του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν Ἐπίσκοπος Νύσσης, μίας μικρῆς Ἐπισκοπῆς, τήν ὁποία ὅμως ἀνέδειξε μεγάλη καί περιφανῆ μέ τήν ἁγιότητα τῆς πολιτείας του. Γεννήθηκε στήν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου τό 335 μ. Χ. ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς, τόν Βασίλειο καί τήν Ἐμμέλεια. Σπούδασε στήν Νεοκαισάρεια ἡ τήν Καισάρεια. Λόγω τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του δέν μπόρεσε νά συνεχίση τίς σπουδές του σέ Σχολές ἐκτός της πατρίδας του, ὅπως ὁ ἀδελφός του Μέγας Βασίλειος. Μαθήτευσε κοντά στόν σοφιστή Λιβάνιο, ἀλλά τήν συστηματικότερη παιδεία τήν ἔλαβε ἀπό τόν ἀδελφό του Μέγα Βασίλειο, τήν.....μητέρα τοῦ Ἐμμέλεια, τήν ἀδελφή του Μακρίνα, καί τήν γιαγιά τοῦ Μακρίνα, ἡ ὁποία ἦταν μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώθηκε «ἐν ὀράματι» στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί τοῦ ἀπήγγειλε τό Σύμβολον τῆς πίστεως πού συνέταξε.
Νυμφεύθηκε τήν Θεοσεβεία, τήν πρόωρη κοίμηση τῆς ὁποίας ἀντιμετώπισε μέ μεγάλη ἀνδρεία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἦταν ἰσχυρή προσωπικότητα. Ἔλαβε μέρος στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη τό 381 μ. Χ. και μέ τήν θεολογική του κατάρτιση, ἀλλά καί τήν ρητορική του δεινότητα ἀνεσκεύασε τήν διδασκαλία τῶν Πνευματομάχων καί συνεπλήρωσε τό Σύμβολον τῆς πίστεως πού συνέταξε ἡ Ἅ Οἰκουμενική Σύνοδος, προσθέτοντας τά ἄρθρα περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά ὑπόλοιπα. Ἦταν ὁ εἰσηγητής τῆς Συνόδου καί ὁ λόγος του, καθώς καί ἡ ἐν γένει παρουσία του, προξένησαν μεγάλη ἐντύπωση. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ἐκφράζοντας τόν θαυμασμό καί τήν ἐκτίμησή του, τόν ἀπεκάλεσε στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τέσσερεις αἰῶνες ἀργότερα ἡ Ζ Οἰκουμενική Σύνοδος, «γιά νά δείξη τήν ἀκεραιότητά του στήν ἔκθεση καί τήν ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως», τόν ὀνόμασε «πατέρα πατέρων». Πρόκειται γιά σπάνιο τιμητικό τίτλο.
Ἐξορίσθηκε ἀπό τούς Ἀρειανούς, ἀλλά μετά τόν θάνατο τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη, τό 378, καί τήν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Ὀρθόδοξο αὐτοκράτορα Γρατιανό, ἐπέστρεψε καί πάλι στήν Ἐπισκοπή του. Τήν χαρά τοῦ ὅμως αὐτή διαδέχθηκε ἡ θλίψη γιά τήν κοίμηση τοῦ ἀδελφοῦ του Μεγάλου Βασιλείου.
«Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνη» τό ἔτος 395 μ. Χ.
Κατέλιπε πλούσιο συγγραφικό ἔργο μέ κείμενα ἑρμηνευτικά, δογματικά, κατηχητικά, λόγους ἠθικούς, ἑορταστικούς, ἐγκωμιαστικούς, ἐπιταφίους καί ἐπιμνημόσυνο λόγο στόν ἀδελφό του Βασίλειο. Μεταξύ τῶν σπουδαιοτέρων ἔργων τοῦ εἶναι οἱ λόγοι «περί Παρθενίας», «εἰς τόν βίον τοῦ Προφήτου Μωϋσέως», πού στήν πραγματικότητα εἶναι πραγματεία γιά τόν βίο τῆς ἀρετῆς καί τῆς τελειότητος, ὁ βίος τῆς ἀδελφῆς του ὁσίας Μακρίνας, ὁ Μ. Κατηχητικός λόγος κ. α.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Ὁ 4ος αἰώνας μ. Χ. ἀποκαλεῖται χρυσούς αἰώνας τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῶν μεγάλων Πατερικῶν μορφῶν πού ἔλαμψαν τότε στό πνευματικό στερέωμα. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρχαν καί τότε προβλήματα καί μάλιστα σοβαρά, κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς προσχωρήσεως Ἐπισκόπων στήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦνται σχίσματα καί διαιρέσεις μεταξύ τῶν πιστῶν. Ἀλλά καί ἐξ αἰτίας τῆς διώξεως Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐξορίζονταν ἀπό τούς φιλαρειανούς κρατικούς ἄρχοντες, καί τήν θέση τούς κατελάμβαναν πειθήνια ὄργανα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἄνθρωποι κατώτεροι τῶν περιστάσεων. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἐξόριστο Ἐπίσκοπο Σαμωσάτων Εὐσέβιο: «Καί τό ἀξίωμα τῆς Ἐπισκοπῆς προσφέρεται τώρα σέ ἀνθρώπους ταλαίπωρους, σέ δούλους… Ὁ διορίσας αὐτόν τόν ἄνθρωπο (Ἐπίσκοπο) ἄφησε στίς Ἐκκλησίες ἕνα κακό ἐφόδιο γιά τόν ἑαυτό του πρός τήν μέλλουσαν ζωή. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τώρα ἐξεθρόνισαν τόν ἀδελφό μου ἀπό τήν Νύσσαν καί ἀντί αὐτοῦ ἐτοποθέτησαν ἄνδρα, μᾶλλον ἀνδράποδο, πού ἀξίζει ὀλίγους μόνον ὀβολούς καί πού εἶναι ἐφάμιλλος μέ τούς ἐγκαταστήσαντας αὐτόν κατά τήν διαφθοράν τῆς πίστεως» (Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σέλ. 301-302).
Ἦταν ὅμως μεγάλη εὐλογία γιά τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ παρουσία στό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας προσώπων τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης καί πολλῶν ἄλλων, ἐπειδή συνέβαλαν τά μέγιστα στήν ἀποσόβηση ὁριστικοῦ σχίσματος μεταξύ τῶν πιστῶν καί στήν ὀρθή ἐπίλυση τῶν ἀναφυομένων προβλημάτων χωρίς σοβαρές παρενέργειες γιά τήν πνευματική ὑγεία καί τήν σωτηρία τῶν πιστῶν.
Δεύτερον. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν εὐθύνη τῆς τοποθετήσεως τοῦ ἀδελφοῦ του ἁγίου Γρηγορίου στήν Ἐπισκοπή Νύσσης, ἔγινε ἀποδέκτης παραπόνων ὅτι ἡ ἐν λόγω Ἐπισκοπῆ εἶναι μικρή γιά Ἐπίσκοπό του πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Εὐσέβιο Σαμωσάτων, ἀπαντᾶ γράφοντας τά ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα: «Ἤθελα καί ἐγώ ὁ ἀδελφός μου Γρηγόριος νά διοικῆ Ἐκκλησία σύμμετρη μέ τά προσόντα του. Αὐτή θά ἦταν ἡ σέ ὅλη τήν ὑφήλιο συγκεντρωμένη σέ μία. Ἐπειδή δέ αὐτό εἶναι ἀδύνατο, «ἔστω Ἐπίσκοπος, μή ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλά τόν τόπον σεμνύνων ἐφ’ ἑαυτοῦ». Δηλαδή, ἄς εἶναι Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος δέν θά λαμβάνη ἀξία ἀπό τόν τόπο, ἀλλά θά δίνη ἀξία στόν τόπο ἀπό τόν ἑαυτό του. Διότι γνώρισμα τοῦ μεγάλου δέν εἶναι μόνον νά ἐπαρκῆ στά μεγάλα, ἀλλά καί τά μικρά νά μεταβάλλη σέ μεγάλα μέ τήν ἱκανότητά του».
Οἱ ἀξιόλογοι καί σημαντικοί ἄνθρωποι δέν λαμβάνουν ἀξία ἀπό τό ἀξίωμα, ἀντίθετα μάλιστα, μέ τήν προσωπικότητα καί τό κύρος τους, προσδίδουν ἀξία στό ἀξίωμα. Ἄλλωστε οἱ σημαντικές θέσεις καί τά ὅποια ἀξιώματα δέν εἶναι ἱκανά νά τιμήσουν τόν ἄνθρωπο ἐάν δέν εἶναι ἄξιος τιμῆς.
Τό σοβαρότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν διαθέτει ἀξία μεγαλύτερη ἡ ἔστω ἀνάλογη μέ τό ἀξίωμα πού κατέχει, ἀργά ἡ γρήγορα θά ἐξευτελισθῆ, ἐπειδή τά ἀξιώματα (ἰδιαίτερα ἐκεῖνο τοῦ Ἐπισκόπου, καί τοῦ Κληρικοῦ γενικότερα) ἔχουν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα ὄχι νά καλύπτουν τίς ἐλλείψεις, τά λάθη καί τά πάθη, ἀλλά νά τά ἀποκαλύπτουν.
ΠΗΓΗ:ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου