
Ὁ ἱερεὺς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Μία φωτισμένη καὶ ἁγιασμένη ἱεραποστολικὴ μορφὴ τῶν ἡμερῶν μας
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Ἔφυγε ὄρθιος
Ὁ π. Νικόλαος συνέχισε τὰ ποιμαντικὰ καὶ ἱεραποστολικά του καθήκοντα μέχρι τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου του. Μία μέρα πρὶν τὴν κοίμησή του, τὴν Πέμπτη 12 Ὀκτωβρίου 2007, λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο. Συνήθιζε πρὶν τὸ «Δὶ' εὐχῶν» νὰ λέει δύο λόγια. Ἀπέφευγε μάλιστα καὶ τὸ μικρόφωνο καὶ ὁ κόσμος τέντωνε τὰ αὐτιά του γιὰ νὰ ἀκούση. Εἶπε λοιπὸν στὴν τελευταία του Θεία Λειτουργία:
«Καλοσύνη παιδιά μου, ὅπου κι ἂν εἶστε, στὸ δρόμο, στὸ σπίτι, στοὺς δικούς σας, στοὺς συγγενεῖς σας, σὲ γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, σ' ὅλο τὸν κόσμο, καλοσύνη παιδιά μου».
Ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα εἴχαμε κανονίσει νὰ τὸν μεταφέρωμε μὲ τὸ αὐτοκίνητο στὸ ἐξοχικό του μαζὶ μὲ τὴν πρεσβυτέρα καὶ τὸν γιὸ τοῦ Εὐάγγελο. Λόγω κακῆς διαχείρισης τοῦ χρόνου ἔφθασα 20 λεπτὰ καθυστερημένος. Τοὺς βρῆκα καθισμένους στὰ σκαλιὰ τῆς πολυκατοικίας νὰ περιμένουν. Ὁ π. Νικόλαος μελετοῦσε. Ζήτησα μὲ μεγάλη στενοχώρια συγνώμη γιὰ τὴν ἀργοπορία. Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως ἀντίκρισα στὸ πρόσωπο τοῦ π. Νικολάου μία παιδικὴ ἀθωότητα, μία γλυκύτητα καὶ ἕνα πλατὺ χαμόγελο ποὺ ποτὲ δὲν
θα τὸ ξεχάσω. Τὸ προσωπικό του σύνθημα ἀπὸ τὴν Ἄγ. Γραφὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦταν, «ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. ἰη' 3). Τὸ σύνθημα τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας 13 Ὀκτωβρίου 2006 (ἡμέρα ἐκδημίας τοῦ) ἦταν, «Σὺ οὒν τέκνον μου ἐνδυναμοὺ ἐν τὴ χάριτι τὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Τίμ. Β', β', 1). Ὁ Εὐάγγελος ποὺ ἀνακάλυψε μὲ συγκίνηση τὸ χαρτάκι μὲ τὸ σύνθημα... μερικὲς μέρες ἀργότερα, τὸ θεώρησε σὰν προσωπικὴ ὑποθήκη.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς 13 Ὀκτωβρίου, ἔχοντας ἐπιστρέψει στὸ Γκύζη, ἀνεχώρησε νωρὶς ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ προλάβη νὰ ἐπισκεφθῆ μερικὰ σπίτια γιὰ ἱεραποστολὴ προτοῦ ἐπισκεφθῆ σπίτι ἐνορίτου τοῦ Ἄγ. Ἐλευθερίου γιὰ ἕνα εὐχέλαιο. Ἡ τελευταία του λέξη πρὸς τὴν οἰκογένεια ἦταν: «χαίρετε». Ὅπως προαναφέραμε, ὁ π. Νικόλαος εἶχε κατ' ἐπανάληψη ἐπισκεφθεῖ γιὰ ἱεραποστολὴ ὅλα τὰ σπίτια τῆς ἐνορίας του, τὰ τελευταία δὲ χρόνια, εἶχε ἐπεκταθεῖ μὲ ἄδεια τῶν οἰκείων ἱερέων καὶ σὲ γειτονικὲς ἐνορίες. Ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα μετέβη σὲ ἀπομακρυσμένη περιοχὴ τῆς ἐνορίας Ἄγ. Δημητρίου Ἀμπελοκήπων. Κτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς διαμερίσματος τῆς ὁδοῦ Καλαβρίας. Τὸν ὑποδέχθηκε ἕνα ἡλικιωμένο ζευγάρι, τὸ ὁποῖο ἐξεπλάγη μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἄγνωστου ἱερέα νὰ μιλήση μαζί τους. Τὸ πρόσωπό του ἦταν φωτεινό, ὅπως εἶπαν ἀργότερα. Κάθησε κοντὰ τοὺς 20 λεπτά. Οἱ ψυχὲς τοὺς κατενύγησαν. Ὑποσχέθηκαν ὅτι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ εἶναι τακτικοὶ στὸν Ναὸ καὶ θὰ ἐξομολογοῦνται. Τοὺς ἔγραψε συνδρομητὲς στὸ περιοδικὸ «Πρὸς τὴν Νίκην». Ἀπὸ τὴν ἀπόδειξη τῆς ἐγγραφῆς βρέθηκε τὸ τηλέφωνο καὶ ἔγινε δυνατὴ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὴν οἰκογένεια μερικὲς μέρες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου. Ὁ π. Νικόλαος ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ ἄρχισε νὰ ἀνηφορίζη τὴν ὁδὸ Εὐρυτανίας (Πάροδο τῆς ὁδοῦ Πανόρμου), κάθετη στὴν ὁδὸ Καλαβρίας. Ἴσως νὰ κτύπησε καὶ ἄλλες πόρτες καὶ νὰ μὴν τοῦ ἄνοιξαν. Τὰ τελευταία χρόνια εἶχε διαπιστώσει ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἦταν πιὸ ἐπιφυλακτικοί, δὲν ἄνοιγαν εὔκολα τὴν πόρτα τους.
Τὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς ὁδοῦ Εὐρυτανίας ἔχει σκαλιά. Τὰ σκαλιὰ αὐτὰ ἦταν ἡ κλίμακα ποὺ ἀνέβασε τὸν π. Νικόλαο ἀπὸ τὴν γῆ εἰς τὸν οὐρανό. Στὴν μέση περίπου τῆς ἀναβάσεως καὶ ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἕνα πλατύσκαλο, ἔξω ἀπὸ τὸ κτίριο μὲ ἄρ. 70, ἡ καρδιὰ τοῦ τὸν ἐγκατέλειψε. Τὸν βρῆκαν ξαπλωμένο μετὰ ἀπὸ λίγο μερικοὶ νέοι. Τὸ ἕνα του χέρι ἦταν ὑψωμένο καὶ ἔδειχνε πρὸς τὸν οὐρανό. Ἕνας, ὁ Εὐάγγελος, προσπάθησε νὰ τοῦ κάνη τεχνητὴ ἀναπνοή, ἀλλὰ ἦταν ἀργά...
Πρόγνωση τῆς ἀναχωρήσεώς του
Ἡ αἰφνίδια ἀναχώρηση τοῦ πατρὸς δημιούργησε μεγάλη λύπη ἀλλὰ καὶ ἔκπληξη στὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ σὲ ὅσους τὸν γνώριζαν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν. Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ διηγηθοῦμε στὴν συνέχεια εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ π. Νικόλαος εἶχε «εἰδοποιηθῆ» ἄνωθεν καὶ ἐγκαίρως γιὰ τὴν ἀναχώρησή του.
Λίγα χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του τύχαμε σὲ χαριτωμένη συζήτησή του μὲ τὴν μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὸν ἀδελφή του Δήμητρα. Ὁ π. Νικόλαος ἐπέμενε, «ἐγὼ θὰ φύγω πρῶτος»... Ἔτσι καὶ ἔγινε. Κατὰ καιροὺς ἔλεγε: «ἐγὼ θὰ φύγω» ἀλλὰ δὲν θέλαμε νὰ τὸ πιστέψουμε, διότι τὸν βλέπαμε δραστήριο καὶ πρόθυμο νὰ τρέχη στὴν διακονία τοῦ μέχρι τὴν τελευταία στιγμή.
Ἀναφέρουμε καὶ ἀλλοῦ τὸ πῶς βοήθησε πνευματικὰ τὴν οἰκογένεια τῆς κ. Μερόπης Κ.-Σ. καὶ πῶς μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ πατρὸς ἀπέκτησαν ἕνα χαριτωμένο ἀγόρι τὸν Στέφανο. Ὁ πατὴρ ἀγαποῦσε πολὺ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ τοῦ εἶχε πεῖ καὶ ὁρισμένα πράγματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὸ μέλλον του. Ἕνα περίπου χρόνο πρὶν τὴν κοίμησή του τοὺς εἶχε ἐπισκεφθεῖ στὸ σπίτι (ἡ οἰκογένεια διαμένει στὰ Γλυκὰ Νερά, περιοχὴ ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ Γκύζη). Μίλησε μὲ πολλὴ ἀγάπη στὸν Στέφανο (ἦταν 12 περίπου χρόνων), τὸν ρώτησε τί θέλει νὰ σπουδάσει καὶ ὅταν αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε ἀρχιτέκτων, ὁ πατὴρ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ περάσει στὴν Ἀρχιτεκτονική, ὄχι ὅμως στὴν Ἀθήνα. Πάντως ὁ ἴδιος δὲν θὰ ζῆ τότε.
Τὸν τελευταῖο χρόνο, ὁ π. Νικόλαος στὶς μηνιαῖες ὁμιλίες του στὸ ἐνοριακὸ κέντρο ἀνέφερε τακτικά. «Αὐτὸ τὸν καιρὸ μὲ συνέχει τὸ θέμα τῆς αἰωνιότητος... Πῶς θὰ εἶναι ἡ αἰωνιότης.. ὁ οὐρανός... τὸ ἄπειρό του Θεοῦ...». Τὸ ἴδιο θέμα φαινόταν νὰ τὸν ἀπασχολὴ καὶ στὶς ἰδιωτικὲς συζητήσεις του.
20-30 ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἀνεξάρτητα στὸν κ. Σωτήριο Σ. καὶ σὲ ἐνορίτισσα ὅτι θὰ φύγη σύντομα, ἀλλὰ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴν ποῦν τίποτε.
Ἐπισκεπτόταν κάθε μήνα τὴν κ. Πόπη Β. γιὰ ἁγιασμό. Ὁ τελευταῖος ἁγιασμὸς ἔγινε τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Φεύγοντας τῆς εἶπε «καὶ τώρα Πόπη στὴν αἰωνιότητα». Ἡ κ. Πόπη δὲν κατάλαβε ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸ νόημα τῆς φράσεως αὐτῆς, τὸ κατάλαβε ὅμως τρεῖς μέρες ἀργότερα!
Τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς 13/10/06 ἡ κ. Ἀγγελικὴ Α. ἔλαβε ἕνα ἀνησυχητικὸ τηλέφωνο ἀπὸ τὴν κόρη της. Εἶχε δεῖ ξημερώνοντας στὸν ὕπνο τῆς τὸν π. Νικόλαο νὰ ἔχει ἀποθέσει τὰ μαῦρα ράσα καὶ νὰ φορᾶ λευκὸ χιτώνα. «Ἐγὼ τώρα φεύγω... φεύγω» τῆς εἶπε καὶ πῆρε τὸν μικρό της Γιωργάκη δύο ἐτῶν καὶ τὸν κοινώνησε. Στὴν συνέχεια ἄφησε ἕνα φάκελο στὸ κομοδίνο ποὺ ἔγραφε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἱερέως. Τὸ ἀπόγευμα ἐκεῖνο κοιμήθηκε ὁ πατήρ. Ὁ ἱερεύς, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶχε γραφεῖ στὸν φάκελο, ἔγινε ἔκτοτε ὁ νέος πνευματικός της κ. Ἀγγελικῆς.
Ὁ π. Νικόλαος, ὅπως προνοοῦσε γιὰ ὅλα εἶχε προνοήσει μὲ ἐπιμέλεια καὶ γιὰ τὰ τοῦ θανάτου του.
Εἶχε ἀπὸ καιρὸ δώσει ἕνα δεματάκι στὴν πρεσβυτέρα μὲ τὴν ἔνδειξη, «νὰ ἀνοιχτὴ μετὰ τὸν θάνατό μου». Προφανῶς καὶ ἐδῶ εἶχε πληροφορία ὁ π. Νικόλαος ὅτι θὰ φύγη πρὶν τὴν πρεσβυτέρα. Τὸ δέμα, ποὺ ἀνοίχθηκε μετὰ τὸν θάνατό του περιεῖχε ἕνα καδράκι μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸ κρεμάση ἡ πρεσβυτέρα στὴν κρεβατοκάμαρά της. Τὸ καδράκι ἔγραφε: «καλὴ ἀντάμωση στὸν οὐρανό, σὲ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν βοήθεια πού μου ἐχάρισες».
Μὲ συγκίνηση τὰ παιδιὰ τοῦ π. Νικολάου βρῆκαν στὸ γραφεῖο τοῦ 5 ἀντίγραφα τοῦ ποιήματος τοῦ Γ. Βερίτη «Στὴ δύση τῆς ζωῆς» καὶ τὸ σημείωμα, «ὅταν ἀποθάνω τὰ 5 παιδιὰ νὰ πάρουν ἀπὸ ἕνα καὶ νὰ τὸ διαβάσουν». Ἦταν ἡ πνευματικὴ διαθήκη τοῦ π. Νικολάου πρὸς τὰ παιδιά του, γράφτηκε δὲ προφανῶς μετὰ τὴν κοίμηση τῆς κόρης τοῦ Μαρίας (δήλ. τοὺς τελευ-ταίους ἔξι μῆνες), ἀφοῦ ἀπευθύνεται σὲ 5 καὶ ὄχι 6 παιδιά. Παραθέτουμε λίγους στίχους ἀπὸ τὸ ὡραῖο αὐτὸ ποίημα,
Γιέ μου, τώρα ἐγὼ σὲ λίγο θὰ σ' ἀφήσω καὶ θὰ φύγω.
μία φωνὴ μὲ προσκαλεῖ στὴ γαλήνη τ' ἄλλου κόσμου.
Φεύγω, γιέ μου μὴ μὲ κλάψης μόνο, ἐκεῖ ποὺ θὰ μὲ θάψης,
θέλω νάρχεσαι συχνὰ νὰ προσεύχεσαι γιὰ μένα.
Φεύγω γιέ μου, καὶ σοὺ δίνω τὴν εὐχή μου φυλαχτό σου,
καὶ παραγγελιὰ σ' ἀφήνω νὰ φύλαξης πιὸ πολὺ
κι ἀπ’ τ' ἀμπέλια κι ἀπ' τὸ βίος σου
κι ἀπ' τὸ σπίτι αὐτὸ ...
κι ἀπ' τὰ μάτια κι ἀπ' τὸ φῶς σου
τοῦ πατέρα σου τὴν Πίστη. Ὅ,τι κι ἄν σου τύχη ἐμπρός σου,
αὐτὴ θάναι σύντροφός σου καὶ πατέρας κι ἀδελφός σου.
Κι ὅταν κάποτ' ἒρθ' ἡ ὥρα καὶ σὺ γείρης ἁπαλὰ καὶ σοὺ κλείσουνε τὰ μάτια,
θὰ σὲ ξαναδῶ παιδί μου, στὴ χρυσογαλάζια χώρα.
Καὶ θὰ σὲ χαρῆ ἡ ψυχή μου... Ἔχε, γιέ μου τὴν εὐχή μου!
Μερικὲς ἥμερες μετὰ τὸν θάνατό του οἱ δικοί του ἀνακάλυψαν μὲ συγκίνηση ἕνα μαρμάρινο σταυρὸ στὴν ντουλάπα του μὲ τὸ ἑξῆς σημείωμα: «Παρακαλῶ ὁ Σταυρὸς αὐτὸς νὰ τοποθετηθῆ εἰς τὸν τάφον μου καὶ ὅταν ἔρχεσθε νὰ κάμετε μίαν προσευχήν, ἴνα εὕρω ἔλεος ἐν τὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Νικόλαος ἀνάξιος ἱερεύς».
Ὁ σταυρὸς αὐτὸς τοποθετήθηκε ὄντως στὸν τάφο τοῦ π. Νικολάου.
Περιστατικὰ μετὰ τὴν κοίμησή του
Κατὰ τὴν κηδεία
Ἡ κηδεία τοῦ π. Νικολάου ἔγινε στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο Γκύζη τὴν Δευτέρα 16 Ὀκτ. 2006 καὶ ἡ ταφή του στὸ νεκροταφεῖο Ζωγράφου. Ὁ μεγάλος Ναὸς τοῦ Ἄγ. Ἐλευθερίου ἦταν ἀσφυκτικὰ γεμάτος ἀπὸ κόσμο, λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς (βλ. ἄρθρο «ἔφυγε ἕνας σεμνὸς λευίτης» στὸ Παράρτημα Ἅ'), ποὺ μὲ συγκίνηση ἀνάμεικτη μὲ ἀναστάσιμη χαρὰ προέπεμπαν ἕναν Ἅγιο κληρικό, κληρικὸ ὑπόδειγμα ἀλλὰ καὶ ἄξιο καὶ πιστὸ οἰκογενειάρχη, ποὺ εἶχε ἀγωνιστεῖ τὸν καλὸ ἀγώνα μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Καθ' ὅσον γνωρίζουμε ὁ Ἅγιος πατὴρ δὲν ἄφησε ἐκκρεμότητες στὰ πνευματικά του παιδιά, ὅμως ἡ λύπη γιὰ τὸν ἀποχωρισμὸ τοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατὴρ ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἔδωσε σημεῖα παρηγοριᾶς σὲ πονεμένα πνευματικά του παιδιὰ (βλ. καὶ μαρτυρία τοῦ κ. Β. Ἀντσακλὴ στὸ Παράρτημα Α'). Ἡ κ. Μαρία Π. ἀπὸ γειτονικὴ ἐνορία, πνευματικὸ παιδὶ τοῦ πατρὸς ἐπὶ 30 χρόνια, μᾶς ἔγραψε συγκλονισμένη τὸ ἑξῆς: «τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ εἶχα πολὺ στενοχωρηθεῖ ποὺ μᾶς ἔφυγε ἔτσι ξαφνικά. Μέσα στὸ πλῆθος προσπαθοῦσα νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ ἀλλὰ δὲν ἔφθανα καλά. Κάποια στιγμὴ μετὰ ἀπὸ πολλὴ προσπάθεια πιάνω τὸ χέρι του καὶ τὸ φιλῶ καὶ διαπιστώνω ὅτι εἶναι μαλακὸ σὰν νὰ εἶναι ζωντανός. Τὴν ἴδια στιγμὴ βλέπω τὰ δάχτυλα τοῦ ἄλλου χεριοῦ νὰ σταυρώνονται σὲ σχῆμα εὐλογίας. Ὁ πατὴρ μὲ εὐλογοῦσε ἐκείνη τὴν στιγμή, ὅπως μᾶς εὐλογοῦσε στὸν Ναό! Αὐτὸ μὲ συγκλόνισε τόσο πολὺ ποὺ θὰ τὸ θυμᾶμαι σὲ ὅλη μου τὴν ζωή. Δὲν τὸ λέω σὲ ἄλλους γιατί φοβᾶμαι μὴν μὲ κοροϊδέψουν. Δοξάζω τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἀξίωσε νὰ δῶ ἕνα τέτοιο θαῦμα».
Παρόμοιο περιστατικὸ μᾶς διηγήθηκε καὶ ἡ κ. Ἀγγελικὴ Α. Κατὰ τὴν κηδεία τοῦ πατρός, ὅταν τὸν ἀσπάσθηκε, τῆς φάνηκε ὅτι εὐλόγησε μὲ τὸ χέρι τοῦ τὸν μικρό της ἐγγονὸ Γιωργάκη, τὸν ὁποῖο βαστοῦσε στὴν ἀγκαλιά, ὁ δὲ Γιωργάκης μὲ τὴν σειρὰ τοῦ ψέλλιζε ὅτι θὰ φορέση κι' αὐτὸς καπέλο (καλυμμαύχι) σὰν τὸν παππούλη...
Κοντὰ καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὸν γνώρισαν ἐν ζωὴ
Ἡ Παναγιώτα Γ. τὴν ὥρα ποὺ διάβαζε τὸ βιβλίο, παρακινημένη ἀπὸ φίλη της πνευματικὸ παιδὶ τοῦ πατρὸς Νικολάου, ἔλαβε ἀνησυχητικὸ τηλεφώνημα ὅτι ἡ ἀδελφή της εἶχε χτυπήσει τὸ μάτι τῆς ἄσχημα, ἔτρεχε αἷμα καὶ τὴν εἶχαν πάει ἐπειγόντως στὸ Νοσοκομεῖο. Ἡ Παναγιώτα αὐθόρμητα παρακάλεσε: «π. Νικόλαε, σῶσε τὸ μάτι τῆς ἀδελφῆς μου» καὶ ὁ π. Νικόλαος βοήθησε ἄμεσα, διότι μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν πῆρε τηλέφωνο ἡ ἴδια ἡ ἀδελφή της καὶ τῆς εἶπε ὅτι τὸ μάτι ἦταν χτυπημένο ἄσχημα ἀλλὰ θὰ τὸ γλύτωνε.
Ἡ δ/νὶς Α. Σ., ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς μόνη στὸν κόσμο καὶ κατατρεγμένη ἀπὸ συγγενεῖς, τυχαία εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ παγκάρι τῆς Ἐκκλησίας ἕνα τεῦχος τοῦ πε¬ριοδικοῦ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν «Τόλμη» ποὺ εἶχε ξεμείνει ἀπὸ τὸν Νοέμβριο 2006. Κάτι τὴν ἔ¬σπρωξε ὅπως λέει νὰ πάρει τὸ συγκεκριμένο τεῦχος (εἶναι τὸ τεῦχος ποὺ περιεῖχε ἀναφορὰ στὸν π. Νικό¬λαο (βλ. Παράρτημα Α'). Μόλις τὸ ἄνοιξε καὶ ἔπεσαν τὰ μάτια της στὴν μορφὴ τοῦ π. Νικολάου τὸν αἳ-σθάνθηκε ξαφνικὰ πολὺ κοντά της, σὰν νάταν πατέ¬ράς της καὶ τῆς δημιουργήθηκε ἡ ἔντονη ἐπιθυμία νὰ τὸν ἐπικαλεσθῆ. Ἀπὸ τότε τὸν ἐπικαλεῖται καθημερι¬νά, τὸν ἐπικαλέσθηκε δὲ καὶ κάποια στιγμὴ ποὺ εἶχε ἔντονο πόνο στὴν καρδιὰ μετὰ ἀπὸ δυσάρεστα γεγο¬νότα καὶ ὁ πόνος ἔφυγε ἀμέσως. Ἡ ἴδια τὸν ἀποκαλεῖ μετὰ πεποιθήσεως Ἅγιο Νικόλαο καὶ λυπᾶται πάρα πολὺ ποὺ δὲν τὸν γνώρισε.
Κάποια ἄλλη ψυχή, μπαίνοντας στὸν Ἅγιο Γεράσιμο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν γιὰ νὰ ἀνάψει ἕνα κεράκι, πληροφορήθηκε ἀπ' τὸ φυλλάδιο τῶν Πολυτέκνων, ποὺ βρῆκε στὸ παγκάρι, γιὰ τὸν π. Νικόλαο . Ἀναζήτησε τὸ βιβλίο, τὸ διάβασε καὶ συγκινήθηκε πολὺ ἀπὸ τὴν Ἁγία μορφή του. Τὸ πρόσφερε στὴν συνέχεια καὶ σὲ φίλες της καὶ ἐκεῖνες μὲ τὴ σειρά τους σὲ ἄλλους. Ὅπως πληροφορηθήκαμε, ὅλοι καταλαμβάνονται ἀπὸ αἴσθημα ψυχικῆς ἀνάτασης, τὸν ἐπικαλοῦνται σὲ δύσκολες στιγμές τους, πιστεύουν ὅτι εἶναι ἁγιασμένος, διδάσκονται ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀλλάξουν κάποιες συνήθειές τους.
Ὁ ἱερεὺς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Μία φωτισμένη καὶ ἁγιασμένη ἱεραποστολικὴ μορφὴ τῶν ἡμερῶν μας
Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου