Οἱ Ἅγιοι Γουρίας καὶ Σαμωνᾶς, ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἔδεσσας (σημερινὴ Οὔρφα στὰ βάθη τῆς Τουρκίας) καὶ μαρτύρησαν ἀποκεφαλιζόμενοι (303μ.Χ.) ἐπειδὴ πίστευαν στὸν Χριστό, στοὺς χρόνους τοῦ τρομεροῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐπέβαλε ὁ Διοκλητιανός. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἄβιβος, ποὺ ἦταν Ἱεροδιάκονος ἀπὸ τὴν Ἔμεσα τῆς Συρίας, μαρτύρησε (316μ.Χ.) καὶ αὐτὸς καὶ ἐτάφη μαζὶ μὲ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Γουρία καὶ Σαμωνὰ στὴν Ἔδεσσα.
Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, οἱ Οὗννοι ποὺ μάχονταν καὶ πολεμοῦσαν τοὺς Χριστιανούς, ἔφθασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα, ἀναγκάζοντας τοὺς Χριστιανοὺς βασιλεῖς νὰ ἀποστείλουν στρατὸ γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς Ἐδεσσηνούς. Ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες ἦταν καὶ ἕνας κακότροπος Γότθος ποὺ διέμενε στὸ σπίτι μιᾶς χήρας ποὺ τὴν ἔλεγαν Σοφία, ἡ ὁποία εἶχε μία ὡραιοτάτη κόρη ποὺ τὴν ἐρωτεύτηκε ὁ βάρβαρος αὐτὸς στρατιώτης καὶ παριστάνοντας τὸν πλούσιο καὶ καλὸ ἄνθρωπο τὴν ζήτησε ἀπὸ τὴν μητέρα της σὲ γάμο μὲ διάφορες κολακεῖες. Ἡ χήρα ἂν καὶ δὲν τὸν ἤθελε γιὰ γαμπρὸ ἐπειδὴ εἶχε μάθει ὅτι ἦταν παντρεμένος, ὑπέκυψε τελικὰ στὶς ἀπειλές του, ἀφοῦ ἐκεῖνος ὁ δόλιος ὁρκίστηκε ψευδῶς στὸν Θεὸ ὅτι ἦταν ἀνύπαντρος, ὑποσχόμενος ὅτι ἡ κόρη της θὰ ζοῦσε κοντὰ τοῦ πλουσιοπάροχα. Ἡ ὀρφανὴ κόρη παντρεύτηκε τελικὰ τὸν ἄγνωστο στρατιώτη καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔμεινε ἔγκυος. Ὁ Γότθος, ἀφοῦ τελείωσε ὁ πόλεμος καὶ οἱ Χριστιανοὶ νίκησαν τοὺς Οὕννους, ἀπεφάσισε νὰ φύγει μὲ τὴ γυναίκα του...ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα καὶ νὰ πᾶνε νὰ ζήσουν στὸν τόπο του. Ἡ Σοφία στεναχωρημένη γιὰ τὸν ἐπικείμενο χωρισμὸ ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη κόρη της, πῆγε μαζὶ μὲ τὸ ζευγάρι στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Γουρία, Σαμωνὰ καὶ Ἀβίβου, καὶ ἀνάγκασε τὸν γαμπρό της νὰ ἀκουμπήσει στὸν τάφο τους καὶ νὰ ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀγαπάει τὴν κόρη της καὶ δὲν θὰ τῆς κάνει κακό. Ὁ ἀθεόφοβος ἐκεῖνος ἔδωσε ὅρκο νὰ μὴν λυπήσει ποτὲ τὴν κοπέλα.
Φθάνοντας στὴν χώρα του, ξέχασε τοὺς ὅρκους καὶ ὅταν κόντευαν στὸ σπίτι του, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν γυναίκα τοῦ τὰ πλούσια ροῦχα, τὴν ἕντυσε φτωχικὰ γιὰ νὰ φαίνεται ὡς αἰχμάλωτη, καὶ τῆς εἶπε ὅτι εἶναι παντρεμένος μὲ παιδιὰ καὶ θὰ ἔπρεπε στὸ ἑξῆς νὰ ζεῖ ὡς ὑπηρέτρια τῆς γυναίκας τοῦ χωρὶς ἐκείνη νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια! Ἡ ἐξαπατημένη κοπέλα καταδικάστηκε ἔτσι νὰ ζεῖ δυστυχισμένη. Φθάνοντας στὸ σπίτι, ἡ πρώτη γυναίκα του, ζήλεψε τὴν ὀμορφιὰ τῆς κοπέλας, ἀλλὰ ὁ ἄνδρας τῆς τὴν καθησύχασε λέγοντας ὅτι εἶναι αἰχμάλωτη ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ δούλευε ὡς ὑπηρέτρια. Ἀπὸ τότε ἡ φθονερὴ κυρία διέταζε τὴν κοπέλα νὰ κάνει βαριὲς δουλειές, ἂν καὶ ἦταν ἐγκυμονούσα, ὥστε νὰ πεθάνει ἀπὸ τοὺς κόπους. Ὅταν ἐκείνη γέννησε ἀγόρι, καὶ διέκρινε ἡ κακούργα ἀντίζηλος ὅτι τὸ μωρὸ ἐμοίαζε μὲ τὸν σύζυγό της, ζήλεψε περισσότερο καὶ μελετοῦσε τρόπο γιὰ νὰ θανατώσει τὸ παιδί. Κάποια ἡμέρα ποὺ ἔστειλε σὲ δουλειὰ τὴν μάνα τοῦ παιδιοῦ καὶ ἔμεινε μόνη μὲ αὐτό, τὸ δηλητηρίασε καὶ τὸ θανάτωσε! Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ μάνα καὶ βρῆκε νεκρὸ τὸ παιδί της, συγκλονισμένη μάζεψε τὸν ἀφρὸ ἀπὸ τὸ στόμα του μὲ ἕνα κομμάτι μάλλινου δέρματος καὶ τὸν ἔκρυψε γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσει στὴν ραδιούργα ποὺ φόνευσε τὸ παιδί της.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Γότθος παρέθεσε δεῖπνο σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἡ νεαρὴ κοπέλα βρίσκοντας τὴν κατάλληλη στιγμή, ἔβαλε σὲ ποτήρι καὶ πότισε στὴν κυρία τῆς τὸν ἀφρό! Ἀμέσως ἡ κυρία ἔπεσε νεκρή. Ὑποψιαζόμενοι τότε ὅλοι τὴν νεαρὴ κοπέλα, γιὰ νὰ τὴν τιμωρήσουν τὴν ἔβαλαν ζωντανὴ στὸ μνῆμα ποὺ εἶχαν θάψει τὴν κυρία, βάζοντας καὶ φύλακες νὰ φρουροῦν τὸν τάφο! Μέσα στὴ δυσωδία καὶ τὸ σκότος τοῦ τάφου, ἡ κοπέλα ἀπαρηγόρητη, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ στοὺς Ἁγίους Μάρτυρες παρακαλώντας νὰ τὴν σώσουν ἀπὸ αὐτὸ τὸν σκοτεινὸ λάκκο. Τότε βλέπει τρεῖς ἄνδρες ποὺ ἄστραφταν καὶ εὐθὺς ὁ δυσώδης τάφος μετεβλήθη σὲ εὐώδη τόπο. Τὴν καθησύχασαν καὶ τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ τὴν πάνε στὴν μητέρα της. Ἐκείνη ἀποκοιμήθηκε καὶ εὑρισκόμενη σὲ ἔκσταση, βρέθηκε τὴν ἴδια στιγμὴ στὴν Ἔδεσσα! Ὅταν ξύπνησε βρισκόταν μέσα στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Γουρία, Σαμωνὰ καὶ Ἀβίβου, βλέποντας μπροστά της τοὺς Ἁγίους! Ἐκείνη γεμάτη ἀπὸ χαρὰ τοὺς εὐχαρίστησε δακρυσμένη καὶ εὐθὺς οἱ Ἅγιοι ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν ἦρθε ὁ ἱερέας τοῦ ναοῦ καὶ βρῆκε τὴν κοπέλα χαρούμενη, ἐκείνη τοῦ διηγήθηκε ὅλη τὴν ὑπόθεση. Ὁ ἱερέας τότε γιὰ νὰ πεισθεῖ κάλεσε τὴν μητέρα της, στὴν ὁποία διηγήθηκε ἡ κόρη τὰ ὅσα ὑπέστη, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους μαζὶ μὲ ὅσους πληροφορήθηκαν τὸ θαυμαστὸ γεγονός.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐστάλησαν πάλι στρατεύματα στὴν Ἔδεσσα γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν πόλη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Γότθος στρατιώτης, ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τῆς πεθερᾶς τοῦ νομίζοντας ὅτι δὲν ἤξερε τίποτα. Τῆς εἶπε ὅτι ἡ κόρη τῆς ἦταν καλὰ καὶ εἶχε γεννήσει ἀγόρι. Ὅμως, ἡ Σοφία μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει τὰ ψεύδη, κάλεσε τὴν κόρη της καὶ ρώτησε ἐκεῖνον τὸν ἄσπλαχνο ἂν τὴν γνώριζε καὶ ἂν θυμόταν ποὺ τὴν εἶχε θάψει ζωντανή, χωρὶς νὰ φοβᾶται τοὺς Ἁγίους. Βλέποντας τὴν κοπέλα μπροστά του ἔμεινε ἄφωνος καὶ εὐθὺς συνελήφθη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ καὶ ὁδηγήθηκε στὸν στρατηλάτη, ποὺ ἀνακρίνοντας τὸν ἀπεφασίσθη νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἂν καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἐπίσκοπό της πόλης δὲν ἤθελαν νὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλὰ νὰ τοῦ δώσουν καιρὸ μετανοίας γιὰ νὰ μὴν ἀπωλεσθεῖ ἡ ψυχή του, τελικὰ ἀπεφασίσθη ἡ θανάτωσή του γιὰ τὶς ἄδικες πράξεις του.
Πηγή:Ἑλληνισμὸς-Ὀρθοδοξία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου