16 Αυγ 2010

Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος


ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ

1. Ἀναμφιβόλως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μετὰ τὸν Θεὸν ἡ περισσότερον μυστηριώδης καὶ αἰνιγματικὴ ὕπαρξις εἰς ὅλους τους κόσμους τοὺς γνωστοὺς εἰς τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν. Εἰς τὰ ἀπύθμενα καὶ ἀπέραντα βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ζοῦν καὶ στροβιλίζουν ἀσυμβίβαστοι ἀντιθέσεις: ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ καλόν, ὁ Θεὸς καὶ ὁ διάβολος, καὶ ὅ,τι ὑπάρχει ἐντὸς τῶν καὶ γύρω τῶν. Δὶ’ ὅλων τῶν θρησκειῶν του, τῶν φιλοσοφιῶν, τῶν ἐπιστημῶν, τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν πολιτισμῶν του, τὸ ἀνθρώπινον γένος προσεπάθει νὰ λύση εἰς τὴν οὐσίαν ἐν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικὸν πρόβλημα: τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἀπὸ ὅλους τους πόνους καὶ τὰ μαρτύριά του ἐσφυρηλάτησε διὰ τὸν ἑαυτὸν τοῦ μίαν ὑπερτάτην θεότητα, τὴν ὁποίαν ἐλάτρευσεν ὡς ὑψίστην ἀξίαν καὶ τὸ ὕψιστον κριτήριον τῶν πάντων. Ἡ ὑπερτάτη αὐτὴ θεότης εἶναι: «μέτρον πάντων ἄνθρωπος», δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μέτρον ὅλων τῶν ὄντων καὶ πραγμάτων. Ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ αὐτοῦ θεία μεγαλειότης, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἔλυσε τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι μετρῶν δὶ’ ἑαυτοῦ τὸν ἑαυτόν του δὲν κατενόησε οὔτε ἑαυτὸν οὔτε τὸν κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κόρ. 10, 12). Εἰς τὴν πραγματικότητα ἐματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον ἐν κατόπτρω. Καὶ τὰ πάντα συνωψίσθησαν εἰς τὴν...συγκλονιστικὴν κραυγὴν καὶ τὴν ἀνατριχιαστικήν ἐξομολόγησιν: «οὐδέν ἐμαυτώ συνοῖδα» (Ἃ’ Κόρ. 4, 4). Τίποτε δὲν γνωρίζω διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου: δὲν γνωρίζω οὔτε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, οὔτε τί εἶναι ὁ Θεός, οὔτε τί εἶναι ὁ θάνατος, οὔτε τί εἶναι ἡ ζωή. Ἐπὶ πλέον, μὲ ὅλον τὸ εἶναι μου αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι δοῦλος τοῦ θανάτου, δοῦλος τοῦ κακοῦ, καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας δοῦλος τοῦ διαβόλου. Καρπὸς ὅλης της δραστηριότητος τοῦ ἀνθρώπου ἦτο νὰ ὑφανθῆ ἐξ ὁλοκλήρου του ἀνθρωπίνου γένους ἐν σῶμα: «τὸ σῶμα τοῦ θανάτου». Καὶ κάθε ἄνθρωπος κατέστη σύσσωμος αὐτοῦ του σώματος τοῦ θανάτου. Καὶ τί κρύπτεται μέσα εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ θανάτου; — Δυσωδία, σῆψις, σκώληκες... «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρώμ. 7, 24).
Οὐδείς, οὐδεὶς πλὴν τοῦ Θεανθρώπου. Διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τὸν θάνατον διὰ τῆς ἀναστάσεως, κατέλυσε «τὸ σῶμα τοῦ θανάτου» ὡς ὀντολογικὴν πραγματικότητα (πρβλ. Ἀποκ. 20, 14. 10), ἐλύτρωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐκ τοῦ θανάτου, τοῦ ἐχάρισε τὴν αἰωνίαν Ζωήν, τὴν αἰωνίαν Ἀλήθειαν, τὴν αἰωνίαν Ἀγάπην, τὴν αἰωνίαν Δικαιοσύνην, τὴν αἰωνίαν Χαρὰν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα αἰώνια Θεῖα Ἀγαθά, τὰ ὁποία μόνον ὁ Θεὸς τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Φιλανθρωπίας δύναται νὰ χαρίση. Καὶ οὕτως ἔλυσεν ὅλον τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ὁλόκληρον τὸ παμπρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι, ἀφ’ ὅτου ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος, ἐφανερώθη ὡς Θεάνθρωπος καὶ διὰ τοῦ σώματός Του — τῆς Ἐκκλησίας — παρέμεινεν ὡς Θεάνθρωπος εἰς τὸν ἐπίγειον κόσμον, ἔγινεν Αὐτὸς ἅπαξ διὰ παντὸς ἡ ὑψίστη παναξία καὶ τὸ ὑπέρτατον κριτήριον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Αὐτὸς ὁ Μόνος Ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὁ Μόνος Ἀληθινὸς Ἄνθρωπος, ὁ Μόνος Τέλειος Θεὸς καὶ ὁ Μόνος Τέλειος Ἄνθρωπος. Ὡς τοιοῦτος, Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη ὑψίστη παναξία καὶ τὸ μόνον ἔσχατον κριτήριον αὐτοῦ του ἀνθρώπου εἰς τὴν ψυχοσωματικήν του ὀντότητα καὶ τὴν θεανθρωπίνην τοῦ δυνατότητα, καὶ παντὸς ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινον καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνον ἐν τῷ Θεανθρώπω εἶδεν ὁ ἄνθρωπος διὰ πρώτην φορὰν τὸν ἑαυτὸν τοῦ τέλειον καὶ αἰώνιον. Καὶ ἐγνώρισε τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς ὄλας τὰς διαστάσεις του. Ἐντεῦθεν ἡ νέα ἀξιολογικὴ καὶ γνωσιολογικὴ καθολικὴ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ὁ Θεάνθρωπος». Ἀλλὰ τὸ «μέτρον πάντων ἄνθρωπος» ἐξακολουθεῖ νὰ βασιλεύη καὶ νὰ κυριαρχῆ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ferro ignique, εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν καὶ πολυθεϊστικὸν ἐξωχριστιανικὸν κόσμον. Δία τοῦτο ὁ θεοσοφώτατος γνώστης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, συνοψίζει ὄλας τὰς φιλοσοφίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰς δύο: εἰς τὴν φιλοσοφίαν κατ’ ἄνθρωπον καὶ εἰς τὴν φιλοσοφίαν κατὰ Θεάνθρωπον (Κόλ. 2, 8).

2. Μόνον ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τέλειος καὶ τετελειωμένος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως: καὶ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος. Ἐδῶ ἡ Ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ὁ σπουδαιότερος παράγων. Τοῦτο ὠμολόγησαν σαφῶς καὶ ἠρμήνευσαν θεοπνεύστως οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Χαλκηδόνι. Ἐν τῷ Θεανθρώπω Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος ἔφθασεν εἰς ὄλας τὰς τελειότητάς του: διὰ τοῦ Θεοῦ ἐτελειοποίησε καὶ ὠλοκλήρωσε τὴν ψυχήν του καὶ τὴν συνείδησίν του, τὴν βούλησίν του καὶ τὸν νοῦν του, τὴν καρδίαν του καὶ τὸ σῶμα του. μὲ μίαν λέξιν, ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του. Καὶ ἔγινε τὸ σπουδαιότερον καὶ τὸ πλέον ἀξιαγάπητον θαῦμα: ὁ Θεάνθρωπος ἄφησε τὸν Ἑαυτὸν Τοῦ εἰς τὸν γήινον κόσμον μας καὶ εἰς ὅλους τους κόσμους, ὡς Ἐκκλησίαν, ὡς σῶμα Του, διὰ νὰ δυνηθῆ κάθε ἄνθρωπος νὰ καταστῆ «σύσσωμός» του σώματος τοῦ Θεανθρώπου καὶ οὕτω νὰ φθάση εἰς ὄλας τὰς τελειότητάς του (πρβλ. Ἔφ. 3, 6). Μόνον ἐν τῷ Θεανθρώπω καὶ διὰ τοῦ Θεανθρώπου ἠμπορεῖ κάθε ἀνθρωπίνη ὕπαρξις νὰ γίνη ἀληθινὸς ἄνθρωπος, τέλειος ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος. Μόνον μὲ τὸν Θεάνθρωπον ἐν τὴ Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας «σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις» δύναται νὰ φθάση «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 3,18. 4, 11-16). Ἐν τῷ Θεανθρώπω Χριστῷ «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς», διὰ νὰ ἠμπορῆ νὰ πληρωθῆ καθεὶς ἀπὸ ἠμᾶς ἐν τὴ Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ πλήρωμα αὐτὸ τῆς Θεότητος (Κόλ. 2, 9-10). Καὶ τοῦτο εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχη ἕκαστος ἐξ ἠμῶν μόνον «σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις», διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν, προηγουμένης τῆς ἁγίας πίστεως καὶ τῆς ἁγίας ἀγάπης (Ἐφ• 3, 17-20).
Ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι πράγματι ἄνευ κεφαλῆς καὶ ἐπὶ πλέον ἄνευ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἄνευ τοῦ αἰωνίου ἑαυτοῦ του, ἄνευ τοῦ ἀθανάτου, τοῦ θεοειδοῦς ἑαυτοῦ του. Ἐκτός του Θεανθρώπου δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἀλλὰ πάντοτε ὑπάνθρωπος ἢ ἡμιάνθρωπος ἢ μὴ ἄνθρωπος. Ἐδῶ πρέπει νὰ προστεθῆ καὶ ἡ ἑξῆς ἀλήθεια: ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντοτε δοῦλος τοῦ θανάτου, δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, δοῦλος τοῦ διαβόλου. Μόνον διὰ τοῦ Θεανθρώπου φθάνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεθέντα προορισμόν του: γίνεται «Θεὸς κατὰ χάριν» καὶ οὕτω φθάνει εἰς τὴν τελείαν πληρότητα τῆς ὑπάρξεώς του καὶ τῆς προσωπικότητός του. Φθάνει εἰς τὴν θείαν τοῦ αἰωνιότητα διὰ τῆς Θεανθρωπότητος. Ζῶν ἐν τῷ θεανθρωπίνω σώματι τῆς Ἐκκλησίας «σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις» ὁ ἄνθρωπος θεανθρωποποιεῖται βαθμηδὸν διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Καὶ τὸν γεμίζει ἡ χαρὰ ἐκείνου τοῦ ἁγίου μηνύματος καὶ τῆς οὐρανίου ἐντολῆς τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου: «Θεοῦ τὲ κτίσμα τυγχάνων καὶ Θεὸς εἶναι κεκελευσμένος».1 Δημιουργηθεῖς ὡς δυνάμει θεάνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ μέσα εἰς τὸ θεανθρώπινον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὁμοιώση τὸν νοῦν του πρὸς τὸν Θεόν, νὰ τὸν μεταμορφώση εἰς Θεὸ-νοῦν («ἠμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» - Ἃ’ Κόρ. 2, 16). προσπαθεῖ νὰ ὁμοιώση ἀκόμη τὴν συνείδησίν του πρὸς τὸν Θεόν, νὰ τὴν μεταμορφώση εἰς Θεὸ-συνείδησιν. τὴν θέλησίν του νὰ τὴν ὁμοιώση πρὸς τὸν Θεόν, νὰ τὴν μεταμορφώση εἰς Θεὸ-θέλησιν. νὰ ὁμοιώση καὶ τὸ σῶμα του πρὸς τὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ τὸ μεταμορφώση εἰς Θεὸ-σῶμα («τὸ σῶμα τῷ Κυρίω, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι» - Ἃ’ Κόρ. 6, 13). Θεανθρωποποιούμενος διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν τὴ Ἐκκλησία, ὁ ἄνθρωπος ἐπαναφέρει τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς τὸ προπτωτικὸν θεοειδές,2 συμπληρῶν αὐτὸ ὑπερεκπερισσοὺ μὲ τὸ θεῖον κάλλος τῆς ἐξαισίας χριστοειδείας (Γάλ. 4, 19. 3, 27. Ρώμ. 8, 29). Ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἐκτός του Θεανθρώπου ὁ ἄνθρωπος πάντοτε διατρέχει τὸν κίνδυνον νὰ καταστῆ διαβολοειδής, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι ταυτοχρόνως καὶ δύναμις καὶ εἰκὼν τοῦ διαβόλου. καὶ δουλεύων ἐκτός του Θεανθρώπου εἰς τὴν ἁμαρτίαν ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως καταντᾶ διαβολοειδής, γίνεται οἰκεῖος του διαβόλου: «Ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστὶ» (1 Ἰωάνν. 3, 8). Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ὅτι ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ στερήση τὸν ἄνθρωπον τοῦ θεοειδοῦς, νὰ τὸν ἀπὸ-θεανθρωποποιήση, νὰ τὸν ἃ-θεώση καὶ οὕτω νὰ τὸν μεταβάλη εἰς ἕνα ὂν ὅμοιον πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Ὁ οὐμανιστικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς εἶναι κατ’ οὐσίαν διαβολοκεντρισμός, διότι καὶ οἱ δύο θέλουν ἕνα πράγμα: νὰ ἀνήκουν μόνον εἰς τὸν ἑαυτὸν τῶν, νὰ εἶναι μόνον εἰς τὸν ἑαυτὸν τῶν, διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν. Τοιουτοτρόπως ὅμως εἰς τὴν πραγματικότητα μεταφέρουν ἑαυτοὺς εἰς τὸ βασίλειον τοῦ «δευτέρου θανάτου», ὅπου οὐκ ἔστι Θεὸς οὔτε τί τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. 21, 8. 20, 14).
Ὅ,τι ἐλέχθη μέχρις ἐδῶ δὲν εἶναι ἄλλο τί παρὰ ὁ εὐαγγελικός, ὁ ἀποστολικός, ὁ ἁγιοπατερικός, ὁ ὀρθόδοξος θεανθρωπισμὸς (θεοουμανισμός, θεοχομινισμός).

3. Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοί, ἀπὸ τοῦ πλέον πρωτογόνου μέχρι τοῦ πλέον λεπτοῦ, ἀπὸ τοῦ φετιχιστικοῦ μέχρι τοῦ παπικοῦ, βασίζονται ἐπὶ τῆς πίστεως εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅπως εἶναι αὐτὸς μέσα εἰς τὴν δεδομένην ψυχοφυσικὴν τοῦ ἐμπειρικὴν κατάστασιν καὶ ἱστορικότητα. Πράγματι, ὅλη ἡ οὐσία τοῦ κάθε οὐμανισμοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος = homo. Συνοψιζόμενος εἰς τὴν ὀντολογίαν τοῦ κάθε οὐμανισμὸς δὲν εἶναι ἄλλο τί παρὰ χομινισμὸς (homo - hominis). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀνωτάτη ἀξία, ἡ παναξία. ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ὕψιστον κριτήριον, τὸ παγκριτήριον: «μέτρον πάντων ἄνθρωπος». Αὐτὸ εἶναι, in nuce, κάθε οὐμανισμός, κάθε χομινισμός. Ἐντεῦθεν ὅλοι οἱ οὐμανισμοί, ὅλοι οἱ χομινισμοί, ἐν τελευταία ἀναλύσει, εἶναι εἰδωλολατρικῆς, πολυθεϊστικῆς προελεύσεως. Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ οὐμανισμοί, ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς Ἀναγεννήσεως, τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ περαιτέρω, οἱ προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, ἐπιστημονικοί, πολιτιστικοὶ καὶ πολιτικοί, ἐπεδίωκον ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοία καὶ ἀδιακόπως ἐπιδιώκουν, ἕνα πράγμα: νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεάνθρωπον μὲ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου μὲ τὸ εὐαγγέλιον κατ’ ἄνθρωπον, τὴν φιλοσοφίαν κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν φιλοσοφίαν κατ’ ἄνθρωπον, τὴν κουλτούραν κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν κουλτούραν κατ’ ἄνθρωπον. μὲ μίαν λέξιν, νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ζωὴν κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν ζωὴν κατ’ ἄνθρωπον. Καὶ ταῦτα συνέβαινον ἐπὶ αἰώνας, ἕως ὅτου τὸν παρελθόντα αἰώνα, τὸ 1870, εἰς τὴν Ἃ’ Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ, ὅλα αὐτὰ συνεκεφαλαιώθησαν εἰς τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου του πάπα. Ἔκτοτε τὸ δόγμα αὐτὸ ἀπέβη τὸ κεντρικὸν δόγμα τοῦ παπισμοῦ. Δία τοῦτο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας εἰς τὴν Β’ Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τόσον ἐπιμόνως καὶ ἐπιδεξίως συνεζητήθη καὶ ὑπεστηρίχθη τὸ ἀπαραβίαστον καὶ τὸ ἀναλλοίωτον αὐτοῦ του δόγματος. Τὸ δόγμα τοῦτο ἔχει κοσμοϊστορικὴν σημασίαν δὶ’ ὅλην τὴν τύχην τῆς Εὐρώπης, μάλιστα δὲ διὰ τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιρούς της, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει ἤδη εἰσέλθει. Δία τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοὶ ἀπέκτησαν τὸ ἰδεῶδες καὶ τὸ εἴδωλον τῶν: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τὸ εὐρωπαϊκὸν οὐμανιστικὸν πάνθεον ἀπέκτησε τὸν Δία του.
Ἡ εἰλικρίνεια εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἀληθείας: τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα τοῦ 20ού αἰῶνος, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ πολυθεϊσμοῦ. Ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀξιολογίας καὶ κριτηριολογίας. Horribile dictu, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ λεχθῆ: διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα ἀνήχθη εἰς δόγμα ὁ εἰδωλολατρικὸς οὐμανισμός, κατὰ πρῶτον λόγον ὁ ἑλληνικός. Ἀνήχθη εἰς δόγμα ἡ παναξία, ἀνήχθη εἰς δόγμα τὸ παγκριτήριον τῆς ἑλληνικῆς κουλτούρας, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ποιήσεως, τῆς φιλοσοφίας, τῆς τέχνης, τῆς πολιτικῆς, τῆς ἐπιστήμης: «μέτρον πάντων ἄνθρωπος». Καὶ ὅλα αὐτὰ τί εἶναι; — Ἀναγωγὴ εἰς δόγμα τῆς εἰδωλολατρίας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἔφθασε νὰ γίνη δόγμα ἡ αὐτάρκεια τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἐπὶ αἰώνας ἐνοστάλγουν ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ οὐμανισμοί.
Τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα εἶναι ἡ νιτσεϊκὴ κατάφασις — «Ja – Sagung» — εἰς ὁλόκληρον τὴν δημιουργίαν τοῦ εὐρωπαίου οὐμανιστικοῦ ἀνθρώπου. «Ja-Sagung» εἰς τὴν κουλτούραν καὶ εἰς τὸν πολιτισμόν του, ποὺ καὶ τὰ δύο εἶναι καὶ ὡς πρὸς τοὺς σκοποὺς καὶ ὡς πρὸς τὰς μεθόδους μᾶλλον εἰδωλολατρικὰ καὶ πολυθεϊστικά. Εὐαγγέλιον καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεανθρώπου εἶναι: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ἄλλα) προστεθήσεται ὑμὶν» (Μάτθ. 6, 33). —Και τί δὲν διεκήρυξεν ὡς σκοπὸν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ ὡς μέθοδον τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου ἡ εὐρωπαϊκὴ οὐμανιστικὴ κουλτούρα καὶ ὁ πολιτισμός της! Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Μόνος Σωτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τὸν θάνατον καὶ τὸν διάβολον. ὁ Μόνος ποὺ ἀνακαινίζει καὶ ἀθανατίζει καὶ ἀνιστὰ καὶ ἀνυψοὶ καὶ αἰωνίζει καὶ θεοποιεῖ καὶ θεανθρωποποιεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς ὅλους τους κόσμους, ρητῶς καὶ σαφῶς ὁρίζει ὡς ὕψιστον σκοπὸν τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος τέλειος ὡς ὁ Θεὸς (Μάτθ. 5, 48). Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ καὶ τί δὲν ἔχει θέσει καὶ δὲν ἔχει καθιερώσει ἀντὶ αὐτοῦ ὡς σκοπὸν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως! Εἶναι ἀκαταμάχητος ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρὼ κεῖται», καὶ μετὰ τὸ ἔργον τοῦ Θεανθρώπου ἐπὶ τῆς γὴς (1 Ἰωάνν. 5, 19-21). Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατὰ τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, ὁ διάβολος εἶναι «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» (2 Κόρ. 4, 4). Μεταξὺ ἑνὸς τοιούτου κόσμου, ὁ ὁποῖος ἑκουσίως «ἐν τῷ πονηρὼ κεῖται», καὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Θεάνθρωπον Χριστὸν δὲν ὑπάρχει συμβιβασμός. Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Θεάνθρωπον δὲν δύναται εἰς βάρος τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀληθείας νὰ κάμνη συμβιβασμοὺς μὲ τὸν οὐμανιστικὸν ἄνθρωπον, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ δικαιολογεῖ καὶ ἀνάγει εἰς δόγμα. Ἐδῶ πάντοτε πρόκειται περὶ ἀποφασιστικοῦ καὶ κρισιμωτάτου διλήμματος καὶ ἐκλογῆς: ἢ ὁ Θεάνθρωπος ἢ ὁ ἄνθρωπος. Διότι ὁ οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος δὶ’ ὅλων τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἐμφανίζεται καὶ φέρεται ὡς δρῶν μὲ αὐτάρκειαν, ὡς ὑπερτάτη ἀξία καὶ ἀνώτατον κριτήριον. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει θέσις διὰ τὸν Θεάνθρωπον. Δὶ’ αὐτὸ εἰς τὸ οὐμανιστικὸν βασίλειον τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου τὴν κατέχει ὁ Vicarius Christi, ὁ δὲ Θεάνθρωπος ἔχει ἐξορισθῆ εἰς τὸν οὐρανόν. Τοῦτο ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς ἰδιόμορφον ἀποσάρκωσιν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ἔτσι;
Δία τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου, σφετερισθεῖς ὑπὲρ ἑαυτοῦ, δηλαδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλην τὴν ἐξουσίαν καὶ ὅλα τὰ δικαιώματα, ποὺ ἀνήκουν μόνον εἰς τὸν Θεάνθρωπον Κύριον, ὁ πάπας αὐτοανεκηρύχθη εἰς τὴν πραγματικότητα Ἐκκλησία ἐν τὴ Παπικὴ ἐκκλησία, καὶ ἔγινεν ἐν αὐτὴ τὰ πάντα ἐν πάσι. Ἰδιόμορφος παντοκράτωρ. Δία τοῦτο τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα ἀπέβη τὸ κεντρικὸν δόγμα (svedogmat) τοῦ παπισμοῦ. Καὶ ὁ πάπας δὲν δύναται νὰ τὸ ἀποκηρύξη μὲ κανένα τρόπον, ἕως ὅτου θὰ εἶναι πάπας τοῦ οὐμανιστικοῦ παπισμοῦ.

4. Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τὸ νὰ θέλη κάνεις νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. τὸ νὰ θέλη κάνεις νὰ γίνη τέλειος διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μὲ τὸν διάβολον. Διότι καὶ αὐτὸς ἤθελε νὰ γίνη Θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ ἀντικαταστήση τὸν Θεὸν μὲ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ εἰς τὴν ὑψηλοφροσύνην τοῦ αὐτὴν διὰ μίας ἔγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅλος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, λοιπόν, πάσης ἁμαρτίας συνίσταται εἰς αὐτὴν τὴν ἀλαζονικὴν αὐταπάτην. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ αὐτοῦ του διαβόλου, τοῦ Σατανᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο τί παρὰ τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ μένη εἰς τὴν φύσιν του, τὸ νὰ μὴ θέλη ἐντός του τίποτε, ἐκτός του ἑαυτοῦ του. Ὁ διάβολος εὑρίσκεται ὅλος εἰς αὐτό: εἰς τὸ νὰ μὴ θέλη καθόλου τὸν Θεὸν μέσα του, εἰς τὸ νὰ θέλη νὰ εἶναι πάντοτε μόνος, πάντοτε νὰ ἀνήκη εἰς μόνον τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε ὅλος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὅλος διὰ τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε ἐρμητικῶς κλειστὸς ἔναντί του Θεοῦ καὶ παντὸς ὅ,τι ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τί εἶναι αὐτό;
Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαυτία ἐνηγκαλισμένα εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἡ κόλασις. Τοιοῦτος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος: ὅλος μένει εἰς τὸν ἑαυτόν του, μὲ τὸν ἑαυτόν του, διὰ τὸν ἑαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστὸς ἔναντί του Θεοῦ. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ὁ κάθε οὐμανισμός, ὁ κάθε χομινισμός. Κορύφωμα τοῦ διαβολοποιημένου οὐμανισμοῦ εἶναι τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ κακοῦ, νὰ γίνη θεὸς διὰ τοῦ διαβόλου. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ὑπόσχεσις τοῦ διαβόλου πρὸς τοὺς προπάτοράς μας μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, ὅτι δηλαδὴ μὲ τὴν βοήθειάν του «ἔσονται ὡς θεοὶ» (Γέν. 3, 5). Ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν ὡς δυνάμει θεάνθρωπος, διὰ νὰ οἰκοδομήση ἑκουσίως διὰ τοῦ Θεοῦ τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς θεάνθρωπον ἐπὶ τὴ βάσει τῆς θεοειδείας τῆς φύσεώς του. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλευθέραν ἐκλογὴν τοῦ ἐπεζήτησε τὴν ἀναμαρτησίαν διὰ τῆς ἁμαρτίας, τὸν Θεὸν διὰ τοῦ διαβόλου. Καὶ ἀσφαλῶς ἀκολουθῶν τὴν ὁδὸν αὐτὴν θὰ ἐγίνετο ἰδιότυπος διάβολος, ἐὰν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἄμετρον φιλανθρωπίαν Του καὶ κατὰ «τὸ μέγα ἔλεός» Του δὲν ἐπενέβαινε. Γενόμενος ἄνθρωπος, δηλαδὴ Θεάνθρωπος, ὠδήγησεν οὕτω τὸν ἀν¬θρωπον πρὸς τὸν Θεάνθρωπον. τὸν εἰσήγαγε διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματός Του, εἰς τὸν ἄθλον τῆς θεανθρωποποιήσεως διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Καὶ τοιουτοτρόπως ἔδωσεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν δυνατότητα νὰ φθάση «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4, 11). Νὰ ἐπιτύχη δηλαδὴ τὸν θεῖον προορισμόν του, νὰ γίνη ἑκουσίως Θεάνθρωπος κατὰ χάριν.
Ἡ πτῶσις τοῦ πάπα ἔγκειται εἰς τὸ νὰ θέλη νὰ ἀντικαταστήση τὸν Θεάνθρωπον μὲ τὸν ἄνθρωπον.

5. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».3 Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνον ἐν τῷ Θεανθρώπω καινὸς («καινὴ κτίσις»), πάντοτε καινός, αἰωνίως καινός: Εἰς ὅλα τὰ θεανθρώπινα βιώματά του εἰς τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας, τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς μεταμορφώσεως, τῆς θεώσεως, τῆς θεανθρωποποιήσεως. Εἰς αὐτὸν τὸν γήινον κόσμον ὅλα γηράσκουν καὶ ὅλα ἀποθνήσκουν. Μόνον ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐνσωματωθεῖς εἰς τὸν Θεάνθρωπον καὶ θεανθρωποποιηθεῖς, ὁ γενόμενος «σύσσωμός» του Χριστοῦ, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου ἐνσωματωθεῖς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐκκλησιοποιηθεῖς, δὲν γηράσκει καὶ δὲν ἀποθνήσκει, διότι ἔγινε ζῶν, ὀργανικὸν μέλος τοῦ ἁγίου καὶ αἰωνίου Θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ — τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον ἀναπτύσσεται καὶ συνεχῶς «αὔξει τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ» (Κόλ. 3, 19) — «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4, 13). Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι αὐξάνει καὶ ἀναπτύσσεται ἀπείρως καὶ ἀπεριορίστως, κατὰ τὰς θεοειδεῖς διαστάσεις τοῦ θείου ἀπείρου, τὰς ὁποίας ὁ Τρισήλιος Κύριος ἔδωκεν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν, ὅταν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον θεοειδή.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν καινὸς καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν εἰς καὶ μοναδικός, ὥστε εἰς τὴν πραγματικότητα ἡ «Ἀλήθεια» δὶ’ Αὐτοῦ ἐγένετο (Ἰωάνν. 1, 17) καὶ δὶ’ Αὐτοῦ ἔμεινεν εἰς τὸν ἀνθρώπινον κόσμον μας. Πρὸ Αὐτοῦ καὶ ἄνευ Αὐτοῦ — νῦν καὶ ἀεὶ — ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὡς νὰ μὴ ὑπάρχη. Καὶ ὄντως δὲν ὑπάρχει, διότι μόνον ἡ Θεανθρωπίνη Ὑπόστασις εἶναι ἡ Ἀλήθεια: «Ἐγὼ εἰμι ἡ Ἀλήθεια» (Ἰωάνν. 14, 6). Δία τὸν ἄνθρωπον δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου.
Τὰ πάντα εἶναι καινὰ ἐν τῷ Θεανθρώπω καὶ διὰ τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτὸς ὁ Ἴδιος, ἐν πρώτοις. ἀκολούθως δὲ καὶ ἡ σωτηρία καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς σωτηρίας καὶ ὁ τρόπος τῆς σωτηρίας. Εἶναι μοναδικὰ καινὸν διὰ τὸ ἀν¬θρώπινον γένος τὸ μήνυμα τοῦ Θεανθρώπου: νὰ διαχωρίζωμεν τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλόν. νὰ μισῶμεν μὲν τὴν ἁμαρτίαν, νὰ ἀγαπῶμεν δὲ τὸν ἁμαρτωλόν. νὰ φονεύωμεν τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ νὰ σώζωμεν τὸν ἁμαρτωλόν. νὰ μὴ ἐξισώνωμεν τὸν ἁμαρτωλὸν μὲ τὴν ἁμαρτίαν. νὰ μὴ φονεύωμεν τὸν ἁμαρτωλὸν λόγω τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ τὸν σώζωμεν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Συγκλονιστικὸν παράδειγμα τούτου εἶναι ἡ ἐπὶ μοιχεία κατειλημμένη γυνή. Ὁ πανοικτίρμων Σωτὴρ διεχώρισε τὴν ἁμαρ¬τίαν τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὴν θεοειδὴ ὕπαρξίν της, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἠλέησε τὴν ἁμαρτωλόν: «Οὐδὲ ἐγὼ σὲ κατακρίνω. πορεύου καὶ μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωάνν. 4, 11). Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰς «δόγμα» ἀναχθεῖσα μέθοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. ἁγιοπαραδοσιακὴ μέθοδος, θεοσόφως ἀνεπτυγμένη καὶ θεσπισμένη εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Καὶ θεοπνεύστως διατυπωμένη ὑπὸ τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου: «Τὸ γὰρ καλὸν οὐ καλόν, ὅταν οὐ καλῶς γένηται».4
Ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς καὶ ἱερᾶς ὀρθοδόξου παραδόσεως εἶναι ἀντιευαγγελικὴ καὶ ἀντίχριστος φρικαλεότης τὸ νὰ φονεύεται ὁ ἁμαρτωλὸς λόγω τῆς ἁμαρτίας. Ἐν προκειμένω καμμία ἱερὰ ἐξέτασις δὲν δύναται νὰ ἀνακηρυχθῆ ὡς ἱερά. Ἐν τελευταία ἀναλύσει, ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ φονεύουν τὸν ἁμαρτωλὸν λόγω τῆς ἁμαρτίας, ἐξοντώνουν τὸν ἄνθρωπον μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρ¬τίαν. Διότι δὲν θέλουν τὸν Θεάνθρωπον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ ἀπὸ τὸν διάβολον. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ὑπὲρ τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὡς ἐκ τούτου κατὰ τοῦ ἀνθρώπου. καὶ εἶναι ὡς ἐκ τούτου δολοφόνος τοῦ ἀνθρώπου. καὶ ἀκόμη εἶναι ὡς ἐκ τούτου καὶ αὐτόχειρ. Διότι ἀφήνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν πλήρη ἐξουσίαν τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου, ἐκ τῶν ὁποίων μόνον ὁ Θεάνθρωπος δύναται νὰ τὸν σώση καὶ κανεὶς ἄλλος ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Μεταχειριζόμενος κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν ἁμαρτωλόν, ὁ οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος ἀναποφεύκτως αὐτοκτονεῖ: φονεύει τὴν ἰδίαν τὴν ψυχήν του, παραδίδει τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς τὴν κόλασιν, εἰς αἰωνίαν συναναστροφὴν μὲ τὸν διάβολον, αὐτὸν τὸν ἔκπαλαι «ἀνθρωποκτόνον» (Ἰωάνν. 8, 44).

6. Τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ Θεάνθρωπος δίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ ὁποῖον κανεὶς ἄλλος δὲν ἠμπορεῖ νὰ τοῦ δώση; Εἶναι ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου, ἡ Αἰωνία Ζωή, ἡ Αἰωνία Ἀλήθεια, ἡ Αἰωνία Δικαιοσύνη, τὸ Αἰώνιον Ἀγαθόν, ἡ Αἰωνία Ἀγάπη, ἡ Αἰωνία Χαρά: ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος καὶ τῶν θείων τελειοτήτων. Ἢ ὅπως ὁ Ἀπόστολος λέγει: ὁ Θεάνθρωπος δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ὅσα ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτὸν» (1 Κόρ. 2,9).
Πράγματι, μόνον Αὐτός, ὁ θαυμαστὸς Θεάνθρωπος εἶναι τὸ «ἐν οὐ ἔστι χρεία» (πρβλ. Λούκ. 10, 42) διὰ τὸν ἄνθρωπον, εἰς ὅλους τους κόσμους του καὶ εἰς κάθε ζωήν του. Δία τοῦτο μόνον ὁ Θεάνθρωπος δικαιοῦται νὰ ζητῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κανεὶς ἄλλος δὲν ἐτόλμησε νὰ ζητήση. Δηλαδή, νὰ Τὸν ἀγαπᾶ κάθε ἄνθρωπος περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, τὰς ἀδελφᾶς, τὰ τέκνα, τοὺς φίλους, τὴν γῆν, τοὺς ἀγγέλους, ἀπὸ ὁποιονδήποτε καὶ ὀ,τιδήποτε εἰς ὅλους τους ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους (Μάτθ. 10, 37-39. Λούκ. 14, 26. Ρώμ. 8, 31-39).

7. Η Β’ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ ἀναγέννησιν ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, ἀναγέννησιν πτωμάτων. Διότι ἀφ’ ὅτου ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι παρὼν εἰς τὸν γήινον κόσμον, ὁ κάθε οὐμανισμὸς εἶναι πτῶμα. Τὰ δὲ πράγματα ἔχουν οὕτω, διότι ἡ Σύνοδος ἐνέμεινεν ἐπιμόνως εἰς τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα = τοῦ ἀνθρώπου. Θεωρούμενοι ἀπὸ τὴν σκοπιὰν τοῦ ἀεὶ ζῶντος Θεανθρώπου, τοῦ ἱστορικοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ὁμοιάζουν μὲ ἐγκληματικᾶς οὐτοπίας, διότι ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρώπου φονεύουν κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ ἐξοντώνουν τὸν ἄνθρωπον ὡς ψυχοφυσικὴν ὀντότητα. Ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ἐπιτελοῦν ἕνα ἀλογίστως τραγικὸν ἔργον: διυλίζουν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνουν τὴν κάμηλον. Δία δὲ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα τὸ ἔργον αὐτὸ ἔχει ἀναχθῆ εἰς δόγμα. Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι φρικτά, φρικτότατα. Διατί; Διότι τὸ ἴδιον τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀνατριχιαστικὴ κηδεία τοῦ κάθε οὐμανισμοῦ. ἀπὸ τοῦ βατικανοῦ, τοῦ ἀναχθέντος εἰς δόγμα, μέχρι τοῦ σατανικοῦ οὐμανισμοῦ τοῦ Σαρτρ. Εἰς τὸ οὐμανιστικὸν πάνθεον τῆς Εὐρώπης ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι νεκροί, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸν Δία. Νεκροί, ἕως ὅτου εἰς τὴν μαραμένην καρδίαν τῶν ἀνατείλη ἡ μέχρι τελείας αὐταπαρνήσεως μετάνοια, μὲ τὰς ἀστραπᾶς καὶ τὰς ὀδύνας τῆς τοῦ Γολγοθά, μὲ τοὺς ἀναστασίμους σεισμοὺς καὶ τὰς μεταμορφώσεις της, μὲ τὰς καρποφόρους της θύελλας καὶ ἀναλήψεις. Καὶ τότε; Τότε θὰ εἶναι ἀτελείωτοι αἳ δοξολογίαι τῶν πρὸς τὸν ἀεὶ ζωοποιὸν καὶ θαυματουργὸν Θεάνθρω¬πον, τὸν ὄντως μόνον Φιλάνθρωπον εἰς ὅλους τους κόσμους.

8. Τί εἶναι ὁ πυρὴν τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα = τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἀποθεανθρωποποίησις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοί, ἀκόμη καὶ οἱ θρησκευτικοί. Ὅλοι ἐπαναφέρουν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, εἰς τὴν πολυθεΐαν, εἰς τὸν διπλοῦν θάνατον, τὸν πνευματικὸν καὶ τὸν φυσικόν. Ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπον, ὁ κάθε οὐμανισμὸς βαθμηδὸν μετατρέπεται εἰς μηδενισμόν. Αὐτὸ δεικνύει ἡ σύγχρονος χρεωκοπία ὅλων τῶν οὐμανισμῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν παπισμόν, ἔμμεσον ἢ ἄμεσον, ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον πατέρα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν. Ἡ δὲ χρεωκοπία, ἡ καταστρεπτικὴ χρεωκοπία τοῦ παπισμοῦ, ἔγκειται εἰς τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς τὸ δόγμα αὐτὸ τὸ κορύφωμα τοῦ μηδενισμοῦ. Δία τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης κατὰ δογματικῶς ἀποφασιστικὸν τρόπον, ἐκήρυξε τὸ δόγμα τῆς αὐταρκείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου καὶ οὕτω τελικῶς ἐφανέρωσεν ὅτι δὲν τοῦ χρειάζεται ὁ Θεάνθρωπος καὶ εἰς τὴν γῆν δὲν ὑπάρχει θέσις διὰ τὸν Θεάνθρωπον. Ὁ τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ — Vicamus Christi — τὸν ἀντικαθιστᾶ πλήρως. Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀπὸ αὐτὸ τὸ δόγμα ζῆ, τὸ ἀκολουθεῖ καὶ ἐπιμόνως τὸ ὁμολογεῖ, ὁ κάθε εὐρωπαϊκὸς οὐμανισμός.
Ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου κατ’ οὐσίαν δὲν εἶναι ἄλλο τί ἢ ἀδιάκοπος ἐπανάστασις κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καθ’ ὅλους τους δυνατοὺς τρόπους συντελεῖται Umwertung aller Werie (ἡ ἀνατροπὴ ὅλων τῶν ἀξιῶν). ὁ Θεάνθρωπος παντοῦ ἀντικαθίσταται ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου. εἰς ὅλους τους εὐρωπαϊκοὺς θρόνους ἐνθρονίζεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ. Ἐντεῦθεν καὶ δὲν ὑπάρχει ἕνας vicarius Christi, ἀλλὰ ἀναρίθμητοι, μόνον μὲ διαφορετικᾶς στολᾶς. Διότι, ἐν τελευταία ἀναλύσει, διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα, ἀνεκηρύχθη ἀλάθητος ὁ ἄνθρωπος γενικῶς. Ἐξ οὐ καὶ οἱ ἀναρίθμητοι πάπαι καθ’ ὅλην τὴν Εὐρώπην, καὶ τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν δὲν ὑπάρχει οὐσιώδης διαφορά, διότι ὁ παπισμὸς εἶναι ὁ πρῶτος προτεσταντισμός, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ ὀραματιστοῦ τῆς ἀληθείας Χομιάκωφ.

9. Τὸ ἀλάθητον εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρωπίνη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου αἰωνία Κεφαλὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Παναλήθεια, ἡ Δευτέρα Ὑπόστασις τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Δία τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα εἰς τὴν πραγματικότητα ὁ πάπας ἀνεκηρύ¬χθη εἰς Ἐκκλησίαν καὶ ὁ πάπας - ἄνθρωπος, κατέλαβε τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς θρίαμβος τοῦ οὐμανισμοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ «ὁ δεύτερος θάνατος» (Ἀποκ. 20, 14. 21, 8) τοῦ παπισμοῦ, μέσω δὲ αὐτοῦ καὶ μετ’ αὐτοῦ καὶ τοῦ κάθε οὐμανισμοῦ. Ὅμως, κατὰ τὴν Ἀληθινὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὑπάρχει εἰς τὸν ἐπίγειον κόσμον μας ὡς θεανθρώπινον σῶμα, τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλὰ παναίρεσις. Διότι καμμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι φεῦ! ἡ πλέον φρικτὴ ἐξορία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν γῆν. νέα προδοσία τοῦ Χριστοῦ. νέα σταύρωσις τοῦ Κυρίου, μόνον οὐχὶ ἐπὶ τοῦ ξυλίνου, ἂλλ’ ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τοῦ παπικοῦ οὐμανισμοῦ. Καὶ ταῦτα πάντα εἶναι κόλασις, κόλασις διὰ τὸ ἄθλιον γήινον ὄν, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος.

10. Ὑπάρχει διέξοδος ἀπὸ τὰς ἀναριθμήτους αὐτᾶς οὐμανιστικᾶς κολάσεις; Ὑπάρχει ἀνάστασις ἐξ αὐτῶν τῶν ἀναριθμήτων εὐρωπαϊκῶν τάφων; Ὑπάρχει φάρμακον δὶ’ αὐτᾶς τὰς ἀναριθμήτους θανατηφόρους νόσους; — Ὑπάρχει, βεβαίως ὑπάρχει: ἡ μετάνοια. Αὐτὴ εἶναι τὸ αἰώνιον μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου: «Μετάνοια εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας» (2 Τίμ. 2,25). Ἄλλως δὲν δύναται κανεὶς νὰ πιστεύη εἰς τὸ πανσωστικὸν Εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου: «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίω (Μάρκ. 1, 15). Ἡ μετάνοια ἐνώπιόν του Θεανθρώπου εἶναι τὸ μόνον φάρμακον κατὰ τῆς ἁμαρτίας. τὸ μοναδικὸν φάρμακον διὰ πάσαν ἁμαρτίαν, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν παναμαρτίαν. Ἀναμφιβόλως δέ, ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακον καὶ δὶ’ αὐτὴν τὴν «παναμαρτίαν» τοῦ παπισμοῦ, τὴν περιεχομένην εἰς τὸ ἀλαζονικὸν δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα, ἀλλὰ καὶ διὰ κάθε ἁμαρτίαν τοῦ κάθε οὐμανισμοῦ ἰδιαιτέρως καὶ ὅλων τῶν οὐμανισμῶν μαζί. Ναί, ναί, ναί: ἀπὸ τὴν προσφιλῆ του παναμαρτίαν τοῦ «ἀλαθήτου» ὁ εὐρωπαῖος «ἀλάθητος» ἄνθρωπος, ὁ εὐρωπαῖος οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος, δύναται νὰ σωθῆ μόνον διὰ τῆς ὁλοκαρδίου καὶ τὰ πάντα μεταμορφούσης μετανοίας ἐνώπιόν του θαυμαστοῦ καὶ πανευσπλάγχνου καὶ παναγάθου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ μόνου ὄντως Σωτῆρος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, ἀπὸ κάθε κακόν, ἀπὸ κάθε κόλασιν, ἀπὸ κάθε διάβολον, ἀπὸ κάθε οὐμανιστικὸν ὀρθολογισμόν, καὶ γενικῶς ἀπὸ ὄλας τὰς ἁμαρτίας, τὰς ὁποίας ἡ ἀνθρωπίνη φαντασία δύναται νὰ ἐπινοήση.
Δία τοὺς λόγους αὐτοὺς ὅλοι οἱ ἅγιοι, θεοφόροι καὶ θεοφρονες Πατέρες καὶ τῶν ἑπτὰ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀνάγουν ὅλα τὰ ἐν τὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προβλήματα εἰς τὸ πρόβλημα τοῦ Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὡς εἰς τὴν μεγαλυτέραν καὶ τὴν μόνην, τὴν πολυτιμοτάτην ἀξίαν διὰ πᾶν ἀνθρώπινον ὄν, εἴτε εὑρίσκεται τοῦτο ἐπὶ τῆς γὴς εἴτε εἰς ἄλλον τινὰ ἐκ τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ. Τὸ χριστολογικὸν πρόβλημα εἶναι τὸ παμπεριεκτικὸν πρόβλημα τῶν. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι δὶ’ αὐτοὺς ἡ μοναδικὴ παναξία της Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς ὅλους τους κόσμους. Ἀδιάκοπον καὶ αἰώνιον σύνθημα τῶν εἶναι: Τὰ πάντα δῶσε διὰ τὸν Χριστόν, τὸν Χριστὸν μὴ δώσης διὰ τίποτε! Καὶ γύρω ἀπὸ τὸ ἅγιον σύνθημα τῶν, ἠχεῖ τὸ ἀσίγητον χαρμόσυνον μήνυμα τῶν: ὄχι ἀνθρωπισμός, ἀλλὰ θεανθρωπισμός! Ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος! Ὁ Χριστὸς πρὸ πάντων καὶ ὑπεράνω πάντων.

11. Πῶς αἰσθάνεται ὁ ὀρθόδοξος ἐνώπιόν του Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Ὅλος παναμαρτωλός: αὐτὸ εἶναι τὸ αἴσθημά του, ἡ στάσις του, ὁ τρόπος του, ὁ νοῦς του, ὁ λόγος του, ἡ συνείδησίς του, ἡ ἐξομολόγησίς του, αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁλόκληρος. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς προσωπικῆς παναμαρτωλότητος ἐνώπιόν του Γλυκυτάτου Κυρίου εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ καρδία τῆς καρδίας του. Ρίψατε ἐν βλέμμα εἰς τὰς εὐχᾶς μετανοίας, τὰς ὠδᾶς, τὰ τροπάρια, τὰ στιχηρά, τῆς Δευτέρας καὶ τῆς Τρίτης ἔστω, εἰς τὴν Παρακλητικὴν καὶ ἀμέσως θὰ διαπιστώσετε ὅτι τὸ αἴσθημα αὐτὸ ἀποτελεῖ ἱερὸν χρέος καὶ προσευχητικὴν πραγματικότητα παντὸς ὀρθοδόξου χριστιανοῦ ἀνεξαιρέτως. Εἰς αὐτὸ προπορεύονται καὶ μᾶς ὁδηγοῦν πάντοτε οἱ ἀθάνατοι παιδαγωγοί μας, οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἂς ἐνθυμηθῶμεν τουλάχιστον δύο ἀπὸ αὐτούς: τὸν ἅγιον Δαμασκηνὸν καὶ τὸν ἅγιον Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον. Ἡ ἁγιότης τῶν εἶναι ἀναμφιβόλως χερουβική. ἡ προσευχὴ τῶν ἀσφαλῶς σεραφική. ἐν τούτοις, οἱ ἴδιοι ἔχουν μίαν πλήρη αἴσθησιν καὶ ἐπίγνωσιν τῆς προσωπικῆς τῶν παναμαρτωλότητος καὶ συγχρόνως μίαν βαθυτάτην διάθεσιν μετανοίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ βιωματικὴ ἀντινομία τῆς ὀρθοδόξου, εὐαγγελικῆς, ἀποστολικῆς πίστεώς μας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης μας ἐν τὴ πίστει αὐτή.
Ὁ «ἀλάθητος» ἄνθρωπος, καὶ ἀπέναντί του ὁ «πανα¬μαρτωλὸς» ἄνθρωπος. ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἡ ὑψηλοφροσύνη ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀπαράμιλλος ἀηδὼν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος εὐαγγελίζεται: «Θεμέλιός ἐστι τῆς καθ’ ἠμᾶς φιλοσοφίας ἡ ταπεινοφροσύνη»5. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ θεμέλιόν της φιλοσοφίας μας περὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, περὶ τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητος, περὶ τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ θεμέλιον παντὸς οὐμανισμοῦ, ἀκόμη καὶ ἐκείνου τοῦ ἀναχθέντος εἰς δόγμα, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ πίστις εἰς τὸν λόγον τοῦ ἀνθρώπου, εἰς τὸν νοῦν καὶ τὴν λογικήν του. Ἡ ὑψηλοφροσύνη εἶναι ἡ ἀνίατος νόσος τοῦ νοῦ τοῦ διαβόλου. Ἐντός της εὑρίσκονται καὶ ἐξ αὐτῆς πηγάζουν ὅλα τὰ λοιπὰ διαβολικὰ κακά. Ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς διδάσκει νὰ ἀναθέτωμεν τὴν ἐλπίδα μας καὶ νὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν ἅγιον, καθολικόν, θεανθρώπινον νοῦν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν «νοῦν Χριστοῦ». «Ἠμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (1 Κόρ. 2, 16). Ἠμεῖς ἐν τῷ θεανθρωπίνω σώματι τοῦ Χριστοῦ, τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν: καὶ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη καὶ ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰωνιότης. ἀλλὰ καὶ ἠμεῖς διὰ τῆς πίστεως εἰς Αὐτὸν καὶ τῆς ἐν Αὐτῶ ζωῆς (Ἔφ. 4,11-21). Διότι «τὰ πάντα δὶ’ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν ἔκτισται. καὶ Αὐτός ἐστι πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν Αὐτῶ συνέστηκε. καὶ Αὐτὸς ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἴνα γένηται ἐν πάσιν Αὐτὸς πρωτεύων» (Κόλ. 1, 16-18). Αὐτός, ὁ Θεάνθρωπος, καὶ ὄχι ἕνας ἄνθρωπος, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι.


1. Παρὰ Γρηγορίω Θεολόγω, PG 36, 506.
2. Βλ. Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν: «...εἰς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἐπαναγαγε».
3. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. Ὄρθ. πίστεως 3, 1. PG 94, 984.
4. Συμεὼν τοῦ Ν. Θεολόγου, Λόγος 18 καὶ 68 (ἔκδ. Ζαγοραίου, Σμύρνη 1886, σ. 105 καὶ 364).
5. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 51, 312.

ΠΗΓΗ: “Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ”
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974

πηγή:Ι.Μ. Παντοκράτορος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.