Η ΑΓΑΜΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
Ἀξίζουν θερμὰ συγχαρητήρια στὸν «Σύλλογο Προστασίας Ἀγέννητου Παιδιοῦ» γιὰ τὴν σύγκληση αὐτῆς τῆς Ἡμερίδας στὰ δεκάχρονά του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἐπιλογὴ τῆς διπλῆς θεματικῆς της, ποὺ ἡ μία πλευρὰ συμπληρώνει ἀποτελεσματικὰ τὴν ἄλλη. Εὐχαριστῶ καὶ γιὰ τὴν τιμητική σας πρόσκληση νὰ συμπεριληφθῶ στὴν ὁμάδα τῶν ἐκλεκτῶν ὁμιλητῶν σας. Θὰ ἐπιχειρήσω μία σύντομη ποιμαντικὴ προσέγγιση τῆς «ἄγαμης μητέρας», ποὺ εἶναι στὸ ἐπίκεντρό της προβληματικῆς μας, ἐπιδιώκοντας κάποιες πνευματικές, ἀλλὰ καὶ κοινωνικές, ὡς ἐκκλησιαστικές, ψηλαφήσεις τοῦ θέματος καὶ χαράσσοντας ἕνα πλαίσιο δυναμοποίησης τῶν προσπαθειῶν τοῦ Συλλόγου στὰ ὅρια τῆς ἑλληνορθόδοξου παραδόσεως. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ ὅμως πρῶτα μία σημασιολογικὴ ὁριοθέτηση.
Ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεώς μου μὲ τὸν ὄρο «πατερικὰ Ὀρθοδόξου» διαφοροποιεῖ τὸν τυπικὰ Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἁπλῶς λόγω τῆς βαπτίσεώς του (παλαιότερα λέγαμε: χριστιανὸς τῆς ταυτότητας), ἀπὸ τὸν αὐθεντικὰ χριστιανὸ-Ὀρθόδοξο, αὐτὸν ποὺ μετέχει στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ ὀρθόδοξα, μέσα στὸ πνεῦμα δηλαδὴ καὶ τὴν πράξη τῶν Ἁγίων μας, ποὺ γνήσια ἐνσαρκώνουν καὶ ἐκφράζουν τὴν Ὀρθοδοξία. Ἂν σὲ κοινωνικὰ θέματα, ὅπως ἡ «ἄγαμη μητέρα», παρατηροῦνται συμπεριφορὲς ἀνάρμοστες καὶ στὴν δική μας χριστιανικὴ κοινωνία, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονός, ὅτι μιλοῦμε γιὰ Ὀρθοδόξους, ποὺ ὅμως μόνον ἐπιφανειακή, τυπικὴ καὶ συμβατικὴ σχέση ἔχουν μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ λόγος μᾶς ἀφορᾶ τὴν ἀθέλητα ἄγαμη μητέρα, ποὺ κατὰ κανόνα εἶναι θύμα, πρῶτα...
της ἀστοργίας καὶ ἀπάνθρωπης στάσης ἀπέναντί της τοῦ πατέρα τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλὰ στὴν συνέχεια καὶ τῆς κοινωνίας, πού, μολονότι χαρακτηρίζεται χριστιανική, τὴν περιβάλλει συχνὰ μὲ σκληρότητα καὶ περιφρόνηση. Τὸ νόθο χριστιανικὸ κοινωνικό, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, τὴν ἀπαξιώνει, κατὰ κανόνα, καὶ τὴν ὠθεῖ στὸ ἔγκλημα τῆς ἔκτρωσης. Προϋπόθεση τῆς ἀρνητικῆς καὶ ἀπορριπτικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς ἀπέναντι στὴν «ἄγαμη μητέρα», ἤδη ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς ἐγκυμοσύνης, εἶναι προφανῶς μία ἀντιχριστιανικὴ νοοτροπία, ἠθικιστικοὺ καὶ φαρισαϊκοῦ χαρακτήρα, ποὺ κρίνει ὑποκριτικὰ καὶ ἐγωκεντρικά. Ἡ οἰκογένεια ἰδίως σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση προσπαθεῖ νὰ διασώσει τὸ δικό της κοινωνικὸ κύρος, ἐξαρτώμενη πολὺ σοβαρὰ ἀπὸ τὴν γνώμη μίας κοινωνίας ὄχι μόνο ἀπὸ-χριστιανοποιημένης, ἀλλὰ καὶ ἀπάνθρωπης: Ἐνῶ ἡ ἀνοικτὴ σκέψη καὶ κυρίως ἡ εὐρύχωρη καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων μας «συγχωρεῖ» -αὐτὸ σημαίνει: κάνει τόπο γιὰ νὰ χωρέσουν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ- ἡ στενὴ ἠθικιστικὴ καὶ φαρισαϊκὴ συνείδησή μας κάνει διακρίσεις καὶ κρίσεις, πάντοτε ἀποβλέποντας στὸ δικό μας κοινωνικὸ κύρος καὶ τὴν διάσωση τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν Ἄλλο, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ παιδί μας.
Ἡ «ἄνευ ἑτέρου» ὅμως ἀπόρριψη τῆς «ἄγαμης μητέρας» παραγνωρίζει τὸ γεγονός, ὅτι αὐτή, παρὰ τὸν κλονισμό, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐγκατάλειψή της ἀπὸ τὸν «ἄπιστο» (χωρὶς ἐμπιστοσύνη, δηλαδὴ) σύντροφο, ἔχοντας συναίσθηση τί σημαίνει ἡ ἄμβλωση πνευματικὰ καὶ ἀνθρωπολογικά, πέρα ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς κινδύνους, ποὺ περικλείει, πιστὴ στὸ μητρικὸ ἔνστικτο, ἀποφασίζει νὰ σώσει τὸ παιδί της, τὴν ζωὴ δηλαδή, ποὺ φυτεύθηκε στὰ σπλάγχνα της, σεβόμενη τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καὶ θυσιαζόμενη γι' αὐτήν. Σ' αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τῆς μεγάλης ἀπόφασης ὅμως χρειάζεται τὴν βοήθεια καὶ ἐνίσχυση τοῦ περιβάλλοντός της, τὸ ὁποῖο σχεδὸν κατὰ κανόνα -δυστυχῶς-δὲν τὴν θέλει μόνο ἐγκαταλελειμμένη, ἀλλὰ καὶ στιγματισμένη. Πολλὲς ἐκτρώσεις γίνονται, ἐπειδὴ ἡ ἄγαμη μητέρα δὲν ἀντέχει τὴν κοινωνικὴ κατακραυγή, ὅταν μάλιστα θὰ φέρει στὸν κόσμο τὸ παιδί της καὶ παράλληλα δὲν ἔχει τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐγκυμοσύνη καὶ ὅλα τὰ συνδεόμενα μὲ αὐτὴν προβλήματα.
Ἡ «ἄγαμη μητέρα» θέτει, ἔτσι, τὴν κοινωνία μας πρὸ τῶν εὐθυνῶν τῆς ἀπέναντί της. Ἰδιαίτερα δὲ στὴν δική μας παραδοσιακὴ ἑλληνορθόδοξη κοινωνία ἐλέγχει τὴν συμπεριφορά μας καὶ τὶς προϋποθέσεις της. Διότι γιὰ μία καθαρὰ χριστιανικὴ (καὶ συνάμα ἀνθρωπιστικὴ) στάση ἀπέναντι στὴν ἐμπερίστατη «ἄγαμη μητέρα» χρειάζονται κατάλληλες προϋποθέσεις, ποὺ μποροῦν νὰ διαμορφώσουν ἀνάλογη νοοτροπία. Στὴν θεολογική μας γλώσσα αὐτὸ λέγεται φρόνημα, ποὺ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς συνειδήσεώς μας. «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμίν, ὁ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», λέγει ὁ Ἄπ. Παῦλος (Φίλ. 2,5), Ἡ «ὁλοτελὴς» (Ἃ' Θέσσ. 5, 23) καὶ καθολικὴ ἔνταξη τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία, τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀποσκοπεῖ στὴν συγκρότηση ἐν Χριστῷ συνειδήσεως, καὶ δεκτικῆς της Χάριτος τοῦ Θεοῦ καρδιᾶς, ὥστε ὁ πιστὸς νὰ ζεῖ, νὰ κινεῖται καὶ νὰ βλέπει τὰ πάντα, μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὑπέρβαση τῆς ἄτεγκτης νομιμότητας καὶ τοῦ τυφλοῦ ἠθικισμοῦ. Εἶναι, ἄλλωστε, βασικὴ διδασκαλία τοῦ Ἄπ. Παύλου, ὅτι δὲν σώζει ἡ τυφλὴ προσήλωση στὸν νόμο, ἔστω καὶ ἂν δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ μέσω τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου, μετοχὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μεταβληθεῖ ἡ ἀγάπη μας σὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ φιλάνθρωπη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη «πάντα στέγει» καὶ «οὐδέποτε ἐκπίπτει», διότι «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Ἃ' Κόρ. 13, 5-8). Αὐτὸ δὲν σημαίνει, φυσικά, περιφρόνηση τοῦ θεϊκοῦ νόμου. Ἀλλὰ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης, «οὐχὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐκκόπτουσιν, ἀλλὰ τοὺς ὅρους τῆς δοθείσης ἠμὶν ἐλευθερίας φυλάττουσιν» (PG 65, 992).
Πέρα ἀπὸ τὰ «Πρέπει» τοῦ ἠθικοῦ νόμου, ὑπάρχει τὸ «Εἶναι» τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ποὺ κατακρεουργεῖται ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ μὲ τὴν ἔκτρωση καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὴν ἀπαξίωση τῆς ἐγκύου, ποὺ ἔστω καὶ ἄγαμη, θέλει νὰ «κρατήσει», ὅπως λέμε, τὸ παιδί της. Ἡ στάση μας, λοιπόν, ἀπέναντι σ' αὐτὴν τὴν μητέρα καὶ στὴ ζωή, ποὺ φέρει μέσα της, βαρύνει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν δική της «ἀνομία» καὶ παρέκκλιση. Εἶναι δὲ ἀπόλυτα ἀναγκαῖος ὁ ἀναβαπτισμός μας στὴν φιλανθρωπία τῶν Ἁγίων μας, ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ τὰ ριζοσπαστικὰ νέα ἤθη τῆς ἐσχατολογικῆς Νέας Ἐποχῆς, ἕνα ἀπὸ τὰ ὅποια εἶναι ἡ ἀσυδοσία τῶν προγαμιαίων σχέσεων, θὰ μᾶς ὁδηγεῖ ὅλο καὶ περισσότερο σὲ τέτοιες καταστάσεις, ποὺ θὰ γίνουν γρήγορα ὁ κανόνας στὴν κοινωνικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ζωὴ μᾶς (πρβλ. τὴν νομοθέτηση τῶν συμβιώσεων, τ. ο.)
Εἶναι ἀναγκαῖος, συνεπῶς, ὁ σεβασμὸς ὅλων μας στὴν ἀξία τῆς ζωῆς καὶ ἡ προστασία τῆς γυναίκας, ποὺ κυοφορεῖ, μὲ ὁποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Αὐτὸ μάλιστα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἄγαμη μητέρα, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ βιασμοῦ της, καὶ μάλιστα κτηνώδους, ὅπως συνέβη κατὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ στὴν Κύπρο, τὸ 1974. Ἄλλο ὅμως ἡ κτηνωδία καὶ ἄλλο ἡ ζωὴ καὶ ὁ κυοφορούμενος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν φέρει μόνον τὶς καταβολὲς τοῦ ἀπαίσιου βιαστοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας της βιασθείσης μητέρας. Ποιὸς ξέρει δὲ τί ἄνθρωπος θὰ γεννηθεῖ, ἔστω καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀδόκητη σύλληψη! Σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι «θεὸς κεκελευσμένος», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο: ἄνθρωπος δηλαδή, ποὺ ἔχει μέσα τοῦ τὴν ἐντολὴ καὶ τὴν δυνατότητα νὰ γίνει «θεὸς κατὰ χάριν».
Ἡ καλλιέργεια σ' ὅλους μας τῆς ἁγιοπατερικῆς νοοτροπίας ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τῆς ἄγαμης μητέρας ὡς συνανθρώπου ἐμπερίστατου, ποὺ ἔχει ἀνάγκη τὴν βοήθεια καὶ προστασία μας. Καὶ ὑπάρχει πλῆθος προτύπων συμπεριφορῶν αὐτοῦ του εἴδους, ὅπως π.χ. ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (Λούκ. 10, 30-37), ποὺ κωδικοποιεῖ τὴν στάση τοῦ ἴδιου του Θεανθρώπου ἀπέναντι σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν διήγηση αὐτὴ διδάσκει πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει «πλησίον» γιὰ τὸν Ἄλλον, τὸν συνάνθρωπό του. Τόσο στὴν ἀρχαιοελληνική, ὅσο καὶ στὴν ἰουδαϊκὴ κοινωνία «πλησίον» ἦταν ὁ συγγενής, ὁ ὁμόφυλος, ὁ οἰκεῖος. Ὁ Χριστός μας ὅμως προβάλλει ὡς «πλησίον», πρῶτα ἐκεῖνον ποὺ «ποιεῖ τὸ ἔλεος» -δείχνει δηλαδὴ ἀγάπη- καὶ ὄχι τὸν δεχόμενο τὴν φιλανθρωπία, καὶ δεύτερο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἀγάπη δὲν εἶναι συγγενὴς καὶ ὁμόφυλος, ἀλλὰ ξένος καὶ πρακτικὰ ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλος, ὅπως οἱ Σαμαρεῖτες ἀπέναντι στοὺς Ἰουδαίους. Ὁ Σαμαρείτης, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, μολονότι «ἀλλογενής... πεπλήρωκε τῆς ἀγάπης τὸν νόμον». Συμπληρώνει δὲ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὕτω τοίνυν καὶ σύ, ἂν ἴδης τινὰ κακῶς πάσχοντα, μηδὲν περιεργάζου λοιπόν. Ἔχει τὸ δικαίωμα τῆς βοηθείας τὸ κακῶς παθεῖν αὐτόν». Καὶ μόνον ἡ κατάσταση τοῦ πάσχοντος συνανθρώπου ἀπαιτεῖ τὴν συμπαράστασή μας. Τὸ ὀρθὸ ἐρώτημα, λοιπόν, δὲν εἶναι «τὶς ἐστί μου πλησίον», ποὺ ἔθεσε ὁ νομικός της παραβολῆς, ἀλλὰ «σὲ ποιὸν εἶμαι ἐγὼ πλησίον». «Πλησίον» γινόμεθα στὴν ἄγαμη μητέρα, ὅταν τὴν ἀποδεχόμεθα, ὅπως εἶναι, «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠμᾶς προσελάβετο» (Ρώμ. 15, 7).
Σημαντικὴ ὅμως γιὰ τὸ θέμα μᾶς εἶναι καὶ ἡ περικοπὴ τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου μὲ τὴν διήγηση γιὰ τὸν Ἰωσήφ, τὸν «μνήστορα» καὶ προστάτη τῆς Παναγίας καὶ τοὺς δικαιολογημένους λογισμούς του στὴν περίπτωση τῆς «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» ἐγκυμοσύνης της, τηρουμένων βέβαια τῶν ἀναλογιῶν καὶ τῶν διαφορῶν. Ὁ Ἰωσὴφ χαρακτηρίζεται «δίκαιος», εὐσυνείδητος δηλαδὴ τὴ ρητῆς κατ' ἀρχὰς του Νόμου, ποὺ ἐπέβαλλε ὅμως ποινὴ θανάτου στοὺς μοιχοὺς καὶ τὶς μοιχαλίδες (Λευϊτ. 20, 10) διὰ λιθοβολισμοῦ (Δεύτ. 22, 23). Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, «ἐφιλανθρωπεύετο ἀπὸ πολλῆς χρηστότητος... ὑπὲρ τὰ νομικὰ ἐντάλματα ζῶν». Εἶχε περάσει στὴν περιοχὴ τῆς Χάρης, ὑπερβαίνοντας τὸν Νόμο. Περιβάλλει, λοιπόν, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ τὴν κατὰ τὶς ἐνδείξεις «κλεψίγαμον» Μαρία. Ὅμως «οὐ μόνον κολᾶσαι, ἀλλ' οὐδὲ παραδειγματίσαι ἐβούλετο». Οὔτε νὰ τὴν διαπομπεύσει δηλαδὴ δὲν ἤθελε. Γιατί; Ἀπαντᾶ ὁ Χρυσόστομος: «Ἀλλ' ὅμως οὕτως ἢν πάθους καθαρός, ὡς μὴ θελῆσαι μηδὲ ἐν μικροτάτοις λυπῆσαι τὴν Παρθένον» (Ἦταν τόσο καθαρὸς ἀπὸ κάθε κακία, ποὺ δὲν ἤθελε στὸ ἐλάχιστο νὰ λυπήσει τὴν Παρθένο Μαρία), ποὺ ὁ θεὸς τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Αὐτὸ εἶναι ἁγιότητα, Ὀρθοδοξία! Ἂν δὲν φθάσουμε σ' αὐτὴ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὴ νὰ πληρωθεῖ ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Ἰωσὴφ πρὸς κάθε συνάνθρωπο.
Οἱ Ἅγιοί μας, μιμηταὶ καὶ συνεχιστὲς τοῦ Θεανθρώπου στὴν ἱστορία, ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ κατάσταση τῆς ζωῆς του. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὸ Μάρκ. 2, 27. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας, ὅτι «τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». Οἱ θεσμοί, ἡ κοινωνία, τὰ πάντα ὑπάρχουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο, πόσο μᾶλλον, ὅταν εἶναι ἐμπερίστατος, ὅπως ἡ ἄγαμη μητέρα. Ὁ Ὀρθόδοξος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ τί θὰ πεῖ ἡ χωρὶς Χριστὸ κοινωνία, ἔστω καὶ ἂν λέγεται χριστιανική, καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ συμπαρασταθεῖ στὸ θύμα, ποὺ λέγεται ἄγαμη μητέρα, καὶ νὰ σώσει τὴν ζωή, ποὺ αὐτὴ κυοφορεῖ. Χίλια ἐξώγαμα εἶναι ἁγιότερα ἀπὸ μία ἔκτρωση, ποὺ εἶναι ψυχρὸς φόνος! Μποροῦμε, συνεπῶς νὰ καταλάβουμε αὐτό, ποὺ εἶπε ἕνας πατέρας στὴν κόρη του, μόλις μπῆκε στὴν ἐφηβεία: «Παιδί μου, τῆς εἶπε. Μπορεῖ νὰ ἔχεις περιπέτειες στὴ ζωή σου καὶ νὰ βρεθεῖς κάποια στιγμὴ ἔγκυος, πρὶν ἀκόμη φθάσεις στὸν γάμο. Σὲ παρακαλῶ, ἂν συμβεῖ κάτι τέτοιο, ἐγὼ θὰ τὸ ἀναλάβω. Ἔκτρωση ὅμως μὴν κάνεις ποτὲ στὴν ζωή σου!». Τὸ ἀληθινὸ κύρος μᾶς εἶναι νὰ σώσουμε μία ζωὴ καὶ ὄχι νὰ τὴν θυσιάσουμε στὸν Μολὼχ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας...
Ἂν δὲν μιλήσουμε ἔτσι στὰ παιδιά μας, δὲν θὰ ἀποβάλουν τὸν φόβο γιὰ τὴν οἰκογενειακὴ ἐγκατάλειψη σὲ περίπτωση ἐξώγαμης ἐγκυμοσύνης καὶ τὴν κοινωνικὴ κατακραυγή. Βέβαια, αὐτὸ δὲν σημαίνει μὲ κανένα τρόπο ἐνθάρρυνση τῶν λεγομένων ἐλευθέρων σχέσεων, τοῦ πανσεξουαλισμοῦ καὶ τῆς ἠθικῆς ἀσυδοσίας τῆς ἐποχῆς μας. Αλλά τὴν θωράκιση τῆς γυναίκας-θυγατέρας μας, μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς συμπαράστασής μας σὲ περίπτωση θυματοποιήσεώς της ἀπὸ κάποιον ἀνάξιο ἄνδρα. Δὲν πρέπει δέ, νὰ λησμονοῦμε, ὅτι ὀφείλουμε αὐτὴ τὴν στάση ἀπέναντι στὶς θυγατέρες μας, διότι σχεδὸν πάντοτε εἶναι θύματα καὶ τῆς ἀπουσίας ἀγωγῆς στὴν ἴδια τὴν οἰκογένεια. Οἱ πτώσεις τῶν παιδιῶν μᾶς εἶναι κατὰ κανόνα, ἡ συνέπεια τῆς ἀδιαφορίας μας γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ διαπαιδαγώγησή τους, ὥστε νὰ μάθουν νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ ἀνθίστανται στοὺς πειρασμούς. Σὲ πρόσφατη ἀνακοίνωσή μου σὲ συνέδριο γιὰ τὸ δημογραφικό, ἐτόνισα ἰδιαίτερα, ὅτι ἡ πολυτεκνία μόνη της δὲν σώζει, ἂν δὲν συνδέεται καὶ μὲ τὴν ὀρθὴ ἀγωγή, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν «καλλιτεκνία». Δὲν σώζει ὁ ἀριθμὸς τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ ἀνατροφή τους. Ἡ κατάλληλη ἀνατροφὴ εἶναι ἡ πρόληψη τοῦ κακοῦ (κατὰ τό: «κάλλιον τὸ προλαμβάνειν ἢ τὸ θεραπεύειν») καὶ ἡ ἐμφύσηση πνεύματος αὐτοσεβασμοῦ καὶ αὐτοσυγκράτησης στὰ παιδιά μας, ἰδιαίτερα στὶς θυγατέρες μας. Παράλληλα ὅμως ἔμπνευση σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὡς ἐμβρύου, ὥστε σὲ περίπτωση ἕκτος γάμου ἐγκυμοσύνης νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ἔκτρωση μὲ κάθε τρόπο.
Εὔχομαι στὸν Σύλλογο νὰ τὰ ἑκατοστήσει!
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη
Τήλ. 2310212659
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου