Γιατί ὑπάρχει τὸ κακὸ στὴ ζωή μας; Γιατί τὸ ἐπιλέγουμε ἐπιπόλαια χωρὶς τὸν παραμικρὸ ἐνδοιασμό; Γιατί δὲν βλέπουμε καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε τὸ καλὸ καὶ ὠφέλιμο, τόσο γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους; Γιατί τόση προθυμία στὴ διάπραξη τοῦ κακοῦ, ἐνῶ γιὰ τὸ καλὸ εἴμαστε ἀπρόθυμοι; Ἡ ἀπάντηση στὰ παραπάνω ἐρωτήματα εἶναι μία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος περιφρονεῖ τὴ συνείδησή του καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅλες οἱ προσπάθειές του στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι συμβολὴ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ κακοῦ. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ μὲ ὁδηγὸ πάντα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς διαστρεβλώσεις καὶ μὲ εὐαισθησία στὴ φωνὴ τῆς συνείδησής του. Τὸ ἐπιχείρημα πολλῶν ὅτι τὸ καλὸ εἶναι δύσκολο, ἐνῶ τὸ κακὸ εἶναι εὔκολο δὲν εὐσταθεῖ, ὅταν ὑπάρχει ἡ ἐλεύθερη ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομός μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου: «Τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, ὅταν θέλουμε καὶ τίποτα δὲν εἶναι εὔκολο, ὅταν δὲν θέλουμε. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ἂν θέλουμε ἢ δὲν θέλουμε, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τιμωρούμαστε, ὅταν φταῖμε, καὶ ἐπαινούμαστε, ὅταν... κάνουμε τὸ καλὸ»[1].
Ἡ καλὴ ἐπιθυμία δημιουργεῖ τὶς καλὲς πράξεις, βελτιώνει τὶς συνθῆκες ζωῆς καὶ τίποτα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο, γιατί πάντα ὑπάρχει καὶ ἡ ἄνωθεν βοήθεια. Ὁ Θεὸς ἐνισχύει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅταν ἀσκοῦνται στὴν ἀρετὴ καὶ δραστηριοποιοῦνται στὴν ἀγαθοεργία, ἀνεξάρτητα σὲ ποιὰ κατάσταση βρίσκονται καὶ τί δυνατότητες ἔχουν.
Προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ διατήρηση τῆς καλῆς ἐπιθυμίας εἶναι «τὸ ἦθος τῆς ψυχῆς»[2], ποὺ διαμορφώνεται μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πιστὴ τήρηση τῶν Ἐντολῶν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ συνδυάσει τὴν καλὴ ἐπιθυμία μὲ τὴν κακή, δὲν πρόκειται νὰ κατορθώσει τὸ καλὸ ποὺ διαρκεῖ καὶ δὲν εἶναι μία φευγαλέα προσπάθεια, ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο λησμονεῖται.
Ἡ σταθερότητα στὴν καλὴ ἐπιθυμία προϋποθέτει ἀδιάκοπο ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Καὶ παρομοιάζεται μὲ τὸ δέντρο ποὺ ἁπλώνει βαθιὰ τὶς ρίζες του καὶ δὲν τὸ καταστρέφει ἡ σφοδρὴ καταιγίδα. Ἂν ὅμως ἡ ρίζα του εἶναι πάνω-πάνω, χωρὶς βάθος, καὶ τὸ παραμικρὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου μπορεῖ νὰ τὸ ξεριζώσει»[3].
Ὁ ἀγωνιζόμενος πνευματικὰ πρῶτα ἐπιλέγει τὸ καλὸ καὶ μετὰ δραστηριοποιεῖται γιὰ τὴν πραγματοποίησή του, ἔχοντας συνεχὲς ἐνδιαφέρον, χωρὶς φυσικὰ νὰ παραλείπει τὰ καθήκοντά του ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν πίστη του στὸ Θεό. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀφοσιώνεται σὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἔργο καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ πολλὰ ἐσωτερικά του ἔργα. Ἐξάλλου τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλωμένο στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀγωνίζεται γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν του.
Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ἔχει πλούσια ἐμπειρία ἀπὸ τὶς ἀδιάκοπες ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει, μπορεῖ ὅμως νὰ τὶς ἀντιμετωπίσει ἐπιτυχῶς, ὅταν ἔχει ἰσχυρὴ θέληση καὶ δὲν πανικοβάλλεται. Ἡ στάση του ἀπογοητεύει τὸ διάβολο καὶ τὰ βέλη ποὺ τοῦ κατευθύνει δὲν τὸν πληγώνουν, γιατί ἔχει τὴν ἀσπίδα τῆς ἀκλόνητης πίστης.
Σημειώσεις:
1. Χρυσοστόμου, τόμος Γ’, Ἀθήνα 1995, σελ. 143.
Ἡ καλὴ ἐπιθυμία δημιουργεῖ τὶς καλὲς πράξεις, βελτιώνει τὶς συνθῆκες ζωῆς καὶ τίποτα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο, γιατί πάντα ὑπάρχει καὶ ἡ ἄνωθεν βοήθεια. Ὁ Θεὸς ἐνισχύει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅταν ἀσκοῦνται στὴν ἀρετὴ καὶ δραστηριοποιοῦνται στὴν ἀγαθοεργία, ἀνεξάρτητα σὲ ποιὰ κατάσταση βρίσκονται καὶ τί δυνατότητες ἔχουν.
Προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ διατήρηση τῆς καλῆς ἐπιθυμίας εἶναι «τὸ ἦθος τῆς ψυχῆς»[2], ποὺ διαμορφώνεται μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πιστὴ τήρηση τῶν Ἐντολῶν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ συνδυάσει τὴν καλὴ ἐπιθυμία μὲ τὴν κακή, δὲν πρόκειται νὰ κατορθώσει τὸ καλὸ ποὺ διαρκεῖ καὶ δὲν εἶναι μία φευγαλέα προσπάθεια, ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο λησμονεῖται.
Ἡ σταθερότητα στὴν καλὴ ἐπιθυμία προϋποθέτει ἀδιάκοπο ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Καὶ παρομοιάζεται μὲ τὸ δέντρο ποὺ ἁπλώνει βαθιὰ τὶς ρίζες του καὶ δὲν τὸ καταστρέφει ἡ σφοδρὴ καταιγίδα. Ἂν ὅμως ἡ ρίζα του εἶναι πάνω-πάνω, χωρὶς βάθος, καὶ τὸ παραμικρὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου μπορεῖ νὰ τὸ ξεριζώσει»[3].
Ὁ ἀγωνιζόμενος πνευματικὰ πρῶτα ἐπιλέγει τὸ καλὸ καὶ μετὰ δραστηριοποιεῖται γιὰ τὴν πραγματοποίησή του, ἔχοντας συνεχὲς ἐνδιαφέρον, χωρὶς φυσικὰ νὰ παραλείπει τὰ καθήκοντά του ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν πίστη του στὸ Θεό. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀφοσιώνεται σὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἔργο καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ πολλὰ ἐσωτερικά του ἔργα. Ἐξάλλου τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλωμένο στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀγωνίζεται γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν του.
Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ἔχει πλούσια ἐμπειρία ἀπὸ τὶς ἀδιάκοπες ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει, μπορεῖ ὅμως νὰ τὶς ἀντιμετωπίσει ἐπιτυχῶς, ὅταν ἔχει ἰσχυρὴ θέληση καὶ δὲν πανικοβάλλεται. Ἡ στάση του ἀπογοητεύει τὸ διάβολο καὶ τὰ βέλη ποὺ τοῦ κατευθύνει δὲν τὸν πληγώνουν, γιατί ἔχει τὴν ἀσπίδα τῆς ἀκλόνητης πίστης.
Σημειώσεις:
1. Χρυσοστόμου, τόμος Γ’, Ἀθήνα 1995, σελ. 143.
2 Ὅπ. παρ., σελ. 145.
3. Ὅπ. παρ., σελ. 144.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου