Menu

31 Δεκ 2021

Τομάρια καί... παλιοτόμαρα

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
«Ἄλλο ὁ βυρσοδέψης, ἄλλο ὁ τσαγκάρης, ἄλλο ὁ δερματολόγος, ἄλλο ὁ βιβλιοδέτης καί ὁ ἄλλο ὁ δικαστής κακουργοδικείου. Βέβαια ὅλοι αὐτοί ἔχουν ἕνα κοινό σημεῖο: ὅλοι ἀσχολοῦνται μέ "τομάρια". Ἀλλά πάντως μέ πολύ διαφορετικά τομάρια ὁ καθένας». Ἐρανίζομαι τόν πρόλογο ἀπό τό ἐξαιρετικό βιβλίο τοῦ π. Ἰω. Κωστώφ «Ἀθεϊσμός: οἶκος ἀνοχῆς».

Κατ' ἀρχάς, λόγῳ διδασκαλικῆς συνήθειας, ἀναζήτησα τά ἐτυμολογικά τῆς λέξης «τομάρι». Παράγεται ἀπό τό ὁμηρικό ρῆμα «τέμνω», κόβω. Ἀπό τό «τέμνω» ἔχουμε... τόν τόμο, (=τεμάχιο, τμῆμα), τήν τομή καί ἀπό ἐδῶ τό ὑποκοριστικό, μεσαιωνικό «τομάριον» καί στήν νεοελληνική τομάρι, πού σημαίνει δορά, δέρμα. Προφανῶς ἐπειδή τά δέρματα κατά τήν ἐπεξεργασία τους, στά περίφημα γουναράδικα ἤ τουρκιστί ταμπάκικα, μύριζαν ἄσχημα -ἄν καί τό ἐπάγγελμα ἦταν ἐπικερδέστατο, «γουναρᾶδες βρωμεροί καί στήν τσέπη ὅλο φλουρί», γράφει ὁ λαογράφος Νικ. Πολίτης- ἡ λέξη ταυτίστηκε μέ τούς οὐτιδανούς, μέ τούς παλιανθρώπους. Πιό συχνά ὁ ἁπλός λαός τό χρησιμοποιεῖ στήν... ὑπερθετική του μορφή, μιλῶντας γιά «παλιοτόμαρα». Τό τομάρι, ἄν καί οὐδέτερο, γέννησε καί μιά ἄλλη λέξη, πού χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο, πού ἀρχή καί ρίζα παντός ἀγαθοῦ θεωρεῖ τόν ἑαυτό του, ὁ φιλοτομαριστής, ὁ ὑπέρμετρα ἐγωπαθής.

Στό παρόν ἄρθρο δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν τά τομάρια τοῦ βυρσοδέψη οὔτε τά πετσιά τοῦ τσαγκάρη καί τοῦ δερματολόγου ἡ ἐπιστήμη. Θά καταπιαστοῦμε μέ τά τομάρια, τά παλιοτόμαρα πού λέει καί ὁ λαός, πού ἐνίοτε ἀπασχολοῦν καί τά ποινικά δικαστήρια. Τό τομάρι, ὡς εἶδος ἀνθρωπολογικό, ἀνθεῖ σέ τοῦτον τόν τόπο, ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ. Λιπαίνεται βεβαίως καί εὐδοκιμεῖ λόγω καί τῆς περιρρέουσας ἀτιμωρησίας. Ἡ τιμωρία καί ὡς λέξη ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τό λεξιλόγιο τῶν γονέων καί διδασκάλων ἤ... διδασκλάβων ὅπως μᾶς κατήντησαν, οἱ δέ τιμωρίες τῆς Δικαιοσύνης μέ τίς ἄδειες καί τά πενταετοῦς διάρκειας «ἰσόβια» δεσμά, φαντάζουν στά μάτια τῶν τομαριῶν μέ ὀλιγοήμερες διακοπές καί δωρεάν σίτιση. Ἐξάλλου τά ποικιλώνυμα τομάρια δέν βασανίζονται ἀπό ἠθικά διλήμματα τοῦ τύπου «νά κλέψω ἤ νά μήν κλέψω», ἀλλά ἀπό τό «θά μέ πιάσουν ἤ δέν θά μέ πιάσουν». Οἱ περισσότεροι «νονοί τῆς νύχτας» ἔχουν τό στρατηγεῖο τους στίς φυλακές, ἐκεῖ νιώθουν ἀσφάλεια καί ἐξέρχονται ἀνά τακτά χρονικά διαστήματα γιά νά ἐπιθεωρήσουν τά ἐργοτάξιά τους. Ἄν ἔβγαιναν, τά τομάρια, ἀπό τήν εἱρκτή μέσα σέ φέρετρο, ὅπως γίνεται στήν «βάρβαρη» Ἀμερική, τό ἔγκλημα θά περιοριζόταν σέ πολύ μεγάλο βαθμό. Ἀλλά ἐδῶ εἶναι Εὐρώπη, θερμοκήπιο καί φυτώριο τομαριῶν.

Ἡ πατρίδα μας ἰδίως εἶναι ἀπό τούς λίγους τόπους τοῦ κόσμου, ἴσως ὁ μοναδικός, πού ἐκτός ἀπό τά ὄμβρια ὕδατα, βρέχει καί... ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτοί πού «πέφτουν ἀπό τά σύννεφα», καταπῶς μέ περισσή πρωτοτυπία ἀναμασοῦν τά ἡμιμαθῆ μειράκια τῶν καναλιῶν, ὅταν ἀποκαλυφθεῖ ἀνόμημα ἑνός ὑπεράνω πάσης ὑποψίας τομαριοῦ, ἐπωνύμου ἤ ἀνωνύμου.

Δεῦτε ἴδωμεν τώρα ποιές εἶναι οἱ πιό συνηθισμένες καί διακριτές κατηγορίες τομαριῶν στόν τόπο μας. Διευκρινίζω ὅτι δέν θά ἀναφερθῶ μόνο στούς ἐγκληματίες τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου, ἀλλά καί σέ τομάρια τοῦ κοινοῦ «πνευματικοῦ» δικαίου. (Θυμήθηκα αὐτό τό βαθύτατα θεολογικό πού ἔλεγε ὁ ὁσιακῆς μνήμης γέροντας π. Γερβάσιος Ραπτόπουλος, «ὁ ἅγιος τῶν φυλακισμένων», πολύ σπουδαία μορφή, στίς ὁμιλίες του στούς φυλακισμένους. «Εἴμαστε ὅλοι ἐγκληματίες, ἁπλῶς ἐσᾶς σᾶς ἔπιασαν»).

Πρῶτον: Τομάρια καί παλιοτόμαρα εἶναι ὅσοι ἐκμεταλλευόμενοι τήν ὅποια ἐπωνυμία ἀπέκτησαν, ἐξευτελίζουν πρόστυχα κυρίως νεαρά κορίτσια, ὄντας οἱ ἴδιοι περασμένης ἡλικίας. («Τρία δέ εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου.... πτωχόν ὑπερήφανον, πλούσιον ψεύστην καί γέροντα μοιχόν...», γράφει ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ). Τό γιατί περίσσεψαν τά βδελυρά αὐτά ἐγκλήματα - ὄχι μόνο σέ ἐπώνυμα τομάρια, ἀλλά καί σέ ἀνθρώπους τῆς διπλανῆς πόρτας - καί καθημερινῶς ξεβράζονται τέτοια τομάρια ἡ ἀπάντηση εἶναι μία καί ἀνήκει στόν Ντοστογιέφσκι: «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται». Ἄς προστεθεῖ ἐδῶ καί ἡ ἔλλειψη ὑγιῶν παραδειγμάτων, μές στήν οἰκογένεια πού περιορίζεται στά «πρέπει» καί ὄχι στό «πρέπον» καί στήν παρεχόμενη ἐκπαίδευση, πού ἀντί νά ἀρωματίζεται ἀπό ὅλο εὐγένεια καί ἁγνότητα Παράδοσή μας, παραδόθηκε στίς ἀκαθαρσίες Δύσης καί Ἀνατολῆς.

Δεύτερον: Τομάρια εἶναι ὅσοι νυχθημερόν ἀνεμίζουν τό δρεπάνι τοῦ θανάτου, μέσῳ τῶν διαύλων τῆς τηλοψίας, μές στά σπίτια μας, κατατρομοκρατώντας τόν λαό καί ἰδίως τούς ἡλικιωμένους πού φοβοῦνται καί τόν ἀέρα πού ἀναπνέουν. Παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση θέλει ὁ κόσμος καί ὄχι φέρετρα καί νεκροταφεῖα.

Τρίτον: Τά χειρότερα τομάρια εἶναι οἱ βλάσφημοι.

«Κἄν ἀκούσης τινός ἕν ἀμφόδω ἤ ἐν ἀγορᾷ μέσῃ βλασφημοῦντος τόν Θεόν, ἐπιτίμησον, κἄν πληγάς ἐπιθεῖναι δέη, μή παραιτήση, ράπισον αὐτοῦ τήν ὄψιν, σύντριψον τό στόμα, ἁγίασον σοῦ τήν χεῖρα διά τῆς πληγῆς, κἄν ἐγκαλῶσιν τινές, κἄν εἰς δικαστήριον ἕλκωσιν, ἀκολούθησον, κἄν ἐπί τοῦ βήματος ὁ δικαστής ἀπαιτήση, εἶπε μετά παρρησίας ὅτι τόν βασιλέα τῶν ἀγγέλων ἐβλασφήμησεν...».... (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἅ', Πρός Ἀνδριάντας. Καί σέ νεοελληνική ἀπόδοση. «Ἄν ἀκούσεις κάποιον σέ δρόμo ἤ στήν ἀγορά (ἤ σέ ΜΜΕ, θά προσθέταμε), νά βλασφημεῖ τόν Θεό (ἤ τήν Θεοτόκο), ἔλεγξέ τον. Μήν σταματήσεις ἀκόμη κι ἄν σοῦ ἐπιτεθεῖ. Χτύπησέ τον τό πρόσωπο, «σύντριψον τό στόμα» (σήμερα, σέ πολύ ἁπλή γλῶσσα αὐτό μεταφράζεται «σπάσ' του τά μοῦτρα»), ἁγίασε τό χέρι σου ἀκόμη καί ἄν σέ κατηγορήσουν κάποιοι ἤ σέ σύρουν σέ δικαστήρια. Καί στό βῆμα τοῦ κριτηρίου, νά πεῖς μέ θάρρος, ὅτι τό ἔπραξες γιατί βλαστήμησε (ὁ ραπισθείς) τόν βασιλέα τῶν ἀγγέλων».

Βαριά, σκληρά λόγια θά σκεφτεῖ κάποιος. Καί μάλιστα ἀπό τόν Χρυσόστομο ἅγιο, ὁ ὁποῖος σέ ἄλλη περίπτωση, γιά τό ἴδιο θέμα τοῦ ἐλέγχου, θά πεῖ: «Χρή καί τούς ἐπιτιμῶντας τοῦτο συμμέτρως ποιεῖν», δηλαδή «Πρέπει ἐκεῖνοι πού ἐπιπλήττουν καί ἐλέγχουν, νά τό κάνουν μέ μέτρο». (Εἰς Δαυίδ καί Σαούλ, ὀμιλ. Γ, 2).

Ὑβρίζεται, βλασφημεῖται σήμερα ἡ Θεοτόκος μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, ἡ κόπρος τοῦ Αὐγεία, ἡ ἐπωνυματοφόρος σαχλαμάρα γιά νά πουλήσει λίγη ἐξυπνάδα καί βλακώδη «προοδευτισμό», ἀνοίγει τόν ὀχετό του καί βλασφημεῖ καί σπιλώνει ὅσια καί ἱερά. Καί τί κάνουμε; Φοβόμαστε μήπως μᾶς ποῦν σκοταδιστές, ποιοί; Τό σκότος τό ψηλαφητόν. Ἐθνικιστές, ποιοί; Οἱ προδότες. Ρατσιστές, ποιοί; Οἱ ἐχθροί τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ «εἰκόνα πραότητος», ὅταν ὁ αἰρεσιάρχης Ἄρειος βλασφημοῦσε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, χαστούκισε τόν βλάσφημο καί τόν ἔκλεισαν φυλακή. Ὁ Κύριος, ὅμως, τόν ἐπαίνεσε καί τόν δόξασε.

Στό ἱστορικό του βιβλίο , «τό χρονικό του Κάρς», ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης, Κιλκισιώτης συγγραφέας, περιγράφει τά πάθια, τούς καημούς καί τίς σφαγές τῶν Ἑλλήνων τοῦ Καυκάσου καί την μετεγκατάστασής τους στήν Ἑλλάδα, ὅσοι γλύτωσαν ἀπό τόν αἱμοσταγῆ Κεμάλ. Ἡ σκηνή εἶναι ἀπό τόν ἐρχομό τῶν πλοίων γιά τό «νόστιμον ἦμαρ». «Ἐκείνη τήν στιγμή κατέφθασαν στό λιμάνι καί δυό ἄνδρες τοῦ κλιμακίου τῆς Μίσιας (=η ἑλληνική ἀποστολή πού θά μετέφερε τούς πρόσφυγες στήν πατρίδα). Ὁ ἕνας βλέποντας τήν κατάσταση ἐκνευρίστηκε τόσο πολύ ὥστε ἄρχισε νά βρίζει Χριστούς καί Παναγίες. Μόλις τόν ἄκουσαν οἱ πρόσφυγες πού δέν ἦταν συνηθισμένοι οὔτε νά λένε οὔτε νά ἀκοῦνε παρόμοιες βρισιές, ἔγιναν ἔξαλλοι καί στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ὑβριστῆ, παρ' ὅλο πού εἶδαν ὅτι ἦταν ὑπερασπιστής τους. Τόν ἅρπαξαν καί ἄρχισαν νά τόν δέρνουν ἄγρια». (σελ. 249). Ἦταν ἀληθινοί Ἕλληνες...

Τώρα ἐξημερωμένοι καί ἀνιάτως ἐξευρωπαϊσμένοι ἀνεχόμαστε τούς καντιποτένιους νά βλασφημοῦν τήν Θεοτόκο.

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου