Ἔτσι γεννήθηκε ὁ νεώτερος ἀθεϊσμὸς ὅλων τῶν ἀποχρώσεων [ἀπὸ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς (ποὺ συχνὰ ἐκφράστηκε ἐπιθετικά, ὅπως στὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα) μέχρι τὴν ἁπλὴ ἀδιαφορία γιὰ σχέση μὲ τὸ Θεό, ἄσχετα ἂν ὑπάρχει ἢ ὄχι]. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴ λανθασμένη ταύτιση τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὶς νοσηρὲς δυτικὲς παραχαράξεις τοῦ (καθολικισμὸ καὶ προτεσταντισμό), ποὺ ἦταν φανερὰ ἀντίθετες στὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως διατυπώνεται στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ συχνὰ ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ φερθοῦν μὲ σκληρότητα στοὺς ἀνθρώπους κάποιοι δῆθεν «καθαροί», ποὺ τιτλοφορήθηκαν «ἀντιπρόσωποι τοῦ Θεοῦ».
Ὡστόσο, ἡ «ἀλλεργία» ποὺ πιάνει τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο (καὶ μάλιστα τὸ νέο) ὅταν ἀκούει γιὰ χριστιανισμὸ καὶ παπάδες, ὀφείλεται στην ἄγνοια στοιχείων τοῦ ἀρχαίου (τῶν πρώτων χιλίων ἐτῶν) καὶ τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ, ὅπως:
Ὅτι σκοπὸς τοῦ χριστιανικοῦ ἠθικοῦ ἀγώνα δὲν εἶναι ἡ ἀποφυγὴ ἁμαρτωλῶν πράξεων (ἀφήνοντας τὴν ψυχὴ νὰ βράζει ἀπὸ καταπιεσμένες ἐπιθυμίες, ποὺ γεννοῦν παθολογικὲς καταστάσεις καὶ κάποτε ἐκρήγνυνται), ἀλλὰ ἢ «νέκρωση τῶν παθῶν», δηλαδὴ τῶν ἐξαρτήσεων πού, ριζωμένες στὰ βάθη τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης (ὄχι μόνο στὸ σῶμα ἢ μόνο στὴν ψυχή), ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνοιχτεῖ μὲ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὰ ἄλλα πλάσματα τῆς δημιουργίας· στὴν πραγματικότητα, ἡ «νέκρωση» αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκρωτηριασμὸς τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἀλλὰ μεταμόρφωση τῶν ψυχοσωματικῶν δυνάμεων ἀπο εμπαθεῖς σε απαθεῖς, δηλαδὴ σὲ δυνάμεις ποὺ προωθοῦν... τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο (Θεό, συνάνθρωπο, ἄλλα ὄντα) ἀντὶ νὰ συστρέφουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν ἑαυτό του.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Σιναΐτη (6ος αἵ. μ.Χ.), συγγραφέα της Κλίμακος καὶ κατ’ ἐμὲ πατέρα τῆς ἐπιστήμης τῆς ψυχολογίας, τὰ πάθη δὲν εἶναι «φυσικὰ στὴν ψυχή», ἀλλὰ ἐμεῖς μεταβάλαμε σὲ πάθη «τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικά της». Αὐτὰ δὲν εἶναι κακὰ ἀπὸ μόνα τους, ἀφοῦ «ὁ Θεὸς δὲ δημιούργησε τίποτα κακό», ἀλλὰ γίνονται κακὰ ὅταν χρησιμοποιοῦνται λάθος. Ἔτσι ἢ «σπορὰ» (ἡ ἐκσπερμάτωση καί, κατ’ ἐπέκτασιν, ἡ σεξουαλικὴ πράξη) διαστράφηκε σὲ πορνεία, ὀ θυμός, ποὺ προορίζεται κατὰ τοῦ ὄφεως (διαβόλου), στράφηκε κατὰ τοῦ πλησίον, ὀ ζῆλος, ἀντὶ γιὰ τὶς ἀρετές, ἀπευθύνεται στὸ κακό, ἠ επιθυμία τῆς δόξας, ἀντὶ γιὰ τὴν οὐράνια δόξα («δοξασμὸς» = μετοχὴ στὸ θεῖο Φῶς, γιατί «δόξα τοῦ Θεοῦ» στὴ Βίβλο = τὸ θεῖο Φῶς, ἐκ τοῦ ἐβραϊκού νεφες Γιαχβέ), στράφηκε πρὸς τὴν ἀνθρώπινη δόξα κ.ο.κ. (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Περὶ διακρίσεως – Β΄, 41). Βλ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1994, σέλ. 318. Βλ. ἐπίσης π. Νίκ. Λουδοβίκου,«Νὰ μὴν χάσουμε τὰ πάθη. Νὰ τὰ μεταβάλουμε», Ἀντί, 13.1.2007.
Ἀγνοεῖ ἐπίσης ὅποιος πάσχει ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀλλεργία ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ του ἀγώνα δὲν εἶναι κάποια «μετὰ θάνατον» ἀνταμοιβή, ἔναντί της ἀσκητικῆς στέρησης κάθε ἀπόλαυσης στὴν παροῦσα ζωὴ (πράγμα ἐξαιρετικὰ ὕποπτο, ἀφοῦ ἔτσι «ἡ Ἐκκλησία σου πουλάει κάτι, ποὺ δὲ μπορεῖς νὰ τὸ ἐλέγξεις παρὰ μόνο μετὰ τὸ θάνατό σου»), ἀλλά η ἐδῶ καὶ τώρα μεταβολὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεῖο ὄν, ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα –μὲ προσπάθεια φυσικά– και να ἐπαληθευτεῖ ἄμεσα μὲ ἔρευνα στους γνωστοὺς ζῶντες ἁγίους κάθε γενιᾶς.
Ὅτι χαρακτηριστικὸ αὐτοῦ του ἀγώνα δὲν εἶναι ἡ πειθήνια ἀποδοχὴ κάποιων αὐθαίρετων κατασκευασμένων «δογμάτων», ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενων μὲ τὴ βία ἢ τὴν προπαγάνδα, ὅπως συνέβη στὴ μεσαιωνικὴ δύση, ἀλλὰ ἠ άμεση γνώση τοῦ Θεοῦ, συσσωρευμένη μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ ἐλεγμένη τόσο προσεχτικά, ὅσο ἡ γνώση σὲ κάθε ἄλλο τομέα, ὅσο κάθε ἐπιστήμη ἐλέγχει τὴ γνώση ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὶς μεθόδους της· «πίστη», στὴν ὁρολογία τῆς Βίβλου καὶ τῶν ἁγίων χριστιανῶν διδασκάλων, δὲ σημαίνει ἀποδοχὴ τῆς ἰδέας ὅτι ὑπάρχει Θεὸς (σημασία ποὺ ἔλαβε ὁ ὅρος στὴν ἐποχή μας), ἀλλά εμπιστοσυνη στὸ Θεὸ (γιὰ τὸν ὁποίο γνωριζουμε μὲ βεβαιότητα καὶ δεν πιστεύουμε μόνον ὅτι ὑπάρχει) ὅτι ἡ ἐπαγγελία γιὰ τὴ μέλλουσα βασιλεία Τοῦ εἶναι ἀληθής.
Ὄτι οι ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι «νόμος», ποὺ ἡ παράβασή του ἐπιφέρει τὴν (ἀνελέητη μάλιστα καὶ αἰώνια) τιμωρία τοῦ παντοδύναμου νομοθέτη πρὸς τὸν ἀδύναμο παραβάτη, ἀλλὰ «ἀποκάλυψη στὸν κόσμο τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ Θεοῦ» (τῆς ἀγάπης) καὶ ὁδηγίες πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ μίμηση αὐτοῦ του τρόπου [βλ. π. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψώμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σέλ. 112. Ὁ τίτλος τοῦ ἔργου («θὰ δοῦμε τὸ Θεὸ ὅπως εἶναι») προέρχεται ἀπὸ την Α΄ ἐπιστολὴ Ἰωάννου, 3, 2]. Ἡ μίμηση αὐτὴ θὰ θεραπεύσει τὸν ἀνθρωπο απὸ τὴ μεγάλη ἀσθένεια, τὸ θάνατο, φέρνοντας τὸν σὲ ἑνότητα μὲ τὸ Θεὸ (παράδεισος), ἀντὶ τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀπερίγραπτη ὀδύνη, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε κόλαση. «Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν κολάζει κανένα, ἀλλὰ ὁ καθένας κάνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐπιδεκτικό της μετοχῆς στὸ Θεό. Ἡ μετοχὴ στὸ Θεὸ εἶναι ἀπόλαυση καὶ ἡ ἀμεθεξία στὸ Θεὸ κόλαση» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, PG 94, 1573C).
[Ἀναλυτικὴ παρουσίαση τοῦ θέματος, μὲ πλῆθος βιβλικῶν καὶ πατερικῶν παραπομπῶν, βλ. στὸν τόμο Θανατος, Ἀνάσταση καὶ Αἰώνια ζωή, ἔκδ. Ἑτοιμασία, ἱερὰ μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2005. Βλ. ἀκόμη π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, «Παράδεισος καὶ Κόλαση στὴν ὀρθόδοξη παράδοση», Ν. Μ., «Ὁ Θεὸς ὠς πυρ καὶ φῶς», Ἀλέξανδρου Καλομοιρου (1931-1990) Ὁ Πύρινος Ποταμός, μτφρ. Π. Μπότση, Ζέφυρος, Θεσσαλονίκη 1995].
Μιλώντας γιὰ «Ἐκκλησία» ἡ νεώτερη καὶ σύγχρονη διανόηση, δυτικὴ καὶ ἐκδυτικισμένη (βέβαιη γιὰ τὴν ἀνωτερότητά της ἔναντι τῶν προηγούμενων καὶ τῶν μὴ δυτικῶν χώρων τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος), φαντάζεται σταυροφόρους, ἱεροεξεταστές, Ἰησουΐτες, ἄτεγκτους ἐξομολόγους ποὺ κραδαίνουν ἀπειλητικὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀκόμη καὶ δουλεμπόρους, ἀποικιοκράτες καὶ κονκισταδόρες, δηλαδὴ τὶς ἀπάνθρωπες διαστρεβλώσεις τοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ ὄχι μόνο συνιστοῦν αἱρέσεις, ἀλλὰ καὶ συχνὰ ἔπεσαν θύματά τους οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, δηλαδὴ οἱ πνευματικοὶ πατέρες τουλάχιστον ἐκείνων τῶν σύγχρονων διανοητῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀνατολῆς. Κάνει λάθος, γιατί ἡ ὀρθόδοξη παράδοση μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ἁπλὸς παπάς, μία ἀγράμματη γιαγιά, ἕνας ἔφηβος ποὺ γίνεται ἅγιος, ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπό του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι «θεσμός», ἀλλὰ ζωντανὸς ὀργανισμός, ἀνθρώπινη κοινωνία – μὲ πολλοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε κανέναν γιὰ πέταμα.
Ἡ ὀρθόδοξη ἁγία Ὄλγα ἡ Μαία, ἰθαγενής της Ἀλάσκας, 1916-1979
Κανένας γιὰ πέταμα
Ἀκόμη κι ἂν δὲ λάβουμε ὑπόψιν μαρτυρίες ὅπως τοῦ Εὐσέβιου Καισαρείας γιὰ τὴν αὐτοθυσία, μὲ τὴν ὁποία περιέθαλπαν οἱ χριστιανοὶ τοὺς εἰδωλολάτρες ἀσθενεῖς, ποὺ εἶχαν πετάξει στὸ δρόμο οἱ δικοί τους στὸ φονικὸ λοιμὸ τοῦ 251 μ.Χ., καὶ ἔθαβαν τοὺς ἔκθετους νεκροὺς διακινδυνεύοντας τὴ ζωή τους (καὶ συχνὰ κολλοῦσαν οἱ ἴδιοι τὸ λοιμὸ καὶ πέθαιναν ἐνῶ εἶχαν σώσει ἄλλους), καὶ τὸ παράπονο τοῦ Ἰουλιανοῦ του παραβάτη πὼς το μαγικοθρησκευτικὸ τοῦ ὅραμα ἀποτύγχανε, ἐπειδὴ οἱ χριστιανοὶ φρόντιζαν καὶ τοὺς ἐθνικούς, ἄρα γίνονταν ἠθικὰ ἀκαταμάχητοι [1], πάλι γίνεται φανερὸ τὸ αὐθεντικὸ χριστιανικὸ ἦθος.
Γίνεται φανερὸ ἀπὸ περιπτώσεις, ὅπως τοῦ ἁγίου Βονιφάτιου, ποὺ ἦρθε ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀρχαία γερμανικὴ θρησκεία, μία θρησκεία ἀνθρωποθυσιῶν, καὶ θυσιάστηκε οἰκειοθελῶς τὸ καλοκαίρι τοῦ 754, ἀρνούμενος νὰ ἀμυνθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του, ὅταν δέχτηκε ἐπίθεση τῶν ἐξαγριωμένων πολεμιστῶν μίας εἰδωλολατρικῆς φυλῆς στὰ δάση πέραν τοῦ Ρήνου. Ἀκολούθησε ἔτσι τὸ παράδειγμα τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν μαρτύρων καὶ ἔδωσε τὸ εἰρηνόφιλο μήνυμα τοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ δὲ φοβᾶται τὸ θάνατο. Ἀλλὰ καὶ των αγίων Ἀναργύρων (γιατρῶν ποὺ δὲν ἔπαιρναν ἀργύρια, ὡς γνωστόν [2]), τοῦ ἁγίου Παυλίνου, ἐπισκόπου Καμπανίας (5ος αἵ. μ.Χ.), ποῦ, ἀφοῦ δαπάνησε τὰ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ δικά του ἐξαγοράζοντας αἰχμαλώτους τῶν Βανδάλων, ἀντάλλαξε καὶ τὸν ἑαυτό του μὲ ἕναν ἀκόμη ἀπ’ αὐτούς, τῶν ἁγίων Ρώσων πριγκίπων Μπόρις καὶ Γκλέμπ, που παραδόθηκαν οἰκειοθελῶς στὸν ἀδερφὸ τοὺς Σβιατοπόλκο καὶ θανατώθηκαν τὸ 1015 μ.Χ., γιὰ νὰ μὴ βάλουν τοὺς στρατιῶτες τους νὰ πολεμήσουν γιὰ χάρη τους, τοῦ ἁγίου Διονυσίου, στὴ μονὴ Ἀναφωνήτριας, στὴ Ζάκυνθο, γύρω στὸ 1600, που συγχώρησε τὸ φονιὰ τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ σώζοντας τὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῆς ἀστυνομίας, ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων ἁγίων της φιλανθρωπίας, ὅπως οἱ ἅγιοι Ταβιθὰ τῆς Ἰόππης, Βασίλειος ὁ Μέγας, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, Γενεβιέβη τῶν Παρισίων, Μελάνη ἡ Ρωμαία κ.α., καὶ στὰ νεώτερα χρόνια Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (ἐξαγόρασε ἑκατοντάδες κοπέλες ἐλευθερώνοντας τὶς ἀπὸ μουσουλμανικὰ χαρέμια), Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα, Μαρία Σκόμπτσοβα (μετὰ ἀπὸ πολυσχιδῆ ἀνθρωπιστικὴ δράση, ἰδίως στὴ Γαλλία, πέθανε στὸ ναζιστικὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπουργκ, παίρνοντας μᾶλλον τὴ θέση κάποιας ἄλλης γιὰ νὰ τὴ σώσει), Γαβριηλία Παπαγιάννη (μία ἁγιασμένη νοσοκόμα ποὺ ἀκροβολίστηκε στὴν Ἰνδία θέλοντας νὰ ὑπηρετήσει ἐκείνους ποὺ θεωροῦσε πιὸ βασανισμένους ἀνθρώπους τοῦ πλανήτη) καὶ πολλοὶ ἄλλοι, λιγότερο γνωστοί.
Ἁγία Μαρία Σκόμπτσοβα, νεομάρτυρας τῶν ναζιστικῶν στρατοπέδων
Τὸ αὐθεντικὸ χριστιανικὸ ἦθος ὅμως τὸ ἀντιλαμβάνεται σαφέστατα ὅποιος μελετήσει τὸ ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο. Ἐκεῖ θὰ βρεῖ, καταγεγραμμένους ὡς ἁγίους, κάθε εἴδους περιθωριακοὺς ἀνθρώπους, ἀναλφάβητους, ζητιάνους, ἀνάπηρους (ποὺ δὲ θεραπεύτηκαν, ὅπως ἡ σύγχρονη ἁγία Ματρωνα ἡ ἀόμματη), νόθα παιδιά, ὀρφανά, δούλους, καὶ φυσικά πορνες καὶ τελῶνες, καθὼς καὶ ἀνθρώπους ποὺ διέπραξαν ποικίλα ἁμαρτήματα, ὑπῆρξαν φονιάδες, δήμιοι, βασανιστὲς ἁγίων, μάγοι, ἀνελέητοι ἄρχοντες, βιαστὲς κ.τ.λ. Ἔχουν ὡστόσο ἕνα κοινὸ μεταξύ τους καί, θὰ ἔλεγα, μία μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ ἐμᾶς: μετανόησαν εἰλικρινά, σοβαρὰ καὶ βαθιά. Γι’ αὐτὸ ἁγίασαν.
Ἕνας οὐμανιστὴς ἠθικὸς ἄνθρωπος ἢ ἠθικολόγος ἐδῶ συνήθως ἀναρωτιέται: μήπως λοιπὸν τὸ ἁγιολόγιο εἶναι μία βίβλος ἀποθέωσης τῆς διαφθορᾶς; Πῶς ὁ χριστιανισμὸς διδάσκει ὅτι ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τόσο γενναιόδωρα ἀποτρόπαιους ἁμαρτωλούς; Τί θὰ πεῖ «μετανόησαν»; Ἡ δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ νὰ πληρώσουν!
Ἀνάλογη ἐρώτηση διατυπώνουν πολλοί, ἀκόμη καὶ βαφτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πνευματικὰ ὅμως ἀρχάριοι, σκανδαλισμένοι ποὺ ὁ Ἰησοῦς δικαιώνει μὲ τέτοιο τρόπο τὸν ἄσωτο υἱὸ στὴν παραβολὴ του Λουκ. 15, 11-32 – ὅλοι βέβαια ταυτίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸ «δίκαιο» μεγάλο ἀδελφό, ὄχι μὲ τὸν ἄσωτο, κι αὐτὸ δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ νιώσουν ἀνακούφιση, ποὺ ἡ παραβολὴ τοὺς δίνει ἐλπίδα σωτηρίας.
Κι ὅμως ἡ παρουσία τόσων ἁμαρτωλῶν στὰ συναξάρια φανερώνει πὼς ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἠθικιστικός· δὲν πετάει στὰ σκουπίδια τὸν ἁμαρτωλό, οὔτε καταξιώνει τὴν ἁμαρτία (κατὰ τὴν παρερμηνεία ἄλλων, ποὺ νομίζουν πὼς γιὰ νὰ γίνει ἅγιος κάποιος πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἔχει διαπράξει πολλὲς ἢ βαριὲς ἁμαρτίες), ἀλλὰ τὸν προσκαλεῖ σὲ σωτηρία μέσω τῆς μετάνοιας, ποὺ εἶναι ἡ μεταβολὴ τοῦ νοῦ – “οὔτε ἐγὼ σὲ κατακρίνω· πήγαινε καὶ μὴν ἁμαρτάνεις πια” εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὴ μοιχαλίδα ποὺ ἔσωσε ἀπὸ τὸ λιθοβολισμὸ (κατὰ Ἰωάννην, 8, 11).
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μετανοεῖ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ μετάνοια προκαλεῖ ἄνοιγμα τῆς νοερῆς καρδιᾶς, ποὺ ἤταν κλειστη ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ὁδηγοῦσαν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία, καὶ ἐπιτρέπει να μπεῖ μέσα της ἡ θεία χάρη, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἁγιάζει, δηλαδὴ σώζει, τὸν ἄνθρωπο. Ὅσο ἐντονότερη εἶναι ἡ μετάνοια, τόσο μεγαλύτερο γίνεται τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς καὶ συνεπῶς ἀφθονότερη ἡ εἴσοδος τῆς θείας χάριτος. Γι’ αὐτὸ ἡ «συντετριμμένη καρδία» ὁδηγεῖ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἁμαρτωλὸ στὴν ἁγιότητα.
Ὅποιος δὲν ἀντέχει νὰ συνυπάρχει μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (νομίζοντας – ἢ κοροϊδεύοντας τὸν ἑαυτό του – ὅτι ὁ ἴδιος «εἶναι ἀναμάρτητος» ἢ λιγότερο ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἢ ἐφοδιασμένος μὲ μεγαλύτερα ἐλαφρυντικὰ) δύσκολα θὰ συμπαθήσει τὸ χριστιανισμό. Ἐδῶ δὲν εἶναι μία ἐνάρετη ἐλίτ, ὅπως ἴσως θὰ ἤθελε γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ πανηγυρικὰ σ’ αὐτήν, ἀλλὰ ἕνα νοσοκομεῖο, στὸ ὁποῖο προσέρχονται ἄνθρωποι ἠθικὰ ἀσθενεῖς μὲ σκοπό να γίνουν ὑγιεῖς.
Πηγή:http://www.oodegr.com/oode/efsevismos/ithikismos_1.htm
Ἀπό:Ἀπόψεις γιὰ τὴν Μονὴ Βατοπαιδίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου