Το παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινή ἱστορία μεταφρασμένη ἀπό τό παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἄρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνός βιβλίου πού περιγράφει τήν ζωή τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνός ἁγίου ἱερέως πού ἔδρασε μέσα στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Προτάσσεται μέρος ἀπό τόν πρόλογο τοῦ βιβλίου.
***
Τό νά σφραγίσουμε τά χείλη μας θά σήμαινε νά πετάξουμε στή λήθη τίς θλίψεις, τά βασανιστήρια, τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες καί τόν θάνατο χιλιάδων μαρτύρων πού ὑπέφεραν γιά τόν Χριστό, ἀλλά καί γιά χάρι δική μας, ὅσων εἴμαστε ἐδῶ στή γῆ. Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ξεχάσουμε. Πρέπει νά μιλήσουμε γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού βασανίστηκαν. αποτελεῖ καθῆκον μᾶς ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων...
Σ’ αὐτά ἐδῶ τά ἀπομνημονεύματα παρουσιάζεται μπροστά μας μόνο ἕνας ἀπό τό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν πολεμιστῶν τοῦ Χριστοῦ τοῦ πρώτου ἠμισεως τῆς δεκαετίας τοῦ '60. Πόσοι νά εἶναι ἄραγε αὐτοί ποῦ χάθηκαν γιά χάρι μας;...
Μέσα σ’ ἕνα διάστημα δεκαεννιά αἰώνων ἡ ἀνθρωπότης συσσώρευσε ἕναν πλοῦτο γνώσεως καί σοφίας. ο Χριστιανισμός ἔφερε στούς ἀνθρώπους Φῶς καί Ζωή. Ἀπό αὐτήν ὅμως τήν τεράστια παρακαταθήκη οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος δέν διάλεξαν παρά μόνο τήν κακία καί ὀνομάζοντας τήν ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα κατώρθωσαν νά προκαλέσουν φρικτά καί παρατεταμένα βασανιστήρια σέ χιλιάδες ἀνθρώπων καί σέ πολλούς ἕναν ἐπώδυνο θάνατο.
Ἦταν ἔργο τῆς θείας Πρόνοιας νά περάσω μαζί μέ τόν π. Ἀρσένιο ἕνα μικρό διάστημα τῆς κρατήσεώς μου στά στρατόπεδα. Αὐτό ὅμως στάθηκε ἀρκετό γιά νά ἔλθω στήν πίστι, νά γίνω πνευματικό τέκνο του, ν’ ἀκολουθήσω τά...
ἴχνη του, νά καταλάβω καί νά γίνω μάρτυς τῆς βαθειᾶς ἀγάπης του γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον καί νά φθάσω στή ἐπίγνωσι τοῦ τί σημαίνει «Χριστιανός».Πολλοί ἀπό ὅσους ἔρχονταν σ’ ἐπαφή μέ τόν π. Ἀρσένιο —διανοούμενοι, ἐργάτες, ἀγρότες, ἐγκληματίες, πολιτικοί κρατούμενοι, παλαιοί μπολσεβίκοι, στελέχη τοῦ κόμματος— γίνονταν πνευματικά τέκνα του, φίλοι του, ἔρχονταν στήν πίστι καί τόν ἀκολουθοῦσαν...
Θά ἦταν αὐθάδεια νά ἔλεγα ὅτι ἐγώ ἔγραψα ἤ συγκέντρωσα αὐτά πού ἀκολουθοῦν. Πολλοί, πάρα πολλοί εἶναι αὐτοί πού γνώριζαν καί ἀγαποῦσαν τόν π. Ἀρσένιο. Αὐτοί ἔγραψαν καί συγκέντρωσαν καί μοῦ ἔστειλαν τό ὑλικό. Ὅ,τι εἶναι γραμμένο ἐδῶ ἀνήκει σ’ αὐτούς. Ἐγώ, ὅπως καί ὅλοι αὐτοί πού ὁ π. Ἀρσένιος ἀνεγέννησε καί ἔβαλε στό δρόμο τῆς πίστεως, προσπάθησα μόνο νά ξεπληρώσω μέ τούς κόπους μου ἕνα μικρό μέρος τοῦ ἀπείρου χρέους μου σέ κάποιον πού μέ ἔσωσε δίνοντάς μου μία νέα ζωή. Κι ἄν ἐσεῖς διαβάζοντας τά παρακάτω θυμηθῆτε στή προσευχή σᾶς τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἀλέξανδρο, αὐτό θά εἶναι γιά μένα μεγάλη ἀνταμοιβή.
* * *
Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μέ φωνές καί βία πίσω στούς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μέ τόν ἀριθμό του, καί ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρίν ἀπό τόν ὕπνο γιά νά κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπό τό στρατόπεδο, νά ποῦν τά νέα της ἡμέρας, νά νικήσουν κάποιον στό ντόμινο ἤ νά ξαπλώσουν στίς σανίδες τῆς κουκέτας τους καί ν’ ἀναπολήσουν τό παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγά-σιγά ὑποχώρησε καί βασίλεψε ἡ σιωπή, καθώς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στόν ὕπνο.
Ἀρκετή ὥρα μετά τό κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στά ξύλινα κρεβάτια καί προσευχήθηκε. έπειτα ξάπλωσε κι αὐτός καί συνεχίζοντας τήν προσευχή ἀποκοιμήθηκε.
Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στή μία μετά τά μεσάνυχτα ἐνίωσε κάποιον νά τόν σκουντάη. Ἀνακάθισε καί ἀντικρυσε τήν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνός ἀνθρώπου πού ψιθύριζε:
"Πᾶμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καί σέ ζητάει!".
Βρῆκαν τόν ἑτοιμοθάνατο στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα. η ἀναπνοή τοῦ ἦταν βαρειά καί ἀκανόνιστη, τά μάτια τοῦ διάπλατα ἀνοιχτά κατά τρόπο ἀφύσικο.
"Μέ συγχωρεῖς... Σέ χρειάζομαι... Πεθαίνω...". Κοίταξε τόν π. Ἀρσένιο καί πρόσθεσε σταθερά: "Κάθησε".
Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τό φῶς ἀπό τόν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπό τίς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τό πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, πού καλυπτόταν ἀπό χονδρές σταγόνες ἱδρῶτος. Τά μαλλιά τοῦ ἦταν ἀνακατωμένα, τά χείλη τοῦ σφιγμένα ἀπό τόν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καί τό πρόσωπό του εἶχε μία νεκρική χλωμάδα. Τά μάτια τοῦ ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτά καί κοιτοῦσαν τόν π. Ἀρσένιο σάν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτά τά δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτή τή ζωή κουρασμένος καί γεμάτος πόνο. Ἀλλά κρατιόταν ἀκόμα ἀπό μία τελευταία ἐπιθυμία: νά δώση λόγο γιά ὅλα στόν Θεό.
"Ἐξομολόγησε μέ, συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχός μέ μυστική κουρά".
Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νά κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καί σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καί συμπάθεια γιά τόν ἑτοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιό κοντά στόν μοναχό καί χαϊδεύοντας τά κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιά τοῦ ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τήν τριμμένη κουβέρτα. Μέ τό χέρι τοῦ πάνω στό κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστά τίς εὐχές καί συγκεντρώνοντας τήν προσοχή τοῦ ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τήν ἐξομολόγησι.
"Ἡ καρδιά μου... Δέν χτυπάει καλά..." ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχός καί λέγοντας τό μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τήν ἐξομολόγησί του.
Σκύβοντας πάνω ἀπό τήν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τήν φωνή πού μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στά μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικές φορές ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καί τό μόνο πού ἀκουγόταν ἦταν τό σφύριγμα ἀπό τό στῆθος του. Ὁ Μιχαήλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπό τό στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καί φαινόταν σάν νά εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τά μάτια τοῦ ὅμως συνέχιζαν νά κινοῦνται καί κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτά ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νά ἐκφράση.
Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλούς στά τελευταῖα τους καί αὐτοῦ του εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τό βαθειά συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τήν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε φτάσει σέ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.
Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.
Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καί ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νά συνειδητοποιῆ ὅτι ὁ ἱερεύς Ἀρσένιος ἦταν μικρός καί ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δέν ἦταν καν ἄξιος νά φιλήση τήν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.
Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καί πιό συχνά, ἀλλά τά μάτια ἔλαμπαν ἀπό ζωή καί μέσα τους, μέσα σ’ αὐτά τά δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καί πρίν, τά διάβαζε ὅλα. όλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νά ἐκφράση.
Στήν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαήλ ἔγινε δικαστής τοῦ ἑαυτοῦ του. και τόν δίκασε αὐστηρά, χωρίς ἔλεος. Μερικές φορές ἐμοίαζε σάν νά ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τόν ἑαυτό του, σάν νά 'βλεπε κάποιον ἄλλον νά πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τόν ἄλλον πού δίκαζαν τώρα μαζί μέ τόν π. Ἀρσένιο.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Μιχαήλ σάν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μέ βάσανα καί θλίψεις —παλιές καί τωρινές— νά ἀπομακρύνεται πιά ἀπ’ αὐτόν καί νά κατευθύνεται πρός τή μακρυνή χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νά πετάξη ἔξω ὅλα τά ἄχρηστα, ὅλα τά περιττά καί ἐπουσιώδη καί νά παραδώση τά χρήσιμα στά χέρια τοῦ ἱερέως, πού ἐνδεδυμένος μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ θά τοῦ ἔδινε τήν συγχώρησι καί τήν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.
Στά λίγα λεπτά ζωῆς πού τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχός Μιχαήλ ἔπρεπε νά τά παραδώση ὅλα στόν π. Ἀρσένιο, νά τά ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτά μπροστά στόν Θεό, νά ἀναγνωρίση τίς ἁμαρτίες του καί ἔχοντας καθαρίσει τόν ἑαυτό του στό δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νά σταθῆ κατόπιν μπροστά στό Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καί τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστά στά μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τόν ἐπηρέασε ὅσο ποτέ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθώς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μέ τό πολύ ἔλεός Του τόν εἶχε ἀξιώσει νά ἐξομολογήση κάποιον πού ἀνῆκε στή χορεία τῶν δικαίων.
Τούτη τή φορά ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, πού τόσο καιρό καί μέ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σέ ποιά ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νά φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό μέ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τόν ζυγό καί τό φορτίο τοῦ Χριστοῦ καί τά βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτά ὁ π. Ἀρσένιος τά ἔβλεπε καί τά καταλάβαινε.
Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καί προσκόμματα θά μποροῦσαν νά ἔχουν προσφέρει στήν κατά Θεόν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικές ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθική κατάπτωσις, διαρκῆς ἀστυνόμευσις καί καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μέ βαθειά πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τί πού θά σταθῆ στόν δρόμο του, νά τά ὑπερνίκηση καί νά εἶναι κοντά στόν Θεό.
Δέν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαήλ εἶχε διανύσει τήν κατά Θεόν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρή μάχη μέ τίς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τήν ἄρνησι καί τήν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολύ λίγη πνευματική καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατά διαστήματα κάποιες συναντήσεις μέ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καί ἕνας σχεδόν ὁλόκληρος χρόνος πού τόν πέρασε χαρούμενα σέ στενή ἐπικοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καί τόν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλά μετά ἀπό τά δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καί φλογερός πόθος του νά προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στόν δρόμο πρός τόν Κύριο.
"Ἀκολούθησα ἄραγε τόν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστά τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἤ μήπως ἔχασα τόν δρόμο; Δέν ξέρω", εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαήλ ὄχι μόνο δέν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπό τόν δρόμο πού του εῖχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλά εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολύ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καί ξεπεράσει τούς ὁδηγούς του.
Ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Μιχαήλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορεία», μία μάχη γιά πνευματική καί ἠθική τελείωσι μέσα στή βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καί ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαήλ εἶχε κερδίσει αὐτή τή μάχη, τή μάχη πού ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ πού τόν περικύκλωνε. Καθώς ἔζησε μέσα στόν κόσμο, ἀφιερώθηκε στήν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στήν καρδιά του σάν ἀναμμένο πυρσό τά λόγια του Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τό μεγαλεῖο, τήν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καί τή δική του ἀθλιότητα καί ἱκέτευε θερμά τόν Κύριο νά δώση σ’ αὐτόν, τόν ἱερέα Τοῦ Ἀρσένιο, τή δύναμι νά ἀνακουφίση τά βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτές τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμές πού ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τήν ἴδια ὥρα ὅμως ἐνίωθε νά ἐμψυχώνεται ἀπό τήν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τίς θαυμαστές ὁδούς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καί ὁδηγώντας τόν στό δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.
Ἔφτασε καί ἡ ὥρα πού ὁ Μιχαήλ εἶχε πιά παραδώσει στόν ἱερέα —καί διά μέσου ἐκείνου στόν Θεό— ὅλα ὅσα βάραιναν τήν καρδιά του. Τά μάτια τοῦ κοίταζαν ἐρωτηματικά τόν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπό τόν ἑτοιμοθάνατο μοναχό τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καί κρατώντας τό στά χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε. έτρεμε πάλι μέ τήν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καί ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τήν συγχωρητική εὐχή στόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπό μέσα τοῦ ἔκλαιγε. Κατόπιν, μή μπορώντας νά κρατηθῆ, ξέσπασε σέ δάκρυα.
Ὁ Μιχαήλ σήκωσε τά μάτια του καί κοίταξε πρός τόν π. Ἀρσένιο. "Εὐχαριστῶ... Εἰρήνευε... Ἦρθε ἡ ὥρα... Προσεύχου γιά μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτή τή γῆ. έχεις ἀκόμη πολύ δρόμο μπροστά σου... Σέ παρακαλῶ, πάρε τό κασκέτο μου. Ἐκεῖ μῬσαειναι ἕνα σημείωμα πρός δύο ἀνθρώπους μέ μεγάλη ψυχή καί μεγάλη πίστι. Πολύ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τό σημείωμα αὐτό. Σέ χρειάζονται καί τούς χρειάζεσαι... Ράψε πάλι τόν ἀριθμό στό κασκέτο. Καί προσεύχου στόν Κύριο γιά τόν μοναχό Μιχαήλ".
Καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἐμοίαζε σάν νά ἦταν μόνοι τους. σαν τάχα ὁ θάλαμος καί οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νά εἶχαν γίνει πολύ ἀπόμακρα. όλα νά εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχή τῶν καρδιῶν τους καί ἡ σιωπηλή πνευματική ἕνωσι πού τούς ἔδενε καί τούς ἔφερνε ἐνώπιόν του Κυρίου.
Κάθε ἀγωνία καί ταραχή σταμάτησε. κάθε τί γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καί τώρα ἡ μία ψυχή πήγαινε νά Τόν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νά παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τόν θάνατο, τήν ἀναχώρησι ἀπό τήν ζωή.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχός κράτησε σφιχτά τό χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καί προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μέ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπό τό περιβάλλον. Ἐσωτερικά ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιό πολύ κοντά του. Μέ εὐλάβεια καί χωρίς διαλογισμούς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τόν μοναχό στήν προσευχή του.
Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμή τοῦ θανάτου. Τά μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μέ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τά λόγια του μόλις ἀκούγονταν: "Κύριε, μή μέ ἀπόρριψης!".
Ἀνασηκώνοντας τό κορμί του ἀπό τό κρεβάτι, ὁ Μιχαήλ ἄνοιξε τά χέρια καί ἐπανέλαβε δυνατά: "Κύριε! Κύριε!". Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλά τήν ἑπόμενη στιγμή ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καί τό κορμί τοῦ ἀμέσως χαλάρωσε.
Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται. όχι γιά τήν ψυχή καί τήν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλά γιά νά εὐχαριστήση. Νά εὐχαριστήση γιά τό μεγάλο δῶρο, νά ἀξιωθῆ νά δή ἐκεῖνο πού εἶναι ἀθέατο στά μάτια καί ἀκατανόητο στόν νοῦ, ἐκεῖνο πού εἶναι τό πιό κρυφό ἀπ’ ὅλα τά μυστήρια: τόν θάνατο τοῦ δικαίου.
Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στό σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τά μάτια τοῦ ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμάτα φῶς. Ὅμως τό φῶς σιγά-σιγά χλωμίαζε καί τήν θέσι τοῦ ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τά βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιά διέτρεξε τό πρόσωπο, καί στό πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στό λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἄν καί μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ του νέου μοναχοῦ, δέν ἐνίωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμάτος ἀπό εἰρήνη καί ἐσωτερική ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιό του Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τό ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τήν δόξα Του.
Προσεκτικά ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τά ροῦχα στό σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειά ὑπόκλισι μπροστά του καί ξαφνικά συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στό θάλαμο ἑνός στρατοπέδου «μέ αὐστηρό καθεστώς κρατήσεως». Σάν ἀστραπή πέρασε ἡ σκέψις ἀπό τό μυαλό του: Αὐτό τό στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τόν ἴδιο τόν Κύριο, πού εἶχε ἔρθει νά παραλαβή τήν ψυχή τοῦ δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τό ἐγερτήριο. Ὁ π. Αρσένιος πῆρε τό κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στή μνήμη τόν ἀριθμό καί πῆγε νά ἐνημερώση τόν θαλαμάρχη γιά τόν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τόν ἀριθμό τοῦ νεκροῦ καί ἐξέφρασε τήν συμπάθειά του.
Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιά τήν ἐπιθεώρησι καί μπήκαν γρήγορα σέ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τούς ἐπιθεωρητές πού στέκονταν στήν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καί ἀνέφερε: "Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμός Β 382".
Ἕνας ἀπό τούς ἐπιθεωρητές μπῆκε στό θάλαμο, κοίταξε τόν νεκρό, σκούντησε τό λείψανο μέ τή μύτη τῆς μπότας του καί ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἔλκυθρο γιά νά πάρη τό πτῶμα. Ἕνας γιατρός τῶν φυλακῶν, ἀπό τούς καλούμενους «ἐθελοντές ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μέ τό βλέμμα τοῦ ἀπρόσεκτα τό νεκρό σῶμα, σήκωσε λίγο τό ἕνα βλέφαρο μέ τό κλεισμένο σέ γάντι χέρι του καί μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στήν ὁμάδα ὑπηρεσίας: "Γρήγορα, βάλτε τό στό κάρρο".
Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στό ἔλκυθρο. Τό σῶμα τοῦ Μιχαήλ μεταφέρθηκε ἔξω καί τοποθετήθηκε πάνω στά ἄλλα. Ὁ ὁδηγός πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τά πόδια τοῦ ἐπάνω στά πτώματα, πού εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπό τό κρύο.
Ἔπεφτε ψιλό χιόνι καί καθώς ἀκουμποῦσε στά πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σάν νά ἔκλαιγαν. Κοντά στούς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, πού συζητοῦσαν μέ τόν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καί ὁ π. Ἀρσένιος πού ἕσφιγγε τά χέρια του στό στῆθος καί προσευχόταν σιωπηλά.
Τό ἔλκυθρο ἄρχισε νά κινῆται. Κάνοντας μία βαθειά ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τά ἄψυχα σώματα καί γύρισε πίσω στόν θάλαμο. Ὁ ὁδηγός τίναξε τά χαλινάρια καί ἔκανε τά ἄλογα νά ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μία βρισιά. Τό ἔλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργά καί χάθηκε ἀπό τή ματιά.
“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου