Menu

30 Δεκ 2023

Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων

«Ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.῾Ως γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου·  φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ,  ἐγένετο ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.  καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.  ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον.  καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι῾Αγίῳ». (Μάρκ. A΄ 1-8).
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ξεκινάει τὸ εὐαγγέλιό του μέ τὴν ἔναρξη τῆς δημοσίας ζωῆς καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Καὶ μᾶς παρουσιάζει ἀμέσως... καὶ ἐμφατικὰ τὴν προφητεία τοῦ προφήτη Μαλαχία γιά τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ὡς ἄγγελο πού προπορεύεται τοῦ Κυρίου.

Γιατί τόσο ὁ προφήτης ὅσο κι ὁ εὐαγγελιστὴς ὀνομάζουν ἄγγελο τὸν Ἰωάννη, ἀφοῦ δέν ἤταν ἄγγελος ἀλλ’ ἄνθρωπος; Πρῶτον, ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης μέ τή ζωή του ἤταν σὰν οὐράνιος ἄγγελος, προσέγγιζε τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δεύτερον, ἐπειδή μέ τὸ κήρυγμά του θὰ γινόταν σαφές πώς σκοπὸς τῆς ἐπίγειας διακονίας τοῦ Χριστοῦ ἤταν νά κάνει ἀγγέλους ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ θνητοὺς ἀνθρώπους· νά πάρει τοὺς σκλαβωμένους στήν ἁμαρτία θνητοὺς ἀνθρώπους καὶ νά τοὺς κάνει ἀναμάρτητους, ἐλεύθερες ὑπάρξεις, ὅπως εἶναι κι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι στόν οὐρανό.

Μὲ ποιόν τρόπο ἔμοιαζε μὲ ἄγγελο ὁ Ἰωάννης; Πρῶτον, μὲ τὴν ὑπακοὴ του στόν Θεό, δεύτερον μέ τὴν ἀποδέσμευσή του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τρίτον μέ τὴν ἔλλειψη μέριμνας καὶ φροντίδας γιά τή σωματική ζωή του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἤταν ἀπόλυτα ὑπάκουος στόν Θεὸ ἀπὸ τὴν πολὺ πρώιμη ἡλικία του. Γεννήθηκε ἀπὸ ὑπερήλικες γονεῖς, ὀρφάνεψε ἀπὸ μικρός. Ἔτσι ἀφέθηκε στήν πατρικὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤταν ὁ μοναδικὸς γονιὸς του, ὁ ἀποκλειστικὸς προστάτης κι ἡ μοναδικὴ ἀγάπη του.

Δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στόν Θεὸ καὶ ἔστρεφε πρὸς Ἐκεῖνον τή σκέψη του γιά ὅλα ἐκεῖνα πού τὸν ἀπασχολοῦσαν. Δέν εἶχε καμιὰ ἀνάγκη νά διδαχτεῖ ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀφοῦ Ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο δόθηκε κάθε γνώση στούς ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἐπικοινωνοῦσε ἄμεσα μέ τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ ἀποκάλυπτε τὸ θέλημά Του.

Ἀποσυρμένος ἀπὸ τὸν κόσμο ὁ Ἰωάννης προσκολλήθηκε πιστὰ στόν Θεό, ὅπως κάνουν κι οἱ οὐράνιοι ἄγγελοι. Κι ὅπως οἱ ἄγγελοι, ἔτσι κι αὐτὸς ξεδιψοῦσε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς σοφίας, τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ὀνόμασε κι αὐτὸν ἄγγελο.

Ὁ Ἰωάννης δὲν λογάριαζε κανέναν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεὸ καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του. Δέν ἔκανε διάκριση ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Δέν τοὺς ξεχώριζε οὔτε ἀπὸ τὸν ἱματισμὸ τους οὔτε ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ τή δύναμή τους, τή σοφία τους ἢ τὸν πλοῦτο τους. Μόνο ἡ ψυχὴ τους τὸν ἔκανε νά τοὺς διαφοροποιεῖ. Τὰ μάτια του δέν ἔβλεπαν τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ γυμνές τίς ψυχὲς τους, πού τίς κρύβει ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸ κάλυμμα τοῦ σώματος. Τέτοια ἐλευθερία καὶ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους μόνο οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν, γι’ αὐτὸ κι ὁ προφήτης ὀνόμασε τὸν Ἰωάννη ἄγγελο.

Ὁ Ἰωάννης ἔμοιαζε μὲ ἄγγελο καὶ γιά τὴν ἀμεριμνησία πού εἶχε γιά τὴν ἐπίγεια ζωή. Οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀσώματοι, δέν εἶναι ὑλικὲς ὑπάρξεις ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι στολισμένοι μέ τή μεγαλοπρέπεια τῆς ὕπαρξής τους, εἶναι «σώματα ἐπουράνια» (Α΄ Κορ. 15, 40).

Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν μέ τή βιωματική τους ἐμπειρία κι ὄχι ἀπὸ τή σοφία πού ἀπόκτησαν ἀπὸ τὰ βιβλία, ἔτσι ἔζησε κι ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἔμαθε νά ζεῖ ἀμέτοχος ἀπό τίς βιωτικὲς μέριμνες. Δὲν διάβασε βιβλία οὔτε ἄκουσε σοφοὺς ἀνθρώπους πού συνηθίζουν νά «μιλοῦν», ἀλλά δέν λένε τὸ «πῶς». Ἔζησε ἀσκώντας τὴν ἐλευθερία ἀπὸ μέριμνες. Δοκίμασε τή νηστεία καὶ εἶδε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ζήσει ὄχι μόνο χωρὶς ὅλες ἐκεῖνες τίς τροφὲς γιά τὶς ὁποῖες κοπιάζει τόσο πολύ, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ψωμί. Ὁ Ἰωάννης τρεφόταν μέ «ἀκρίδες» καὶ «μέλι ἄγριο». Δέν ἔπινε κρασί ἢ ἄλλο δυνατὸ ποτό. Καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτά, πουθενὰ δέν ἀναφέρεται ὅτι τοῦ ἔλειψε τὸ φαγητὸ ἢ τὸ ποτό. Δέν ἤταν οἱ ἀκρίδες καὶ τὸ ἄγριο μέλι πού τὸν ἔτρεφαν, ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού λάβαινε ὁ πιστὸς δοῦλος Του ἀπὸ τὰ μέσα αὐτά. «Ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγε ἄνθρωπος» (Ψαλμ. 77, 25).

Ὁ Ἰωάννης δὲν νοιαζόταν οὔτε ποῦ θὰ ζήσει οὔτε τί θὰ φορέσει. Κατοικία του ἤταν ἡ ἔρημος, σκέπη του εἶχε τὸν οὐράνιο θόλο. Ἔνδυμά του εἶχε τρίχες καμήλας, περασμένες σὲ δερμάτινες λουρίδες. Ἔβλεπε τὴν ψυχὴ του καλυμμένη μέ τὰ ἡλιόλουστα ἱμάτια τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ κι ὄχι μέ τή σωματική φθορά. Ξάπλωνε καὶ κοιμόταν εἴτε κάτω ἀπὸ τὸν ἀνοιχτὸ οὐρανὸ εἴτε σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ πολλὰ σπήλαια τῆς ἐρήμου «πέραν τοῦ Ἰορδάνου». Τί τὸν ἔνοιαζε αὐτὸ ὅμως, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ του ἀναπαυόταν στόν βασιλικὸ στῆθος τοῦ οὐρανίου Δημιουργοῦ; Γείτονες εἶχε τίς φαρμακερὲς ὀχιὲς καὶ τὰ πεινασμένα λιοντάρια. Δέν τὰ φοβόταν ὅμως, γιατὶ ἤξερε πώς τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ πού τὰ βλέπει ὅλα, τὸν προστάτευε. Γιατὶ νά τὰ φοβηθεῖ, ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά βλάψουν τὴν ψυχὴ του; Τὸν ἑαυτὸ του τὸν ἔβλεπε σὰν ψυχή, ὄχι σὰν σάρκα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ἐλεύθερος ἀπό ἐπίγειες μέριμνες. Μοναδικὴ του φροντίδα ἤταν ἡ ψυχὴ του· Μοναδικὸς νόμος καὶ κανόνας γιά τὴν ψυχὴ του ἤταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὸ ἔμοιαζε μὲ τοὺς οὐράνιους ἀγγέλους. Γι’ αὐτὸ κι ὁ προφήτης τὸν ὀνόμασε ἄγγελο.

Ὁ Ἰωάννης, ὁ προφήτης τῆς ἐρήμου, γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσης: τὶς ἀδυναμίες της, τὴν κλίση της πρὸς τὸ κακό, τὴν ἀσυνέπειά της. Τὰ ἔμαθε καλὰ αὐτὰ στά τριάντα χρόνια τῆς μόνωσής του στήν ἔρημο. Ἀπόκτησε αὐτογνωσία κι ἔτσι γνώρισε καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο κι ὅλα ὅσα συμβαίνουν ἢ μποροῦν νά συμβοῦν σ’ αὐτόν. Ἡ νικηφόρα μάχη πού ἔκανε μέ τὸν ἑαυτὸ του τοῦ προσπόρισε ἀνεξάντλητη γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἔτσι τώρα παρουσιάστηκε στούς ἀνθρώπους μέ τὴν ἐλευθερία τοῦ νικητή. Ἡ γνώση του δέν ὀφειλόταν σὲ βιβλία. Προερχόταν ἀπὸ πρῶτο χέρι, ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, μέσα ἀπὸ τή δική του ἐμπειρία. Εἶναι φανερό πώς ἔτσι τὸ κήρυγμά του ἔχει ἕναν πολὺ ἀνθρώπινο χαρακτῆρα. Δὲν στηρίζεται στά λόγια τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμα κι ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐξομολογηθεῖ εἰλικρινὰ κι ἔχει ἀποδείξει ἔμπρακτα τή μετάνοιά του γιά τὶς ἁμαρτίες πού εἶχε διαπράξει, ὁ Ἰωάννης δέν τὸν ἐμπιστεύεται ἀμέσως. Γνωρίζει τήν ἀδυναμία καὶ τὴν ἀσυνέπεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσης. Γι’ αὐτὸ κι ἀγωνίζεται μ’ ὅλες του τίς δυνάμεις νά ξεκαθαρίσει στούς μετανοοῦντες πώς πρέπει ν’ ἀποδείξουν τὰ λόγια μέ τὰ ἔργα τους. Ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐπαναλαμβάνεται, γίνεται συνήθεια. Τώρα συνήθεια πρέπει νά γίνουν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Κι αυτὸ μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μέ μακρὰ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν.

Ὅλα ὅσα συνιστᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὡς καρποὺς μετανοίας, ὁπωσδήποτε δέν εἶναι ἀρκετὰ γιά νά σώσουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Φτάνουν ὅμως γιά νά κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἄξιο νά παρουσιαστεῖ μπροστὰ στόν Χριστό. Τὸ καθῆκον τοῦ Προδρόμου ἤταν νά ἐπισημάνει τὸν κίνδυνο στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά καθαρίσουν τὸν ἑαυτὸ τους καὶ ν’ ἀξιωθοῦν νά παρουσιαστοῦν μπροστὰ στόν θεῖο Πρόσωπο τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ. Ὅταν ἔβλεπε κανεὶς τὸν φοβερὸ προφήτη, κοντὰ στόν ὁποῖο συνωστίζονταν οἱ κάτοικοι ὁλόκληρης τῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ἄκουγε τίς ἰδιόρυθμες κραυγές μέ τίς προτροπὲς καί τίς ἀπειλές γιά φωτιὰ καὶ τσεκούρια, τὸν ῥωτοῦσε:

«Σύ τις εἰ;» Μήπως εἶσαι ἐσὺ ὁ ἀναμενόμενος Χριστός; «Οὐκ εἰμί ἐγὼ ὁ Χριστός», ἀπαντοῦσε ὁ Ἰωάννης. «Τί οὖν; Ἠλίας εἰ σύ;». «Οὐκ εἰμι». «Τίς εἶ;». «Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου» (Ἰωάν. 1, 20-23).

Καὶ στή συνέχεια ὁ Ἰωάννης ἀναγνώριζε κι ὁμολογοῦσε ταπεινά: «Μέσος ὑμῶν ἔστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Αὐτός ἐστίν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.» (Ἰωάν. 1, 26-27).

Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τὴν ταπείνωση πού εἶχαν ξεχάσει καὶ τὴν ὑπακοή πού εἶχαν παραβιάσει. Μᾶς δίνει ἕνα τέλειο ὑπόδειγμα μέ τή δική του ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα του.

Οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ταπείνωση καὶ ὑπακοή, δέν ἔχουν οὔτε σοφία οὔτε ἀγάπη. Καί ὅποιος τὰ στερεῖται αὐτά, στερεῖται καὶ τὸν Θεό. Καί ὅποιος δέν ἔχει Θεό, δέν ὁρίζει οὔτε τὸν ἑαυτὸ του. Εἶναι σὰν νά μὴν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ζεῖ στό σκοτάδι καὶ στή σκιὰ τοῦ θανάτου.

Ἂν κάποιος ἔλεγε: «Ὁ Χριστὸς εἶναι μεγάλο κι ἀπλησίαστο παράδειγμα γιά μένα. Δέν μπορῶ νά Τὸν πλησιάσω. Ὑπάρχει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος πού, σὰν συνηθισμένος ἄνθρωπος, εἶναι πιὸ κοντὰ στούς θνητούς». Ὁ Πρόδρομός Του μᾶς διδάσκει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή, μὲ τή δική του ἁγνὴ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στόν Χριστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου