Ο κατά κόσμον Παρασκευᾶς Κοτσουμόπουλος τοῦ Σταύρου καί τῆς Μελπομένης, καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολική Ρωμυλία. Γεννήθηκε τό ἔτος 1902 στό χωριό Πύργος, πού σήμερα ἀνήκει στήν Βουλγαρία. Ἡ οἰκογένειά του ἦρθε στήν Ἑλλάδα καί ὁ Παρασκευᾶς, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἔπιασε ἐργασία σέ Τράπεζα.
Ἐκεῖ κάποια ἡμέρα ἦρθε ἕνας σεβάσμιος ἁγιορείτης Γέροντας, ὁ παπα–Εὐγένιος ἀπό τό Λαυριώτικο Κελλί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἄνωθεν τῶν Καρυῶν, τό ὀνομαζόμενο Προφούρνι. Ὁ Παρασκευᾶς τόσον ἐντυπωσιάσθηκε, ὅταν τόν εἶδε, ὥστε ἔτρεξε ἀμέσως νά τόν ἐξυπηρετήση. Στό τέλος τόν παρεκάλεσε νά περιμένη δύο–τρεῖς μέρες νά τακτοποιήση τίς ὑποθέσεις του καί νά τόν πάρη μαζί του στό Ἅγιον Ὄρος. Πράγματι, ὁ Παρασκευᾶς ὑπέβαλε τήν παραίτησή του, τακτοποίησε τίς ὑποθέσεις του, ἀποχαιρέτησε τούς συγγενεῖς του καί ἀκολούθησε τόν παπα–Εὐγένιο πού θά γίνει στό ἑξῆς καί Γέροντάς του. Ἦρθε στό Ὄρος τό ἔτος 1920 σέ ἡλικία 18 ἐτῶν. Ἡ συνοδία τοῦ παπα–Εὐγενίου ἦταν καλή. Εἶχαν μοναστηριακό τυπικό καί...
διάβαζαν ὅλες τίς ἀκολουθίες στήν Ἐκκλησία. Δέν παρέλειπαν τίποτε. Στίς Ὧρες χτυποῦσε καμπανάκι. Ἄφηναν τίς ἐργασίες τους, συγκεντρώνονταν στήν Ἐκκλησία καί τίς διάβαζαν. Ἀσχολοῦνταν μέ ἀγροτικές ἐργασίες, κυρίως ἐλιές, λεπτόκαρα, κήπους, ἀλλά εἶχαν καί ὡς ἐργόχειρο τά πάνινα σκουφιά, γι᾿ αὐτό τούς ἔλεγαν καλυμμαυχάδες.
διάβαζαν ὅλες τίς ἀκολουθίες στήν Ἐκκλησία. Δέν παρέλειπαν τίποτε. Στίς Ὧρες χτυποῦσε καμπανάκι. Ἄφηναν τίς ἐργασίες τους, συγκεντρώνονταν στήν Ἐκκλησία καί τίς διάβαζαν. Ἀσχολοῦνταν μέ ἀγροτικές ἐργασίες, κυρίως ἐλιές, λεπτόκαρα, κήπους, ἀλλά εἶχαν καί ὡς ἐργόχειρο τά πάνινα σκουφιά, γι᾿ αὐτό τούς ἔλεγαν καλυμμαυχάδες.
Ὁ Παρασκευᾶς μέ ὑπερβάλλοντα ζῆλο ἐπιδόθηκε στούς μοναχικούς ἀγῶνες καί ἔκανε τελεία ὑπακοή. Ἔτσι τό ἑπόμενο ἔτος ἔγινε ἡ κουρά του καί ὠνομάσθηκε Κύριλλος. Φαίνεται ὅτι καί ἀπό τόν κόσμο ἀκόμη ἀγωνιζόταν καί ἦταν πολύ εὐλαβής. Ὁ Γέροντας ἦταν πολύ ἀναπαυμένος καί οἱ γείτονές του, ὅσοι ζοῦν ἀκόμη, τόν θεωροῦσαν χαριτωμένο μοναχό. Μιλοῦν μέ σεβασμό γι᾿ αὐτόν: «Ὅλη τή νύχτα προσευχόταν. Κοιμόταν μόνο δύο ὧρες. Νήστευε πάρα πολύ. Ἦταν πρός ὅλους εὐγενής καί καλοσυνάτος. Ποτέ δέν τόν εἶδαν νά θυμώνη ὅταν τόν ὕβριζαν ἤ τόν κακολογοῦσαν. Ἦταν πολύ ταπεινός καί, ὅταν συνέβαιναν παρεξηγήσεις, αὐτός πρῶτος ἔβαζε μετάνοια λέγοντας ”εὐλόγησον”».
Ἄκουσε κάποτε κοσμικούς ἐργάτες ξυλοκόπους πού βλασφήμησαν τά θεῖα καί πῆγε, ἔπεσε στά πόδια τους καί ἔκλαιγε. Ὅταν εἶδαν αὐτή τήν ἀντιμετώπισή του, συγκλονίστηκαν, τοῦ ζήτησαν συγχώρηση καί τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι ἄλλη φορά δέν θά ξαναβλασφημήσουν.
Ἄλλες φορές, ὅταν οἱ ἐργάτες ἔλεγαν κανένα ἀστεῖο ἀπρεπές, αὐτός τούς παρακαλοῦσε ταπεινά νά προσεύχωνται καί νά μή λένε ἄσχημα λόγια· μετά διακριτικά ἔφευγε. Δέν τούς μάλλωνε, ἀλλά προσπαθοῦσε νά τούς φέρη σέ συναίσθηση μέ καλό τρόπο διεγείροντας τό φιλότιμό τους.
Ἐνῶ τήν ἡμέρα κουραζόταν στίς κοπιαστικές ἐργασίες τοῦ Κελλιοῦ, τή νύχτα ἄναβε τήν γκαζόλαμπα καί μελετοῦσε. Ἀπό τήν κούραση τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καί ἡ μύτη του ἦταν σχεδόν πάντα καμένη, γιατί μόλις ἀποκοιμόταν ἀκουμποῦσε πάνω στήν λάμπα, καιγόταν καί ἀμέσως ξυπνοῦσε. Εἶχε μεγάλη δίψα γιά πνευματική μελέτη. Διάβαζε πολλά πατερικά βιβλία, ἔδινε τήν ἐντύπωση μορφωμένου καί, ὅ,τι καί ἄν τόν ρωτοῦσαν, ἔδινε κατάλληλες ἀπαντήσεις.
Ἡ καθαρότητά του, ἡ ἀρετή καί ἡ εὐλάβειά του ἔκαναν τόν Γέροντά του νά τόν κάνη διάκονο στίς 4–1–1953 παρά τήν θέλησή του. Τήν ἑπομένη ἡμέρα ἔγινε ἡ χειροτονία του εἰς πρεσβύτερον, σέ ἡλικία 51 ἐτῶν,
Ὡς Ἱερέας ἦταν ἄκακος καί ἀμίαντος. Λειτουργοῦσε μέ εὐλάβεια καί προσοχή, καί διάβαζε πολύ ὡραῖα μέ κατάνυξη τό Εὐαγγέλιο. Λειτουργοῦσε καί στό Πρωτᾶτο, ἦταν πρωτοπαπᾶς στήν Λιτανεία τοῦ Ἄξιόν Ἐστι καί πήγαινε μέ προθυμία στίς πανηγύρεις τῶν γειτονικῶν κελλιῶν· ἦταν πάντοτε σοβαρός. Περιττός λόγος δέν ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του, οὔτε κατέκρινε κανέναν. Ἐνέπνεε σεβασμό καί ἀπό τίς ἀρετές του ἔλαμπε σάν ἀστέρι ἑωθινό.
Γιά ὅλα αὐτά ἤθελαν νά τόν κάνουν καί Πνευματικό, ἀλλά ἀρνήθηκε λέγοντας: «Ἑπτά Πνευματικούς εἶδα πού βγῆκαν ἄλυωτοι».
Μέχρι τά γηρατειά του ὁ παπα–Κύριλλος βίαζε τόν ἑαυτό του στή νηστεία, στήν προσευχή καί στή νυχτερινή ἀγρυπνία. Ἐνῶ ὁ ὑποτακτικός του π. Παῦλος τόν μάλλωνε γιατί ἀγρυπνοῦσε καί κουραζόταν καί ἐκεῖνος ἀπό ταπείνωση δέν ἔλεγε τίποτε. Μόνο προσπαθοῦσε νά κάνη κρυφά τόν ἀγῶνα του, γιά νά μήν ἐρεθίζη τόν π. Παῦλο.
Ἐκοιμήθη στίς 12–6–1985 σέ ἡλικία 83 ἐτῶν. Ἀπέσπασε τόν θαυμασμό τῶν πατέρων πού τόν γνώρισαν. Ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι ἦταν πολύ ἐνάρετος, ἕνας ἀπό τούς ἀνεπανάληπτους πατέρες πού πέρασαν τά τελευταῖα χρόνια ἀπό τήν περιοχή τῶν Καρυῶν.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Την ευχή του να έχουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή