
Ἀπὸ τὸν Γιάννη Παπαδημητρίου, φωτογραφίες: Enri Canaj.


Στὸ Ἅγιον Ὅρος ὁ χρόνος εἶναι σχετικός. Λιγοστὸς καιρὸς ἔχει περάσει ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ὁμοβροντίες τῶν μέσων ἐνημέρωσης καὶ τῶν κλήσεων σὲ ἀπολογία γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ Βατοπαιδίου. Ἐλάχιστες ἑβδομάδες ἀπὸ τὸ περιβόητο ρεπορτὰζ τοῦ ἀμερικανικοῦ «Vanity Fair», ποὺ ἔκανε τὴ Μεγίστη Μονὴ παγκόσμιο θέμα. Ὡστόσο ἐδῶ τὰ πάντα κυλοῦν γαλήνια καὶ ἀκολουθοῦν μία σταθερὴ ρουτίνα. Ἢ τουλάχιστον ἔτσι φάνηκε τὶς ἅγιες ἡμέρες ποὺ περάσαμε μὲ τοὺς 110 μοναχοὺς αὐτοῦ του διάσημου ἱεροῦ τόπου.
Ὁ οὐρανὸς μοιάζει μὲ ἕνα ἀπέραντο μαῦρο σεντόνι ποὺ πάνω του εἶναι κεντημένα ἑκατοντάδες ἀστέρια. Ἡσυχία ἁπλώνεται παντοῦ, συνέπεια τῆς ἀπόλυτης ἀκινησίας. Μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς νύχτας, γύρω στὶς τέσσερις παρὰ εἴκοσι, σὰν φυσικὸ κάλεσμα, ξεπροβάλλει ρυθμικὰ ὁ ἦχος τοῦ ταλάντου ποὺ καλεῖ τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὸν καθημερινὸ Ὄρθρο. Σάββατο, πρῶτες ὧρες τοῦ 2011, στὴ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου στὸ Ἅγιο Ὅρος- ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου κάναμε στὸ κρεβάτι, παζαρεύοντας μὲ τὰ ὄνειρά μας. Δὲν φυσάει καθόλου, ἡ θερμοκρασία ὁριακὰ βρίσκεται ὑπὸ τοῦ μηδενός. Πλησιάζοντας στὸ Καθολικό, δηλαδὴ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία τοῦ μοναστηρίου, ἀκούγονται μόνο τὰ βήματα τῶν μοναχῶν στὴ λιθόστρωτη αὐλή, ποὺ σταδιακὰ πυκνώνουν. Ἐσωτερικά, στὸ ναὸ τοῦ...
Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ποὺ στέκει ὄρθιος ἀπὸ τὸ δέκατο αἰώνα, δὲν φαίνεται τίποτα, καθὼς στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου ὅλα εἶναι σβηστά. Κάποιοι πατέρες χρησιμοποιοῦν μικροὺς φακοὺς γιὰ νὰ πᾶνε στὶς θέσεις τους. Ἔπειτα ἀπὸ τοὺς τρεῖς ψαλμοὺς τοῦ ἑξάψαλμου, βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα ὁ παππᾶς, ποὺ κρατάει στὰ χέρια τοῦ ἕνα ἀναμμένο κερί. Τὸ φῶς μεταδίδεται στὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὸ λεγόμενο ἐκκλησιαστικό, τοῦ ὁποίου ἔχει ἀναθέσει ὁ τυπικάρης γιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ βοηθήσει στὰ τελετουργικά.Σκιὲς τρεμοπαίζουν στὸ μεγάλο ἀσημένιο πολυέλεο, ποὺ κρέμεται ἐπιβλητικὰ ἀπὸ τὸν κεντρικὸ τροῦλο καὶ βαστάει πολυάριθμα κηροπήγια καὶ λυχνοπήγια. Πλέον, στὰ ξύλινα στασίδια, τὰ ὁποῖα τρίζουν ποὺ καὶ πού, διακρίνονται οἱ ἄσπρες γενειάδες τῶν γηραιότερων μοναχῶν, ἀφοῦ οἱ ὑπόλοιποι ρασοφόροι χάνονται μέσα στὸ γενικὸ σκοτάδι. Δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς ἐντοπίσεις, ἀλλὰ νιώθεις