14 Μαΐ 2015

Οἱ πληγὲς τῆς Πατρίδας: Ἡ κοχλιαριοφορία καὶ ὁ κωθωνισμὸς

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Κοχλιάριον ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι τὸ κουτάλι ἢ χουλιάρι ἢ χλιὰρ(ι) στὰ χωριὰ τῆς Μακεδονίας.
Ἡ λέξη παράγεται ἀπὸ τὸ «κοχλίας», τὸ κοινῶς λεγόμενον σαλιγκάρι. «Κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους», διαβάζουμε στὸ λεξικὸ τοῦ «ΗΛΙΟΥ», «ἀντὶ κοχλιαρίων ἐχρησιμοποιοῦντο κογχύλια», δηλαδὴ ὄστρακα κοχλιῶν. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ σήμερα σὲ πολλὰ νησιά μας τὰ σαλιγκάρια ὀνομάζονται κοχλιοί.
Ἂς ἔρθουμε τώρα στοὺς «νεωτάτους» χρόνους. Ἡ λέξη «κοχλιαριοφόροι» εἶναι ἐπινόηση τοῦ Ροΐδη, ποὺ πολλὰ μπορεῖ νὰ τοῦ καταλογίσει κανείς, ὅμως ἀνήκει σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀδέσποτους, τοὺς ἀπροσάρμοστους τῆς νεοελληνικῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ μαστίγωσε ἀλύπητα τὴν διεφθαρμένη καὶ φαυλεπίφαυλη ἐν Ἑλλάδι κομματοκρατία. (Ἁπλῶς, σὰν τὸν Κοραὴ κι αὐτός, εἶχε «μαῦρα μεσάνυχτα» ἀπὸ Ὀρθοδοξία καὶ φόρτωνε πολλὰ κακῶς κείμενα στὸν κλῆρο νομίζοντας, ἐσφαλμένως, ὅτι οἱ δικοί μας κληρικοὶ εἶναι σὰν τοὺς «καπουτζίνους τῆς Εὐρώπης», ποὺ θὰ ‘λέγε καὶ ὁ Μακρυγιάννης, «δὲν ἤξεραν ὅτ’ εἶναι σεμνοὶ κι ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες». (Ἀπομνημονεύματα).
Ἀριστοκρατικῆς ἀντίληψης, Συριανὸς καὶ εὐρωτραφῆς ὁ Ροΐδης -ἔχασε ὅλη του...
τὴν περιουσία στὰ «Λαυρεωτικὰ»- πολυτάλαντος γραφιάς, νόσησε κι αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἀνίατο ἀσθένεια τοῦ νεογραικυλισμοῦ, δὲν κατάλαβε τὴν γενέθλια παράδοσή του, μὲ μία μόνη διαφορὰ ἀπὸ τοὺς τότε καὶ νῦν εὐρωπιθήκους: Δὲν συμπορεύτηκε ἀλλὰ στηλίτευε ἀμείλικτα τὴν περιρρέουσα σκυβαλοκρατία).
Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ Ροΐδης: «Ἕκαστος ἐν τῇ ἐξουσία κομματάρχης ἔχει ὑπὸ τὰς διαταγᾶς του ἀριθμὸν τινὰ κοκλιαριοφόρων, ἱκανὸν μὲν νὰ τρώγη, ὁλόκληρον τὸ περιεχόμενον τῆς χύτρας, οὐχὶ ὅμως καὶ νὰ ὑπερασπίζη αὐτὴν κατὰ τῶν ἀντιζήλων της». Κατὰ τὸν ἴδιο συγγραφέα «οἱ Ἕλληνες διαιροῦνται εἰς τρεῖς κατηγορίες. Α) εἰς συμπολιτευομένους, ἤτοι (=δηλαδή), ἔχοντας κοχλιάριον νὰ βυθίζωσιν εἰς τὴν χύτραν τοῦ προϋπολογισμοῦ, Β) εἰς ἀντιπολιτευομένους, ἤτοι μὴ ἔχοντας κοχλιάριον καὶ ζητοῦντας παντὶ τρόπω νὰ λάβωσι τοιοῦτον, καὶ Γ) εἰς ἐργαζομένους, ἤτοι οὔτε ἔχοντας κοχλιάριον οὔτε ζητοῦντας, ἀλλ’ ἐπιφορτισμένους νὰ γεμίζωσι τὴν χύτραν διὰ τοῦ ἱδρῶτος αὐτῶν». Κοχλιαριοφόροι εἶναι τὰ κομματόσκυλα-ὑπέροχος χλευασμὸς -τὰ ὁποία κάθε κυβέρνηση, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὶς ἐνοχλητικὲς ὑλακές τους- ἡ γλώσσα μας τοὺς ὀνομάζει ὑλακόμωρους, ὁ διαρκῶς ὑλακτῶν-τοὺς παραδίδει τὴν κουτάλα, τὸ κοχλιάριον γιὰ νὰ γευτοῦν καὶ αὐτοὶ τὰ καλούδια τῆς χύτρας τοῦ προϋπολογισμοῦ. Αὐτὰ γιὰ τὴν κοχλιαριοφορία. Ἐρχόμαστε τώρα στὸ δεύτερο σκέλος τοῦ ἄρθρου, τὸν κωθωνισμό. Προσφεύγουμε καὶ πάλι στὸ εὐκλεὲς καια εὐφρόσυνο θησαυροφυλάκιο τῆς ἐτυμολογίας. Ἀείρροη πηγὴ τιμαλφῶν ἑρμηνειῶν. Ξεφλουδίζεις κάποιες «ἄσημες» λέξεις καὶ αἴφνης, ἀνακαλύπτεις ἔκπληκτος ὅτι στὸ «φυλλόχωμά» τους φιλοξενοῦν χρυσόσκονη.
Ὁ κώθων ἦταν ἀρχαῖο στρατιωτικὸ ποτήριον. Ἐπινοήθηκε, τὸ πρῶτον, στὴν Σπάρτη. Γιατί στρατιωτικό; Εἶχε τὰ χείλη του γυριστὰ πρὸς τὰ μέσα (=στρεψαύχην). Ἔτσι δὲν ἄφηνε τοὺς ἐν ἐκστρατεία στρατιῶτες, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀναγκάζονταν νὰ πίνουν ἀκάθαρτο νερό, νὰ βλέπουν τὶς βορβορώδεις ἀκαθαρσίες, οἱ ὁποῖες κατακάθονταν συγκρατοῦνταν ἀπὸ τὰ γυριστὰ πρὸς τὰ μέσα χείλη. Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἁπλά, ἔκρυβε τὸν κουρνιαχτὸ τς μάχης. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ νερὸ ἔφτανε στὰ χείλη τοῦ μαχητῆ καθαρότερο. Βοηθοῦσε σ’ αὐτὸ καὶ τὸ «λασπῶδες» χρῶμα τοῦ κώθωνος. Ἀργότερα, γράφει ὁ Ἀθήναιος, ὁ κώθων-καὶ τὸ κωθώνιον, ὑποκοριστικό του, δηλαδή, ποτηράκι-χρησιμοποιοῦνταν καὶ γιὰ οἰνοποσία, γιὰ μέθη καὶ ὄργια καὶ σιγὰ-σιγά, ἡ λέξη κωθώνιον, κωθώνι, κατὰ τὸ παιδίον, παιδί, πῆρε τὴ σημασία τοῦ ἀνόητου.
Μάλιστα σὲ σύγχρονα ἐτυμολογικὰ λεξικὰ διαβάζουμε ὅτι «τὸ κωθώνιον χρησιμοποιήθηκε στὴν στρατιωτικὴ ὁρολογία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, δηλώνοντας τὸ κύπελλο μὲ τὸ πρωινὸ ρόφημα».
Ὅταν δὲ κατέφτασε στὴν Ἑλλάδα ὁ βασιλιὰς Ὄθων καὶ ἡ βαυαρέζικες ἀκρίδες, ἕνα ἀπὸ τὰ προσωνύμια μὲ τὰ ὁποία τὸν στόλισαν εἶναι καὶ τό... «κόθων».
Ἔκτοτε πολλοί... «κόθωνες» ἢ κωθώνια ταλαιπώρησαν καὶ ταλαιπωροῦν τὴν πολιτικὴ ζωὴ τούτου τοῦ τόπου. Ὁ κωθωνισμός, ἡ λέξη ἀπαντᾶται στὸν Ἀθήναιο, περίσσεψε τὰ τελευταία, ἰδίως τὰ «μνημονιακά», χρόνια. Ἐρωτῶ: Δὲν εἶναι κωθωνισμὸς τὸ νὰ λές, κατέχοντας ὑψηλότατο ἀξίωμα, ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι τεμπέληδες; Δὲν εἶναι κωθωνισμός, βαρυτάτης μορφῆς, νὰ ἰσχυρίζεσαι πῶς «μαζὶ τὰ φάγαμε»; Δὲν εἶναι κωθωνισμὸς νὰ ἀναλαμβάνει τὴν διεξαγωγὴ ὀλυμπιακῶν games, ὄντας δανειοσυντήρητος; Δὲν εἶναι κωθώνια ὅσοι χαίρονταν καὶ γελοῦσαν; Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι τὸν κωθωνισμὸ κάποιων, ἐμεῖς τὸν εἰσπράττουμε ὡς καταστροφὴ καὶ οἰκονομικὴ φρίκη.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα εἶδος κωθωνισμού, ἐπὶ τῶν ἐθνικῶν θεμάτων, τὸ ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ μὲ ἔγκλημα. (Πρὶν προχωρήσω νὰ παραπέμψω σὲ ἕνα διαχρονικὸ φαινόμενο κωθωνισμοὺ τῆς νεοελληνικῆς πολιτικῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι κωθωνισμὸς τὸ νὰ κατηγορεῖ πάντοτε ἡ ἀντιπολίτευση τὴν κυβέρνηση γιὰ πράγματα ποῦ ἴδια, ὅταν ἦταν κυβέρνηση, ἔπραττε ἀσυστόλως; Νὰ παραθέσω ἕνα ἱστορικὸ ἀνέκδοτο ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ ἀνδρὸς Ἰω. Κωλέττη, τὸν ὁποῖο ὁ Μακρυγιάννης ὀνόμαζε «ἀπατεώνα καὶ ξένη κρεατούρα». Ο Γ.Βλαχογιάννης στὴν «Ἱστορικὴ Ἀνθολογία» τοῦ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«Συνέβηκε, κατὰ τὸ 1844-1847, ὁ τότε πρωθυπουργὸς Ἰω.Κωλέττης, νὰ ἀγορεύει στὴν Βουλή. Ἡ ἀντιπολίτευση μάνιζε καὶ φαροκοποῦσε ἐνάντιά του:
- «Δὲν σὲ θέλουμε! Δὲν σὲ θέλουμε», φώναζαν μία μέρα οἱ βουλευτές.
- «Ἠγαπητοί μου», εἶπε γλυκοπόνηρα ὁ Κωλέττης, «σεῖς δὲν μὲ θέλετε ἐγὼ ὅμως σᾶς θέλω».
Ὅλοι οἱ πρωθυπουργοὶ θέλουν τὴν ἀντιπολίτευση, γιὰ νὰ ξεθυμαίνουν, νὰ ἀμολοῦν τοὺς λεονταρισμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν, ὅταν στέκονται προσοχὴ ἐνώπιον τῶν... θεσμῶν).
Ἔρχομαι, κλείνοντας, στὸ θέμα τοῦ ἐγκληματικοῦ κωθωνισμοῦ. Πρόσφατα, ἕνας πολιτικὸς ἀρχηγός, ὁ ὁποῖος ὅταν δημοσιογραφοῦσε, γύριζε τὸ 2008 στὰ χωριὰ τῆς Φλώρινας προβάλλοντας καὶ προωθώντας τὶς σκοπιανὲς τρισαθλιότητες, κατήγγειλε σὲ μία ἐκπομπὴ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου στὸν Ἐχίνο τῆς Ξάνθης, υἱοθετώντας τὴν στάση τῶν πιὸ φανατικῶν τουρκολάγνων τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητας. Ἡ ἐξαιρετικὴ ἔφ. «ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗΣ» τῆς Κομοτηνῆς, στὶς 1 Μαΐου εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα καὶ δημοσίευσε τὶς ἀπόψεις τῶν γνωστῶν πρακτόρων τοῦ προξενείου, ἀλλὰ καὶ νηφάλιες ἀπόψεις Μουσουλμάνων, ποὺ ἔβαζαν τὰ πράγματα στὴν θέση τους. Δὲν ὑπῆρξε καμμιὰ πρόκληση κατὰ τῆς μειονότητας, ἁπλῶς τὰ γνωστὰ γιουσουφάκια τσίριξαν γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ θέμα. Ὁ ἐν λόγω, λοιπόν, ...«κώθων» ἕνωσε καὶ τὴν δική του τσιριξιᾶ μὲ αὐτὴν τῶν τουρκοπιασμένων. Τί νὰ πεῖ κανείς; Ὅπως προσφυῶς εἰπώθηκε, ἡ εὐφυία ἔχει ὅρια, ο... κωθωνισμὸς εἶναι ἀπεριόριστος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.