16 Ιουν 2011

Ἀφιέρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν 100 χρόνων ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 3 Ἰανουαρίου 1911) ἦταν κορυφαῖος Ἕλληνας λογοτέχνης, ἐπονομαζόμενος «ὁ ἅγιος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων». Ἔγραψε ἠθογραφικὰ διηγήματα καὶ μυθιστορήματα, τὰ ὁποῖα κατέχουν περίοπτη θέση στὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία. Ὁ ἴδιος σὲ ἕνα σύντομο αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα ἱστορεῖ τὴ ζωή του:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τὴ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιά, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδᾶς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μήνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα....

 κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδας."
Ὁ βίος του
Πρώιμη περίοδος
Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στὴ Σκιάθο τὸ 1851 καὶ γονεῖς τοῦ ἦταν ὁ ἱερέας Ἀδαμάντιος Ἐμμανουὴλ καὶ ἡ Ἀγγελικὴ (Γκιουλῶ) τὸ γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ἀνάμεσα σὲ ἐννιὰ παιδιὰ (τὰ δύο πέθαναν μικρὰ) καὶ ἐξοικειώθηκε νωρὶς μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, τὴ θρησκευτικὴ ἀτμόσφαιρα, τὶς λειτουργίες, τὰ ἐξωκκλήσια καὶ τὴν ἥσυχη ζωὴ τοῦ νησιώτικου περίγυρου. Ὅλα αὐτὰ τοῦ διαμόρφωσαν μία χριστιανοπρεπῆ ἰδιοσυγκρασία, ποὺ τὴ διατήρησε μὲ πεῖσμα ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὸ νησί του, ἐσωτερικὸς στὴν Ι. Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Φοίτησε (μὲ πολλὲς διακοπές, λόγω οἰκονομικῶν δυσκολιῶν) στὸ Γυμνάσιο στὴ Χαλκίδα, τὸν Πειραιὰ καὶ τὸ τελείωσε στὸ Βαρβάκειο τῆς Ἀθήνας. Πάντα φτωχός, ἄρχισε ἀπὸ μαθητὴς νὰ κερδίζει τὸ ψωμί του μὲ παραδόσεις καὶ προγυμνάσεις μαθητῶν. Τὸ 1872 ἐπισκέφτηκε τὸ Ἅγιο Ὅρος μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Νικόλαο Διανέλο, ἀργότερα μοναχὸ Νήφωνα, ὅπου παρέμεινε ὀκτὼ μῆνες ὡς δόκιμος μοναχός. Μὴ θεωρώντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο νὰ φέρει τὸ «ἀγγελικὸ σχῆμα», ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα καὶ γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου, τὴν ὁποία, μὲ ὅλες τὶς προσπάθειες ποὺ ἔκανε, δὲν τὴν τελείωσε, γιατί ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια καὶ ἡ ἐπισφαλὴς ὑγεία τοῦ τοῦ στάθηκαν ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια. Τὸ ὅτι δὲν πῆρε τὸ δίπλωμά του στοίχισε στὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε νὰ γυρίσει καθηγητὴς στὸ νησὶ καὶ νὰ βοηθήσει τὶς τέσσερις ἀδελφές του. Οἱ τρεῖς ἀπὸ αὐτὲς παρέμειναν ἀνύπαντρες καὶ τοῦ παραστάθηκαν μὲ ἀφοσίωση, σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμές του, ὅπως ὅταν ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἀθήνας ἀναζητοῦσε καταφύγιο στὴ Σκιάθο. Οἱ οἰκονομικές του ἀνάγκες ἦταν πολλὲς καὶ σύντομα ἀναγκαζόταν νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα.
Ἡ συγγραφική του πορεία
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γράφτηκε στὸ Πανεπιστήμιο ἄρχισε νὰ δημοσιογραφεῖ καὶ νὰ κάνει μεταφράσεις ἀπὸ τὰ Γαλλικὰ καὶ Ἀγγλικά, ποὺ εἶχε μάθει σὲ βάθος καὶ ποὺ λίγοι τὰ γνώριζαν τόσο καλὰ στὴν ἐποχή του. Οἱ ἀπολαβὲς τοῦ ὅμως ἦταν πενιχρὲς καὶ ἀναγκαζόταν νὰ ζεῖ σὲ φτωχικὰ δωμάτια, ὄντας πάντα ὀλιγαρκὴς καὶ λιτοδίαιτος.
Ἡ θέση τοῦ καλυτέρευσε κάπως, ὅταν γνωρίστηκε μὲ τὸν προοδευτικὸ δημοσιογράφο καὶ ἐκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, ποὺ ἵδρυσε τὴν περίφημη γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐφημερίδα Ἀκρόπολη. Ἡ ζωὴ τοῦ ὅμως δὲν ἄλλαξε. Ἂν καὶ ἡ ἀμοιβή του ἀπὸ τὴν ἐργασία του στὴν "Ἀκρόπολη" ἦταν ὑπέρογκη (ἔπαιρνε 200 καὶ 250 δραχμὲς τὸ μήνα), ἐνῶ κέρδιζε ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ συνεργασίες του μὲ ἄλλες ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, ποὺ ἦταν περιζήτητες, ἡ οἰκονομική του κατάσταση στάθηκε γιὰ πάντα ἡ ἀδύνατη πλευρά του. Ἦταν σπάταλος, ἀνοργάνωτος. Ὅταν ἔπαιρνε τὸ μισθό του, πλήρωνε τὰ χρέη του στὴν ταβέρνα τοῦ Κεχριμάνη, (ὅπου ἔτρωγε εἴκοσι ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια), ἔδινε τὸ νοίκι, ἔστελνε στὴ Σκίαθο, μοίραζε στοὺς φτωχούς, σπαταλοῦσε χωρὶς σκέψη γιὰ τὴν αὐριανὴ μέρα. Κι ἔτσι ἔμενε πάντα φτωχὸς καὶ στενοχωρημένος, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀγοράσει ἀκόμη καὶ τὰ στοιχειώδη, ὅπως ροῦχα. Δὲν μποροῦσε νὰ περιποιηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ μεγάλη ἀνεμελιά του, συνοδευμένη ἀπὸ κάποια φυσικὴ ραθυμία καὶ νωθρότητα, μὲ μία πλήρη ἀδιαφορία γιὰ τὰ βιοτικά, τὸν κρατοῦσε σὲ κατάσταση ἀθλιότητας. Ἄπλυτος, ἀπεριποίητος, σχεδὸν κουρελής, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ζεῖ μὲ ἀξιοπρέπεια, γιατί ἦταν λιτότατος καὶ ἀσκητικός, σκορποῦσε τὰ λεφτά του καὶ μόνο κάθε πρωτομηνιὰ εἶχε χρήματα στὴν τσέπη του. «Κατ' ἔκεινην τὴν ἥμεραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος..» ἔχει γράψει κάπου. Ἐνδεικτικό της σχέσης του μὲ τὰ χρήματα εἶναι τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος Νιρβάνας: ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τὴ συνεργασία του μὲ τὴν ἐφημερίδα "Τὸ Ἄστυ", ὁ διευθυντὴς τοῦ προσέφερε μισθὸ 150 δραχμές. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν: «Πολλὲς εἶναι ἑκατὸν πενήντα. Μὲ φτάνουνε ἑκατό». Ἡ βασανισμένη αὐτὴ ζωή, ἡ ἐντατικὴ ἐργασία, τὸ ξενύχτι καὶ προπάντων τὸ ποτὸ ποὺ σιγὰ-σιγὰ τοῦ ἔγινε πάθος, τὸ τσιγάρο καὶ ἡ καθημερινὴ ὑπερβολικὴ κούραση τοῦ κατέστρεψαν τὴν ὑγεία καὶ τὸν ἔφεραν πρόωρα στὸ θάνατο.
Γενικὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἦταν ἀπλησίαστος. Τοῦ ἄρεσε ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἀπομόνωση. Δὲν ἐπίανε εὔκολα φιλίες καὶ ἦταν πάντα ἐπιφυλακτικός, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του. Ἐλάχιστοι ἦταν οἱ φίλοι του, ὅπως ὁ συγγραφέας καὶ ἐρευνητὴς Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ ποιητὴς Μιλτιάδης Μαλακάσης καὶ ἕνας δύο ἄλλοι. Ἀκόμα καὶ πρὸς τὸ Βλάση Γαβριηλίδη, ποὺ τοῦ στάθηκε ὡς πατέρας, καὶ τὸν ἐνθάρρυνε καὶ τὸν βοηθοῦσε πάντα σὲ κάθε δύσκολη στιγμή του, δὲν τοῦ ἔδειξε τὴν ἀγάπη, ποὺ ἴσως θὰ ἔπρεπε. Τοῦ ἄρεσε νὰ ζεῖ στὸν κλειστὸ ἐσωτερικό του κόσμο καὶ νὰ ζητᾶ τὴν πνευματικὴ ἀνακούφιση, ζωγραφίζοντας τὶς ἀναμνήσεις του στὰ ποιήματά του καὶ τὸν ποιητικότατο πεζό του λόγο στὰ διάφορα διηγήματά του, ποὺ τὰ περισσότερα ξαναζωντανεύουν τοὺς παλιοὺς θρύλους τοῦ νησιοῦ του.
Αὐτὸς ὁ περίεργος καὶ ἀπόκοσμος τρόπος ζωῆς, μὲ τὴν παράλληλη προσήλωσή του στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴ λειτουργική της παράδοση, τὸν ἔκαναν νὰ μοιάζει μὲ κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε νὰ ψάλλει στὸν Ι. Ναὸ Ἁγίου Ἐλισαίου ὡς δεξιὸς ψάλτης, στὸν ἴδιο ναὸ ἔψαλε ὡς ἀριστερὸς ψάλτης ὁ ἐξάδελφός του συγγραφέας Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ἐνῶ ἐφημέριος ἦταν ὁ Ἅγιος πάπα Νικόλας Πλανᾶς.
wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.