Menu

29 Μαρ 2014

Τὸ Βλέμμα τοῦ Θεοῦ (ΣΤ΄)

Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ Μερος A΄, Μέρος Β΄, Μέρος Γ΄ καί Μέρος Δ' καί Μέρος Ε΄
Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
«Οἱ ὀφθαλμοί σου περιστεραὶ ἐκτός τῆς σιωπήσεώς σου...» 
Ὁ λόγος μας, περὶ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῶν βλεμμάτων. Γιὰ τὶς θυρίδες αὐτὲς ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἐπικοινωνοῦμε σωστὰ καὶ ὄμορφα μὲ τὸν ἔξω κόσμο καὶ ποὺ ἀποτελοῦν καὶ αὐτὰ κορυφὴ τῶν ὀργάνων τοῦ «θεοτεύκτου» σώματός μας.
Ἀλήθεια, ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ μας εἶναι ἀκριβῶς ὅπως καὶ τοῦ προτύπου μας, δηλ. τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ; 
Λίγο ἐὰν σταθοῦμε καὶ σ' αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, πολλὰ ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε, ὅταν μάλιστα αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Βίβλος, κάνει λόγο καὶ ἀναφορὰ στοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ στὸ βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ! 
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ἐπιβάλλεται νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἦλθε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ὅμοιος μὲ ἐμᾶς, δίχως ὅμως νὰ τὸν ἔχει ἀγγίξει τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας. Ἦλθε ὡς ἄνθρωπος, μέσω τῆς Ὑπερευλογημένης Μητέρας Του, τῆς Κυρίας Θεοτόκου! 
Καὶ ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος τίμησε τόσο πολὺ τὴν Πανάχραντο Μητέρα Του, καὶ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ γεννήσεώς Του, τὴν ἀνέδειξε...
«Τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ», εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ἀτενίσουμε, ἔστω καὶ λίγο τὸ «θεομητορικό της πρόσωπο καὶ τὸ μοναδικό της βλέμμα»! 
Ἀναμφιβόλως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ πρώτη τῶν τέκνων τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ ἡ πρώτη τῆς ἐποχῆς τῆς χάριτος ποὺ εἶδε «τὸ αἰώνιον καὶ ἀνέσπερον φῶς». Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὅσοι ἀγάπησαν καὶ ἀρνήθηκαν τὰ «τοῦ κόσμου ἠδέα», καὶ τύλιξαν τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὸ εὐλογημένο ἔνδυμα τῶν μοναχῶν, τρέφουν ἰδιαιτέρα τὴν ἀγάπη καὶ αἰσθάνονται μοναδικὴ τὴν οἰκειότητα πρὸς τὴν Θεοτόκο. Ναί, οἱ Ὀρθόδοξοι Μοναχοί, σὲ ὁποιοδήποτε ἐπίπεδο καὶ ἂν βρίσκονται, νιώθουν πὼς εἶναι «τοῦ γένους τῆς Παρθένου». Καὶ τοῦτο, ἀκριβῶς διότι προσηλώνουν τὴ ματιά τους στὴν Πανάχραντη Θεομητορική της μορφή, καὶ μαζί Της, στρέφουν τὸ πρόσωπό τους πρὸς τὸ Θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Της. Αὐτοῦ τοῦ ὁποίου «οἱ ὀφθαλμοί, φλὸξ πυρός»[1]. 

Εἶναι δὲ ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν Οὐράνια χαρὰ τῆς Θεοτόκου, ὅταν κρατοῦσε στὴν μητρική Της ἀγκάλη τὸ βρέφος Ἰησοῦν καὶ τὸ θώπευε μὲ τὸ μοναδικὸ παρθενικό της βλέμμα... 
Καὶ ὅπως ἡ Παναγία μας ἐκυοφόρησε γιὰ ἐννέα μῆνες καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ τὰ τέκνα τῆς «Θεοτόκου καὶ Μητέρας τοῦ Φωτός», μέσω τῆς Ὀρθοδόξου καὶ αὐθεντικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, «συλλαμβάνουν, κυοφοροῦν, γεννοῦν» μέσα στὴν καρδιά τους καὶ βλέπουν τὸν Κύριο! 

Αὐτὴ μάλιστα ἡ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», «τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος κατέχουσα», ποδηγετεῖ τὰ ἀγαπημένα καὶ ταπεινά της τέκνα, ὥστε νὰ ἀπολαμβάνουν μέσα στὸ «ἄκτιστον φῶς» τὴν Ἴδια μὲ τὸν Υἱόν Της «καὶ Θεὸν ἠμῶν»! 
Τὸ δὲ βιβλίο τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων[2] ἀναφέρει προφητικὰ καὶ τοῦτο τὸ χαρακτηριστικό τῆς Θεοτόκου: «Ὀφθαλμοί σου περιστεραὶ (ἁγνοὶ καὶ πνευματικοὶ) ἐκτός τῆς σιωπήσεώς σου» (φανερώνουν τὴ μυστικὴ καὶ ἁγία Σου ζωή, ποὺ τὴ βλέπει καὶ τὴ γνωρίζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός). 

Καὶ φυσικά, ὅπου ἡ Θεοτόκος, ἐκεῖ καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου. 
Πρὶν ἀκόμα τὸν κρατήσει στὴν ἀγκάλη της, τὸν εἶχε ἐγκαταστήσει στὴν καρδιά της. 
Ἀλλ' αὐτὸ τὸ μοναδικὸ προνόμιο τῆς Θεομήτορος, δίδεται καὶ σὲ κάθε πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ κάθε Χριστιανὸς ἔχει τὸ προνόμιο νὰ βαστάζει μέσα στὴν ὕπαρξή του τὴ Θεομένη σάρκα τοῦ Χριστοῦ! 
Τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία ζωντάνευε συναρπαστικὰ τὸ προνόμιο αὐτό, κάθε φορᾶ ποὺ οἱ πιστοὶ μεταλάμβαναν. Οἱ ἱερεῖς ἐναπόθεταν τὴν μερίδα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴν ἀνοιχτὴ παλάμη τοῦ Χριστιανοῦ, καὶ ἐκεῖνος κοινωνοῦσε πιὰ μόνος του τὸ Σῶμα καὶ κατόπιν τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται σήμερα κατὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν λειτουργῶν ἱερέων. Βεβαίως, γιὰ πρακτικοὺς κατόπιν λόγους, καὶ γιὰ νὰ προστατευθεῖ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νὰ κοινωνοῦμε διὰ τῆς Ἁγίας Λαβίδος. Φυσικὰ ἡ οὐσία παραμένει ἀκριβῶς ἡ ἴδια. Ὁ κάθε πιστός, ὅταν κοινωνεῖ, ἐκτός του ὅτι γίνεται σύσσωμος καὶ συναῖμος Χριστοῦ, καθίσταται καὶ «εἰκόνα τῆς Θεοτόκου»! 

Μαζὶ μὲ τὴν Θεομήτορα, ἀξιώνεται νὰ κρατήσει κι αὐτὸς στὴν ὕπαρξή του «Θεὸν Λόγον σαρκωθέντα»! 
Τώρα πλέον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βλέπει καὶ νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ «πρόσωπο πρὸς Πρόσωπο»! 
Καὶ ἀπὸ τὸ Θεανδρικὸ πρόσωπο καὶ αὐτὸ τὸ Θεομητορικό, ἂς περάσουμε νὰ δοῦμε μία μεγάλη ἀλήθεια ποὺ ἐξέφραζε μὲ δέος καὶ συγκίνηση ἕνας παραδοσιακὸς βυζαντινὸς ἁγιογράφος. Ἔλεγε λοιπόν: «Κάθε φορᾶ ποὺ φτάνω ν' ἀγγίξω μὲ τὸν χρωστήρα μου τὸ πρόσωπο μου κυρίως τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Κυρίου, συγκλονίζομαι καὶ τὰ χέρια μου παραλύουν»! 

Βεβαίως, τοὺς Παντοκρατορικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἐλάχιστοι σήμερα ἔχουν ἀξιωθεῖ, μέσα στὸ φῶς τῆς χάριτος νὰ τοὺς ἀτενίσουν... Οὔτε πάλι πρέπει νὰ γίνονται θέμα φαντασίας. Ὄχι, ἄλλος εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Κυρίου μας. Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ μάθει ὁ πιστὸς νὰ βλέπει τὸν Ἰησοῦ, εἶναι νὰ τὸν ἀφήνει νὰ τὸν κοιτάζει ὁ Ἴδιος. Νὰ διδαχθεῖ δηλ. νὰ τοποθετεῖται κάτω ἀπὸ τὸ μοναδικὰ ἀνέκφραστό Του βλέμμα. 

Ὡς ἕνας ὑπερκόσμιος ἥλιος, τὸ βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ φωτίζει τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Διώχνει τὸ σκοτάδι καὶ ἀνοίγει δρόμο μέσα στὴ νύχτα τῆς ἁμαρτίας. Τίποτε δὲν τοῦ μένει κρυφὸ καὶ ἀπαρατήρητο. «Πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ»[3]. 
Ὅταν μὲ τὴν παρουσία Του βρισκόταν αἰσθητὰ κοντὰ στοὺς ἁπλοϊκούς του μαθητὲς καὶ ἀνάμεσα στὸν βασανισμένο κόσμο, ὅλα τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ ἀγκαλίαζε μὲ τὴ ζεστή του ματιά. 

Ἅπλωνε τὶς φωτεινὲς ἀνταύγειες τῶν ματιῶν Τοῦ ἐπάνω στοὺς χρυσοὺς ἀγροὺς τῶν σταχυῶν. Προσήλωνε τὸ βλέμμα Τοῦ στ' ἀγριολούλουδα τοῦ βουνοῦ κι ἄφηνε τὰ ἀθώα του παιδικὰ μάτια (αὐτὰ τὰ ἀθῶα μάτια ποὺ τὰ ἔτρεμαν τὰ δαιμόνια καὶ δὲν ἄντεχαν νὰ τὰ διασταυρώσουν οἱ πονηροὶ μὲ τὰ δικά τους τὰ μάτια) νὰ παίζουν μὲ τὰ χαρούμενα πετάγματα τῶν πουλιῶν. Ἀτένιζε τὴν θάλασσα καὶ τὸν ὁρίζοντα ποὺ χανόταν στὸ βάθος καὶ ἡ καρδιὰ Τοῦ χτυποῦσε στὸ ρυθμὸ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δοξολογίας. Ἀκουμποῦσε αὐτὰ τὰ βλέμματά Του στοὺς μαθητές Του καὶ στὸν ἁπλὸ λαό, ποὺ τὸν ἄκουγε νὰ μιλάει καὶ νὰ κρέμεται ἀπὸ τὰ χείλη Του. Ὕψωνε, τέλος, τὸ ἀστραφτερό Του βλέμμα, γεμάτο ἐμπιστοσύνη, στὸ γαλάζιο τ' οὐρανοῦ, ὅταν ἀνοιγόταν στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Πατέρα. 

Τὸ μάτι τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἁπλὸ καὶ φωτεινό. Ἦταν ὄργανο ἀληθείας. Ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος, ἔβλεπε στὴν σωστή τους διάσταση τὸν κόσμο καὶ τὴν ζωή. Θωροῦσε τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἁπαλὰ καὶ καθαρά, δίχως νὰ μολύνεται τίποτε. Ἀντιθέτως, ὅπου ἔπεφτε ἡ ματιά Του, τὰ πάντα γέμιζαν εὐλογία καὶ «εὐωδία Χριστοῦ»[4]. 

Ὅπου πέφτει αὐτὸ τὸ Θεϊκό Του βλέμμα, τὰ πάντα ἀποκτοῦν νόημα. Καὶ ὅπως εἶπε κάποιος, «αὐτὸ τὸ βλέμμα εἶναι καθαρὸ σὰν τὸ κρύσταλλο καὶ ἀπέραντο σὰν τὸν οὐρανό»! 
Τώρα πλέον εἶναι στὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ νὰ συνομιλεῖ μαζί του. Δὲν χρειάζεται νὰ τρέξεις «ἀπὸ Ἀνατολῶν καὶ Δυσμῶν καὶ θαλάσσης καὶ ἐώας», γιὰ νὰ Τὸν συναντήσεις. Τώρα ὁ ἴδιος ὁ πλαστουργὸς ἀνοίγει τὸν διακοπέντα στὴν Ἐδὲμ διάλογο καὶ ἀκούει τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια. Τοὺς πόνους καὶ τὶς χαρές μας. «Ὁ Θεὸς εἰσακούσεταί σου ἔτι λαλοῦντος σου, ἐρεῖ, ἰδοὺ παρειμι»[5]. 

Τώρα, τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ καθίσταται ὄργανο ἀληθείας καὶ ὄχι ὄργανο ἐπιθυμίας. Δία τοῦ Ἰησοῦ, ἐπιτέλους, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ «βλέπει κανεὶς σωστὰ» καὶ μόνο σωστά. 
Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Κύριος διακηρύσσει ὁλοκάθαρα στὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία Του: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»[6]. 
Ναί, ὁ Ἰησοῦς δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται θεατός, παρὰ μόνο ἀπὸ τοὺς «καθαροὺς τὴ καρδία». 

(Συνεχίζεται). 
Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος 
email: ioil.konitsa@gmail.com 
Κόνιτσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου