ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς εἶναι ἡ ἱεραποστολή. Ἡ διδαχὴ τῶν ἀρχῶν τῆς σώζουσας πίστεώς μας, σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἴτε δὲ γνώρισαν τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἴτε τὴν γνώρισαν πλημμελῶς. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἐνέταξαν στὴν ποιμαντική τους διακονία καὶ τὴν ἱεραποστολή. Ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος ὑπῆρξε καὶ ὁ ὅσιος Ἄνθιμος Κουρούκλης ὁ τυφλός, ἀπὸ τὴν Κεφαλονιά.
Γεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλονιᾶς στὰ 1717 ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ οἰκογένεια τοῦ ναυτικοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Ἀντζουλέττας Κουρούκλη – Ψωμά. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος. Ὄντας παιδὶ ἀκόμη χτύπησε θλίψη τῆς ζωή του, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴ φοβερή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀσθένεια τῆς εὐλογιᾶς, ἡ ὁποία τὸν τύφλωσε. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα τοῦ ἐναπόθεσε τὶς ἐλπίδες της στὸ Θεό, ἡ ὁποία προσευχόταν μὲ θέρμη καὶ κάνοντας σαρανταλείτουργα γιὰ τὴν ἴαση τοῦ παιδιοῦ της. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές της, κάποια μέρα σὲ λειτουργία στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴ Μονὴ Κορωνάτου, ἔγινε τὸ θαῦμα, ὁ μικρὸς Ἀθανάσιος ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερέας εἶπε: «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε»! Αὐτὸ τὸ θαῦμα τὸν...συγκλόνισε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεό, νὰ Τὸν ὑπηρετήσει γιὰ τὴ μεγάλη εὐεργεσία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ Αὐτόν!
Τὰ πρῶτα γράμματά του τὰ ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Ἄνθιμο, στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Λεπέδων, λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ Ληξούρι, δείχνοντας ἐξαιρετικὴ ἐπιμέλεια καὶ φιλομάθεια.
Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὸ ναυτικὸ ἐπάγγελμα. Ὅμως μέσα τοῦ ἔκαιγε ἡ φλόγα νὰ ὑπηρετήσει τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὰ καράβια καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Λεπέδων, κοντὰ στὸ σεβαστό του πνευματικὸ πατέρα καὶ δάσκαλο, ὅπου ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ πῆρε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἄνθιμος. Ἐκεῖ, παρ’ ὅλο τὸ νεαρό της ἡλικίας του, ἔδειξε προχωρημένη πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ φάνηκαν ἐνωρὶς οἱ ἀρετές του.
Στὰ 1747 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος, στὴ Μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Τὸν συνεπῆρε ἡ ἁγία μορφὴ τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας, προσευχόμενος μπροστὰ στὴν Ἱερή Της Εἰκόνα, ὧρες ὁλόκληρες. Ἀγρυπνοῦσε νήστευε καὶ μελετοῦσε θεοφιλῆ ἀναγνώσματα, ἀποκτώντας ἱκανότητα ἱεροκήρυκα.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀποφάσισε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος, νὰ στερηθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἡσυχία τοῦ Ἄθωνος καὶ νὰ κηρύξει τὸ σωτήριο λόγο τοῦ Θεοῦ στοὺς ὑπόδουλους, κατατρεγμένους καὶ ἀκατήχητους ἀδελφούς του. Διάλεξε τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους γιὰ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Ἐπισκέφτηκε ἀρχικὰ τὴ Χίο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ματρώνας καὶ δίδασκε ἀνελλιπῶς γιὰ ἕναν χρόνο. Κατόπιν ἔφυγε γιὰ τὴ Σίφνο, τὴν Πάρο, τὴ Νάξο, τὴν Ἴο καὶ τὸ Καστελόριζο, ὅπου δίδασκε μὲ πάθος καὶ φλόγα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Περνώντας ἀπὸ τὴν Πάρο στὴ Σίφνο καταπράυνε, μὲ τὴν προσευχή του, μία φοβερὴ τρικυμία. Πλῆθος πιστῶν ἔτρεχαν νὰ ἀκούσουν τοὺς ἐμπνευσμένους καὶ ἀφυπνιστικοὺς λόγους του. Ταυτόχρονα ὁ ἴδιος ὑποβάλλονταν σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ πνευματικὸ ἀγώνα τελειώσεως.
Μετέβη καὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους ὅπου προσκύνησε τὰ ἅγια προσκυνήματα καὶ βάδισε στὰ θεοβάδιστα μέρη.
Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, στὰ 1759, πῆγε στὴ Μεγίστη, ὅπου κήρυξε καὶ ἔσωσε μὲ προσευχὴ τοῦ τὸ νησί, θαυματουργικά, ἀπὸ φοβερὴ ἀνομβρία. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Στὰ 1760 πῆγε στὴν Ἀστυπάλαια, ὅπου καὶ ἐκεῖ κήρυξε καὶ ἔκτισε τὴ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας. κατὰ τρόπο θαυματουργικό, γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐντοιχισμένη στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Σὲ αὐτὴ τὴ Μονὴ ἔδωσε τὴν ψυχή του. Ἰδιαίτερη μέριμνά του ὑπῆρξε ἡ ἱστόρηση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Πορταϊτισσας, γιὰ τὴν ὁποία πῆγε νὰ τὴν παραγγείλει καὶ νὰ τὴ φέρει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ἀνέβηκε στὴ γνώριμή του Μονὴ τῶν Ἰβήρων καὶ παρακάλεσε κάποιον μοναχὸ ἁγιογράφο νὰ τοῦ ζωγραφίσει ἀντίγραφο τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας, προστάτιδας τῆς ἁγιορείτικης αὐτῆς Μονῆς. Ὁ μοναχὸς δὲν ἦταν πρόθυμος ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά του, προσποιούμενος τὸν πολυάσχολο. Τότε ὁ ὅσιος πῆρε μία σανίδα, τὴν ἀκούμπησε ἐπάνω στὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα καί, ὢ τοῦ θαύματος, ἀποτυπώθηκε ἡ μορφή της στὴ σανίδα! Πῆρε μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα καὶ τὴν πῆγε στὴν Ἀστυπάλαια καὶ τὴν ἔκανε ἐφέστια εἰκόνα τῆς Μονῆς. Ἡ Ἱερὴ εἰκόνα σώζεται ὡς τὰ σήμερα, θεωρεῖται θαυματουργὴ καὶ εἶναι ἡ προστάτιδα τῆς Ἀστυπάλαιας. Ἐκεῖ ἔμεινε πολλὰ χρόνια, κηρύττοντας καὶ κάνοντας πολλὰ θαύματα. Κάποτε ἔσωσε τὸ νησὶ ἀπὸ πληθώρα φαρμακερῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία ἀποδεκάτιζαν ἀνθρώπους καὶ ζῶα!
Ὅμως οἱ ἐξοντωτικὲς περιοδεῖες του καὶ ἡ αὐστηρότητα τῆς ἄσκησής του κλόνισαν τὴν εὔθραυστη ὑγεία του καὶ κύρια ἄρχισαν τὰ προβλήματα μὲ τὴν ὅρασή του, τὴν ὁποία ἐν τέλει ἔχασε τελείως. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ συνεχίζει τὴν ἱεραποστολὴ μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο, ἂν καὶ ἀόμματος!
Στὰ 1766-67 ἔγινε ἕνας φοβερὸς σεισμὸς στὴν Κεφαλονιά. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση στὰ 1769 νὰ γυρίσει στὸ Ληξούρι καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴ Μονὴ τῶν Λεπέδων, τὴν ὁποία ἀνακαίνισε ἀπὸ τὶς ζημιὲς τῶν σεισμῶν τοῦ 1766, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σωφρονίου Κουτούβαλη. Ὅταν ἀποπερατώθηκαν οἱ ἐργασίες καὶ τὴν ἐπάνδρωσε, ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφτεῖ καὶ ἄλλα μέρη, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ ὁρμητήριο τὴ Μονὴ τῶν Λεπέδων.
Περιόδευσε κηρύττοντας καὶ θαυματουργώντας σὲ πολλὰ μέρη. Τὰ ἔτη 1770, 1773 καὶ 1775 ἱδρύει ἀντίστοιχα τὶς Ι. Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λιβάδι τῶν Κυθήρων καὶ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴ Σίκινο τῶν Κυκλάδων.
Σὲ ἡλικία 55 ἐτῶν, τσακισμένος ἀπὸ τὴ σκληρὴ ἀσκητικότατα, ποὺ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ σκληρὴ δουλειά, ἀσθένησε ἀπὸ ἴκτερο καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 4 Σεπτεμβρίου 1781 στὴ Μονὴ τῶν Λεπέδων. Ἐκεῖ σώζεται ὡς σήμερα τὸ σπήλαιο, ὅπου προσευχόταν. Θεωρεῖται ὁ προστάτης ἅγιος της Ἀστυπάλαιας.
Στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1974, κατόπιν ἐνεργειῶν τῶν Μητροπολιτῶν Λέρου καὶ Κεφαλληνίας, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, στὶς 4 Σεπτεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου