Ὅσο κι ἄν θέλουν ὁρισμένοι νά ἀρνηθοῦν τήν πραγματικότητα, δέν κατορθώνουν ποτέ νά τήν κάνουν αὐτή νά μήν ὑφίσταται. Καί ὅσο κι ἄν προσπαθοῦν κάποιοι νά ἀρνηθοῦν τήν δίψα τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ψυχή, τό μόνο πού κατορθώνουν εἶναι νά φέρουν στήν ἐπιφάνεια, ἔτι πλέον τήν λαχτάρα αὐτή γιά ἐπικοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό.
Ἀλλ’ ἄς ξεκινήσουμε ἀπό ἐκεῖ πού εἴχαμε σταματήσει.
Ὅλα τά Ἔθνη καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους ἔτρεφαν μία μεγάλη λαχτάρα. Μία μεγάλη προσδοκία. Αὐτή τήν προσδοκία τοῦ...Λυτρωτοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀφ’ ἑνός μέν θά καθάριζε τήν ἐνοχή πού ὅλοι ἐνίωθαν βαθειά στή συνείδησή τους, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά τούς πρόσφερε καί πάλι τήν πραγματικότητα τοῦ γλυκασμοῦ τῆς παραδεισένιας ἀναμνήσεως πού ἀπό γενιά σέ γενιά κρατοῦσαν μέσα στή συνείδησή τους.
Τό χαρακτηριστικό μάλιστα τῆς προσδοκίας αὐτῆς πού συγκλονίζει, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνέμεναν Αὐτόν τόν Λυτρωτή, ὁ ὁποῖος θά εἶχε τά χαρακτηριστικά τόσο Θεοῦ, ὅσο καί ἀνθρώπου.
Ἡ βαθύτερη μελέτη τοῦ θέματος ἀποδεικνύει ὅτι οἱ λαοί, μέσα στίς παραδόσεις τους, δέν περίμεναν οὔτε μόνο Θεό πού θά τούς ἔσωζε, οὔτε μόνο ἄνθρωπο πού θά τούς ἔφερνε τό περιεχόμενο τῆς προσδοκίας.
Στήν θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἡ ἐξοικείωσις θεῶν καί ἀνθρώπων εἶναι χαρακτηριστική ἐκδήλωση τῆς «θεανθρωπικῆς» αὐτῆς προσδοκίας στίς ψυχές τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Ἔτσι ἀκριβῶς ἐξηγεῖται καί ἡ πίστη τῶν προγόνων μας στίς θεοφάνειες. Εἶναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις τῶν ὅσων λέμε, οἱ ἐκδηλώσεις θεανθρωπικής προσδοκίας τῶν Ἑλλήνων κατά τούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Τό καταπληκτικό θεόπνευστο βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (ἔργο τοῦ Ἕλληνος Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ) σέ δύο κεφάλαια (ΙΔ΄ 8-18 καί ΚΗ΄ 6), μᾶς περιγράφει αὐτήν ἀκριβῶς τήν συνείδηση τῶν προγόνων μας.
Ἄς τίς παρακολουθήσουμε καί τίς 2 περιπτώσεις μέ προσοχή καί συγκίνηση.
Ά) Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καί Βαρνάβας ἐπισκέφτηκαν τά Λύστρα τῆς Λυκαονίας, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο καί νά ἱδρύσουν καί στό μέρος ἐκεῖνο Χριστιανική Ἐκκλησία, ἐκτός του λόγου τοῦ Θεοῦ, πραγματοποίησαν καί ἕνα θαῦμα. Ὁ Παῦλος, θεράπευσε ἕναν ἐκ γενετῆς χωλόν. «Οἱ ὄχλοι ἰδόντες, ὁ ἐποίησεν ὁ Παῦλος», δήλ. τήν θαυματουργική ἴαση τοῦ ἐκ γενετῆς χωλοῦ, «ἐπῆραν τήν φωνήν αὐτῶν Λυκαονιστί λέγοντες, οἱ θεοί ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις, κατέβησαν πρός ἠμᾶς» Δήλ. τά πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδαν αὐτό, πού ἔκανε ὁ Παῦλος, ἐσήκωσαν τήν φωνή τους καί ἔλεγαν στήν Λυκαονική γλώσσα: «Οἱ θεοί ἔγιναν ὅμοιοι πρός τούς ἀνθρώπους καί κατέβηκαν σ’ ἐμᾶς».
Καί μᾶς ἀναφέρει στή συνέχεια τό ἱερό κείμενο ὅτι ὀνόμαζαν τόν Βαρνάβα Δία καί τόν Παῦλο Ἑρμῆ γιατί αὐτός κυρίως ὁμιλοῦσε. Εἶναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἱερέας στό ναό τοῦ Δία, πού ἦταν μπροστά στήν πόλη τους, ἔφερε στήν πύλη τῆς πόλεως ταύρους καί στεφάνια καί ἤθελε μαζί μέ τό πλῆθος νά τούς προσφέρει θυσία...
Φυσικά οἱ Ἀπόστολοι ὅταν εἶδαν τί ἤθελαν νά κάνουν, διέρρηξαν τά ἱμάτιά τους μέ ἀποτροπιασμό καί μόλις καί μετά βίας κατόρθωσαν νά τούς συγκρατήσουν καί νά τούς δώσουν νά καταλάβουν ποιά εἶναι ἡ πραγματικότητα...
Β) Ὁ Παῦλος, βρίσκεται ναυαγός τώρα στή Μελίτη καί ἀπό κεῖ προετοιμάζεται γιά τή Ρώμη. Ἐκεῖ λοιπόν στήν Μελίτη, καθώς ὁ Παῦλος μάζεψε σέ δεμάτι φρύγανα καί τά ἔριξε πάνω στή φωτιά, μία ὀχιά, πού ζεστάθηκε ἀπό τή θερμότητα, πετάχτηκε καί τοῦ δάγκωσε τό χέρι. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, καθώς εἶδαν τό «θηρίον» νά κρέμεται ἀπό τό χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους. Σίγουρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι φονιάς, ὁ ὁποῖος γλίτωσε ἀπό τήν θάλασσα, ἀλλ’ ἡ θεία δίκη δέν τόν ἄφησε νά ζήσει.
Καί ὁ μέν Παῦλος τίναξε ἀπ’ ἐπάνω του τό φίδι στήν φωτιά καί δέν ἔπαθε κανένα κακό.
Ἐκεῖνοι δέ, περίμεναν ὅτι θά πρηζόταν ἤ ὅτι θά ἔπεφτε ξαφνικά κάτω νεκρός. Ἀλλ’ ἀφοῦ περίμεναν γιά πολλή ὥρα καί ἔβλεπαν ὅτι κανένα κακό δέν τούς συνέβη, «...μεταβαλλόμενοι ἔλεγον θεόν αὐτόν εἶναι» (Πράξ. ΚΗ΄ 6).
Βλέπουμε λοιπόν σ’ αὐτόν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, στήν Καινή Διαθήκη, νά φαίνεται ξεκάθαρα ἡ προσμονή τοῦ Λυτρωτοῦ. Μόνο ἔτσι ἑρμηνεύονται τέτοια φαινόμενα καί μόνο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο γίνεται κατανοητή ἡ ἀποδοχή τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Θεοῦ ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ἀλλά στούς ἀρχαίους Ἕλληνες, δέν ὑπῆρχε μόνο ἀόριστη θεανθρωπική προσδοκία, ἀλλά ὑπῆρχε καί συγκεκριμένη ἀναμονή τοῦ ἑνός πραγματικοῦ Λυτρωτοῦ!
Χαρακτηριστικός εἶναι ἐν προκειμένω ὁ μύθος τοῦ Προμηθέως, ὅπως τόν παρουσιάζει αὐτόν ὁ Αἰσχύλος στήν τριλογία «Προμηθεύς πυρφόρος, Προμηθεύς δεσμώτης καί Προμηθεύς λυόμενος». Ὁ Προμηθεάς, θέλησε νά κλέψει τό μυστικό της θεότητας καί ἀφοῦ ἐπαναστάτησε κατά τῆς κυριαρχίας τοῦ Δία, δήλ. ἀφοῦ ἁμάρτησε, καταδικάστηκε στήν τρομερή τιμωρία «τῆς ἐπί βράχου προσπασσαλεύσεως». Ἐκεῖ κατέτρωγε τό ἧπαρ τοῦ ὁ γύπας τοῦ κακοῦ, πού εἶχε γεννηθεῖ ἀπό τήν τερατώδη Ἔχιδνα ἡ ὁποία, κατά τό ἥμισυ ἦταν γυναίκα, καί τά τό ἥμισυ ὄφις. Ὁ λυτρωτής τοῦ Προμηθέα, ὅπως λέγει αὐτός στήν παρθένο Ἰῶ, θά εἶναι ἕνας τῶν «ἐκγόνων» αὐτῆς. Ἀπό αὐτή καί μόνη θά προέλθει ὁ Θεῖος Ἐλευθερωτής, τοῦ ὁποίου ἡ γέννησις θά εἶναι ὑπερφυσική. Ἔτσι θά εἶναι ἑπομένως, ὁ λυτρωτής, υἱός Θεοῦ καί υἱός Παρθένου. Ὁ παρθενογέννητος αὐτός θεάνθρωπος θά καταλύσει τό κράτος τῶν παλαιῶν θεῶν καί θ’ ἀφανίσει αὐτούς καί τή δύναμή τους.
Κατά τόν μύθο καί ὁ Ἑρμῆς προλέγει στόν Προμηθέα, ὅτι δέν πρέπει νά περιμένει τό τέλος τῶν δεινῶν του, πρίν φανεῖ ἕνας Θεός, ὁ ὁποῖος θά τόν διαδεχθεῖ στό μαρτύριο καί ὁ ὁποῖος ἑκουσίως θά κατέλθει στόν σκοτεινό Ἅδη καί στά ζοφερά βάθη τοῦ Ταρτάρου, γινόμενος κατ’ αὐτό τόν τρόπο, ἑκούσιο ἰλαστήριο θύμα πρός λύτρωση τοῦ συμβολίζοντος τήν ἀνθρωπότητα Προμηθέως!
Σχολιάζοντας τόν καταπληκτικό αὐτό μύθο σέ σχέση μέ τήν προσδοκία τῶν Ἐθνῶν, ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς «Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων», τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Λεωνίδας Φιλιππίδης ἔγραψε χαρακτηριστικά: «Ἀρκεῖ ἡ ἁπλή παραβολή τῆς μεγαλειώδους ταύτης εἰκόνος καί προρρήσεως πρός τό 53ον κεφάλαιον τοῦ Ἠσαϊου, ἴνα καταπλαγῆ τίς ἀπό τοῦ θάμβους τῆς διακυβερνώσης τά σύμπαντα θείας Προνοίας, τῆς οὕτω θαυμαστῶς προεξαγγελούσης τά θαυμάσια της λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ».
Ἑπομένως, βλέπουμε πολύ ἐναργώς, ἀφ’ ἑνός τήν κοινή παράδοση ἡ ὁποία διατρέχει τίς γενεές τῶν ἀνθρώπων, καί ἀφ’ ἑτέρου τήν δίψα γιά λύτρωση καί τήν προσδοκία τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ καί στούς προγόνους μᾶς Ἕλληνες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου