Τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Κλεόπα Ἡλιὲ
Περὶ Ἱερωσύνης κατὰ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ περὶ τῶν καθηκόντων τοῦ Ἱερέως
«Σὺ εἰ Ἱερεὺς εἰς τὸν αἰώνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ» (Ψάλμ. 109,4).
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες,
Ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ τελείως ἀνάξιος ἔλαβα ἐπάνω μου τὸν βαρὺ ζυγὸ τῆς Ἱερωσύνης καὶ Πνευματικῆς πατρότητος, σκέφθηκα, μετὰ ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ τῶν αἴτιων καὶ τῶν βαθμίδων τῆς ἁμαρτίας, τὰ ὅποια πρέπει νὰ γνωρίζουν οἱ Ἱερεῖς γιὰ νὰ ὁδηγοῦν, στὴν ἑκάστοτε περίπτωσι, σωστά τους πιστούς, νὰ ὁμιλήσω τώρα γιὰ τὴν ἱερωσύνη τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ καθήκοντα ποὺ ἐπιβάλλονται στοὺς Ἱερεῖς τῆς ἱερωσύνης τῆς Χάριτος. Καὶ ἰδοὺ τί ἔχω νὰ σᾶς εἰπῶ:
Ἡ ἱερωσύνη τοῦ παλαιοῦ Νόμου θεσπίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ Ἀαρῶν. Αὐτὴ ἡ ἱερωσύνη ἐτελεῖτο μὲ ἐπίχρισι ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως, ποὺ ἐνεργοῦσε ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Ἡ τελετὴ αὐτὴ γινόταν μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἁγία σκηνή, παρουσία τοῦ λαοῦ καὶ ὁλοκλήρου της κοινότητος (Λευιτ. 8,34). Τόσο ὁ Ἀαρῶν ὅσο καὶ οἱ ἀπόγονοί του πρῶτα ...
ἐκαθαρίζοντο συμβολικῶς βέβαια μὲ νερὸ ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ (κέφ. 6 ἔνθ. ἀνωτ.) κατόπιν ἔβγαζαν τὰ ἐνδύματα τῶν καὶ φοροῦσαν τὰ εἰδικὰ ἄμφια τὰ ὅποια ἔκτοτε χρησιμοποιοῦσαν στὴν ὥρα τῆς Ἱερατικῆς ὑπηρεσίας τῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς ἔχριε τοὺς ὑποψηφίους μὲ λάδι μὲ τὸ ὅποιο καὶ ἁγίαζε τὴν Ἁγία Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου καὶ ὅλα τὰ ἔργα αὐτοῦ ποὺ ἐθυσίαζε τὸ ζῶο καὶ τὸ μετέφερε ὡς θυσία ἐξιλεώσεως (Ἐνθ’ ἀνωτ. κέφ. 10-15). Οἱ Ἱερεῖς ποὺ ἐπλησίαζαν τὸν Θεό, ἔπρεπε νὰ ἐξαγνίζονται καὶ αὐτοί, γιὰ νὰ μὴ τοὺς πατάξη ὁ Κύριος διὰ τοῦ θανάτου (Ἐξοδ. 19,22). Μετὰ ἀπὸ μία παρόμοια τελετὴ μὲ τὸν ἴδιο σκοπό, ἑξαγνίζοντο καὶ οἱ Λευΐται στὴν Ἱερουργία τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου (Ἀριθμ. 8,5-10). Οἱ ἱερεῖς τοῦ παλαιοῦ Νόμου εἶχαν καθῆκον νὰ προσεύχονται γιὰ τὴν συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, νὰ διδάσκουν τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραὴλ τὶς ἐντολὲς ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωϋσῆ (Λευϊτ. 10,11-12) καὶ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ δικάζουν τὶς ἀσυμφωνίες μεταξὺ τῶν πιστῶν (Δεύτ. 12,8-13). Ἀκόμη οἱ Ἱερεῖς τοῦ παλαιοῦ Νόμου εἶχαν καὶ μερικὲς ἁρμοδιότητες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς θρησκευτικές, ὅπως π.χ. νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ λαοῦ (Λευϊτ. κέφ. 13). Τόσο οἱ ἱερεῖς ὅσο καὶ οἱ Λευΐται-διάκονοι-εἶχαν καθῆκον νὰ σέβωνται ὠρισμένες ὑποχρεώσεις ποὺ εἶχαν θεσπισθῆ εἰδικὰ γιὰ τὸ τάγμα τῶν:1. Δεν τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ πίνουν κρασί: «Καὶ ἔλα λὴ Κύριος τῷ Ἀαρῶν λέγων: οἶνον καὶ σίκερα οὐ πίεσθε, σὺ καὶ οἱ υἱοί σου μετά σου, ἠνίκα ἐὰν εἰσπορεύησθε εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου...» (Λευϊτ. 10,8-9).
2. Να μὴ ξυρίζουν καθόλου τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς τῶν καὶ τοῦ γενείου τῶν (Λευϊτ, 21,5).
3. Οι ἱερεῖς τοῦ Νόμου ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ διάγουν ἁγία ζωή, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ἅγιοι ἔσονται τῷ Θεῶ αὐτῶν καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ αὐτῶν τὰς γὰρ θυσίας Κυρίου δῶρα τοῦ Θεοῦ αὐτῶν αὐτοὶ προσφέρουσι καὶ ἔσονται ἅγιοι» (Ἔνθ. ἀνωτ. στίχ. 6).
4. Ήταν ὑποχρεωμένοι νὰ νυμφεύωνται μόνο μὲ παρθένο καὶ ὄχι μὲ γυναίκα ἀκόλαστη ἡ χήρα (ἔνθ. ἀνωτ. 21,7).
5. Τόσο οἱ ἱερεῖς ὅσο καὶ οἱ Λευΐται, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ὑπηρέται τῆς Ἁγίας Σκηνῆς ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἔχουν ἀκεραιότητα στὸ σῶμα, δήλ. νὰ μὴ εἶναι ἀνάπηροι σωματικῶς, ὅπως κουτσοί, τυφλοί, κυρτωμένοι κ.λ.π. (Λευϊτ, 21, 16-23). Αὐτὴ ἡ τάξις ἐπεκράτησε καὶ στοὺς χριστιανοὺς Ἱερεῖς (78, 79 Ἀποστολικοὶ Κανόνες).
6. Οι Ἱερεῖς τοῦ παλαιοῦ Νόμου ἔπρεπε νὰ ἔχουν μεγάλη ὑπόληψι καὶ σεβασμὸ ἀπὸ τὸν λαό, ὡσὰν νὰ εἶναι ἅγιοι (Λευϊτ, 21,8).
7. Να μὴ ἔχουν ἐδαφικὴ ἀτομικὴ ἔκτασι ἀπὸ τὶς ἐκτάσεις τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ νὰ συντηροῦνται καὶ νὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ ἔφερναν οἱ πιστοὶ στὴν Σκηνὴ καὶ ἀπὸ τὶς θυσίες (Δεύτ. 18,1-5).
8. Εσημείωσα ἐδῶ μερικὰ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ παλαιοῦ Νόμου, ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶχαν συμβολικὸ χαρακτήρα καὶ ἀποτελοῦσαν σκιὰ καὶ ὑποτυπώσεις αὐτῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν, νὰ συμπληρώσουν καὶ τελειοποιηθοῦν μέσα στὸν Νόμο τῆς Χάριτος, καθόσον οἱ θυσίες καὶ ἡ ἱερωσύνη τοῦ παλαιοῦ Νόμου τίποτε δὲν πραγματοποίησε στὴν τελειότητα, ὅσον ἄφορα τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα τόσο πολὺ προσκολλήθηκε στὰ τυπικὰ καθήκοντά της, ὥστε ἔφθασε μὲ τὸν καιρὸ νὰ ὑπηρέτη τὰ εἴδωλα (βλέπε Κριταὶ κέφ. 17 καὶ 18ον).
Γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν πνευματικὸ σκοπὸ τῆς διατηρήσεως τοῦ ἀληθινοῦ περιεχομένου τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀνέλαβαν ἀργότερα οἱ ἅγιοι Προφῆται τὸ ἔργο αὐτό, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ προφήτου Σαμουήλ. Μὲ αὐτοὺς τοὺς Προφήτας, τοὺς ὁποίους ἀνεδείκνυε ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὸν λαό, μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο κλήσεως, οἱ ἱερεῖς ἤρχοντο σὲ συναίσθησι καὶ τήρησι τῶν παραδοθέντων. Ἐπίσης οἱ Προφῆται τιμωροῦσαν καὶ κτυποῦσαν ἀλύπητα, ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν ἱερέων (βλέπε Ἐζεκία 12,6, Ἠσαΐου 62,6). Ὅλοι οἱ Προφῆται οἱ ὅποιοι ἤλεγχαν μὲ σκληρότητα τὶς ἠθικὲς πτώσεις τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προέλεγαν σ’ αὐτοὺς καὶ τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσσίου καὶ ὅτι ὁ Κύριος θὰ τοποθετήση ἄλλους ποιμένας, ποὺ μὲ εἶναι ἄξιοι γιὰ τὸ ἔργο τῆς ποιμάνσεως τοῦ λαοῦ (Ἠσαΐου 54,21). Καὶ αὐτὰ μέχρι ἐδῶ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἱερωσύνη τοῦ παλαιοῦ Νόμου.
Στὴν συνέχεια μὲ ὁμιλήσουμε μερικὰ γιὰ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος καὶ γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν μὲ τὰ ὅποια ἐκπληρώνουν τὸν Νόμο. Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες πολλῶν Πατέρων, ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ὁ ἐκ τῶν μεγαλυτέρων πνευματικῶν διδασκάλων, τὸν ὅποιον εἶχε ποτὲ ὁ Χριστιανισμός. Ὁ θεμελιώδης νόμος τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου ἦταν ἡ ἀγάπη, διότι ἦταν ὁ ἴδιος στὴν πνευματικὴ κορυφὴ τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης. Αὐτὸς ὁ μεγάλος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ὡμίλησε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἅγιους Ἀποστόλους γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἱερωσύνης στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ γιὰ τὰ μεγάλα καὶ μικρὰ καθήκοντα τῶν χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἱερεῖς, δεδομένου ὅτι αὐτὰ δὲν ὑπῆρχαν στοὺς ἱερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόσο ὡς σκέψις ὅσο καὶ ὡς ἔργο, ἀλλ’ ὅμως συμπληρώθηκαν καὶ τελειοποιήθηκαν στὴν χριστιανικὴ ἱερωσύνη. Τὰ σπουδαιότερα χαρακτηριστικὰ αὐτῶν εἶναι τὰ ἑπόμενα:
1. Η ἱερωσύνη τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος εἶναι ἐκ φύσεως θεία, ἐπειδὴ θεμελιώθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Σωτήρα καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἰδικὴ Τοῦ ἁγία ἱερωσύνη.
2. Η διάκρισις τῆς ἱερωσύνης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη τῆς Νέας γίνεται μὲ σαφήνεια ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ (4,14 καὶ 10,22).
3. Η ἱερωσύνη τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία εἶναι φυσικὴ σ’ Αὐτὸν καὶ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τὸ θεμέλιό της χριστιανικῆς ἱερωσύνης, εἶναι πρῶτα θεία καὶ μετὰ ἀνθρώπινη, δεδομένου ὅτι ὁ Χριστὸς —ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς— εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός.
4. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, δὲν ἀντικαθιστᾶ τὸν θρόνο τῶν Προφητῶν καὶ Πατριαρχῶν, ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ αὐτὴ ἔχει στὸν θρόνο τὸν Χριστὸ Θεό, τὸν θεμελιωτή της. Γι’ αὐτὸ ὅποιος κατακρίνει καὶ ὀνειδίζει τὸν ἱερέα τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, ὀνειδίζει καὶ ὑβρίζει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας.
5. Η ἱερωσύνη τῆς Χάριτος εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἁγία καὶ ἄμωμος, ἔτσι ὅπως ἦταν καὶ εἶναι ὁ θεμελιωτής της, ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἠμῶν, ὁ ὅποιος δὲν εἶχε ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, νὰ προσφέρη θυσίας γιὰ τὸν ἑαυτό Του, διότι δὲν εἶχε ἁμαρτίες, μολονότι ἦταν ἄνθρωπος ὅμοιος σὲ ὅλα μὲ ἐμᾶς.
6. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος εἶναι ὄχι μόνο θεία, ἁγία καὶ ἄμωμος, ἀλλὰ καὶ ἄφθαρτη καὶ αἰώνια, ἐπειδὴ καὶ ὁ Σωτὴρ μᾶς εἶναι ὁ αἰώνιος Ἀρχιερεύς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ (Ἑβρ. 6,20).
7. Ἡ ἱερωσύνη τῆς Χάριτος εὑρίσκεται ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη τοῦ Ἀαρῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀρχιερέων (Ἑβρ. 7,11). Ἀφοῦ εἴπαμε ὅλα τὰ ἀνωτέρω γιὰ τὴν ἱερωσύνη στὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη καὶ ὅτι ἡ Χάρις τελειοῦται στὴν ἱερωσύνη τῆς Χάριτος, τώρα εἶναι κατάλληλη ἡ στιγμὴ νὰ εἰποῦμε καὶ τὰ σπουδαιότερα καθήκοντα τῶν ὀρθοδόξων ἱερέων:
1. Ο ὀρθόδοξος ἱερεὺς πρέπει νὰ ἀγωνίζεται σὲ ὅλα, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του, νὰ ὁμοιάση μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό, τὸν μεγάλο Ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων (Ἃ' Πέτρ. 5,4).
2. Ο ἱερεὺς πρέπει νὰ ἔχη μεγάλη φροντίδα γιὰ τὸ ποίμνιο τὸ ὅποιον τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς καὶ σὲ μεγάλους κινδύνους νὰ θυσιάζη ἀκόμη καὶ τὴν ζωή του γιὰ νὰ τὸ προστατεύση, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος καὶ ἄλλοι πολλοὶ Πατέρες καὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.
3. Ο ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι στολισμένος σ’ ὅλη τὴν ζωή του μὲ τὶς μεγάλες πνευματικὲς ἀρετὲς τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς πραότητος καὶ τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς καθαρότητος.
4. Ο ἱερεὺς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἔχη στενὸ πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τὸ ποίμνιό του καὶ νὰ ἐπιβλέπη ἀπὸ κοντὰ τὴν ζωὴ τοῦ καθενὸς ἐκ τῶν ἐνοριτῶν του.
5. Το καθῆκον τοῦ ἱερέως εἶναι ὄχι μόνο νὰ φροντίζη γιὰ τὰ παρόντα λογικά του πρόβατα, ἀλλὰ ἄγρυπνος νὰ σκέπτεται καὶ γιὰ τὰ χαμένα καὶ πλανεμένα, τὰ ὅποια ἔπεσαν στὴν ἀπιστία ἡ στὶς αἱρέσεις, πῶς μὲ τὰ ἐπαναφέρη καὶ ἐκεῖνα στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
6. Να διδάσκη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐνορίτας του, νὰ τοὺς καταρτίζη μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του, ὥστε νὰ τοὺς προαγάγη πνευματικά.
7. Να διατηρῆ ἀδιάκοπο τὸν δεσμὸ μὲ τὸν Σωτήρα Χριστὸ διὰ τῆς προσευχῆς, ὥστε σὲ κάθε καιρὸ καὶ χρόνο νὰ ἔχη τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα στὴν ἱερά του ἀποστολή, ὅπως μᾶς λέγη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Μείνατε ἐν ἐμοὶ καγῶ ἐν ὑμίν... ὅτι ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. 15,4). Εἴθε αὐτὴ ἡ ἐντολὴ νὰ ἐφαρμόζεται ἀπὸ ὅλους τους χριστιανούς, ἀλλὰ κυρίως αὐτὴ ἀπευθύνεται στοὺς ἱερεῖς, οἱ ὅποιοι πρέπει πάντοτε νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ αὐτούς.
8. Να ἔχη μία ζωὴ ἁγία καὶ ἀκηλίδωτη, νὰ εἶναι προσεκτικός, εὐπρεπής, φιλόξενος, ἐγκρατὴς ἀπὸ ποτά, ἀφιλοκερδής, πράος, καλὸς κυβερνήτης τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὰ παιδιά του μὲ σεμνότητα νὰ ὑποτάσσονται σ’ αὐτὸν (πρβλ. Ἃ' Τίμ. 3,1-5).
9. Να διδάσκη τοὺς ἄλλους μὲ ἐπιδεξιότητα, νὰ τοὺς προτρέπη στὴν ὑγιῆ διδασκαλία καὶ νὰ ἐλέγχη τοὺς ἄτακτους. Αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ σοφία, τὴν θεμελιώδη γνῶσι τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ τῶν διδαχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μὲ ἕνα λόγο νὰ εἶναι παράδειγμα στοὺς χριστιανούς του μὲ τὸν λόγο, τὴν συναναστροφή, τὴν ἀγάπη, μὲ τὸ πνεῦμα, τὴν πίστη καὶ τὴν καθαρή του ζωὴ (πρβλ. Ἃ' (Τίμ. 4,12).
10. Να ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἠθικότητα καὶ ψυχικὴ καθαρότητα τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν καὶ νὰ προσεύχεται ἀνὰ πάσαν στιγμὴν γιὰ ὅλους (Τίτ. 3,1-2).
11. Να ἀποφεύγη τὶς παρεξηγήσεις καὶ μάταιες συζητήσεις μετὰ τῶν πιστῶν του. Ἀντίθετα νὰ ἀγρυπνὴ γιὰ τὴν ψυχικὴ ἑνότητα τοῦ ποιμνίου του, νὰ καταπολεμῆ τοὺς σπείροντας ζιζάνια, νὰ ἐπιβάλη τὴν πειθαρχία στοὺς πιστοὺς καὶ νὰ προστατεύη τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν λύμη τῶν αἱρέσεων (Ἃ' Τίμ. 6,20).
11. Να κηρύττη σὲ κάθε πνευματικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη καὶ καλὴ συνεργασία μεταξὺ τῶν ἐνοριτῶν του, νὰ παρακολουθῆ τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες στὰ πνευματικὰ τῶν ἔργα καὶ ἰδιαίτερά της προσευχῆς. Νὰ ἀνησυχῆ γιὰ τὸν ἅγιο θησαυρὸ τῆς παραδόσεως καὶ διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἀποστόλων, ποὺ ἔφθασαν μέχρι τώρα μὲ τὸν γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο (Β' Τίμ. 1,12-14).
12. Νὰ κηρύττη μὲ παρρησία, χωρὶς φόβο καὶ ἀνάπαυλα τὶς διδασκαλίες τῶν Πατέρων στοὺς χριστιανοὺς (Ἃ' Τίμ. 4,13).
13. Νὰ γνωρίζη μὲ τί τρόπο νὰ συμβουλεύη τὰ πνευματικά του παιδιά, ἀνάλογα δήλ. μὲ τὴν ἡλικία, τὴν μόρφωσι καὶ τὶς ἄλλες σωματικὲς καὶ πνευματικές τους ἀνάγκες. Ἐπίσης πρέπει νὰ εἶναι ἐλεήμων πρὸς ὅλους, νὰ συμβουλεύη τοὺς ἔχοντας ἀνάγκη προσανατολισμοῦ, νὰ βοηθῆ τοὺς πτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ (Ἃ' Τίμ. 5,1 καὶ 6,17).
14. Να ἐμβαθύνη συχνὰ στὰ νοήματα τῶν Θείων Γραφῶν καὶ νὰ τρέχη πάντοτε στὴν ἀνάγνωσι τῶν, ὅπως ἡ ἔλαφος τρέχει στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων, διότι αὐτὲς περιέχουν τὰ ὄπλα τοῦ πνευματικοῦ πολέμου καὶ τὰ φάρμακα θεραπειας τῶν τραυματισμένων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχῶν.
15. Να ὑποτάσσεται στοὺς νόμους τοῦ κράτους καὶ πάντοτε νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ βοηθήση σὲ ὁποιοδήποτε ὠφέλιμο κοινοτικὸ ἔργο (Ρώμ. 13,1-7).
16. Να τιμᾶ καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐργασία γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀναγκαίων ὁλοκλήρου του οἰκογενειακοῦ του βίου.
17. Νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ γιὰ τὶς κρατικὲς ἐξουσίες καὶ τοὺς ἄρχοντας τοῦ τόπου, γιὰ τὴν προστασία τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τῶν ἀπίστων, καὶ τοὺς κοσμικοὺς καὶ γραώδεις μύθους (Ἃ' Τίμ. 4,7).
18. Να εἶναι ἱκανὸς γιὰ ὅλα καὶ τέλειος σὲ κάθε ἔργο ἀγαθό.
19. Να ἐπαγρυπνὴ σ’ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα καὶ νὰ ὑπομένη ὅλες τὶς δοκιμασίες ποὺ περνᾶ στὴν περίοδο τῆς ἐπιτελέσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ του ἔργου (Β' Τίμ. 4,5).
20. Να εἶναι πάντοτε συνεργάτης μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν (Ἃ΄ Κόρ. 3,6-9).
21. Νὰ καλὴ σὲ μετάνοια τοὺς ἁμαρτωλοὺς (Λούκ. 24,47). Νὰ διδάσκη τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ τὸν τρόπο συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν (Λούκ. 1,77, Πράξ. 16,17, Ἰωάν. 20,23). Νὰ ὁδηγῆ τοὺς πλανωμένους στὴν ἀληθινὴ πίστι τοῦ Χριστοῦ (Ρώμ. 1,5 καὶ 10, 8-14). Νὰ σκορπίζη τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ (Μάτθ. 5,14-16).
22. Να εἶναι στὸν βίο τοῦ καθαρός, ἄμεμπτος, εἰλικρινὴς καὶ ταπεινὸς (Β' Κόρ. 1,12 Ἃ' Τίμ. 2,2). Νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ ποίμνιο τοῦ (Ἃ' Κόρ. 16,24). Νὰ μὴ ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του, νὰ εἶναι εἰρηνικὸς πρὸς ὅλους καὶ νὰ ὑπομένη τὰ παραπτώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἕως ὅτου διορθωθοῦν (Ἃ' Κόρ. 8,13 9,12 καὶ 10,32). Νὰ εἶναι πρὸς ὅλους παράδειγμα ἀγάπης, πίστεως καθαρᾶς καὶ νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων χωρὶς κερδοσκοπία, φιλοδοξίες ἡ κάτι ἄλλο παρόμοιο (Ἃ΄ Τίμ. 3,2 Ἃ΄ Θέσ. 2,4).
Ὅλα αὐτὰ τὰ καθήκοντα καὶ ποιμαντικὲς διατάξεις εἶναι γραμμένα γιὰ τοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ ἐφαρμόσθηκαν πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς ἄλλους Πατέρας καὶ Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἀκόμη χριστιανικὴ ἐποχή. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὴν ἁγιότητα τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἔχη ὁ ἱερεὺς καὶ ἰδιαίτερα, ὅταν λειτουργῆ, λέγει τὰ ἕξης: «Καθαρώτερο ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου πρέπει νὰ εἶναι τὸ χέρι σου, ὢ ἱερεῦ, ἀφοῦ μὲ αὐτὸ ἐσὺ θυσιάζεις τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Ἐνῶ ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει ὅτι «ὁ ἱερεὺς καὶ ἂν ἀκόμη φροντίζη νὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἁγία, ἀλλὰ δὲν νοιάζεται γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκούουν, θὰ βασανίζεται στὸ αἰώνιο πῦρ ὡς ἕνας πόρνος». Κάτι παρόμοιο ἔλεγε καὶ ἕνας ἄλλος ἅγιος πατήρ: «Ὁ ἱερεὺς ποὺ ἐπιτελεῖ ἀναξίως τὴν Θεία Λειτουργία εἶναι δεύτερος Ἰούδας καὶ βαρύτερα μὲ βασανίζεται στὸ πῦρ τῆς γεέννης ἀπὸ ὁ, τί ἐκεῖνος». Καὶ πάλι ἀκούομεν τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ λέγη: «Ὁ ἐπίσκοπος ἡ ὁ ἱερεὺς ποὺ δὲν εἶναι ἐνήμερος τῶν Θείων Γραφῶν καὶ τῶν διδασκαλιῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων, καθὼς καὶ στὴν πρακτικὴ φιλοσοφία, δήλ. στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, γίνεται αἴτιος ἀπωλείας ὅλων τῶν ἐνοριτῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων».
Ἰδοὺ λοιπόν, πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ ἰδιαίτερα ἐσεῖς ποὺ ἐλάβατε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μοναχικὸ Σχῆμα καὶ τὸ φορτίο τῆς ἱερωσύνης, πόσο μεγάλη θὰ εἶναι ἡ ἀπολογία μᾶς ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ πόσο ὑψηλὰ καθήκοντα ἔχουμε ὡς ἱερεῖς καὶ λειτουργοί του Ἱεροῦ Βήματος.
Γι’ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγρυπνοῦμε καὶ νὰ προσευχώμεθα στὴν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μας νὰ μᾶς βοηθήση μὲ τὴν Χάρι Του νὰ ἐπιτελοῦμε, ὅσο μποροῦμε σωστά, αὐτὰ τὰ ὑψηλά μας καθήκοντα, γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθοῦμε στὴν αἰωνία κόλασι, λόγω τῆς ὀκνηρίας, ἀναισθησίας καὶ ἀδιαφορίας μας. Ἀμήν.
Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἠλιὲ
«Πνευματικοὶ Λόγοι»
Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992
Πηγή:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου