Διάλογος μὲ τὸν Θεοδόσιο, τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατὰ τὴν πρώτη του ἐξορία στὸ φρούριο τῆς Βιζύης τῆς Θράκης.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέγας θεολόγος καὶ Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὠμολόγησε τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι σὲ μία ἐποχὴ ποὺ παρουσιάζει πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὴν ἰδική μας. Ἡ πολιτικὴ τῶν τότε αὐτοκρατόρων ἀπέβλεπε σὲ πολιτικοκοινωνικὲς ἐνοποιήσεις σὰν τὶς σημερινές. Ὡς πρόσφορο μέσον γιὰ τὴν πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε ἡ ὑποστήριξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Εἶχαν χρησιμοποιηθῆ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τὴν αἵρεσι χάριν τῶν κοσμικῶν αὐτῶν σκοπιμοτήτων. Εἶχαν πιστεύσει ὅτι ἀσκοῦν τάχα κάποια ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία. Δυστυχῶς, ὅλοι σχεδὸν οἱ πατριαρχικοὶ θρόνοι εἶχαν πέσει στὴν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ζοῦσε μόνο στὴν συνείδησι τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ ἐκφραζόταν μὲ τὸ στόμα τῶν ἐλαχίστων Ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐστερέωσαν μὲ τὸ μαρτύριό τους.
Την ἐποχὴ αὐτὴ ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶχε διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο γιὰ τὴν συγκρότησι τῆς ὀρθοδόξου τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης (649), ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Μονοθελητισμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εὑρίσκεται ἐξόριστος στὴν Βιζύη τῆς Θράκης. Ἔχει διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς πατριαρχικοὺς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, ἐπειδὴ ἔχουν ἐκπέσει στὴν αἵρεσι. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ εἶναι στὴν ὀρθοδοξοῦσα τότε Ρώμη καὶ...
στὸν Ὁμολογητὴ ἅγιο Πάπα Μαρτίνο. Με σκοπὸ νὰ μεταβάλλουν τὴν γνώμη του καὶ νὰ τὸν προσεταιρισθοῦν, ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος καὶ οἱ αὐτοκρατορικοὶ ἀπεσταλμένοι τὸν ἐπισκέπτονται στὴν Βιζύη καὶ διεξάγουν τὸν κατωτέρω διάλογο. Ὁ Ἅγιος μὲ ἀταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν αἵρεσι, τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος, καὶ μὲ γνώμονα τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων ἀνασκευάζει τὰ ἐπιχειρήματα τῶν μονοθελητῶν συνομιλητῶν του. Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ταπείνωσις τοῦ Ἁγίου ποὺ συνοδεύει ὅλες τους τὶς ἐκφράσεις καὶ κινήσεις, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἀδικία ἐναντίον τοῦ εἶναι κατάφωρη. Προφανῶς, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ σταθερὴ ὁμολογία καὶ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωσις συνιστοῦν τὸ ἱερὸ τρίπτυχο ποὺ χαρακτηρίζει κάθε Ὀρθόδοξο ὁμολογία.
Ο διάλογος τοῦ ἁγίου Μαξίμου στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του μὲ τοὺς συγκλητικοὺς ἄρχοντες καὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἕνα κλασικὸ πλέον κείμενο, στὸ ὁποῖο φανερώνει τὶς γνήσια Ὀρθόδοξες καὶ ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις τοῦ Ἁγίου καὶ τὶς αἱρετικὲς καὶ κοσμικὲς ἀντίστοιχα τῶν συνομιλητῶν του.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο, ἐπειδὴ πιστεύουμε ὅτι θὰ βοηθήση τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀντιληφθῆ ποιοὶ εἶναι σὲ κάθε ἐποχὴ οἱ ἐκφρασταὶ τῆς Πίστεώς του, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσουμε ἀφορμὲς θεολογικῆς αὐτοκριτικῆς σὲ ὅσους λόγω τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους εὐθύνης εὑρίσκονται μπροστὰ σὲ προφανῆ κίνδυνο νὰ ἀθετήσουν καὶ σήμερα τὴν ἀκρίβεια τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως λόγω ἄλλων σκοπιμοτήτων.
Στις 24 τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, τῆς 14ης ἐπινεμήσεως ποὺ μόλις τώρα πέρασε, ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Μάξιμο στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, δηλαδὴ στὸ κάστρο τῆς Βιζύης, ὁ προρρηθεῖς ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος ὅπως εἶπε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Καὶ μαζί του οἱ ὕπατοι Παῦλος καὶ Θεοδόσιος, σταλμένοι ὅπως εἶπαν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα. Εἶχαν μαζί τους, καθὼς φαίνεται, καὶ τὸν ἐπίσκοπο Βιζύης. Καὶ λέγει ὁ Θεοδόσιος ὁ Ἐπίσκοπος:
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλοῦν μέσω ἠμῶν ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πατριάρχης, νὰ μάθουν ἀπὸ σένα ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ δὲν ἔχεις κοινωνία μὲ τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τὶς καινοτομίες ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὴν ἐπινέμησι τοῦ περασμένου κύκλου, οἱ ὅποιες ἄρχισαν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὰ ἐννέα κεφάλαια ποὺ ἐξέθεσε ὁ Κύρος, αὐτὸς ποὺ δὲν ξέρω πὼς ἔγινε πατριάρχης τῆς πόλεως ἐκείνης, καὶ ποὺ ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζετε ἐπίσης καὶ τὶς ἄλλες ἀλλοιώσεις, τὶς προσθῆκες καὶ τὶς ἀφαιρέσεις, ποὺ ἔγιναν συνοδικὰ ἀπὸ τοὺς προεδρεύσαντας στὴν Ἐκκλησία τῶν Βυζαντινῶν. Ἐννοῶ τὸν Σέργιο, τὸν Πύρρο καὶ τὸν Παῦλο. Καὶ αὐτὲς τὶς καινοτομίες τὶς γνωρίζει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Γι' αὐτὴν τὴν αἰτία δὲν ἔχω κοινωνία, ὁ δοῦλος σας, μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἂς ἀρθοῦν τὰ ἐμπόδια ποὺ μπῆκαν ἀπὸ τοὺς παραπάνω ἄνδρες, καὶ μαζὶ μ' αὐτὰ κι αὐτοὶ ποὺ τάβαλαν, ὅπως εἶπε ὁ Θεός: «καὶ τοὺς λίθους ἐκ τῆς ὁδοῦ διαρρίψατε» (Ἱερεμ. 50, 26). Ἔτσι, βρίσκοντας τὴν ὁδὸ τοῦ Εὐαγγελίου ὅπως ἦταν πρῶτα, λεία καὶ ὁμαλὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε ἀκανθώδη αἱρετικὴ κακία, θὰ τὴν βαδίζω χωρὶς νὰ μοῦ χρειάζεται καμμία ἀνθρώπινη προτροπή. Μέχρις ὅτου ὅμως οἱ πατριάρχαι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καυχῶνται γιὰ τὰ τεθέντα ἐμπόδια καὶ γι' αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔβαλαν, δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος ἢ τρόπος ποὺ νὰ μὲ πείση νὰ ἔχω κοινωνία μὲ αὐτούς.
ΘΕΟΔ.: Μὰ τί κακὸ λοιπὸν ὁμολογοῦμε, ὥστε νὰ χωρισθῆς ἀπὸ τὴν κοινωνία μαζί μας;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἐπειδὴ λέγετε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Σωτήρας μᾶς Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει μία ἐνέργεια τῆς Θεότητος καὶ ἀνθρωπότητός του. Ἔτσι συγχέετε τὸν λόγο τῆς θεολογίας μὲ τὸν λόγο τῆς οἰκονομίας.
Και πάλι, υἱοθετώντας ἄλλη καινοτομία, ἀφαιρεῖτε ἐξ ὁλοκλήρου ὅλα τὰ γνωριστικὰ καὶ συστατικὰ (στοιχεῖα) τῆς θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, θεσπίζοντας μὲ νόμους καὶ τύπους, ὅτι δὲν πρέπει νὰ λέγεται γι' Αὐτόν, οὔτε μία οὔτε δύο θελήσεις ἢ ἐνέργειες. Αὐτὸ εἶναι πράγμα ἀνυπόστατο, διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν μεγαλοφώνως ὅτι: «Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμι, οὔτε ὑπάρχει οὔτε εἶναι κάτι οὔτε ἔχει καμμία ἐντελῶς θέσι».
ΘΕΟΔ.: Μὴ παίρνης σὰν κύριο δόγμα, αὐτὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ οἰκονομία.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἂν δὲν εἶναι κύριο δόγμα γιὰ ὅσους τὸ δέχονται, γιὰ ποιὸ λόγο μὲ παραδώσατε ἀνέντιμα σὲ βάρβαρα καὶ ἄθεα ἔθνη; Γιὰ ποιὸ λόγο καταδικάσθηκα νὰ μένω στὴ Βιζύη, καὶ οἱ συνδουλοί μου, ὁ ἕνας στὴν Περβερι κι ὁ ἄλλος στὴν Μεσήμβρια;
Και ποιὸς πιστὸς δέχεται τὴν οἰκονομία ποὺ κάνει νὰ σιγήσουν τὰ λόγια, τὰ ὁποία οἰκονόμησε ὁ τῶν ὅλων Θεὸς νὰ εἰπωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφήτας καὶ διδασκάλους; Κι ἂς ἰδοῦμε, μεγάλε κύριε, σὲ ποιὸ κακὸ καταλήγει τὸ θέμα αὐτό, ἂν τὸ καλοεξετάσουμε. Διότι ὁ Θεὸς ἔβαλε στὴν Ἐκκλησία, πρῶτον μὲν τοὺς ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, γιὰ νὰ καταρτίζωνται οἱ πιστοί, λέγοντας στὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν πρὸς τοὺς μεταγενεστέρους «Ὁ ὑμὶν λέγω, πάσι λέγω», καὶ πάλι «ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ». Εἶναι λοιπὸν φανερὸ καὶ ἀναντίρρητο, ὅτι αὐτὸς ποὺ δὲν δέχεται τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφήτας καὶ διδασκάλους καὶ δὲν ὑπολογίζει τὰ λόγια τους, δὲν ὑπολογίζει τὸν ἴδιο τὸ Χριστό.
Ας ἐξετάσουμε δὲ καὶ κάτι ἄλλο. Ὁ Θεὸς διάλεξε καὶ κατέστησε ἀποστόλους, προφήτας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸ τῶν πιστῶν. Ἀντίθετα, ὁ διάβολος διαλεξε καὶ ξεσήκωσε ψευδαποστόλους καὶ ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους, γιὰ νὰ πολεμηθῆ καὶ ὁ παλαιὸς νόμος καὶ ὁ εὐαγγελικός.Μοναδικοὺς δὲ ψευδαποστόλους καὶ ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους ἐννοῶ τοὺς αἱρετικούς, τῶν ὁποίων εἶναι διεστραμμένοι οἱ λόγοι καὶ οἱ λογισμοί. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν αὐτὸς ποὺ δέχεται τοὺς ἀληθινοὺς ἀποστόλους καὶ προφήτας καὶ διδασκάλους, δέχεται τὸν Θεό, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δέχεται τοὺς ψευδαποστόλους καὶ ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τὸν διάβολο. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ βάζει τοὺς ἁγίους μαζὶ μὲ τοὺς βδελυροὺς καὶ ἀκαθάρτους αἱρετικοὺς (δεχθῆτε τὰ λόγιά μου, λέγω τὴν ἀλήθεια), προφανῶς βάζει στὴν ἴδια μοίρα τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τὸν διάβολο.
Ἂν λοιπὸν ἐξετάζοντας τὶς καινοτομίες ποὺ ἔγιναν τώρα στὰ χρόνιά μας, τὶς βρίσκουμε νὰ ἔχουν καταντήσει σ' αὐτὸ τὸ πιὸ ἀκραῖο κακό, προσέξτε μήπως, ἐνῶ προφασιζόμαστε τὴν εἰρήνη, βρεθοῦμε νὰ νοσοῦμε καὶ νὰ κηρύττουμε τὴν ἀποστασία, ἡ ὁποία θὰ εἶναι, κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο, πρόδρομος τῆς παρουσίας τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτὰ σας τὰ εἶπα χωρὶς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, γιὰ νὰ λυπηθῆτε τοὺς ἑαυτούς σας κι ἐμᾶς.
Με συμβουλεύετε ἐπίσης νὰ ἔλθω νὰ κοινωνήσω μὲ τὴν Ἐκκλησία στὴν ὁποία τέτοια κηρύσσονται, ἐνῶ ἔχω ἄλλα γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς καρδιᾶς μου, καὶ νὰ γίνω κοινωνὸς μ' αὐτοὺς ποῦ νομίζουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τοῦ διαβόλου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Νὰ μὴ δώση Ὁ Θεός, ποὺ γεννήθηκε γιὰ μένα χωρὶς ἁμαρτία!
Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβαλε μετάνοια, εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ὁτιδήποτε ἔχετε διαταγὴ νὰ κάνετε στὸ δοῦλο σας, σᾶς λέγω κάμετε τό. Ἐγὼ πάντως οὐδέποτε θὰ γίνω συγκοινωνὸς μ' αὐτοὺς ποὺ δέχονται αὐτὲς τὶς καινοτομίες.
Μόλις τὰ ἄκουσαν ἐκεῖνοι αὐτά, πάγωσαν. Ἔβαλαν κάτω τὰ κεφάλια τους καὶ ἐσιώπησαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Σήκωσε κάποια στιγμὴ τὸ κεφάλι τοῦ ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε πρὸς τὸν ἀββᾶ Μάξιμο καὶ εἶπε:
ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπὸν ἐμεῖς πώς, ἐὰν ἐσὺ κοινωνήσης, ὁ δεσπότης μας ὁ βασιλεὺς θὰ ἐλαφρύνη τὸν Τύπο.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἡ ἀπόστασις ποὺ μᾶς χωρίζει εἶναι ἀκόμη μεγάλη. Τί θὰ κάνουμε μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἑνὸς θελήματος ποὺ ἐπικυρώθηκε συνοδικὰ ἀπὸ τὸν Σέργιο καὶ τὸν Πύρρο γιὰ τὴν ἀναίρεσι κάθε ἐνέργειας;
ΘΕΟΔ.: Εκεινο τὸ χαρτὶ καταστράφηκε καὶ ἀχρηστεύθηκε.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Τὸ ἔσβησαν ἀπὸ τοὺς πέτρινους τοίχους, ὄχι ὅμως κι ἀπὸ τὶς νοερὲς ψυχές. Ἂς δεχθοῦν τὴν καταδίκη του ποὺ ἔγινε συνοδικὰ στὴν Ρώμη μὲ εὐσεβῆ δόγματα καὶ κανόνες, καὶ τότε θὰ λυθῆ τὸ μεσότοιχο καὶ δὲν θάχουμε ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλές.
ΘΕΟΔ.: Δεν ἔχει ἰσχὺ ἡ σύνοδος τῆς Ρώμης, γιατί ἔγινε χωρὶς τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἂν οἱ διαταγὲς τῶν βασιλέων δίνουν κύρος στὶς προγενέστερες συνόδους καὶ ὄχι ἡ εὐσεβὴς πίστις, ἂς δεχθοῦν καὶ τὶς συνόδους ποὺ ἔγιναν ἐναντίον τοῦ ὁμοουσίου, μία καὶ ἔγιναν μὲ ἐντολὴ τῶν βασιλέων. Καὶ ποιὸς κανόνας ὁρίζει νὰ εἶναι ἔγκυρες μόνο ἐκεῖνες οἱ σύνοδοι ποῦ συνεκλήθησαν μὲ ἐντολὴ βασιλέως ἢ ὁπωσδήποτε ὅλες οἱ σύνοδοι νὰ συγκαλοῦνται κατόπιν βασιλικῆς διαταγῆς; Ο ευσεβής κανὼν τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει ὡς ἅγιες καὶ ἔγκυρες ἐκεῖνες τὶς συνόδους, τὶς ὁποῖες διακρίνει ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων.
ΘΕΟΔ.: Ὅπως τὰ λὲς εἶναι. η ὀρθότης τῶν δογμάτων δίνει κύρος στὶς συνόδους. Τί λοιπόν; Δὲν πρέπει καθόλου νὰ λέμε μία ἐνέργεια στὸν Χριστό;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δὲν παρελάβαμε νὰ λέμε. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς παρελάβαμε νὰ πιστεύωμε γιὰ τὸ Χριστὸ δύο φύσεις, αὐτὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀπαρτίζεται, ἔτσι μᾶς ἐπετράπη νὰ πιστεύω μὲ καὶ νὰ ὁμολογοῦμε καὶ τὶς φυσικές Του θελήσεις καὶ ἐνέργειες ποὺ ὑπάρχουν καταλλήλως σ' αὐτόν, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἐκ φύσεως Θεὸς μαζὶ καὶ ἄνθρωπος.
ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, καὶ ἐμεῖς ὁμολογοῦμε καὶ τὶς φύσεις καὶ τὶς διάφορες ἐνέργειες, δηλαδὴ καὶ τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρωπίνη. και ὅτι ἡ θεότης τοῦ εἶναι θελητικῆ καὶ ἡ ἀνθρωπότης τοῦ θελητικῆ. επειδὴ ἡ ψυχή του δὲν ἦταν χωρὶς θέλησι. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ χάνουμε τὸν καιρό μας ἐδῶ, ὅ,τι κι ἂν εἶπαν οἱ Πατέρες τὸ ὁμολογῶ, καὶ μάλιστα τὸ κάνω καὶ ἐγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις καὶ δύο θελήματα καὶ δύο ἐνέργειες. Ἔλα λοιπὸν νὰ κοινωνήσης μαζί μας καὶ νὰ γίνη ἡ ἕνωσις.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δὲν τολμῶ νὰ δεχθῶ ἐγὼ ἔγγραφη συγκατάθεσι ἀπὸ σᾶς γι' αὐτὸ τὸ πράγμα, διότι εἶμαι ἁπλὸς μοναχός. Ἂν ὅμως ὁ Θεὸς σᾶς ἔφερε σὲ κατάνυξι, ὥστε νὰ δεχθῆτε τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, νὰ ἐνεργήσετε ὅπως ἀπαιτοῦν οἱ κανόνες. Νὰ στείλετε, δηλαδή, περὶ τούτου ἔγγραφο πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ περὶ αὐτὸν σύνοδος. Ἐγὼ πάντως οὔτε κι ἂν γίνουν αὐτὰ θὰ κοινωνήσω, ἐπειδὴ οἱ ἀναθεματισθέντες ἀναφέρονται στὴν ἁγία ἀναφορά. Διότι φοβᾶμαι τὸ κατακρίμα τοῦ ἀναθέματος.
ΘΕΟΔ.: Ο Θεὸς γνωρίζει ὅτι δὲν σὲ κατηγορῶ ποὺ φοβᾶσαι, ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένας ἄλλος. Γιὰ τὸ ὄνομα ὅμως τοῦ Κυρίου, πές μας τὴν γνώμη σου, ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη αὐτὸ (δήλ. νὰ ἀρθῆ τὸ ἀνάθεμα ἤδη ἀποθανόντος αἱρετικοῦ).
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποιὰ γνώμη μπορῶ νὰ σᾶς δώσω γι' αὐτό; Πηγαίνετε, ψάξτε νὰ βρῆτε ἂν ποτὲ ἔχει γίνει κάτι τέτοιο καὶ ἐλευθερώθηκε κανεὶς μετὰ θάνατον ἀπὸ τὸ ἔγκλημα γιὰ τὴν πίστι, κι ἀπὸ τὸ κατακρίμα ποὺ ἔχει ἑξαγορευθῆ ἐναντίον του. Πρέπει νὰ καταδεχθοῦν ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Πατριάρχης νὰ μιμηθοῦν τὴν συγκατάβασι τοῦ Θεοῦ. και ὁ μὲν νὰ κάνει παρακλητικὴ κέλευσι, ὁ δὲ συνοδικὴ δέησι πρὸς τὸν πάπα τῆς Ρώμης. Χωρὶς ἀμφιβολία, ἂν βρεθῆ κάποιος τρόπος ἐκκλησιαστικὸς ποὺ νὰ τὸ ἐπιτρέπη αὐτὸ γιὰ τὴν σωστὴ ὁμολογία τῆς πίστεως, θὰ συμφωνήση περὶ αὐτοῦ μαζί σας.
ΘΕΟΔ.: Αυτό θὰ γίνη ὁπωσδήποτε. αλλὰ δός μου τὸν λόγο σου ὅτι, ἐὰν στείλουν ἐμένα, θὰ ἔλθης μαζί μου.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σοὺ εἶναι πιὸ συμφέρον νὰ πάρης μαζί σου τὸν συνδουλό μου ποὺ εἶναι στὴ Μεσημβρία, παρὰ ἐμένα. Ἐκεῖνος καὶ τὴν γλώσσα γνωρίζει καὶ τὸν σέβονται πολύ, μία καὶ τόσα χρόνια τιμωρεῖται γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστι ποὺ κρατεῖ ὁ θρόνος τους.
ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξὺ μας κάτι μικροδιαφορές, καὶ δὲν μοῦ εἶναι τόσο εὐχάριστο νὰ πάω μαζί του.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, ἀφοῦ νομίζετε ὅτι πρέπει νὰ γίνη αὐτό, ἂς γίνη ὅπως ἀποφασίζετε. εγῶ σᾶς ἀκολουθῶ ὅπου θέλετε.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ σηκώθηκαν ὅλοι ἐπάνω χαρούμενοι καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἔβαλαν μετάνοια καὶ ἔγινε προσευχή. Καὶ κάθε ἕνας τους ἀσπάσθηκε τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς Δεσποίνης ἠμῶν Παναγίας Θεοτόκου τῆς Μητέρας Του, ἀφοῦ ἔβαλαν ἐπάνω καὶ τὰ χέρια τους πρὸς βεβαίωσι τῶν συμφωνηθέντων. Ἀφοῦ εἰπώθηκαν αὐτά, ὅταν ἀσπάζονταν μεταξύ τους εἶπε ὁ ὕπατος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, ἔγιναν ὅλα καλά. Ἄρα γὲ θὰ καταδεχθῆ ὁ βασιλεὺς νὰ κάνη παρακλητικὴ κέλευσι;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ὁπωσδήποτε θὰ κάνη, ἐὰν θέλη νὰ εἶναι μιμητὴς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ταπεινωθῆ μαζί Του γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία ὅλων μας. Ἂς ἀναλογισθῆ ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ποῦ φύσει σώζει, δὲν μᾶς ἔσωσε παρὰ ἀφοῦ μὲ τὴν θέλησί Του ταπεινώθηκε, πῶς ὁ φύσει σωζόμενος ἄνθρωπος θὰ σωθῆ ἢ θὰ σώση χωρὶς νὰ ταπεινωθῆ;
Μετὰ δὲ τὴν ἀναχώρησι τῶν παραπάνω ἀνδρῶν, στὶς 8 τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου τῆς παρούσης 15ης ἰνδικτιῶνος, πῆγε πάλι ὁ ὕπατος Παῦλος στὴ Βιζύη πρὸς τὸν ἀββᾶ Μάξιμο, ἔχοντας μαζί του διαταγὴ ποὺ ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Παραγγέλομε στὴν ἐνδοξότητά σου νὰ πᾶς στὴ Βιζύη καὶ νὰ φέρης τὸν Μοναχὸ Μάξιμο μὲ πολλὴ τιμὴ καὶ περιποίησι, λόγω τῆς μεγάλης του ἡλικίας καὶ τῆς ἀσθενείας του, καὶ διότι αὐτὸς ἀνήκει στοὺς προγόνους μας καὶ τοὺς ἔχει τιμήσει. Καὶ νὰ τὸν βάλης στὸ λαμπρὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ποὺ βρίσκεται δίπλα στὸ Βασιλικὸ παλάτι». Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ὕπατος τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔβαλε στὸ προειρημένο μοναστήρι, πῆγε νὰ δώση εἰδοποίησι.
Την ἑπομένη ἡμέρα πῆγαν πρὸς αὐτὸν οἱ πατρίκιοι Ἐπιφάνιος καὶ Τρώιλος, μὲ λαμπρὸ ντύσιμο καὶ ὕφος, καθὼς καὶ ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος. Συναντήθηκαν μὲ αὐτὸν στὸ κατηχουμενεῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἰδίου μοναστηριοῦ. Ἀφοῦ ἔγινε ὁ συνηθισμένος ἀσπασμὸς κάθησαν, ὑποχρεώνοντας κι αὐτὸν νὰ καθήση. Καὶ ἀρχίζοντας τὸν λόγο μαζί του ὁ Τρώιλος εἶπε:
ΤΡΩΙΛΟΣ: Ὁ αὐτοκράτωρ μᾶς διέταξε νὰ ἔρθουμε καὶ νὰ σοὺ ἀνακοινώσουμε τὴν γνώμη ποὺ ἔχει ἡ θεοστήρικτη βασιλεία του. Ἀλλὰ πρῶτα πές μας, θὰ κάνης τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως ἢ δὲν θὰ τὴν κάνης;
Ὁ Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ:Κύριε, νὰ ἀκούσω τί διέταξε ἡ εὐσεβής του δύναμις καὶ θὰ ἀποκριθῶ κατάλληλα. γιατὶ πρὸς κάτι τὸ ἄγνωστο ποιὰ ἀπάντησι μπορῶ νὰ δώσω;
Ὁ Τρώιλος ἐπέμενε λέγοντας:
ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται νὰ ποῦμε τίποτε, ἐὰν δὲν μᾶς πῆς πρῶτα, ἂν θὰ κάνης ἢ ὄχι τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως.
Καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ ἀντιστέκωνται καὶ λόγω τῆς καθυστερήσεώς του νὰ βλέπουν πιὸ σκληρὰ καὶ μαζὶ μὲ τοὺς συνακόλουθούς τους νὰ ἀποκρίνωνται πιὸ ἄγρια, ἐνῶ φάνταζαν τὰ περήφανα στολίδια τῶν ἀξιωμάτων τους, ἀπαντώντας ὁ ἀββὰς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἀφοῦ δὲν θέλετε νὰ πῆτε στὸν δοῦλο σᾶς τὴν ἀπόφασι τοῦ κυρίου καὶ βασιλέως μας, νὰ λοιπὸν σᾶς λέω, κι ἀκούει ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ὅλοι ἐσεῖς: ὁτιδήποτε μὲ διατάξη γιὰ κάθε πράγμα ποὺ καταλύεται καὶ καταστρέφεται σ' αὐτὸν τὸν αἰώνα, μὲ προθυμία τὸ κάνω.
Καὶ ἀμέσως ὁ Τρώιλος εἶπε:
ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε μέ, ἀλλὰ ἐγὼ φεύγω. γιατί αὐτὸς τίποτε δὲν πρόκειται νὰ κάνη.
Και ἀφοῦ ἔγινε πάρα πολὺς θόρυβος καὶ μεγάλη ταραχὴ καὶ σύγχυσι, τοὺς εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Πείτε τοῦ τὴν διαταγὴ καὶ θὰ μάθετε τὴν ἀπάντησί του. Διότι, δὲν εἶναι λογικὸ νὰ φύγουμε, χωρὶς νὰ ποῦμε καὶ νὰ ἀκούσουμε τίποτε.
Τότε ὁ πατρίκιος Ἐπιφάνιος εἶπε:
ΕΠΙΦ.: Αὐτό σου δηλώνει μὲ μᾶς ὁ βασιλεύς: «Ἐπειδὴ ἡ Δύσις καὶ ὅσοι διαστρέφουν (τὰ πράγματα) στὴν Ἀνατολὴ ἀποβλέπουν σὲ σένα, κι ὅλοι ἐξ αἰτίας σου ξεσηκώνονται μὴ θέλοντας νὰ συμφωνήσουν μαζί μας γιὰ τὴν πίστι, εἴθε νὰ σὲ κατανύξη ὁ Θεὸς νὰ κοινωνήσης μαζί μας βάσει τοῦ Τύπου ποὺ ἐκθέσαμε. Θὰ βγοῦμε τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὴ Χαλκὴ (πύλη) καὶ θὰ σὲ ἀσπασθοῦμε, θὰ σοὺ δώσουμε τὸ χέρι καὶ μὲ κάθε τιμὴ καὶ δόξα θὰ σὲ βάλουμε στὴν μεγάλη Ἐκκλησία. Θὰ στέκεσαι μαζί μας στὸ μέρος ποὺ συνηθίζουν νὰ στέκωνται οἱ βασιλεῖς. Θὰ κάνουμε τότε καὶ τὴν σύναξι (Θ. Λειτουργία) καὶ θὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα καὶ ζωοποιὰ μυστήρια, τὸ ζωοποιὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ σὲ ἀνακηρύξουμε πατέρα μας. και θὰ γίνη χαρὰ ὄχι μόνο στὴν φιλοχριστῆ καὶ βασιλική μας πόλι, ἀλλὰ καὶ σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γιατί γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι, ἐὰν ἐσὺ κοινωνήσης μὲ τὸν ἐδῶ ἅγιο θρόνο, ὅλοι θὰ ἑνωθοῦν μαζί μας, αὐτοὶ ποὺ ἐξ αἰτίας σου καὶ ἐξ αἰτίας τῆς διδασκαλίας σου ἀποσχίσθηκαν ἀπὸ τὴν κοινωνία μέ μας».
Γυρίζοντας τότε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο ὁ ἀββὰς Μάξιμος τοῦ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, ὅλοι περιμένουμε ἡμέρα κρίσεως. Ἀληθινά, οὔτε ὅλη ἡ δύναμι τῶν οὐρανῶν δὲν θὰ μὲ πείση νὰ τὸ κάνω αὐτό. Γιατί, τί θὰ ἔχω νὰ ἀπολογηθῶ -δὲν λέω στὸ Θεό, ἀλλὰ στὴν συνείδησί μου-, ἂν γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ποῦ μόνη της δὲν ἔχει καμμιὰ ὀντότητα, γίνω ἐξωμότης τῆς πίστεως ποῦ σώζει αὐτοὺς ποῦ τὴν ὑπερασπίζονται;
Ὅταν ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτά, σηκώθηκαν ὅλοι ἐπάνω καὶ γεμάτοι θυμὸ τὸν ἔσπρωξαν, τὸν τράβηξαν καὶ τὸν ἔρριξαν κάτω. Τὸν γέμισαν μάλιστα ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ νύχια μὲ φτυσίματα, ποὺ ἡ δυσωδία τοὺς παρέμεινε μέχρις ὅτου πλύθηκαν τὰ ροῦχα του. Σηκώθηκε τότε καὶ ὁ ἐπίσκοπος καὶ εἶπε:
ΘΕΟΔ.: Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνετε αὐτό. Ἔπρεπε νὰ ἀκούσωμε μόνο τὴν ἀπάντησί του καὶ νὰ τὴν ἀναφέρωμε στὸν ἀγαθό μας βασιλέα.
Μόλις τοὺς ἔπεισε ὁ ἐπίσκοπος νὰ ἡσυχάσουν, κάθησαν πάλι. Μὲ θυμὸ ὅμως καὶ ἀγριότητα τοῦ εἶπαν μύριες βρισιὲς καὶ ἀκατανόμαστες κατάρες. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἐπιφάνιος:
ΕΠΙΦ.: Πές μας λοιπὸν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μᾶς εἶπες αὐτὰ τὰ λόγια θεωρώντας ὡς αἱρετικοὺς ἐμᾶς καὶ τὴν πόλι μας καὶ τὸν βασιλέα; Ἀληθινά, εἴμαστε περισσότερο Χριστιανοὶ καὶ ὀρθόδοξοι ἀπὸ σένα. Καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας καὶ Θεὸς ἔχει καὶ θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη θέλησι καὶ νοερὴ ψυχή. και ὅτι κάθε νοερὴ φύσι ὁπωσδήποτε ἔχει ἐκ φύσεως τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν, ἐπειδὴ ἴδιον της ζωῆς εἶναι ἡ κίνησις καὶ ἴδιον του νοὸς ἡ θέλησις. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι θελητικός, ὄχι μόνο κατὰ τὴν θεότητα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν ἀρνούμαστε ἐπίσης καὶ τὶς δύο θελήσεις του καὶ ἐνέργειες.
Καὶ ἀπαντώντας ὁ ἀββὰς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἐὰν πιστεύετε ἔτσι, ὅπως πιστεύουν οἰ νοερὲς φύσεις καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐσεῖς μὲ ἀναγκάζετε νὰ κοινωνήσω μὲ τὸν Τύπο, ποῦ μόνο τὴν ἀναίρεσι αὐτῶν ἔχει;
ΕΠΙΦ.: Αὐτὸ ἔγινε γιὰ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ ζημιωθοῦν οἱ λαοί μας μὲ τέτοιες λεπτολογίες.
Καὶ ἀπαντώντας ὁ ἀββὰς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. κάθε ἄνθρωπος ἁγιάζεται μὲ τὴν ἀκριβῆ ὁμολογία τῆς πίστεως, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀναίρεσι ποὺ βρίσκεται στὸν Τύπο.
Καὶ εἶπε ὁ Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Και στὸ παλάτι σου εἴπαμε, ὅτι (ὁ Τύπος) δὲν ἀνήρεσε τίποτε, ἀλλὰ διέταξε νὰ κατασιγάσουν (οἱ διϊστάμενες ἀπόψεις) γιὰ νὰ εἰρηνεύσουμε ὅλοι.
Καὶ ἀπαντώντας πάλι ὁ ἀββὰς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἡ σιωπὴ τῶν λόγων εἶναι ἀναίρεσις τῶν λόγων. Λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσω τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Οὐκ εἰσὶ λαλιαί, οὐδὲ λόγοι, ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἳ φωναὶ αὐτῶν». Άρα λοιπὸν ὁ λόγος ποὺ δὲν λέγεται, δὲν εἶναι καν λόγος.
Καὶ εἶπε ὁ Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου νὰ ἔχης ὅ,τι θέλεις, δὲν σὲ ἐμποδίζει κανείς.
Ὁ ἀββὰς Μάξιμος ἀπήντησε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ὁ Θεὸς δὲν περιώρισε στὴν καρδιὰ ὅλη τὴν σωτηρία, ἀλλὰ εἶπε: «Ὁ ὁμολογῶν μὲ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω αὐτὸν ἔμπροσθέν του Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει ὡς ἑξῆς: «Καρδία μὲν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην. στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν». Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ οἱ προφῆται καὶ οἱ ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ προτρέπουν νὰ ὁμολογῆται μὲ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων τὸ μυστήριο, τὸ μεγάλο καὶ φρικτὸ καὶ σωτήριο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, δὲν πρέπει νὰ σιωπήση μὲ κανένα τρόπο ἡ φωνὴ ποὺ κηρύττει αὐτό, γιὰ νὰ μὴ κινδυνεύση ἡ σωτηρία τῶν σιωπώντων.
Καὶ ἀπαντώντας ὁ Ἐπιφάνιος μὲ πολὺ ἄγριο τρόπο εἶπε:
ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στὸν λίβελλο;
Καὶ εἶπε ὁ ἀββὰς Μάξιμος:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναὶ ὑπέγραψα.
ΕΠΙΦ.: Καὶ πῶς τόλμησες νὰ ὑπογράψης καὶ νὰ ἀναθεματίσης αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν καὶ πιστεύουν ὅπως οἱ νοερὲς φύσεις καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία; Ἀληθινὰ μὲ δική μου πρότασι θὰ σὲ πᾶμε στὴν πόλι, θὰ σὲ στήσουμε δεμένο στὴν ἀγορὰ καὶ θὰ φέρουμε τοὺς μίμους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ τὶς πιὸ διάσημες πόρνες καὶ ὅλο τὸ λαό, γιὰ νὰ χτυπήση καὶ φτύση καθένας καὶ καθεμιὰ τοὺς τὸ πρόσωπό σου.
Ἀπαντώντας σ' αὐτὰ ὁ ἀββὰς Μάξιμος εἶπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ἂς γίνη ὅπως εἴπατε, ἐὰν ἀναθεματίσαμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Κύριος ἔχει δύο φύσεις, καὶ τὶς κατάλληλες σ' αὐτὸν δύο φυσικὲς θελήσεις καὶ ἐνέργειες, καὶ ὅτι εἶναι ἐκ φύσεως ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τὰ πρακτικὰ καὶ τὸν λίβελλο, καὶ ἐὰν βρῆτε αὐτὰ ποὺ εἴπατε, κάμετε ὅ,τι σκέπτεσθε.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν ὠδήγησαν στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἔβγαλαν ἀπόφασι ἐναντίον τους. Ἀνεθεμάτισαν καὶ κατεδίκασαν τὸν ἐν ἁγίοις Μάξιμο, τὸν μακάριο μαθητὴ τοῦ Ἀναστάσιο, τὸν ἁγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τὸν ἅγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ἱεροσολύμων, καὶ ὅλους τους ὀρθοδόξους καὶ ὁμοφρονοῦντας μ' αὐτούς. Ἔπειτα ἔφεραν καὶ τὸν ἄλλο μακάριο Ἀναστάσιο. Ἀφοῦ χρησιμοποίησαν καὶ γι' αὐτὸν τὰ ἴδια ἀναθέματα καὶ βρισιές, τοὺς παρέδωσαν στοὺς ἄρχοντες λέγοντας: Ἀποφασίζουμε νὰ σᾶς παραλάβη ἀμέσως ὁ πανεύφημος ἔπαρχός μας, ποὺ εἶναι δῶ, στὸ πολυάνθρωπο ἀνάκτορό του. Νὰ σᾶς χτυπήση μὲ νεῦρα στὰ μετάφρενα (τὸν Μάξιμο, Ἀναστάσιο καὶ Ἀναστάσιο), καὶ νὰ ἀποκόψη ἀπὸ τὴν ρίζα τὸ ὄργανο τῆς ἀκολασίας σας, δηλαδὴ τὴν βλάσφημη γλώσσα σας, τοῦ Μαξίμου, Ἀναστασίου καὶ Ἀναστασίου. Στὴ συνέχεια νὰ κόψη μὲ σιδερένιο μαχαίρι καὶ τὴν ταραχώδη δεξιὰ ποὺ ὑπηρέτησε τὸν βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δὲ σᾶς ἀποστερήσουν αὐτὰ τὰ βδελυκτὰ μέλη, νὰ τὰ κρεμάσουν πάνω σας καὶ νὰ σᾶς περιφέρουν στὰ δώδεκα τμήματα τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων. Κατόπιν νὰ σᾶς παραδώση σὲ ἰσόβια ἐξoρία καὶ ταυτόχρονα συνεχῆ φρούρησι, ἔτσι ποὺ συνεχῶς καὶ γιὰ ὅλο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς σας νὰ ὀδύρεσθε γιὰ τὰ βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί ἡ κατάρα ποὺ ἐφεύρατε ἐναντίον μας, ἐπέπεσε πάνω στὰ κεφάλια σας.
Τότε λοιπὸν τοὺς πῆρε ὁ ἔπαρχος καὶ τοὺς τιμώρησε κόβοντας τὰ μέλη τους. Τέλος τοὺς περιέφερε σ' ὅλη τὴν πόλι καὶ τοὺς ἐξώρισε στὴν Λαζική.
(Ἀπὸ τὸ τεῦχος 21 τοῦ ἔτους 1996 τοῦ περιοδικοῦ Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, σελὶς 6-20).
ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου