2 Φεβ 2010

Φυλακισμένες σκέψεις τοῡ Δημήτρη Παπαγεωργίου

ἀπό τίς φυλακές Κορυδαλλοῦ

Τό πιό δύσκολο στήν φυλακή δέν εἶναι ὅπως ἀρχικά φοβόμουν ἡ μοναξιά. Αὐτήν εἶχα ἑτοιμαστεῖ νά ἀντιμετωπίσω. Ἀντίθετα, στήν δική μου κατάσταση τουλάχιστον, τό πρόβλημα εἶναι ἡ συμπιεστική συνύπαρξη πολλῶν διαφορετικῶν προσωπικοτήτων. Εὐτυχῶς γι' αὐτό, μέ προετοίμασαν ἄλλοι. Ἀπό τήν μία τό αὐστηρό ἰδιωτικό σχολεῖο μέ τό ἀκριβές πρόγραμμά του καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ στρατός. Ἄν τό σκεφθεῖ κανείς μέ ἁπλή λογική, οἱ τριτοκοσμικές ἑλληνικές φυλακές δέν εἶναι παρά μία ἀκραία ἔκφραση τοῦ ἀστικοῦ τρόπου ζωῆς. Τό μόνο πού ἀλλάζει εἶναι ἡ κλίμακα. Ἀντί νά στριμώχνονται 1.500 ψυχές σέ 4-5-10 οἰκοδομικά τετράγωνα, στριμώχνονται σέ 1. Ἀντί τοῦ διαμερίσματος, ὑπάρχει ὁ θάλαμος, μέ τίς διθέσιες κουκέτες του, πού στό μυαλό - καί ξέρω γιατί - μου φέρνει εἰκόνες ἀπό μεσαιωνικό ἀμπάρι πλοίου. Κάπως ἔτσι αἰσθάνομαι κι ἐγώ, ὅπως καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς συγκρατούμενούς μου. Ἡ ὥρα πού γράφω αὐτές τίς γραμμές εἶναι ἴσως ἡ πιό γαλήνια. 23.24 γιά τήν ἀκρίβεια. Οἱ πρῶτοι - οἱ πιό τυχεροί - ἔχουν ἤδη κοιμηθεῖ. Οἱ ὑπόλοιποι παρακολουθοῦν τηλεόραση. Οἱ μισοί τό κάνουν γιατί τούς ἀρέσει τό ἔργο. Οἱ ἄλλοι μισοί, μέ ἄδεια μάτια, προσποιοῦνται ὅτι παρακολουθοῦν, ἐνῶ οἱ σκέψεις τούς τρέχουν, λίγο πιό πέρα, ξεπερνώντας ἴσως τά κάγκελα πού φράζουν τό παράθυρο, τό συρματόπλεγμα πάνω στόν τοῖχο, μέ τά χιλιάδες ἀγκάθια, τά ὁποῖα ἀπειλοῦν ὄχι μόνον αὐτόν πού θέλει νά τό πηδήξει ἀλλά ἀκόμη καί τό βλέμμα αὐτοῦ πού ἐπιχειρεῖ νά κοιτάξει ἀπέναντι. Παρ' ὅλα αὐτά, χτές, ὅλοι κοιτοῦσαν ἔξω. Πανσέληνος εἶπε κάποιος καί γιά 20 περίπου λεπτά ὅλοι τό συζητοῦσαν. Δέν νομίζω ὅτι ἐκτός της φυλακῆς κάποιος θά ἀφιέρωνε 20 λεπτά παρατηρώντας τό φεγγάρι καί κουβεντιάζοντας γι' αὐτό. Τελικά ἀποδείχτηκε ἀπό ἕνα ἡμερολόγιο ὅτι δέν ἦταν πανσέληνος. Κανέναν ὅμως δέν νομίζω ὅτι ἐνοίαξε αὐτό. Ἡ στιγμή ἀνῆκε σέ ὅλους....
Διάβασα κάπου - διαβάζω ἀσταμάτητα - ὅτι ὅταν ἕνας ἄνδρας εἶναι στήν φυλακή, τό μυαλό τοῦ ξεπερνᾶ τόν ἑαυτό του καί ταξιδεύει. Καί τό πρῶτο πού κάνει δικό του εἶναι τό παρελθόν του. Δέν ξέρω ἄν ἰσχύει, μετά ἀπό κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο στήν φυλακή. Πάντως ἐγώ προσωπικά - ἀλλά τό ἴδιο διακρίνω καί στούς περισσότερους συγκρατούμενούς μου - διαισθάνομαι περισσότερο μία σισύφειο καθημερινότητα. Ὄχι τόσο γιά τήν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου ὅσο τῆς ἀέναης ἐπανάληψης τῆς καθημερινότητας. Κάθε μέρα πού περνᾶ εἶναι ἀβάστακτα ὅμοια μέ τήν προηγούμενη. Καί ἐάν ἐγώ σέ 8 μέρες κρατούμενος μπορῶ νά τό ἀντιληφθῶ, δέν ξέρω τί συμβαίνει στά μυαλά ἄλλων. Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ κατάσταση δέν ἀντέχεται. Ἀντέχεται καί μάλιστα συνηθίζεις ἀρκετά εὔκολα.
Τό δύσκολο εἶναι ὅτι ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι ἡ συνήθεια αὐτή - ὑποχρεωτική γιά νά ἐπιβιώσεις - σου ροκανίζει μέρα μέ τήν ἡμέρα, τήν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς σου.
Βρίσκεσαι παγιδευμένος, σάν χρυσοκάνθαρος, σάν τζιτζίκι μέσα σέ ἕνα σπιρτόκουτο. Συνήθιζα νά τό κάνω αὐτό μικρός μαζί μέ τόν πρωτοξάδελφό μου, τόν Σπύρο. Νά κλείνω τζιτζίκια, μέσα σέ σπιρτόκουτα. Δέν θά τό ξαναέκανα, ὅμως, ποτέ πιά.
Αὐτή ἡ συμπίεση προσωπικοτήτων ἀπό τήν ἄλλη, δημιουργεῖ ἕνα «ἀτσάλωμα» χαρακτήρων. Ὅλοι «περπατοῦν» προσεκτικά. Ἔξω ἀπό τήν ἄλλη προσπαθῶ νά ζῶ «ἐντός nirvana». Τό νά μπεῖς σέ «nirvana», σέ μία ἀδιατάρακτη ὕπαρξη στό παρών, εἶναι τό πιό εὔκολο. Προσπαθῶ νά δημιουργήσω τήν δική μου ρουτίνα. Σηκώνομαι τό πρωί, περπατάω μέ τεντώματα, γιά 15 περίπου λεπτά. Ἀμέσως μετά διάβασμα γιά 1-2 ὧρες. Τό καλό εἶναι ὅτι ἔκοψαν τόν ἕναν ἀπό τούς δύο ἐθισμούς μου. Τόν καφέ. Μένουν τά τσιγάρα. Θέλω νά κόψω καί αὐτά, ὄχι γιά λόγους ὑγείας μόνον ἀλλά καί γιά οἰκονομία. Δέν θέλω νά αἰσθάνομαι βάρος στούς ἀπ' ἔξω.
Ἐδῶ πρέπει νά κάνω μία παρένθεση. Αὔριο περιμένω τό πρῶτο ἐπισκεπτήριο. Ἡ μητέρα μου. Μέ δυσκολεύει ἀρκετά ἡ ἰδέα. Δέν ξέρω ἄν τό θέλω. Γιά ἐμένα θά εἶναι μεγάλη εὐχαρίστηση. Δέν ξέρω γι' αὐτήν, ἰδιαίτερα τήν στιγμή τοῦ ἀποχωρισμοῦ.
Τό σημαντικό εἶναι ἄλλο. Παραμένω ἐλεύθερος. Τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή, τά δύο ἀπό τά τρία συστατικά του ἀνθρώπου, δέν σταματιοῦνται ἀπό τοίχους καί συρματοπλέγματα! Καί ἐπίσης πλέον ἔχω στυλό καί χαρτί. Ὁ περιορισμός πού ὑπάρχει εἶναι ἀντίστοιχός του νά εἶχα σπάσει τό πόδι μου καί νά μήν μποροῦσα νά μετακινηθῶ. Δέν εἶναι κάτι παραπάνω! Ἡ μεγαλύτερη ἀνησυχία μου εἶναι ἡ οἰκογένειά μου. Ὅλα τά ἄλλα ἀντιμετωπίζονται. Τί διάολο, ἄντρες εἴμαστε. Καί ἄν πρέπει νά κάτσουμε καί λίγο μέσα γιά νά ἔχουμε τό δικαίωμα νά εἴμαστε ἐντάξει μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, θά τό ἀντέξουμε. Γεννηθήκαμε ἄλλωστε στήν χώρα πού ἔριξε ἄλλους καί ἄλλους στήν φυλακή, στό ὄνομα τῆς «πολιτικῆς βούλησης». Ἄντρες μακράν ἀνωτέρους ἀπό τόν μέσο ὄρο. Γράφω σχεδόν μία ὥρα, μέ τά φῶτα μόνο ἀπό τήν τηλεόραση. Μήν στραβωθοῦμε κιόλας! Τό αὔριο μᾶς περιμένει καί ἐμεῖς πρέπει νά τό βροῦμε πιό δυνατοί ἀπό ὅτι ἤμασταν σήμερα! Τόσο στό πνεῦμα, τό μυαλό ὅσο καί στό σῶμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.