ΤΟ 1793 ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ στὸ Λονδίνο ἕνα εἰκονογραφημένο χρονικὸ περιηγήσεων στὴν Ἑλλάδα ποῦ πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Μάιο τοῦ 1788 ὡς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1789. Συγγραφέας τοῦ ἀξιόλογου αὐτοὶ ὁδοιπορικοῦ φέρεται ἕνας ἀνώνυμος «Ἰταλὸς τζέντλεμαν». Στὸν τίτλο, ὡστόσο, προβάλλεται ὃ Ἄγγλος ζωγράφος καὶ ἀρχιτέκτονας JAMES STUART, γνωστός απο τὶς ἐργασίες (μαζὶ μὲ τὸν συνάδελφο τοῦ REVETT) ἀποτυπώσεων ἀρχαίων ἀθηναϊκῶν μνημείων.
Δημιουργεῖται ἔτσι τὸ ἐρώτημα: ποιὸς ἦταν ὃ πραγματικὸς συγγραφέας τοῦ χρονικοῦ; Μήπως ὃ JAMES STUART Ἀλλὰ ὃ Ἄγγλος καλλιτέχνης καὶ ἀρχαιολόγος εἶχε πεθάνει στὶς ἀρχὲς τοῦ 1788, πρὶν ἀκόμα πραγματοποιηθεῖ τὸ ἐπίμαχο ταξίδι στὴν Ἑλλάδα.
Ὃ Ἄγγλος ἀρχαιολόγος JAMES MORTON PATON ὑποστηρίζει ὅτι ὃ ἀνώνυμος συγγραφέας εἶναι ὃ Ἰταλὸς ALESSANDROBISANI .
Στὸ βιβλίο ὑπάρχουν μόνο πέντε χαλκογραφίες τοῦ STUART ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κι' ὁπωσδήποτε αὐτὲς οἱ εἰκόνες δὲν ἦταν ἀρκετὲς νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὴν πατρότητα τοῦ ἔργου. Φαίνεται ὅτι ἢ προβολὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ JAMES STUART ἔγινε ἀπὸ τὸν ἐκδότη ἀποκλειστικὰ γιὰ κυκλοφοριακοὺς λόγους. Ἢ αἰτία ποῦ ὑπαγόρευσε τὴν ἀποσιώπηση τοῦ ὀνόματος τουALESSANDRO BISANI παραμένει ἄγνωστη.
Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι ὃ...
Ἰταλὸς περιηγητής, εὐσυνείδητος, ἀπροκατάληπτος, κάτι ὁλότελα ἀσυνήθιστο γιὰ καθολικό, ἐνημερωμένος καὶ προικισμένος μὲ ἐρευνητικὸ πνεῦμα, ἔδωσε ἕνα λαμπρὸ ταξιδιωτικὸ κείμενο. Μερικὲς παρατηρήσεις τοῦ μάλιστα πάνω σὲ καίρια προβλήματά του τότε Ἑλληνισμοῦ εἶναι πολυσήμαντες.Ἢ περιήγηση στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἄρχιζε ἰ ἀπὸ τὴν Κίμωλο, πολυσύχναστη σκάλα στὶς Κυκλάδες σ' ὁλόκληρο τὸν ΙΗ' αἰώνα, ὅπου ὃ ἀνώνυμος περιηγητὴς καὶ οἱ συνταξιδιῶτες τοῦ ἔφθασαν τέλη Μαΐου 1788.
Ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἔσπευσαν στὴν κατοικία τοῦ προεστοῦ ὅπου εἶχαν καταλύσει οἱ ξένοι «γιὰ νὰ τοὺς δοῦν καὶ νὰ μάθουν νέα». Ὃ σπιτονοικοκύρης πρόσφερε στοὺς ἐπισκέπτες γάλα, «τὸ μόνο ποῦ παράγει τὸ νησί)), χωρὶς νὰ δεχθῆ χρήματα.
«Ἢ διακόσμηση τοῦ σπιτιοῦ, προσαρμοσμένη στὴν αἰσθητικὴ καὶ στὶς συνήθειες τοῦ τόπου, ἦταν ὅλη ὅλη κάτι μικρὰ ἐπιχρυσωμένα κανάτια ἀπὸ κιμωλία γῆ καὶ εἰκόνες ἅγιων».
Πρόσεξε ὅτι ὅλοι οἱ νησιῶτες ἄκουγαν τὸν προεστὸ μὲ μεγάλη προσοχή. «Μὲ τὰ ἄσπρα γένια του, τὸ ἐπιβλητικὸ καὶ μεγαλόπρεπο ὕφος καὶ κυρίως τὴν ἡλικία καὶ τὴν ὑποδειγματικὴ ἀρετή του, ἔχει ἐξασφαλίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν συμπατριωτῶν του. Εἶμαι βέβαιος πῶς στὴν Ἑλλάδα ἀνακουφίζεται κανεὶς ἀπὸ τὰ βάσανα τῶν γερατειῶν μὲ τὸ σεβασμό, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν καλοσύνη ποῦ συναντᾶ σ' ὅλους τους νέους». Οἱ κάτοικοι τῆς Κιμώλου ἦταν ὅλοι ναυτικοὶ καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ' αὐτοὺς ἄριστοι πιλότοι Μιλοῦσαν ἰταλικά, γαλλικά, ἀκόμα καὶ ἀγγλικά. Οἱ γυναῖκες ἔπλεκαν κάλτσες μπαμπακερὲς ποὺ ἀποτελοῦν βασικὸ ἔσοδο γιὰ τὸ πάμπτωχο νησί.
Στοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς ξένους ποῦ ταξίδεψαν στὴν Κίμωλο προκαλοῦσε ἐντύπωση ἢ ζωηρὴ κοινωνικότητα τῶν γυναικών. Ἔτσι πολλοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς παλαιότερες περιπέτειες τοῦ νησιοῦ, ποῦ εἶχε μεταβληθεῖ σὲ καταφύγιο τῶν πειρατῶν κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μῆνες, μιλοῦσαν γιὰ ἀνηθικότητα. Ἢ ἴδια πλάνη καὶ οἱ ἴδιες παρεξηγήσεις εἶχαν δημιουργηθεῖ καὶ κατὰ τὸν ΙΖ' αἰώνα στοὺς ταξιδιῶτες ποῦ ἔβλεπαν τὴν ἐλευθεριότητα τῶν γυναικὼν τῆς Χίου. Ὃ Ἰταλὸς περιηγητὴς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἀνακάλυψη τὰ αἴτια τῆς πρόθυμης ἐπικοινωνίας τῶν γυναικὼν τῆς Κιμώλου μὲ τοὺς ξένους, κάτι ἀδιανόητο γιὰ τοὺς πληθυσμοὺς τῶν ἄλλων νησιωτικῶν καὶ ἠπειρωτικῶν ἑλληνικῶν περιοχῶν .
«Ἢ φυσική τους ζωηράδα, μαζὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ διαθέσουν τὰ χειροτεχνήματά τους, ἔχουν δημιουργήσει τόση οἰκειότητα μὲ τοὺς ξένους, ὥστε πολλὲς ἀπὸ' αὐτὲς μας ἐπίαναν ἀπὸ τὸ μπράτσο καὶ μᾶς ὁδηγοῦσαν στὰ σπίτια τους. Αὐτὴ ἢ συμπεριφορὰ καλλιέργησε τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ γυναῖκες τῆς Κιμώλου δὲν εἶναι ἐνάρετες».
Στὴν πραγματικότητα προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν πώληση τῶν προϊόντων τους ποῦ ἀποτελοῦσαν τὴν μοναδικὴ ἐλπίδα γιὰ ἐπιβίωση στὸ ὁλότελα ἄγονο νησί τους.
Δὲν εἶναι οὔτε ὄμορφες οὔτε ἄσχημες, παρατηρεῖ ὃ συγγραφέας τοῦ χρονικοῦ. «Ἔχουν πλούσιο στῆθος καὶ πολὺ παχιὰ πόδια. Γι' αὐτὰ τὰ χοντρὰ πόδια τοὺς καμαρώνουν ἰδιαίτερα καὶ κάνουν ὅτι μποροῦν — φορώντας κυρίως πολλὰ ζευγάρια κάλτσες—για νὰ αὐξήσουν τὸν ὄγκο τους. Ἢ φορεσιὰ τοὺς εἶναι περίεργη. Πάνω στὸ πουκάμισο ποῦ κουμπώνει κάτω ἀπὸ τὸ στῆθος καὶ φθάνει λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα, φοροῦν ἕνα χρυσοκέντητο ζιπούνι μὲ κόκκινη μπορντούρα ποῦ περιβάλλει τὸ στῆθος χωρὶς νὰ ἐμποδίζει τὴν προβολή του. Ἕνα μαντήλι στερεωμένο στὸ κεφάλι κυματίζει πίσω. Φορᾶνε ἄσπρες κάλτσες, μικρὰ ὑποδήματα καὶ κεφαλοδέσια κάθε λογής».
Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ξένους «ἕνα παρά». Οἱ κάτοικοι ζοῦσαν σὲ ἐξαθλίωση. Ὡστόσο, παρατηρεῖ ὃ περιηγητής, τὰ ἐγκλήματα εἶναι σπάνια στὸ νησὶ
Οἱ σημειώσεις ποῦ ἀκολουθοῦν ἔχουν γίνει στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὃ συγγραφέας τοῦ χρονικοῦ ἔφθασε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1788.
«Δύο παλιὰ ἐρειπωμένα κάστρα βρίσκονται πλάι στὴ θάλασσα καὶ ἄλλα δύο στὸ ἐσωτερικό. Ἢ πόλη περιβάλλεται ἀπὸ ὀχυρὸ καὶ καλοχτισμένο τεῖχος. Τὰ σπίτια εἶναι ξύλινα, βαμμένα κόκκινα, ἕκτος ἀπὸ τὸ τμῆμα κάτω ἀπὸ τὴν ὀροφὴ ποῦ ἔχει χρῶμα μαῦρο. Τὰ κυριότερα τμήματα τῶν δρόμων ἔχουν ξύλινη στέγη γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν προστασία ἀπὸ τὴν ζέστη. Ἔτσι ὅμως δὲν κυκλοφορεῖ εὔκολα ὃ ἀέρας. Ἄλλοι δρόμοι εἶναι γεμάτοι περιστέρια, λελέκια, σπουργίτια, καρακάξες καὶ κοράκια καθὼς καὶ ἀπὸ σκύλους καὶ γάτους. Κανένας δὲν τολμάει νὰ βλάψει αὐτὰ τὰ ζῶα, γιατί κινδυνεύει νὰ χαρακτηριστεῖ φονιὰς ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ἀνάλογα. Τὰ μαγαζιὰ κλείνουν μὲ ἕνα ἁπλὸ μάνταλο γιατί δὲν γίνονται κλεψιές» .
Ὑπολογίζει τοὺς κατοίκους τῆς Θεσσαλονίκης σὲ 80 χιλιάδες: Ἑβραῖοι 23.000, Ἕλληνες καὶ Φράγκοι 20.000, οἱ ὑπόλοιποι Τοῦρκοι.
«Ἀπὸ τὴν μπόχα καταλαβαίνεις πότε βρίσκεσαι σὲ ἑβραϊκὴ συνοικία. Γενικὰ οἱ Ἑβραῖοι δὲν προσέχουν τὴν καθαριότητα. Τὰ ἑβραιόπουλα μᾶς κύκλωσαν, τσοῦρμο ὁλόκληρο, καὶ μᾶς ζητοῦσαν παράδες. Σ' αὔτη τὴν ἐπιχείρηση ἐνθαρρύνονταν καὶ ἀπὸ τὶς μανάδες τους, ποῦ κατὰ τὰ φαινόμενα, ἤθελαν νὰ τοὺς ἐμπνέουν ἀπὸ τὴν μικρὴ ἡλικία τὴν γεύση τῆς ἰδιοκτησίας. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Θεσσαλονίκης δὲν ἀντιμετωπίζουν κακομεταχείριση ἀπὸ τοὺς Τούρκους. «Δὲν τοὺς ἀποκαλοῦν ρουφιανιᾶς. Εἶναι οἱ κυριότεροι ἔμποροι τροφίμων. Ἐργάζονται ἐπίσης ὡς μεσίτες, ναυτικοί, χαμάληδες».
Ὃ περιηγητὴς γράφει ὅτι ἀκόμα καὶ χωριάτισσες πῆγαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ καράβι τους. «Φοροῦσαν ἄσπρο μάλλινο φόρεμα μὲ ραβδώσεις διαφόρων ζωηρῶν χρωμάτων καὶ πάνω ἀπὸ' αὐτὰ ἕνα εἶδος καζάκας χωρὶς μανίκια, ἀπὸ τὸ ἴδιο ὕφασμα, ποῦ σκέπαζε ἕνα μέρος τοῦ λαιμοῦ. Ὃ ὑπόλοιπος λαιμὸς ἦταν σχεδὸν σκεπασμένος μὲ περιλαίμιο ἀπὸ τούρκικα χρυσὰ νομίσματα καὶ ἀρχαία μετάλλια. Τὰ μαλλιά τους, στολισμένα μὲ λουλούδια, ἔπεφταν ἐλεύθερα στοὺς ὤμους. Μία μέρα χόρεψαν ἕνα κυκλικὸ χορό. Στὴν μέση στεκόταν ὃ μουζικάντης μὲ τὸ λαοῦτο του καὶ τραγουδοῦσε διάφορους στίχους ποῦ ἐπαναλάμβαναν ὑστέρα οἱ γυναῖκες»
Ἀποτυπώσεων τὴν Θεσσαλονίκη στὴ Σκιάθο. Τὸ χωριὸ χτίστηκε τὸ 1784. Ἔχει 200 κατοίκους, μία ἐκκλησία καὶ ἕνα παπά. Οἱ γυναῖκες μόλις μᾶς εἶδαν ἐξαφανίσθηκαν».
Τέλη Ἰουνίου ἔφθασε στὴν Κέα. Οἱ κυριότερες πληροφορίες: Τὸ νησὶ αὐτοδιοικεῖται καὶ ἔχει πληθυσμὸ 5.000 κατοίκους. Ἐπίσης 40 παπάδες καὶ ἑπτὰ ἢ ὀχτὼ μοναστήρια. Οἱ γυναῖκες ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ὑφαντά. Τὸ νερὸ φαίνεται διουρητικὸ καὶ τὸ κρασὶ εἶναι τόσο λεπτὸ ποὺ δὲν κρατάει πάνω ἀπὸ τρεῖς μῆνες. Γίνονται ἐξαγωγὲς κριθαριοῦ, μεταξιοῦ καὶ βελανιδιῶν.
Στὸ καράβι ἀνέβηκε ὃ πρόξενος τῆς Ἀγγλίας μαζὶ μὲ τὶς κόρες του. «Ἢ μία ἀπὸ' αὐτὲς μιλοῦσε μὲ καμάρι γιὰ τὰ ταξίδια της. Τὴν ρωτήσαμε ποὺ εἶχε πάει. Μᾶς ἀπάντησε σοβαρά: Στὴν Ἀθήνα»
Μπῆκαν σ' ἕνα περιβόλι, σωστὸ ἐπίγειο παράδεισο. Ὃ περιβολάρης γνώρισε στοὺς ξένους τὶς δύο κόρες του. «Τὰ μοναδικὰ στολίδια τοὺς ἦταν ἢ ὀμορφιὰ καὶ ἢ ἁγνότητα. Τὰ φουστάνια τους δὲν σκέπαζαν ἐντελῶς τὸ στῆθος καὶ τὰ πόδια τοὺς ἦταν γυμνά» .
Τὸ καράβι ἄραξε στὸ Πόρτο Ράφτη καὶ ἢ συντροφιὰ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀθήνα. Στὰ Μεσόγεια ἐρημιὰ καὶ δυστυχία. Συνάντησαν μονάχα δύο τρία πάμπτωχα χωριουδάκια. Ἢ Ἀττικὴ ἐντελῶς ἀκαλλιέργητη. Μονάχα βάτα καὶ ἀγκάθια φύτρωναν. 'Ἀλλὰ στὰ περίχωρα τῆς Ἀθήνας ἄρχιζαν οἱ καλλιέργειες. Παντοῦ κυριαρχοῦσε ἢ ἐλιά. «Οἱ κολυμπάδες διατηροῦν τὴν ἀρχαία ὀνομασία καὶ παρασκευάζονται μὲ τὸν ἴδιο πάντα τρόπο» . Στὴν Ἀθήνα φιλοξενήθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἕλληνα πρόξενου τῆς Ἀγγλίας.
«Τί κρίμα νὰ μὴ μιλάω ἑλληνικὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τὶς γοητευτικὲς ἀδελφές του, γιὰ τὶς ἀμέτρητες περιποιήσεις τους. Πρόβλεπαν κάθε ἐπιθυμία μας κι' ἀπαγόρεψαν κάθε ἀνάμιξη τῶν ὑπηρετῶν. Ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ μᾶς κάνουν ἀέρας ὅταν καθόμασταν στὸ σοφὰ μὲ μία μεγάλη βεντάλια ἀπὸ φτερά. Τὸ ἴδιο καὶ κατὰ τὸ δεῖπνο. Τέτοια συμπεριφορὰ δὲν συναντᾶς πουθενά, σημάδι φανερὸ πῶς ἀποτελεῖ κληρονομιὰ τῆς περίφημης κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἑλληνικῆς φιλοξενίας . Τὸ βράδυ οἱ σοφάδες ἔγιναν κρεβάτια. «Πιάνουν συνήθως τὰ τρία τέταρτά της κάμαρας καὶ περιβάλλονται μὲ κιγκλίδωμα. Τὸ καλοκαιρινὸ σκέπασμα εἶναι ἕνα ραβδωτὸ ὕφασμα ποῦ εἰσάγεται ἀπὸ τὴν Ρωσία ἢ ἄλλες χῶρες καὶ τὸ χειμωνιάτικο δαμάσκο ἢ κρεμεζὶ βελοῦδο, στολισμένο πάντοτε μὲ χρυσὲς φράντζες. Συνηθίζουν νὰ κάθονται στὸ σοφὰ σταυροπόδι ἀφήνοντας τὶς παντοῦφλες κάτω» .
Πῆγε καὶ στὸ δεσπότη . Τὸν βρῆκε νὰ δροσίζεται στὸν κῆπο τοῦ ἐξοχικοῦ σπιτιοῦ του. «Μᾶς δέχτηκε εὐγενικά. Οἱ διάκοι ποῦ τὸν ὑπηρετοῦσαν στέκονταν ὄρθιοι ὅσο καθόμασταν στὸ σοφά. Μὲ ἕνα σύνθημά του ἔσπευσαν νὰ μᾶς προσφέρουν γλυκὰ καὶ καφέ».
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὴν Σμύρνη. Ὑπολογίζει τὸν πληθυσμὸ τῆς μικρασιατικῆς πολιτείας σὲ 130.000 ψυχὲς (26.000 Ἕλληνες, 7-8.000 Ἀρμένιοι, 10.000 Ἑβραῖοι, 4 - 5.000 Φράγκοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι μουσουλμάνων
Ὁλόκληρο τὸ ἐμπόριο τῆς Μ. Ἀσίας συγκεντρώνεται στὴν Σμύρνη καὶ βρίσκεται στὰ χέρια τῶν Ἄγγλων, Ὀλλανδῶν καὶ Γάλλων. Οἱ Ἄγγλοι εἰσάγουν μεγάλες ποσότητες ὑφασμάτων, οἱ Γάλλοι, ἕκτος ἀπὸ τὰ ὑφάσματα, κοχενίλλη, λουλάκι, ζαχαρωτά, μπαχαρικά, μοσχοκάρφια, μεταξωτά, σατέν, σιδηρικὰ κ.α., ἢ Ἰταλία μεταξωτά, ἢ Βενετία χαρτὶ καὶ γυαλικά. Κάπου διακόσια καράβια βρίσκονταν στὸ λιμάνι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1788.
Ἦταν ἢ ἐποχὴ ποῦ γινόταν στρατολογία κληρωτῶν. Κι' ἐπειδὴ ἢ Σμύρνη ἀποτελοῦσε κέντρο γιὰ τὴν συγκέντρωση τῆς νέας σοδειᾶς στρατιωτῶν, τὰ μαγαζιὰ ἔμειναν κλειστὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὶς ἁρπαγὲς καὶ τὶς κάθε λογὴς αὐθαιρεσίες. «Οἱ νεοστρατολογημένοι ἔμπαιναν στὰ καταστήματα, ἅρπαζαν ὅτι ἤθελαν, ζητοῦσαν ἐκβιαστικὰ χρήματα καὶ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴν ζωὴ τῶν ἔμπορων».
Τὰ περίχωρα τῆς Σμύρνης μὲ τοὺς ἀμέτρητους κήπους καὶ τὰ ἑλληνικὰ ἐξοχικὰ πρόσφεραν ἕνα πολὺ γραφικὸ θέαμα. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν ἔλειπαν οἱ αὐθαιρεσίες τῶν δυναστῶν. «Ἔμπαιναν οἱ Τοῦρκοι, ἔκοβαν τὰ καλύτερα φροῦτα χωρὶς νὰ πληρώνουν ἢ ἔδιναν ἕνα τίποτα. Γιὰ ν' ἀποφύγουν οἱ Ἕλληνες αὐτὰ τὰ κακὰ συναπαντήματα καὶ τοὺς κινδύνους συγκέντρωναν τοὺς καρποὺς καὶ τοὺς διέθεταν στὴν ἀγορὰ ὅταν ἦταν ἀκόμα ἄγουροι»
Ὃ περιηγητὴς μᾶς ἀπορεῖ γιατί οἱ Ἑλληνίδες τῆς Σμύρνης, ποῦ τόσα κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προγόνους, δὲν κατέχουν πιὰ τὸ μυστικὸ ποῦ ἐμποδίζει τὸ γυναικεῖο κορμὶ νὰ παχαίνει. Παρατήρησε ὅτι βάφουν τὸ πρόσωπο τοὺς ὅπως ἀκριβῶς οἱ γυναῖκες στὴν ἑλληνικῆς ἀρχαιότητα. Φορᾶνε ἐπίσης, ὅπως ἐκεῖνες, κεντητὲς ζῶνες ποῦ συχνὰ σφίγγονται μὲ στιλπνὲς πόρπες ἀπὸ πολύτιμες πέτρες. Τὰ χειμωνιάτικα φορέματά τους εἶναι πανάκριβα. Χρυσοΰφαντα καὶ φοδραρισμένα μὲ ἐρμίνα ἢ ἄλλα πολυτελῆ γουναρικά, στοιχίζουν 300 πιάστρα .
Ὑπάρχει ὡστόσο καὶ τὸ ἀντιστάθμισμα: Ἢ μόδα δὲν σημειώνει μεταβολές. Ἀντίθετα οἱ Ἑλληνίδες εἶναι τόσο προσκολλημένες στὶς παλιὲς συνήθειες ποῦ στὴν Χίο οἱ γυναῖκες προτιμοῦν νὰ κουβαλοῦν ὁλόκληρο φορτίο ἀπὸ φορέματα καὶ νὰ φαίνονται καμποῦρες, παρὰ νὰ ἐλευθερώσουν τὸ κορμὶ τοὺς ἐγκαταλείποντας τὴν παλιὰ μόδα.
Οἱ Σμυρνιὲς χτενίζονται μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἄλλες χωρίζουν τὰ μαλλιά τους καὶ τὰ ἀφήνουν νὰ παίζουν στὰ μάγουλα κι' ἄλλες νὰ πέφτουν ἀνέμελα στοὺς ὤμους. Μερικὲς τὰ πλέκουν κοτσίδα καὶ τὰ στολίζουν μὲ λουλούδια, πολύτιμες πέτρες καὶ φτερὰ .
Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1788 ὃ περιηγητὴς βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη. Μονάχα τέσσερες εὐρωπαϊκὲς Δυνάμεις διατηροῦσαν πρέσβεις στὴν ὀθωμανικὴ πρωτεύουσα. Ὃ Γάλλος εἶχε τὴν μεγαλύτερη ἐπιρροή. Ἀκολουθοῦσε ὃ Ἄγγλος, ὃ βάϊλος τῆς Βενετίας καὶ ὃ Ὀλλανδός. Ἢ Ἱσπανία, Σουηδία, Πρωσία καὶ Νεάπολη διατηροῦσαν «ἀπεσταλμένους». Ὑπῆρχε ἐπίσης ἀντιπρόσωπος τῆς Πολωνίας καὶ ἕνας κόνσολος τῆς Ραγούζας. Μόνο οἱ πρεσβευτὲς εἶχαν δικαίωμα γιὰ ἀκρόαση ἀπὸ τὸ σουλτάνο. Οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν μόνο τὸ βεζίρη ἢ τὸν καϊμακάμη.
Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ διαπίστωση τὴν παρακμὴ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὶς συνέπειες τοῦ δεσποτισμοῦ. Καὶ δὲν θεωρεῖ πιὰ δύσκολη τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνος.
«Οἱ Τοῦρκοι πιστεύουν σὲ μία προφητεία ποῦ προβλέπει πῶς ἢ Κωνσταντινούπολη θὰ ξαναπέσει κάποτε στὰ χέρια τῶν παλαιῶν κυρίων της. Ἂν δεχθοῦν ἕνα δυνατὸ πλῆγμα ἢ προφητεία μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ. Οἱ Ἕλληνες συμπαθοῦν τοὺς ὁμόδοξους Ρώσους καὶ ἀπὸ' αὐτοὺς περιμένουν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν τυραννία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἐξαντλημένοι, οἱ φόροι μεγαλώνουν, οἱ καταπιέσεις πολλαπλασιάζονται, οἱ ἐπιδημίες θερίζουν κάθε χρόνο. Σχεδὸν πάντοτε ἀκολουθεῖ πόλεμος καὶ τὰ στρατεύματα δὲν πληρώνονται. Ὅλα αὐτὰ εὐνοοῦν τὴν Ρωσία. Μόνο ποῦ ἄλλα ἔθνη θέτουν φραγμοὺς στὶς φιλοδοξίες της. Ὡστόσο μία πραγματικὰ γενναιόψυχη καὶ ἀνθρωπιστικὴ συνεργασία μὲ τὴν αὐτοκράτειρα θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδιώξει τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ νὰ ἐλευθέρωση τοὺς Ἕλληνες ἀποδίδοντας τοὺς ἀνεξαρτησία καὶ αὐτοκυβέρνηση. Τότε θὰ βλέπε κανεὶς αὐτὸ τὸ λαὸ νὰ ἀφυπνίζεται ἀπὸ τὸ λήθαργο ὅπου τὸν ἔχουν βυθίσει αἰῶνες δουλείας καὶ ν' ἀναφαίνεται ἀντάξιος τῶν προγόνων του. Μ' ὅλα αὐτὰ ἢ διάβρωση τοῦ σύγχρονου κόσμου εἶναι τόσο βαθειὰ ποῦ φοβᾶμαι ὅτι αὐτὸ τὸ σχέδιο ποῦ ἀποβλέπει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων δὲν θὰ πραγματοποιηθεῖ ποτέ. Κυρίως ἐπειδὴ μερικὰ ἔθνη, ἀπὸ τὸν ἀνόητο φόβο τοῦ ἐμπορικοῦ ἀνταγωνισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, δὲν θὰ ἐπιτρέψουν ποτὲ σ' αὐτὸ τὸ λαὸ νὰ γίνει ἀνεξάρτητος, γιὰ νὰ μὴ τοὺς ξεπεράσει, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι τοῦ εἶχαν ξεπεράσει ὅλους τους συγχρόνους τους» .
Ὃ περιηγητὴς διαπίστωσε ὅτι ἢ ἁλιεία καὶ τὸ ναυτικὸ ἐμπόριο στὸν Εὔξεινο καὶ στὸ βόρειο Αἰγαῖο βρίσκονταν ὑπόλοιποι τὸν ἔλεγχο τῶν Ἑλλήνων .
Πλησίαζαν οἱ Ἀποκριὲς τοῦ 1789 καὶ ὃ συγγραφέας τοῦ χρονικοῦ πρόσεξε τὸ πάθος τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὸ χορό. «Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες χόρευαν ὅσο κανεὶς ἄλλος λαὸς στὸν κόσμο. Ὃ χορὸς ἀποτελοῦσε ἄσκηση, ἀκόμα καὶ μέσο θεραπείας. Εἶχε μάλιστα ἔνταχθη στὰ στρατιωτικὰ γυμνάσια. Τὸ πάθος τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων γιὰ τὸ χορὸ ἀποτελεῖ διέξοδο, μία λύτρωση ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς σκλαβιᾶς. Ὁμάδες ἀπὸ παιδιὰ 12 - 13 χρόνων συγκροτοῦν ἕνα εἶδος θιάσου, περιοδεύουν καὶ δίνουν χορευτικὲς παραστάσεις, σὲ σπίτια, στὸ δρόμο, στὶς ταβέρνες. Ἀκόμα καὶ περιοδεύουσες νεαρὲς χορεύτριες ὑπῆρχαν, «προκλητικὲς καὶ στὴν ἀμφίεση καὶ στὸ χορὸ»
Τελευταῖος σταθμὸς τῶν περιηγήσεων στὴν Ἑλλάδα ἢ Μύκονος: «Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ὑπολογίζονται σὲ 4.000 ψυχὲς καὶ ἀσχολοῦνται κυρίως μὲ τὸ ἐμπόριο. Ἔχουν πολλὰ μεγάλα καὶ μικρὰ καράβια καὶ εἶναι σπουδαῖοι ναυτικοί. Ὃ τουρκικὸς ζυγὸς εἶναι λιγότερο αἰσθητὸς σ' αὐτὸ τὸ νησί. Καὶ γι' αὐτὸ ἢ ἀτμόσφαιρα εἰλικρίνειας καὶ ἐγκαρτέρησης εἶναι αἰσθητὴ στὴν φυσιογνωμία τῶν κατοίκων, κάτι ποῦ σπάνια βρίσκει κανεὶς στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα. Πρόξενοι τῆς Γαλλίας, Ἀγγλίας καὶ Ὀλλανδίας ὑπάρχουν στὸ νησὶ μ ὅλο ποῦ καράβια αὐτῶν τῶν ἐθνῶν δὲν προσεγγίζουν, ἐκτὸς ἀπὸ περιπτώσεις κακοκαιρίας. Τὰ σπίτια εἶναι μονώροφα, καθαρὰ καὶ ἄνετα. Ὅσο γιὰ τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ ξωκλήσια εἶναι τόσα ὅσα καὶ τὰ σπίτια» .
Πανέμορφες οἱ Μυκονιάτισσες: «Δέρμα τριαντάφυλλο, ἐξαίσια μαῦρα μάτια, γοητευτικὴ ζωηράδα, ὕφος θαρρετὸ καὶ ἄνετο, ὡραῖες, φίνες γραμμές, μικρὸ πόδι καὶ τόσες ἄλλες χάρες ποῦ εὐκολότερα τὶς νοιώθει κανεὶς παρὰ τὶς περιγράφει. Μᾶς κύκλωσαν ἀπὸ περιέργεια κι' ἄρχισαν νὰ μᾶς μιλᾶνε μὲ τόση οἰκειότητα ποῦ ἔκανε κάποιον ἀπὸ τὴ συντροφιὰ νὰ ὑπόθεση πῶς ἢ ἀρετή τους δὲν θὰ ἄντεχε στὸν πειρασμό. Διάλεξε τὴν πιὸ ὄμορφη καὶ τῆς εἶπε:
— Ἔρχεσαι μαζί μου;
— Ὄχι! τοῦ ἀπάντησε ἢ Μυκονιάτισσα. Ὃ ἄντρας μου εἶναι πιὸ ὄμορφος ἀπὸ σένα!
»Ἢ ἀπάντηση τῆς ἐνθουσίασε τὸν Ἕλληνα πιλότο μου ποῦ στὰ μάτια τοῦ οἱ συμπατριώτισσές του εἶναι ὅλες Πηνελόπες.
»Μόλις ζητήσαμε νὰ ἀγοράσουμε πουλερικὰ καὶ κάλτσες μεταξωτές, τὸ κυριότεροι καὶ τὸ πιὸ ἐκλεκτὸ προϊόν του νησιοῦ, ὅλες οἱ γυναῖκες προθυμοποιήθηκαν καὶ μᾶς τριγύρισαν σ' ὁλόκληρη τὴν πόλη.
«Περάσαμε μπροστὰ σὲ ἕνα μεγάλο σπίτι ὅπου γινόταν σαματάς. Κάθε τόσο ἐκσφενδονίζονταν πιάτα ἀπὸ τὰ παράθυρα. Ρωτήσαμε τί εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι, τρελοκομεῖο; Ὄχι, μᾶς εἶπαν, εἶναι τὸ παλάτι ἑνὸς ἄρχοντα, ἑνὸς πρίγκιπα (ἔτσι ἀποκαλοῦσαν ἀκόμα τοὺς πιὸ πλούσιους καὶ εὐγενεῖς Ἕλληνες) καὶ ἁπλούστατα διασκεδάζουν.
«Ὅπως μᾶς πληροφόρησαν, οἱ ἄρχοντες συνήθιζαν στὰ συμπόσιά τους νὰ σπάζουν πιάτα σὰν ἀπόδειξη τοῦ μεγαλείου τους. Ὃ δραγουμάνος ἤθελε νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ ἀρχοντικὸ λέγοντάς μας πῶς θὰ μᾶς ὑποδεχτοῦν πολὺ πολὺ θερμά. Καὶ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία πῶς ἔτσι θὰ γινόταν, γιατί ἢ φιλοξενία καὶ ἢ ἀγάπη γιὰ τοὺς ξένους ἀποτελοῦν, ὅπως καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἑλλήνων» .
ΒΙΒΛ. ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1700-1800 ΤΟΜΟΣ Β. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου