Ἡ δισχιλιόχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνυφασμένη μέ τό μαρτύριο. Κι' αὐτό διότι ὁ ἀντίδικος διάβολος προσπαθεῖ νά τήν καταστρέψει, στρέφοντας ἐναντίον τῆς τά ἐπί γῆς ὄργανά του. Οὐδέποτε ὑπῆρξε ἐποχή πού νά μήν χύνεται αἷμα χριστιανικό. Γι' αὐτό εἶναι καταγραμμένα στά συναξάρια μυριάδες μαρτύρια. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρα Βλασίου τοῦ Ἀκαρνᾶνα καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων πατέρων καί πολλῶν ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδιῶν.
Ἔζησε στά τέλη τοῦ 10ου καί ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνα. Κατάγονταν πολύ πιθανόν ἀπό τό... χωριό Σκλάβαινα Ξηρομέρου Ἀκαρνανίας, ὅπου βρέθηκε τό 1923 ὁ τάφος του καί τά τίμια λείψανά του καί ὅπου ἀναφέρεται ἡ χρονολογία 1006, ἔτος τοῦ μαρτυρίου του. Δυστυχῶς δέ γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε γιά τήν ζωή του, παρά μόνο γιά τό ἔνδοξο μαρτύριό του.
Ἀκολούθησε τή μοναχική ζωή καί μόνασε στήν Ἱερά Μονή Εἰσοδίων Θεοτόκου στήν παλιά Κιάφα - Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας, τῆς σημερινῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καί Ξηρομέρου. Μέ τόν καιρό ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς, τήν ὁποία ποίμαινε θεοφιλῶς. Φαίνεται πώς εἶχε τή φήμη ἁγίου καί ἐνάρετου ἄνδρα καί γι' αὐτό συνέρρεαν στή Μονή χιλιάδες πιστοῖ ἀπό τίς γύρῳ,γύρω περιοχές.
Ἀλλά ἔζησε σέ ἐποχή δύσκολη, διότι τήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, λυμαίνονταν φοβερές συμμορίες πειρατῶν. Ἔχοντας ὡς ὁρμητήρια τίς χῶρες τῆς βορείου Ἀφρικῆς ἔκαναν ἐπιδρομές σέ ὅλη τή Μεσόγειο, ὅπου λήστευαν, σκότωναν καί κατέστρεφαν ό, τί ἔβρισκαν μπροστά τους. Ἰδιαίτερα προτιμοῦσαν τίς περιοχές τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος καί κυρίως τήν περιοχή τοῦ Ξηρομέρου, διότι ἦταν ἀπό τίς λιγότερο φυλασσόμενες ἀπό τούς Βυζαντινούς. Τό χωριό τοῦ ἁγίου Σκλάβαινα πῆρε τό ὄνομά του ἀπό τό γεγονός ὅτι σέ κάποια ἐπιδρομή οἱ μπαρμπαρέζοι πειρατές, ἀφοῦ ἅρπαξαν ό, τί πολύτιμο ὑπῆρχε, πῆραν μαζί τους καί πολλούς χωριανούς ὡς σκλάβους!
Μιά ἀπό τίς πολλές ἐπιδρομές, οἱ Ἀγαρηνοί πειρατές προχώρησαν στήν ἐνδοχώρα τῆς Ἀκαρνανίας καί ἔφτασαν στά Σκλάβαινα καί ἔβαλαν στό μάτι τό μοναστήρι τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου, ὅπου μόναζε ὁ ἅγιος Βλάσιος μέ τή συνοδεία του. Ὅταν ἔφτασαν στή Μονή τελοῦνταν Θεία Λειτουργία καί εἶχαν προσέλθει πολλοί προσκυνητές. Οἱ βάρβαροι Ἀγαρηνοί δέν σεβάστηκαν οὔτε τήν ἱερότητα τοῦ χώρου οὔτε τήν ἱερότητα τοῦ χρόνου. Ὅρμισαν σάν μανιασμένα θηρία στή Μονή καί ἄρχισαν νά ἁρπάζουν ό, τί πολύτιμο ἔβρισκαν. Κατόπιν πῆγαν στό καθολικό τῆς Μονῆς ὅπου τελοῦνταν ἡ Θεία Λειτουργία. Μπῆκαν μέ ἀλαλαγμούς καί φοβέρες στό ναό καί ἄρχισαν νά λεηλατοῦν το χῶρο καί νά ἁρπάζουν τά πολύτιμα λατρευτικά σκεύη. Ὅταν ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀντιστάθηκε τόν σκότωσαν. Τόν ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ ἔμπηξαν πρίν γιά βασανισμό, πέντε καρφιά στό σῶμα του καί τό ἔριξαν στή φωτιά νά τό κάψουν, ἀλλά αὐτό δέν κάηκε! Μαζί του σκότωσαν ἄλλους δύο ἱερομονάχους καί τρεῖς μοναχούς. Κατόπιν σκότωσαν καί πολλούς προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι περιμάζεψαν τά λείψανα καί τά ἔθαψαν στόν περίβολο τῆς Μονῆς. Ἄλλους τούς πῆραν αἰχμαλώτους νά τούς πουλήσουν δούλους στήν Ἀραπιά! Ὅσοι σώθηκαν ἔθαψαν σέ ὁμαδικό τάφο τούς σκοτωμένους προσκυνητές. Τέλος ἔβαλαν φωτιά καί κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τή Μονή, ἀφήνοντας ἐρείπια καί ἔφυγαν. Ἦταν 19 Δεκεμβρίου τοῦ 1006, ἡμέρα Κυριακή.
Τό φρικτό αὐτό γεγονός ἔμεινε βαθειά χαραγμένο στή μνήμη τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Γιά πολλούς αἰῶνες θυμοῦνταν καί τιμοῦσαν τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Βλάσιο καί τούς ἄλλους μάρτυρες τῆς φοβερῆς ἐκείνης σφαγῆς. Ὅμως μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων καί τίς ἐθνικές περιπέτειες τό γεγονός ἔγινε ἀμυδρή ἀνάμνηση, ἕνας μακρινός θρῦλος, πού τόν διηγοῦνταν οἱ παλιοί σάν ἕνα παραμύθι. Γιά ἐννιακόσια χρόνια ὁ ἅγιος ἔμεινε στήν ἀφάνεια. Ἄλλωστε καί ἡ πληθυσμιακή ἀλλοίωση ἐνέτεινε τή λησμονιά. Ἐπίσης ὁ χῶρος τῆς Μονῆς, μέ τόν καιρό μπαζώθηκε καί στή θέση της στήθηκαν ποιμνιοστάσια.
Αὐτά μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα. Ὁ ἅγιος ἄρχισε νά ἀποκαλύπτει τό μαρτυρικό βίο, τό δικό του καί τῶν ἄλλων μαρτύρων, καθώς καί τόν τάφο του, σέ πολλούς ἐνάρετους ἀνθρώπους, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς. Ἀπό τό 1915 καί ἑξῆς, ἄρχισε ὁ ἅγιος νά κάνει αἰσθητή τή παρουσία του στούς κατοίκους τῆς περιοχῆς καί ἰδιαίτερα τῶν Σκαλαβαίνων. Παρουσιάζονταν σέ ὄνειρα ὡς ἐπιβλητικός ρασοφόρος, τούς ὁδηγοῦσε σέ συγκεκριμένο τόπο καί τούς ἔλεγε τό στερεότυπο: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος. Νά σκάψετε στό σημεῖο αὐτό καί νά βγάλετε τά λείψανα μοῦ». Ἐκεῖνοι ἔντρομοι πήγαιναν στόν τόπο πού τούς ὑποδείκνυε ὁ ἅγιος, ἀλλά ἐκεῖ ἦταν στάνες καί μαντριά καί δέν ὑπῆρχε κάποιο στοιχεῖο πού νά τούς βεβαιώνει ὅτι ἐκεῖ μπορεῖ βρίσκεται τάφος ἁγίου. Οἱ κάτοικοι ἀποροῦσαν γιά τά ὄνειρα καί τό μόνο πού μπόρεσαν νά κάμουν ἦταν νά χτίσουν εἰκόνισμα τοῦ ἁγίου Βλασίου, τοῦ γνωστοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας. Μετά ἀπό αὐτό οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἁγίου ἔγιναν πιό συχνές καί ἐντονότερες, ὅμως οἱ κάτοικοι ἔπαψαν νά δίνουν σημασία.
Τή νύχτα, στίς 23 Αὐγούστου τοῦ 1923, ὁ ἅγιος ἐμφανίστηκε ζωντανός στήν εὐλαβῆ γερόντισσα Εὐφροσύνη Κατσαρά, κάτοικο τοῦ χωριοῦ, ἡ ὁποία φρόντιζε τήν ἑτοιμοθάνατη κόρη της, πού ἔπασχε ἀπό τυφοειδή πυρετό. Ξαφνικά τά μεσάνυχτα ἀκούστηκε ἕνας δυνατός κρότος, ἄνοιξαν τά πορτοπαράθυρα καί ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς μπῆκε στό σπίτι της. Μέσα ἀπό τό φῶς πρόβαλε ἕνας ἱερέας, ντυμένος τά ἱερατικά του ἄμφια, ἐγκόλπιο καί κρατῶντας τήν ποιμενική του ράβδο. Ἡ εὐσεβής γυναῖκα φοβήθηκε καί σάστισε ἀπό τό παράδοξο συμβάν. Τότε ὁ ἱερωμένος της εἶπε ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος Βλάσιος καί τῆς ζήτησε νά τήν ἀκολουθήσει, γιά νά τῆς ὑποδείξει τον ἀκριβῆ χῶρο πού βρισκόταν τά λείψανά του. Ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι τῆς ἦταν ἀδύνατο, διότι ἀπό ὥρα σέ ὥρα περίμενε νά πεθάνει ἡ κόρη της. Τότε ἐκεῖνος σταύρωσε μέ τό ἐγκόλπιό του τήν ἀσθενῆ κόρη καί διαβεβαίωσε τήν Εὐφροσύνη ὅτι δέν θά πάθει τίποτε ἐν τή ἀπουσία της. Πράγματι ἡ γραῖα τόν ἀκολούθησε καί ὁ ἅγιος τήν ὁδήγησε στό σημεῖο πού εἶχαν ἀνεγείρει τό εἰκονοστάσι οἱ χωριανοί καί τῆς παράγγειλε νά σκάψουν γιά νά βροῦν τά λείψανά του. Μετά ἀπό αὐτό, ὁδήγησε τήν Εὐφροσύνη στό σπίτι της καί ἔγινε ἄφαντος. Ἡ γυναῖκα, γεμάτη δέος καί φόβο, μπῆκε στό σπίτι της καί βρῆκε τήν κόρη τῆς ἐντελῶς θεραπευμένη!
Τό ἄλλο πρωί διηγήθηκε τό περιστατικό στόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ καί μιά ὁμάδα χωριανῶν ἄρχισαν τό σκάψιμο. Ἔσκαβαν τρεῖς μέρες, χωρίς νά βροῦν κάποιο στοιχεῖο καί ἦταν ἕτοιμοι νά τά παρατήσουν, ὥσπου μιά ἀξίνα χτύπησε σέ μιά πέτρα. Ὅταν τήν ἀνέσυραν βρῆκαν τά τίμια λείψανα καί πέντε καρφιά καί μιά ἄρρητη εὐωδία ξεχύθηκε ἀπό αὐτά. Ἡ εὐσεβής γερόντισσα τά περιμάζεψε μέ εὐλάβεια καί τά μετέφερε στό ναό τοῦ χωριοῦ. Κατόπιν ἡ ἴδια μέ δικές της δαπάνες ἔχτισε ναό στό σημεῖο ἐκεῖνο. Παράλληλα τό θαυμαστό γεγονός μαθεύτηκε καί ἄρχισαν νά μαρτυροῦνται πολλά θαύματα.
Στίς 6-12-1978 παρουσιάστηκε ξανά ὁ ἅγιος σέ ὅραμα στόν εὐλαβῆ κληρικό ἀρχιμανδρίτη Ἀρσένιο Τσαταλιό καί ἐπίσης παρουσιάστηκε στόν εὐλαβέστατο μοναχό π. Παΐσιο, τόν σημερινό ἅγιο, τό 1980, ὁ ὁποῖος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τόν ἅγιο Βλάσιο.
Ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου Βλασίου ἔγινε τό 2016 καί ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νά τιμᾶται στίς 7 Ἰουλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου