25 Φεβ 2012

Μετὰ τὴν μπόρα... (Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα)

το Νικολάου Π. νδριώτου
μπόρα χει περάσει, λλ θυμωμένα κυλον τ θολ νερ το ποταμο δίπλα π τ μεγάλο χωριό, πο πλώνεται στν εφορο κάμπο.
Ε
ναι τουρκικ τ χωριό. Φρεσκοπλυμένο π τ χορταστικ λουτρό, χαίρεται τώρα τν ελογία το λιου κα στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στν μακαριότητα τς ετυχίας του.
Δ
ν ταν μως πάντα τουρκικό. Σ παλαιότερη ποχή, τότε πο τ σημεριν ρζερομ λεγόταν Θεοδοσούπολις, εχαν χτισθ δίπλα στν καμψι ποταμό, στν κρη το εφορου κείνου ροπεδίου, λίγα σπίτια π οκογένειες κριτν το Βυζαντινο κράτους. ργότερα, μ τν κατάλυση τς ατοκρατορίας το Βυζαντίου, Τορκοι ρθαν κι γκαταστάθηκαν στ λληνικ χωρι κι νάγκασαν τος κατοίκους του ν’ λλαξοπιστήσουν κα ν δεχθον τν μωαμεθανισμό....


π κείνη τν μέρα σίγησε κι καμπάνα τς μικρς κκλησούλας, κα στος τέσσαρες αἰῶνες κα περισσότερο, πο πέρασαν π τότε, δν πέμεινε πιά, οτε σν θολ νάμνηση, χριστιανικ καταγωγ τν πρώτων κατοίκων.
Στεγνώνει λοιπ
ν τ τουρκικ χωρι στερα π τν μπόρα, ν στ καφενεο ο λικιωμένοι Τορκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σ μαλακ στρωσίδια, ρουφον δονικὰ 
τος ναργιλέδες τους κα διηγονται εθυμες στορίες.
ξαφνα σπαρακτικς φωνς κούονται π τ μέρος το ποταμο· δυ μικρ Τουρκόπουλα, παίζοντας στν χθη, πεσαν στ ποτάμι κα τ πρε τ ρμητικ ρεμα. Μι γυναίκα, πο εδε τ τύχημα, βαλε τότε τς φωνς κα ξεσήκωσε τν κόσμο.
Τ
καφενεο δειασε στν στιγμή. λοι ο θαμνες τρεξαν κατ τ ποτάμι, κα μαζ μ λους, κι μουχτάρης το χωριο, πρόεδρος τς κοινότητος, πως θ λέγαμε μες.
Μάταιος κόπος! Τ
να π τ δύο παιδιά, να γόρι πέντε χρονν, εχε δη πνιγ, ταν φτασε βοήθεια, κα τ’ λλο συνομήλικό του, δν εχε πι νάγκη π βοήθεια· ατ τ κατάφερε ν φτάση μόνο του στν χθη, λίγο παρακάτω π τ σημεο το τυχήματος. ταν βρεγμένο ς τ κόκκαλο, λλ βλεπε τ μαζεμένο πλθος χαμογελαστό, σν ν μν εχε γίνει τίποτε τ σπουδαο.
μουχτάρης τ πρε στν γκαλιά του κι ρχισε ν τ χαϊδεύη.
- Π
ς τ κατάφερες, παιδί μου, ν γλυτώσης; λεγε κα ξανάλεγε. Μπράβο! σ θ γίνης σωστς νδρας! Θ φοβήθηκες μως πολύ, τσι δν εναι;
- Καθόλου!
ποκρίθηκε μικρς θος. Δν φοβήθηκα καθόλου. Μ κρατοσε μητέρα το Θεο στν γκαλιά της κα μ’ σπρωχνε σιγ - σιγ στν κροποταμιά.
μουχτάρης μεινε περίεργος.
-
μητέρα το Θεο, επες; Κα πο τν ξέρεις σ τν μητέρα το Θεο;
- Τ
ν ξέρω! Τν χομε στ σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ να σανιδάκι!
Μι
ποψία γεννήθηκε π τν πάντηση το μικρο στν σκέψη το μουχτάρη.
- Π
με ν μο τν δείξης κι μένα! λέει στ Τουρκόπουλο. Πμε!
Σ
λίγο φτασαν στ σπίτι, που βρισκόταν μόνο γιαγι κι μητέρα το μικρο· πατέρας του λειπε.
Ο
δυ γυνακες δν εχαν δέα π τ τύχημα κα μ κπληξη κα πορία παρατηροσαν τν πίσημο πισκέπτη. κπληξή τους μως γινε τρόμος μεγάλος, ταν εδαν τ παιδί τους ν το δείχνη μι μικρ πόρτα στν τοχο το σώτερου διαμερίσματος το σπιτιο κα ν το λέη: «Νά, δ μέσα εναι, νοιξε ν δς!».
καμαν ττε μι κίνηση πρς τ κε, γι ν μποδίσουν τν μουχτάρη, μ κενος εχε κιόλας νοίξει τν πορτούλα.
Κα
τότε να θέαμα καταπληκτικ παρουσιάσθηκε στ μάτια του: Σ’ να μικρ κα σκοτειν δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, να καντλι καιε μπροστ στ εκόνισμα τς Παναγίας. Εωδία π θυμίαμα ξεχύθηκε τν δια στιγμ π τν κρυψνα κα γέμισε τ ρουθούνια το Τούρκου, πο ρούφηξε δονικ τ γνωστο γι’ ατν ρωμα.
Ο
γυνακες παγωμένες π’ τν τρόμο, δν εχαν τν δύναμη ν’ ρθρώσουν λέξη, κα μόνο τ μάτια τους, στυλωμένα στν εκόνα, στελναν θερμή, σιωπηλ κεσία πρς τν Θεομήτορα, ν τς βοηθήση στν δύσκολη κείνη περίσταση.
φωνος μως κι κίνητος στεκόταν μπροστ στ εκόνισμα κα μουχτάρης, φανατικς Τορκος, πο ποτ δν θ μποροσε ν φαντασθ τι θ καμε στ χωριό του τέτοια νακάλυψη. Τ γλυκύτατο βλέμμα τς Παναγίας, μ τ θεο βρέφος στν γκάλη Της, το εχε κάμει νέκφραστη ντύπωση.
- Α
τ εναι μητέρα το Θεο, πο μ κρατοσε στ χέρια της. Τν εδες; επε μικρς μ φων χαρούμενη, λς κα εχε κάμει κατόρθωμα.
Ο
γυνακες πεσαν στ πόδια το μουχτάρη κι ρχισαν ν τν παρακαλον.
- Μ
μς κάνης κακό, φέντη πολυχρονεμένε, κι μες θ παρακαλομε τν Παναγία ν σ φυλάγη καλά…
-
στε εστε Χριστιανοί; πρόφερε ργά.
- Ναί! …δ
ν πειράζομε μως κανένα. κολουθομε τν πίστη τν πατέρων μας, πως τν πραν κι κενοι π’ τος δικούς τους πατέρες… Μ μς κάμης κακό… φέντη!
μουχτάρης στάθηκε μερικς στιγμς σιωπηλός. πειτα μ φων σιγανή, σν ν θελε ν’ νακοινώση κάποιο μυστικό, λέει στς γυνακες:
- Μ
φοβστε! Προσέξτε μως, μ πτε κι σες σ κανένα, τι ρθα στ σπίτι σας κα εδα ατ πο εδα… Κάπου – κάπου θ σς στέλνω λίγο λάδι ν βάζετε στ καντλι, πρόσθεσε, ν προχωροσε πρς τν
ξοδο.

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.