 Ιαν 2011

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

Το παρακάτω κείμενο εναι μία ληθινή στορία μεταφρασμένη πό τό παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό λπίδα («Ναντιέζντα») ρ. 9. ποτελε κεφάλαιο νός βιβλίου πού περιγράφει τήν ζωή το π. ρσενίου, νός γίου ερέως πού δρασε μέσα στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Προτάσσεται μέρος πό τόν πρόλογο το βιβλίου.
***
Τό νά σφραγίσουμε τά χείλη μας θά σήμαινε νά πετάξουμε στή λήθη τίς θλίψεις, τά βασανιστήρια, τούς σκητικούς γνες καί τόν θάνατο χιλιάδων μαρτύρων πού πέφεραν γιά τόν Χριστό, λλά καί γιά χάρι δική μας, σων εμαστε δ στή γ. Δέν χουμε δικαίωμα νά ξεχάσουμε. Πρέπει νά μιλήσουμε γι’ ατούς τούς νθρώπους πού βασανίστηκαν. αποτελε καθκον μς νώπιον Θεο καί νθρώπων...
Σ’ ατά δ τά πομνημονεύματα παρουσιάζεται μπροστά μας μόνο νας πό τό ναρίθμητο πλθος τν πολεμιστν το Χριστο το πρώτου μισεως τς δεκαετίας το '60. Πόσοι νά εναι ραγε ατοί πο χάθηκαν γιά χάρι μας;...
Μέσα σ’ να διάστημα δεκαεννιά αώνων νθρωπότης συσσώρευσε ναν πλοτο γνώσεως καί σοφίας. ο Χριστιανισμός φερε στούς νθρώπους Φς καί Ζωή. πό ατήν μως τήν τεράστια παρακαταθήκη ο νθρωποι το εκοστο αἰῶνος δέν διάλεξαν παρά μόνο τήν κακία καί νομάζοντας τήν πιστημονικό πίτευγμα κατώρθωσαν νά προκαλέσουν φρικτά καί παρατεταμένα βασανιστήρια σέ χιλιάδες νθρώπων καί σέ πολλούς ναν πώδυνο θάνατο.
ταν ργο τς θείας Πρόνοιας νά περάσω μαζί μέ τόν π. ρσένιο να μικρό διάστημα τς κρατήσεώς μου στά στρατόπεδα. Ατό μως στάθηκε ρκετό γιά νά λθω στήν πίστι, νά γίνω πνευματικό τέκνο του, ν’ κολουθήσω τά...
 χνη του, νά καταλάβω καί νά γίνω μάρτυς τς βαθεις γάπης του γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον καί νά φθάσω στή πίγνωσι το τί σημαίνει «Χριστιανός».
Πολλοί πό σους ρχονταν σ’ παφή μέ τόν π. ρσένιο —διανοούμενοι, ργάτες, γρότες, γκληματίες, πολιτικοί κρατούμενοι, παλαιοί μπολσεβίκοι, στελέχη το κόμματος— γίνονταν πνευματικά τέκνα του, φίλοι του, ρχονταν στήν πίστι καί τόν κολουθοσαν...
Θά ταν αθάδεια νά λεγα τι γώ γραψα συγκέντρωσα ατά πού κολουθον. Πολλοί, πάρα πολλοί εναι ατοί πού γνώριζαν καί γαποσαν τόν π. ρσένιο. Ατοί γραψαν καί συγκέντρωσαν καί μο στειλαν τό λικό. ,τι εναι γραμμένο δ νήκει σ’ ατούς. γώ, πως καί λοι ατοί πού π. ρσένιος νεγέννησε καί βαλε στό δρόμο τς πίστεως, προσπάθησα μόνο νά ξεπληρώσω μέ τούς κόπους μου να μικρό μέρος το πείρου χρέους μου σέ κάποιον πού μέ σωσε δίνοντάς μου μία νέα ζωή. Κι ν σες διαβάζοντας τά παρακάτω θυμηθτε στή προσευχή σς τόν δολο το Θεο λέξανδρο, ατό θά εναι γιά μένα μεγάλη νταμοιβή.
* * *
πιθεώρησις τελείωσε. Ο κρατούμενοι δηγήθηκαν μέ φωνές καί βία πίσω στούς θαλάμους τους, καθένας σύμφωνα μέ τόν ριθμό του, καί πόρτα κλειδώθηκε. πρχε κόμη χρόνος πρίν πό τόν πνο γιά νά κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ νταλλάξουν ντυπώσεις πό τό στρατόπεδο, νά  πον τά νέα της μέρας, νά νικήσουν κάποιον στό ντόμινο νά ξαπλώσουν στίς σανίδες τς κουκέτας τους καί ν’ ναπολήσουν τό παρελθόν. Δύο ρες ργότερα χος τν συνομιλιν κουγόταν κόμη, μως σιγά-σιγά ποχώρησε καί βασίλεψε σιωπή, καθώς ο κρατούμενοι παραδόθηκαν στόν πνο.
ρκετή ρα μετά τό κλείδωμα το θαλάμου π. ρσένιος στάθηκε πλάι στά ξύλινα κρεβάτια καί προσευχήθηκε. έπειτα ξάπλωσε κι ατός καί συνεχίζοντας τήν προσευχή ποκοιμήθηκε.
ς συνήθως, ταν νας πνος νήσυχος. Γύρω στή μία μετά τά μεσάνυχτα νίωσε κάποιον νά τόν σκουντάη. νακάθισε καί ντικρυσε τήν νήσυχη σιλουέτα νός νθρώπου πού ψιθύριζε:
με γρήγορα! διπλανός μου πεθαίνει καί σέ ζητάει!".
Βρκαν τόν τοιμοθάνατο στήν λλη κρη το θαλάμου. ταν ξαπλωμένος νάσκελα. η ναπνοή το ταν βαρειά καί κανόνιστη, τά μάτια το διάπλατα νοιχτά κατά τρόπο φύσικο.
"Μέ συγχωρες... Σέ χρειάζομαι... Πεθαίνω...". Κοίταξε τόν π. ρσένιο καί πρόσθεσε σταθερά: "Κάθησε".
π. ρσένιος κάθησε στήν κρη το κρεβατιο. Τό φς πό τόν διάδρομο παίρνοντας σχμα νάμεσα πό τίς κουκέτες φώτιζε δύναμα τό πρόσωπο το τοιμοθανάτου κρατουμένου, πού καλυπτόταν πό χονδρές σταγόνες δρτος. Τά μαλλιά το ταν νακατωμένα, τά χείλη το σφιγμένα πό τόν πόνο. ταν ξαντλημένος καί τό πρόσωπό του εχε μία νεκρική χλωμάδα. Τά μάτια το μως ταν διάπλατα νοιχτά καί κοιτοσαν τόν π. ρσένιο σάν δύο ναμμένοι πυρσοί. Σ’ ατά τά δύο μάτια ντικατοπτριζόταν τώρα λη πορεία τς πίγειας ζως του. Πέθαινε. φηνε ατή τή ζωή κουρασμένος καί γεμάτος πόνο. λλά κρατιόταν κόμα πό μία τελευταία πιθυμία: νά δώση λόγο γιά λα στόν Θεό.
"ξομολόγησε μέ, συγχώρησε τίς μαρτίες μου. Εμαι μοναχός μέ μυστική κουρά".
Ο διπλανοί του κρατούμενοι πγαν νά κοιμηθον λλο. λοι βλεπαν τι θάνατος εχε φθάσει. κόμη καί σ’ να θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων πρχε εσπλαχνία καί συμπάθεια γιά τόν τοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιό κοντά στόν μοναχό καί χαϊδεύοντας τά κοντά, νακατωμένα μαλλιά το π. ρσένιος σιαξε τήν τριμμένη κουβέρτα. Μέ τό χέρι το πάνω στό κεφάλι το μοναχο διάβασε ψιθυριστά τίς εχές καί συγκεντρώνοντας τήν προσοχή το τοιμάστηκε ν’ κούση τήν ξομολόγησι.
" καρδιά μου... Δέν χτυπάει καλά..." ψιθύρισε τοιμοθάνατος μοναχός καί λέγοντας τό μοναχικό του νομα, «Μιχαήλ», ρχισε τήν ξομολόγησί του.
Σκύβοντας πάνω πό τήν ξαπλωμένη σιλουέττα π. ρσένιος παρακολουθοσε μέ προσοχή τήν φωνή πού μόλις κουγόταν, ν θελά του κοίταζε μέσα στά μάτια το Μιχαήλ. Μερικές φορές ψίθυρος σταματοσε καί τό μόνο πού κουγόταν ταν τό σφύριγμα πό τό στθος του. Μιχαήλ παιρνε πεγνωσμένα έρα πό τό στόμα του. λλοτε πάλι σώπαινε ντελς καί φαινόταν σάν νά εχε ρθει θάνατος. Τά μάτια το μως συνέχιζαν νά κινονται καί κοιτάζοντας μέσα σ’ ατά π. ρσένιος διάβαζε λα σα ψίθυρος προσπαθοσε νά κφράση.
π. ρσένιος εχε ξομολογήσει πολλούς στά τελευταα τους καί ατο του εδους ο ξομολογήσεις ταν πάντα κάτι τό βαθειά συγκινητικό. Τώρα μως, κούγοντας τήν ξομολόγησι το Μιχαήλ, π. ρσένιος βλεπε ξεκάθαρα τι μπροστά του βρισκόταν νας νθρωπος πού εχε φτάσει σέ σπάνια πίπεδα πνευματικς τελειώσεως.
νας νθρωπος δίκαιος πέθαινε, νας νθρωπος προσευχς, νας νθρωπος πού εχε φιερώσει τή ζωή του στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνος.
νας νθρωπος δίκαιος πέθαινε καί π. ρσένιος ρχισε νά συνειδητοποι τι ερεύς ρσένιος ταν μικρός καί σήμαντος μπροστά του, τι δέν ταν καν ξιος νά φιλήση τήν κρη τν νδυμάτων του. 
ψίθυρος διακοβόταν λο καί πιό συχνά, λλά τά μάτια λαμπαν πό ζωή καί μέσα τους, μέσα σ’ ατά τά δύο μάτια, π. ρσένιος, πως καί πρίν, τά διάβαζε λα. όλα σα τοιμοθάνατος λαχταροσε νά κφράση.
Στήν ξομολόγησί του Μιχαήλ γινε δικαστής το αυτο του. και τόν δίκασε αστηρά, χωρίς λεος. Μερικές φορές μοίαζε σάν νά πομακρυνόταν π’ τόν αυτό του, σάν νά 'βλεπε κάποιον λλον νά πεθαίνη. Κι ταν κενον τόν λλον πού δίκαζαν τώρα μαζί μέ τόν π. ρσένιο.
π. ρσένιος βλεπε τήν πίγεια ζωή το Μιχαήλ σάν να καράβι βαρυφορτωμένο μέ βάσανα καί θλίψεις —παλιές καί τωρινές— νά πομακρύνεται πιά π’ ατόν καί νά κατευθύνεται πρός τή μακρυνή χώρα τς λησμοσύνης. Τώρα μενε μόνο νά πετάξη ξω λα τά χρηστα, λα τά περιττά καί πουσιώδη καί νά παραδώση τά χρήσιμα στά χέρια το ερέως, πού νδεδυμένος μέ τήν δύναμι το Θεο θά το δινε τήν συγχώρησι καί τήν φεσι λων σων εχε διαπράξει.
Στά λίγα λεπτά ζως πού το μεναν μοναχός Μιχαήλ πρεπε νά τά παραδώση λα στόν π. ρσένιο, νά τά πλώση λα νοιχτά μπροστά στόν Θεό, νά ναγνωρίση τίς μαρτίες του καί χοντας καθαρίσει τόν αυτό του στό δικαστήριο τς δικς του συνειδήσεως, νά σταθ κατόπιν μπροστά στό Κριτήριο το Θεο.
νας κρατούμενος πέθαινε, πως κριβς καί τόσοι λλοι εχαν πεθάνει μπροστά στά μάτια το π. ρσενίου. Τοτος θάνατος μως τόν πηρέασε σο ποτέ κανένας λλος. τρεμε καθώς συνειδητοποιοσε τι Κύριος μέ τό πολύ λεός Του τόν εχε ξιώσει νά ξομολογήση κάποιον πού νκε στή χορεία τν δικαίων.
Τούτη τή φορά Κύριος πεκάλυπτε ναν μεγάλο Του θησαυρό, πού τόσο καιρό καί μέ τόση γάπη εχε καλλιεργήσει. δειχνε σέ ποιά ψη πνευματικς τελειότητος μπορον νά φθάσουν σοι γαπον τόν Θεό μέ γάπη νεξάντλητη, σοι σηκώνουν τόν ζυγό καί τό φορτίο το Χριστο καί τά βαστάζουν μέχρι τέλους. λα ατά π. ρσένιος τά βλεπε καί τά καταλάβαινε.
Ο πίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τς σύγχρονης ζως μόνο μπόδια καί προσκόμματα θά μποροσαν νά χουν προσφέρει στήν κατά Θεόν πορεία κάποιου: παναστατικές ζυμώσεις, προσωπολατρεες, πολύπλοκες νθρώπινες σχέσεις, πίσημη θεΐα το κράτους, ποδοπάτημα τς πίστεως, θική κατάπτωσις, διαρκς στυνόμευσις καί καταδόσεις, λλειψις πνευματικο δηγο. ξομολόγησις το τοιμοθανάτου μοναχο στόσο δειχνε τι νας νθρωπος μέ βαθειά πίστι μπορε λα ατά, κάθε τί πού θά σταθ στόν δρόμο του, νά τά περνίκηση καί νά εναι κοντά στόν Θεό.
Δέν ταν οτε σκήτη οτε πομονωμένο μοναστήρι χρος που Μιχαήλ εχε διανύσει τήν κατά Θεόν πορεία του. ντίθετα, ταν θόρυβος τς ζως, βρωμιά της, σκληρή μάχη μέ τίς γύρω δυνάμεις το κακο, τήν ρνησι καί τήν στρατευμένη θεΐα. Εχε δεχθ πολύ λίγη πνευματική καθοδήγησι. πρξαν κατά διαστήματα κάποιες συναντήσεις μέ δύο-τρες ερες καί νας σχεδόν λόκληρος χρόνος πού τόν πέρασε χαρούμενα σέ στενή πικοινωνία μέ τόν πίσκοπο Θεόδωρο, ποος καί τόν κειρε μοναχό. λλά μετά πό τά δύο-τρία σύντομα γράμματα το πισκόπου πέμεινε μόνο κλόνητος καί φλογερός πόθος του νά προχωρ μπροστά, λο μπροστά, στόν δρόμο πρός τόν Κύριο.
"κολούθησα ραγε τόν δρόμο τς πίστεως; Πρα σωστά τόν δρόμο το Θεο; μήπως χασα τόν δρόμο; Δέν ξέρω", επε Μιχαήλ. π. ρσένιος μως βλεπε τι Μιχαήλ χι μόνο δέν εχε παρεκκλίνει καθόλου πό τόν δρόμο πού του εχε δείξει πίσκοπος Θεόδωρος, λλά εχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολύ σ’ ατόν, χοντας φθάσει καί ξεπεράσει τούς δηγούς του.
λόκληρη ζωή το Μιχαήλ ταν μία μάχη «ν πορεία», μία μάχη γιά πνευματική καί θική τελείωσι μέσα στή βαναυσότητα τς σύγχρονης ζως. Καί π. ρσένιος καταλάβαινε τι Μιχαήλ εχε κερδίσει ατή τή μάχη, τή μάχη πού δωσε μόνος ναντίον το κακο πού τόν περικύκλωνε. Καθώς ζησε μέσα στόν κόσμο, φιερώθηκε στήν πιτέλεσι γαθοεργιν στό νομα το Κυρίου. Κράτησε μέσα στήν καρδιά του σάν ναμμένο πυρσό τά λόγια του ποστόλου: «λλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οτως ναπληρώσατε τόν νόμον το Χριστο».
π. ρσένιος συνειδητοποιοσε τό μεγαλεο, τήν τελειότητα το πνεύματος το Μιχαήλ. Μέ τόν διο τρόπο ναγνώριζε καί τή δική του θλιότητα καί κέτευε θερμά τόν Κύριο νά δώση σ’ ατόν, τόν ερέα Το ρσένιο, τή δύναμι νά νακουφίση τά βάσανα το μονάχου σ’ ατές τίς τελευταες στιγμές τς πίγειας ζως του. ταν στιγμές πού π. ρσένιος ασθανόταν ντελς νήμπορος. Τήν δια ρα μως νίωθε νά μψυχώνεται πό τήν παρουσία το Μιχαήλ, το ποίου πιθανάτια ξομολόγησι πεκάλυπτε μπροστά του τίς θαυμαστές δούς το Κυρίου, διδάσκοντας καί δηγώντας τόν στό δρόμο τς λοκληρωτικς φιερώσεως.
φτασε καί ρα πού Μιχαήλ εχε πιά παραδώσει στόν ερέα —καί διά μέσου κείνου στόν Θεό— λα σα βάραιναν τήν καρδιά του. Τά μάτια το κοίταζαν ρωτηματικά τόν π. ρσένιο. ς ερεύς, παίρνοντας πό τόν τοιμοθάνατο μοναχό τό φορτίο τν μαρτιν του καί κρατώντας τό στά χέρια του, π. ρσένιος τρεμε. έτρεμε πάλι μέ τήν πίγνωσι τς ναξιότητος καί νθρώπινης δυναμίας του. παγγέλλοντας τήν συγχωρητική εχή στόν δολο το Θεο Μιχαήλ μοναχό, π. ρσένιος πό μέσα το κλαιγε. Κατόπιν, μή μπορώντας νά κρατηθ, ξέσπασε σέ δάκρυα.
Μιχαήλ σήκωσε τά μάτια του καί κοίταξε πρός τόν π. ρσένιο. "Εχαριστ... Ερήνευε... ρθε ρα... Προσεύχου γιά μένα σο πατς σ’ ατή τή γ. έχεις κόμη πολύ δρόμο μπροστά σου... Σέ παρακαλ, πάρε τό κασκέτο μου. κε μσαειναι να σημείωμα πρός δύο νθρώπους μέ μεγάλη ψυχή καί μεγάλη πίστι. Πολύ μεγάλη. ταν φεθς λεύθερος, πήγαινέ τους τό σημείωμα ατό. Σέ χρειάζονται καί τούς χρειάζεσαι... Ράψε πάλι τόν ριθμό στό κασκέτο. Καί προσεύχου στόν Κύριο γιά τόν μοναχό Μιχαήλ".
Καθ’ λη τή διάρκεια τς ξομολογήσεως μοίαζε σάν νά ταν μόνοι τους. σαν τάχα θάλαμος καί ο νοικοί του, λη τμόσφαιρα τς φυλακς, λα νά εχαν γίνει πολύ πόμακρα. όλα νά εχαν περιέλθει σ’ να εδος νυπαρξίας. Παρέμενε μόνο παρουσία το Θεο, προσευχή τν καρδιν τους καί σιωπηλή πνευματική νωσι πού τούς δενε καί τούς φερνε νώπιόν του Κυρίου.
Κάθε γωνία καί ταραχή σταμάτησε. κάθε τί γήινο χάθηκε. πρχε Θεός. Καί τώρα μία ψυχή πήγαινε νά Τόν συναντήση, ν λλη ξιωνόταν νά παρακολουθήση να μεγάλο μυστήριο: τόν θάνατο, τήν ναχώρησι πό τήν ζωή.
τοιμοθάνατος μοναχός κράτησε σφιχτά τό χέρι το π. ρσενίου καί προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μέ τόση ατοσυγκέντρωση στε ποξενώθηκε ντελς πό τό περιβάλλον. σωτερικά π. ρσένιος πλησίασε κόμα πιό πολύ κοντά του. Μέ ελάβεια καί χωρίς διαλογισμούς πάλευε ν’ κολουθήση τόν μοναχό στήν προσευχή του.
πειτα ρθε στιγμή το θανάτου. Τά μάτια το τοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ντονα μέ μία ρεμη κστασι. Τά λόγια του μόλις κούγονταν: "Κύριε, μή μέ πόρριψης!".
νασηκώνοντας τό κορμί του πό τό κρεβάτι, Μιχαήλ νοιξε τά χέρια καί πανέλαβε δυνατά: "Κύριε! Κύριε!". δραξε πάλι μπροστά, λλά τήν πόμενη στιγμή πεσε πίσω νάσκελα καί τό κορμί το μέσως χαλάρωσε.
Συγκλονισμένος π. ρσένιος πεσε στά γόνατα καί ρχισε νά προσεύχεται. όχι γιά τήν ψυχή καί τήν σωτηρία το κοιμηθέντος μοναχο, λλά γιά νά εχαριστήση. Νά εχαριστήση γιά τό μεγάλο δρο, νά ξιωθ νά δή κενο πού εναι θέατο στά μάτια καί κατανόητο στόν νο, κενο πού εναι τό πιό κρυφό π’ λα τά μυστήρια: τόν θάνατο το δικαίου.
ταν σηκώθηκε π. ρσένιος, σκυψε πάνω στό σμα το νεκρο Μιχαήλ. Τά μάτια το ταν κόμη νοιχτά, κόμη γεμάτα φς. μως τό φς σιγά-σιγά χλωμίαζε καί τήν θέσι το παιρνε μία νεπαίσθητη καταχνιά. Τά βλέφαρα κλεισαν ργά, μία σκιά διέτρεξε τό πρόσωπο, καί στό πέρασμά της κενο γινε μέσως πιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στό λείψανο π. ρσένιος προσευχόταν. ν καί μόλις εχε γίνει μάρτυς το θανάτου ατο του νέου μοναχο, δέν νίωθε λύπη. ντίθετα, ταν γεμάτος πό ερήνη καί σωτερική γαλλίασι. Εχε γνωρίσει ναν δίκαιό του Θεο, εχε γευθ τό λεός Του, εχε δε τήν δόξα Του.
Προσεκτικά π. ρσένιος τακτοποίησε τά ροχα στό σμα το νεκρο, κανε βαθειά πόκλισι μπροστά του καί ξαφνικά συνειδητοποίησε τι ταν κόμη στό θάλαμο νός στρατοπέδου «μέ αστηρό καθεστώς κρατήσεως». Σάν στραπή πέρασε σκέψις πό τό μυαλό του: Ατό τό στρατόπεδο εχε μόλις δεχθ μίαν πίσκεψι το Θεο, τόν διο τόν Κύριο, πού εχε ρθει νά παραλαβή τήν ψυχή το δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ρα πόμενε μέχρι τό γερτήριο. π. Αρσένιος πρε τό κασκέτο το Μιχαήλ, τύπωσε στή μνήμη τόν ριθμό καί πγε νά νημερώση τόν θαλαμάρχη γιά τόν θάνατο. θαλαμάρχης, ρχαιότερος τν καταδίκων, ρώτησε τόν ριθμό το νεκρο καί ξέφρασε τήν συμπάθειά του.
Ο θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Ο κρατούμενοι τρεξαν ξω γιά τήν πιθεώρησι καί μπήκαν  γρήγορα σέ σειρές. θαλαμάρχης πλησίασε τούς πιθεωρητές πού στέκονταν στήν εσοδο το θαλάμου καί νέφερε: "χουμε ναν νεκρό, ριθμός Β 382".
νας πό τούς πιθεωρητές μπκε στό θάλαμο, κοίταξε τόν νεκρό, σκούντησε τό λείψανο μέ τή μύτη τς μπότας του καί φυγε. Δύο ρες ργότερα φθασε να λκυθρο γιά νά πάρη τό πτμα. νας γιατρός τν φυλακν, πό τούς καλούμενους «θελοντές ργασίας», μπκε μέσα, διάβηκε μέ τό βλέμμα το πρόσεκτα τό νεκρό σμα, σήκωσε λίγο τό να βλέφαρο μέ τό κλεισμένο σέ γάντι χέρι του καί μ’ να τόνο παρέσκειας επε στήν μάδα πηρεσίας: "Γρήγορα, βάλτε τό στό κάρρο".
Διάφορα πτώματα κοίτονταν δη πάνω στό λκυθρο. Τό σμα το Μιχαήλ μεταφέρθηκε ξω καί τοποθετήθηκε πάνω στά λλα. δηγός πρε θέσι σορροπώντας τά πόδια το πάνω στά πτώματα, πού εχαν δη ξυλιάσει πό τό κρύο.
πεφτε ψιλό χιόνι καί καθώς κουμποσε στά πρόσωπα τν νεκρν, λυωνε ργά. ταν σάν νά κλαιγαν. Κοντά στούς θαλάμους στέκονταν κόμα ο πιθεωρητές, πού συζητοσαν μέ τόν γιατρό, ο κρατούμενοι πηρεσίας καί π. ρσένιος πού σφιγγε τά χέρια του στό στθος καί προσευχόταν σιωπηλά.
Τό λκυθρο ρχισε νά κινται. Κάνοντας μία βαθειά πόκλισι π. ρσένιος ελόγησε τά ψυχα σώματα καί γύρισε πίσω στόν θάλαμο. δηγός τίναξε τά χαλινάρια καί κανε τά λογα νά ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μία βρισιά. Τό λκυθρο πομακρύνθηκε ργά καί χάθηκε πό τή ματιά.
 “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.