τὶς κινήσεις τους. Σὰν ἀέρινες φιγοῦρες, λὲς καὶ πετοῦν μέσα στὸ ναὸ ἀντὶ νὰ περπατοῦν. Ὁ κανονάρχης πηγαινοέρχεται ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸ ἀριστερὸ ἀναγνωστήριο καὶ τανάπαλιν γιὰ νὰ ὑπαγορεύσει στοὺς ψάλτες τὰ λόγια τους. Στὸ τέλος τῆς ψαλμωδίας τοῦ Ἁγίου Ἰγνάτιου (ἐδῶ εἶναι παλαιοημερολογίτες, ἤτοι ὑπολείπονται τοῦ κοσμικοῦ ἡμερολογίου κατὰ δεκατρεῖς ἡμέρες) ἠχοῦν οἱ καμπάνες ἀπὸ τὸ πρόσφατα ἀναστηλωμένο βυζαντινὸ κωδωνοστάσιο τοῦ 1427, ὕψους τριάντα πέντε μέτρων, δωρεὰ τοῦ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου κυβερνήτη τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ τόπος εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ θυμιατό. Οἱ μοναχοί, ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο, προσκυνοῦν εὐλαβικὰ τὶς εἰκόνες καὶ κατευθύνονται ἀθόρυβα στὰ προκαθορισμένα τῆς ἡμέρας παρεκκλήσια (ἡ Μονὴ διαθέτει τριάντα ἕνα παρεκκλήσια, δέκα ἐννέα ἐντὸς καὶ δώδεκα πέριξ αὐτῆς) γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία.

Δὲν ἔχει ξημερώσει ἀκόμη. Δίπλα, στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου (1780), τὸ ὁποῖο εἶναι ἐνσωματωμένο στὸ Καθολικό, μία σόμπα ζεσταίνει τοὺς πέντε μοναχοὺς ποὺ συμμετέχουν στὴ Θεία Λειτουργία. Ὁ ἐπίμονος ἦχος τῆς καύσης τῆς προσέδιδε μία ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Ἀπροσδόκητη συντροφιά. Ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴ Γεωργία, ποὺ τὸ ἀσπρισμένο, παχύ του μούσι κάλυπτε ἐπιμελῶς τὴ στενοχώρια στὸ πρόσωπό του (ὁ γιός του, Νικόλας, εἶναι ἄρρωστος καὶ ἦρθε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ αὐτόν), ὄχι ὅμως καὶ στὰ μάτια του, παρακολουθοῦσε συγκινημένος μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι. Ἐνῶ ὁ ἱερέας διάβαζε μπροστὰ στὸ εἰσοδικό, τὸ φῶς τῆς αὐγῆς ἔμπαινε ἤρεμα ἀπὸ τὸ παραθύρι καὶ ἀποκάλυπτε ἀργὰ τὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων στὸν κυκλικὸ τοῖχο. Τὸ μαρμάρινο τέμπλο μαρτυροῦσε τὴν παλαιότητα τοῦ παρεκκλησιοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ μαρμάρινο δάπεδο μὲ τὶς ψηφιδωτὲς λεπτομέρειες. Ὅταν ἐπιτέλους φωτίστηκε κάθε σημεῖο τοῦ Ἁγίου Νικολάου, οἱ μοναχοὶ προσέρχονταν γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Σὲ περίοδο νηστείας (ὀχτὼ μέρες πρὶν τὰ Χριστούγεννα) κοινωνοῦν καθημερινῶς, εἰδάλλως τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Λίγο μετὰ τὶς ὀχτώ, ἀκολουθεῖ τὸ γεῦμα στὴν Τράπεζα, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Καθολικό, ἔχει σχῆμα σταυροῦ καὶ ἡ πρώτη της ἀνακαίνιση, σύμφωνα μὲ σωζόμενες ἐπιγραφές, ἔγινε τὸ 1314.
Πάνω στὰ σκαλιστά, πεταλόσχημα, μαρμάρινα τραπέζια τοῦ 9ου αἰώνα (εἶχαν μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν ἐρειπωμένη μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου) μᾶς περίμεναν μακαρόνια μὲ μανιτάρια, ψωμὶ ὁλικῆς ἄλεσης, ἐλιές, κρεμμύδια, σαλάτα μαρούλι, λάδι, πορτοκάλια καὶ κόκκινο κρασί. Ἀφοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία ὁ γέροντας Ἐφραίμ, οἱ μοναχοὶ καὶ περίπου τριάντα προσκυνητές, ξεχωριστὰ καθισμένοι, ξεκίνησαν νὰ τρῶνε. Ἡ φωνὴ τοῦ ἀναγνώστη (ἕνας μοναχὸς ἐκφωνεῖ ἕναν λόγο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ φαγητοῦ) μπερδευόταν μὲ τοὺς ἤχους ἀπὸ τὴν τριβὴ τῶν πιρουνιῶν μέσα στὰ τσίγκινα πιάτα. Ὑπὸ τὸ βλέμμα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ 1786, συζητοῦμε χαμηλόφωνα μὲ τοὺς ὑπόλοιπούς του τραπεζιοῦ. «Τὸ Ἅγιο Ὅρος ὅποτε τὸ ἐπισκέπτεσαι βιώνεις κάτι τὸ ξεχωριστό, ἐπέλεξα νὰ περάσω τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ καινούριου χρόνου στὴ Μονὴ προκειμένου νὰ ἠρεμήσω καὶ νὰ ζήσω στιγμὲς πνευματικῆς ἄσκησης», μοῦ ἐξηγεῖ ὁ Γιῶργος Θεοχάρης, γενικὸς διαχειριστὴς τοῦ site www. agioritikovima.gr, ἑνὸς portal μὲ εἰκοσιτετράωρη ἐνημέρωση (περιέχει ἀπὸ διδαχὲς γερόντων μέχρι συνταγὲς μαγειρικῆς καὶ οἰκολογικὴ κηπουρικὴ) ποὺ τὸ συνιστοῦν ἀνεπιφύλαχτα οἱ μοναχοί!
Ἀντιθέτως, ὁ Τζὲφ καὶ ὁ Πάτρικ, εἴκοσι δύο καὶ εἴκοσι πέντε χρονῶν ἀντίστοιχα, δύο Ἀμερικάνοι ἀπὸ τὴ Νότια Καρολίνα, μόνο στιγμὲς πνευματικῆς ἄσκησης δὲν ζοῦσαν. Ὁ ἕνας ἔλεγε «τέτοια πορτοκάλια δὲν ἔχω ξαναφάει στὴ ζωή μου» κι ὁ ἄλλος συμπλήρωνε γιὰ τὰ κόλλυβά (μας τὰ ἔφεραν στὸ τέλος τοῦ γεύματος εἰς μνήμην τοῦ Ἁγίου Ἰγνάτιου) πὼς «εἶναι τὸ πιὸ νόστιμο ἐπιδόρπιο ποὺ ἔχω δοκιμάσει ποτέ». Τὸ δυνατὸ «οὐάου», ποὺ ξεπήδησε αὐθόρμητα ἀπὸ τὸν οὐρανίσκο του, ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ προκαλέσει τὰ βλέμματα τῶν περισσοτέρων. Ἀναπάντεχα, ἔμειναν γιὰ νὰ συνδράμουν στὸ μάζεμα τῶν πιάτων. Πράγματι, ἡ νοστιμάδα τῶν φαγητῶν καὶ γενικότερα τῶν προϊόντων (ζαρζαβατικά, φροῦτα, κρασί, κ.α- κρέας δὲν τρῶνε ποτέ, ἐκτὸς ἀπὸ ψάρι) εἶναι ἀδύνατον νὰ περάσει ἀπαρατήρητη- στὶς δυτικὲς κοινωνίες τὰ ἀποκαλοῦν «βιολογικά». Οἱ λόγοι εἶναι τέσσερις. Πρῶτον, ἡ παραγωγή τους, πλὴν ἐλάχιστων τυποποιημένων προϊόντων, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀθωνικὴ γῆ, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ περιβόλια, τὰ κτήματα καὶ τὰ δέντρα τῆς Μονῆς. Δεύτερον, τὸ μαγείρεμά τους πραγματοποιεῖται σὲ κανονικὴ φωτιά. Τρίτον, τὸ πρόγραμμα τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι τέτοιο, ποὺ ὄντας ξύπνιος ἀπὸ τὰ χαράματα δὲν σοὺ κάνει καθόλου ἐντύπωση ποὺ τρῶς φασολάδα 8.30 τὸ πρωὶ- οἱ αἰσθήσεις ἔχουν ἤδη ὀξυνθεῖ. Τέταρτον, τὸ φαγητὸ εἶναι εὐλογημένο καὶ καταναλώνεται σὲ ἕνα εἰρηνικὸ περιβάλλον, δίχως φωνὲς καὶ οἰκογενειακὴ μουρμούρα.
Μετὰ τὴν Τράπεζα, οἱ μοναχοὶ πηγαίνουν στὰ διακονήματά τους, τὰ ὁποία ὁρίζονται ἐκ νέου κάθε χρόνο ἀπὸ τὸ Γέροντα. Μόνο τὸ διακόνημα τοῦ ἱερέα εἶναι ἰσόβιο. Γιὰ παράδειγμα, ὁ πάτερ Πανάρετος ἔχει ἀναλάβει ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸ δόκιμο Μιχαὴλ ἀπὸ τὴ Μολδαβία (United Nations of Vatopaidi, οἱ ἑκατὸν δέκα μοναχοὶ καὶ δόκιμοι προέρχονται ἀπὸ δεκαπέντε διαφορετικὲς χῶρες, ὅπως Αὐστραλία, Βραζιλία, Ρωσία, Ἀμερική, Γεωργία, Κύπρο, κ.α) τὴν παρασκευὴ τοῦ ἄρτου (600 ψωμιὰ καὶ 190 πρόσφορα τὴν ἑβδομάδα), τὸν ὁποῖο προμηθεύονται κι ἄλλες Ἱερὲς Μονὲς ἢ σκῆτες. Ἐπίσης, μοναχοὶ ἀπὸ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὅρος ἐπισκέπτονται τὸ Βατοπαίδι καὶ γιὰ προβλήματα ὑγείας, καθὼς ἡ Μονὴ διαθέτει ἕνα πλήρως ἐξοπλισμένο ὀδοντιατρεῖο, μὲ πανοραμικὸ τομογράφο, τὸ δωμάτιο τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος (λειτουργεῖ δέκα τέσσερα χρόνια περίπου), τὸ ὁποῖο κατ’ οὐσίαν ἀποτελεῖ ἕναν πολὺ καλὰ ὀργανωμένο ἰατρικὸ θάλαμο, καὶ ἕνα μικρὸ φυσικοθεραπευτήριο (σὲ ἐξαιρετικὰ σπάνιες περιπτώσεις οἱ γηραιότεροι πατέρες κολυμποῦν γιὰ τὰ ἀρθριτικά τους κατόπιν εὐλογίας τοῦ γέροντα).

«Κάνουμε ὅτι μποροῦμε γιὰ νὰ μὴν χρειάζεται οἱ μοναχοὶ νὰ βγαίνουν ἔξω», μοῦ λέει ὁ γενικὸς γιατρός, πατέρας Βασίλειος ἀπὸ τὴ Ρουμανία, καὶ προσθέτει «ὅταν κάποιος μπαίνει στὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς ἀποκτάει μεγάλη ταχύτητα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ εἶναι κρίμα νὰ χάσει τόσες μέρες προσευχῆς μόνο γιὰ ἕνα δόντι». Συνήθως, οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουν ἀπὸ τὴ Μονή, μὲ ἐξαίρεση τὶς ἀποστολὲς σὲ διάφορες περιοχές. Λόγου χάριν, ὁ ἐξηνταπεντάχρονος πατέρας Κωνσταντῖνος, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Λορένη τῆς Γαλλίας, οὔτε ποὺ θυμᾶται ποιὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ Βατοπαίδι. Ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τοῦ μικροσκοπικοῦ του βιβλιοδετείου, μόλις ἀντίκρισε τὴ φωτογραφικὴ μηχανή, ἀναφώνησε χαμογελαστὸς «Oh my God, not again!» («ὢχ Θεέ μου, ὄχι πάλι!»). Μετὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ Βατοπαιδίου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν διεθνῶν Μ.Μ.Ἐ γιὰ τὴ μονὴ αὐξήθηκε ραγδαία μὲ ἀποκορύφωμα τὸ ὀγκωδέστατο ἄρθρο τῶν 12.000 λέξεων τοῦ Μάικλ Λιούις γιὰ τὸ περιοδικὸ «Vanity Fair», τὸ ὁποῖο στὸ τεῦχος τοῦ περασμένου Ὀκτωβρίου παρουσίαζε τοὺς μοναχοὺς σὰν ἐπιχειρηματίες ποὺ συναλλάσσονται μὲ τὸ χρηματιστήριο τῆς Νέας Ὑόρκης καὶ κερδίζουν χρήματα ἀπὸ μεσιτικὲς ἀγοραπωλησίες, ἐνῶ γιὰ τὴ μονὴ ἔγραψε ὅτι εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς διαφθορᾶς. Οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοὺς ἀρνοῦνται τὴ λέξη «σκάνδαλο» καὶ ἀντιμετωπίζουν τὸ ζήτημα στὸ σύνολό του ὡς ἕνα ἀκόμη πειρασμό, κατὰ κόσμον δοκιμασία. Ἀποροῦν πῶς ὁ πνευματικός τους γέροντας, ποὺ τοὺς συμβουλεύει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ καθημερινά, μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ἀπὸ κάποιους «ἀρχιερέας τῆς διαφθορᾶς» καὶ στὶς συζητήσεις μὲ τοὺς προσκυνητὲς τοὺς τονίζουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ δικός τους σταυρὸς καί, βεβαίως, ὅτι ὁ Λιούις «διαστρέβλωσε τὴν πραγματικότητα».
Ὁ πατέρας Κωνσταντῖνος ἔμαθε τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ διατηροῦσε ἑστιατόριο στὸ Λονδίνο καὶ χρειάστηκε νὰ φτιάξει ἕνα μενοὺ γιὰ τὶς σαμπάνιες του. «Μοῦ ζήτησαν τόσα πολλὰ χρήματα ποὺ προτίμησα νὰ μάθω νὰ τὸ κάνω μόνος μου», μοῦ διηγεῖται τὴν ὥρα ποὺ μᾶς ἔδειχνε ἕνα συρτάρι γεμάτο μὲ νήματα βιβλιοδεσίας κατασκευασμένα ἀπὸ χασίς. «Μὴν τὸ κοιτᾶς, δὲν εἶναι γιὰ κάπνισμα», θὰ μοῦ πεῖ ἀστειευόμενος καὶ θὰ βγάλει ἀπὸ τὰ κιτάπια τοῦ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνα, τυπωμένη τὸ 1744 στὴ Μοσχοπόλη (δυτικά της Κορυτσᾶς).
Γενικότερα, στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου φυλάσσονται ἀναρίθμητα ἱστορικὰ κειμήλια (3.500 εἰκόνες, 2.200 χειρόγραφα, 350.000 ἔγγραφα, κλπ), μὲ σημαντικότερο τὴν Ἁγία ζώνη τῆς Θεοτόκου, τὸ μοναδικὸ σωζόμενο κειμήλιο τῆς Παναγίας παγκοσμίως. Ἡ ἀνεκτίμητης ἀξίας συλλογὴ τῆς Μονῆς ὀφείλεται κυρίως στὴν προνοητικότητα τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ’ τοῦ Κατακουζηνοῦ, ὁ ὁποῖος διαπιστώνοντας τὴ φθορὰ τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν παράλληλη αὔξηση τῆς ὀθωμανικῆς δύναμης ἄρχισε νὰ στέλνει κειμήλια γιὰ νὰ προφυλαχτοῦν. Ἕνας σύντομος περίπατος στὴ Μονή, ἡ ὁποία ἔχει χτιστεῖ κυκλικὰ σὰν κάστρο γιὰ τὴν προστασία ἀπὸ τοὺς πειρατές, ἀρκεῖ γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἐπισκέπτης ὅτι βρίσκεται σὲ ἕνα ζωντανὸ μουσεῖο, σὲ μία κιβωτὸ τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς. Ὑπάρχουν στιγμὲς πού, κοιτώντας τὶς ἀριστοτεχνικὰ φτιαγμένες σκεπὲς τῶν κτιρίων ἀπὸ γκρίζα πέτρα, τὸ πορφυρὸ χρῶμα τοῦ Καθολικοῦ, τὰ κόκκινα καὶ σιὲλ κελιὰ τῶν μοναχῶν, τοὺς τρούλους τῶν διάσπαρτων παρεκκλησιῶν, τὸ φθαρμένο ρόζ του κωδωνοστασίου καὶ τὸ ρολόι στὸν πύργο ποὺ δείχνει τὴ βυζαντινὴ ὥρα ( σχεδὸν ἔξι ὧρες μπροστὰ ἀπὸ τὴ δική μας, τὰ μεσάνυχτα νοοῦνται ἡ δύση), νομίζεις ὅτι ἀνασαίνεις στὸ Βυζάντιο καὶ θαρρεῖς ὅτι ἀπὸ κάπου θὰ ξεπηδήσει κάποιος αὐτοκράτορας.

Μάλιστα, ἂν κλείσεις τὰ μάτια, ὅπως οἱ μοναχοὶ ὅταν προσεύχονται –περίπου ἔξι ὧρες τὴν ἡμέρα-, καὶ πάρεις δύο-τρεῖς γερὲς ρουφηξιὲς καθαροῦ ἀέρα, αἰσθάνεσαι στὸ πρόσωπο καὶ στὶς παλάμες σου τὴν αὔρα μίας μακρινῆς ἐποχῆς, τὴν αὔρα ποὺ ἐκπέμπει ἡ παρουσία τῶν κτιρίων ποὺ ἀντηχεῖ στὴν αἰωνιότητα. Ἄλλη μέρα (παλιὸ ἡμερολόγιο), ἄλλη ὥρα (βυζαντινὸ ρολόι), ἄλλη διάσταση. Οἱ προσευχὲς τῶν μοναχῶν ἑνώνονται μὲ τὶς προηγούμενες προσευχὲς τῶν πατέρων τους. Ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος χάνονται ὁριστικά. Δία μέσου της προσευχῆς συντονίζονται στὴ διάσταση τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸ φαντάζονται, τὸ βιώνουν. Ὅπως προσπαθοῦν νὰ μοῦ ἐξηγήσουν πολλοὶ μοναχοί, ἡ χαρὰ τοὺς προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς αἰωνιότητας. Ἄλλωστε, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ οἱ μοναχοὶ δὲν βαριοῦνται καθημερινὰ νὰ προσεύχονται, νὰ μελετοῦν τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ νὰ συμμετέχουν στὰ τελετουργικά.
Μπορεῖ τὸ πρόγραμμά τους νὰ φαίνεται μία μαρτυρικὴ ρουτίνα γιὰ κάποιον ἐξωτερικὸ παρατηρητή, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι στὶς Λειτουργίες, θρέφονται ὅπως ἕνα ἔμβρυο στὴ μήτρα τῆς μάνας του. Ὁ μοναχὸς ἐγκαταλείπει τὰ ἐγκόσμια ὄχι ἀπὸ δειλία, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταστεῖ φορέας ταπεινώσεως, γιὰ νὰ νεκρωθεῖ μέσα τοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ μέσου της Θείας Χάριτος νὰ εἰσέλθει στὴν τροχιὰ τῆς αἰωνιότητας. «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι νικητὴς τοῦ θανάτου», θὰ μοῦ τονίσει διδακτικὰ ὁ γέροντας Ἐφραίμ, κρατώντας στὸ δεξί του χέρι τὸ κομποσκοίνι τοῦ (κάθε κόμπος τοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννιὰ κόμπους ποὺ συμβολίζουν τὰ ἐννιὰ ἀγγελικὰ τάγματα). Προτοῦ καν προλάβει νὰ τελειώσει τὴ φράση του, μὲ παραμερίζει ἕνας Σαλονικιὸς προσκυνητὴς καὶ μοῦ ἀπευθύνει τὸ λόγο, ἀρκετὰ θυμωμένος: «Πρόσεχε τί θὰ γράψεις γιὰ τὸ γέροντα, ἀρκετὰ ψέματα μᾶς γεμίσατε ἐσεῖς οἱ δημοσιογράφοι. Βλέπεις πουθενὰ τζακούζι;» μὲ ρωτάει• ρητορικὸ τὸ ἐρώτημα.
Στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου κάθε χρόνο, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 30.000 ἐπισκέπτες, ἔρχονται κι ἀρκετοὶ ποὺ δηλώνουν ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ μοναχισμό. Βέβαια, ἡ διαδικασία δὲν εἶναι ἁπλή. Πρῶτα συζητοῦν μὲ τὸ Γέροντα κι ἔπειτα παραμένουν στὸ μοναστήρι γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ἀπὸ ἕνα ὡς τρία χρόνια, μέχρι νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐλογία ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος σημειωτέον εἶναι ὁ πνευματικὸς ἡγούμενος τῆς κάθε μονῆς. Ἡ πορεία τοὺς εἶναι προοδευτική. Στὴν ἀρχὴ φοροῦν μαῦρα ροῦχα κι ἀργότερα παίρνουν τὸ σκουφάκι (μαλακό). Ἀνάλογα τὴν ἐξέλιξή τους, ντύνονται ρασοφόροι, ὅπου ὁ Γέροντας εὐλογεῖ ὅλα τους τὰ ροῦχα, κι ἐν τέλει, ἂν κριθοῦν ἄξιοι, χρίζονται μοναχοί. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, τοὺς συμβουλεύει ὁ Γέροντας νὰ συνεχίσουν ἕναν ἠπιότερο ἀγώνα στὴν κοινωνία. Ὁ εἴκοσι ἔξι χρονῶν, δόκιμος μοναχὸς Κυριάκος ἀπὸ τὴ Λευκωσία, εἶναι ἤδη 21 μῆνες στὸ Βατοπαίδι. «Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἦρθα, δὲν σκεφτόμουν καθόλου τὸ ἐνδεχόμενο νὰ γίνω μοναχός. Δὲν εἶχα δὰ καὶ ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ τὴν ἐκκλησία. Φεύγοντας ὅμως, ἐνίωσα ὅτι κάτι πηγαίνει λάθος, λὲς καὶ νοσταλγοῦσα τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ μου. Τὴν τρίτη φορὰ ποὺ ἔφτασα στὴ Μονή, ἀντίθετα μὲ τὴ θέληση τῶν γονιῶν μου, βεβαιώθηκα ὅτι ἐδῶ ἀναπαύεται ἡ ψυχή μου. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀρνηθῶ τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἦταν ὁ προορισμός μου».
Ἀνεξαρτήτου πίστεως, τὸ ζητούμενο γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι νὰ ἀνακαλύψει, ὅπως ὁ δόκιμος μοναχὸς Κυριάκος, τὴ μοναδική του ἀλήθεια, ἐκείνη ποὺ θὰ νοηματοδοτεῖ ἀσταμάτητα τὴ ζωή του. Σὲ περίπτωση ποὺ δὲν τὴν ἔχετε συναντήσει ἀκόμη, μὴν ἀπογοητεύεστε. «Ἀπὸ τὸν φόνο μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπόγνωση, νὰ πιστεύουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει σωτηρία», θὰ μοῦ πεῖ γιὰ νὰ μὲ ἀποχαιρετίσει ὁ πατέρας Θεολόγος. Αὐτὴ εἶναι κι ἡ καλύτερη εὐχὴ γιὰ τὴν καινούρια χρονιά. Νὰ βρεῖτε τὸν προορισμό σας. Τὸ μέρος ὅπου ἀναπαύεται ἡ δική σας ψυχή. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου