Menu

20 Οκτ 2020

Μακρυγιάννης: Ὁ ἐκφραστής τῆς συνείδησης τοῦ λαοῦ - Α΄ Μέρος

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
 
Ὁ Στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης (1797-1864) ὑπηρέτησε τήν Πατρίδα κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὡς στρατιωτικός καί μετά τήν ἀπελευθέρωσή Της ὡς πολιτικός καί ναΐφ συγγραφέας. Ἡ πορεία του μακροχρόνια. Χαρακτηριστικό του, ὅτι μέ ὅλες του τίς ἰδιότητες, ἀλλά κυρίως μέ αὐτή τοῦ συγγραφέα ἀποτέλεσε τόν ἐκφραστή τῆς συνείδησης τοῦ λαοῦ. Ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος ἔγραψε σχετικά: 
«Ὁ Μακρυγιάνης δέ μελετοῦσε τό 21 – τήν Πατρίδα – ὅπως οἱ σημερινοί ἐπιστήμονες μελετητές, τό ζοῦσε. Καί ἀκόμα δέ μελετοῦσε τή θρησκεία, ὅπως οἱ σημερινοί ἐπιστήμονες μελετητές, τή ζοῦσε. Ἡ διαφορά εἶναι... τεράστια». (Ζήσ. Λορεντζάτου «Τό τετράδιο τοῦ Μακρυγιάννη», Ἐκδ. «Δόμος», 1984, σελ. 51). Καί προσθέτει ὁ σημαντικός στοχαστής: «Ὁ Μακρυγιάννης ἀνακατεύθηκε ἀπό τήν ἀρχή στά κοινά, ἐλπίζοντας νά φέρει τούς ἄλλους σέ θεογνωσία, τουλάχιστον στίς δύο κορυφαῖες περιπτώσεις, τή στρατιωτική (τοῦ Ἀγώνα) καί τήν πολιτική (τοῦ Συντάγματος), ἀλλά ἀργότερα ἔχασε τίς ψευδαισθήσεις του μέ τίς προκοπές πού ἔβλεπε γύρω του». (Αὐτ. συλ. 64-65). 

Στήν διάσωση καί δημοσίευση τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Μακρυγιάννη ἀποφασιστική εἶναι ἡ συμβολή τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη. Εἰδικότερα γιά τά «Ὁράματα καί Θάματα» καί τοῦ συνεργάτου του καί συνεχιστού τοῦ ἔργου τοῦ Ἀγγέλου Ν. Παπακώστα. Γιά τή θαυμαστή ἱστορία τῆς εὕρεσης τῶν Ἀπομνημονευμάτων ἔγραψε ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ Στρατηγοῦ δέν γνώριζε τήν ὕπαρξή τους. Ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα ὁ Βλαχογιάννης εἶχε τήν πληροφορία ὅτι πιθανότατα ὑπῆρχε χειρόγραφό του. Ἀποτάθηκε στόν γιό του, Κίτσο Μακρυγιάννη, καί τόν παρακίνησε νά ψάξει. Σέ περίπου δεκαπέντε ἡμέρες ὁ Κίτσος τόν εἰδοποίησε πώς εἶχε βρεῖ ἕνα χειρόγραφο, χωμένο σέ ἕναν τενεκέ, παραριγμένο σέ μίαν ἀπόμερη γωνιά τοῦ σπιτιοῦ. Τό χειρόγραφο ἦταν μουχλιασμένο ἀπό τήν ὑγρασία, ἀλλά δέν εἶχε ἀποσυντεθεῖ. Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές εἶναι θαῦμα πῶς διατηρήθηκε γιά πάνω ἀπό πενήντα χρόνια καί πῶς τό διάβασε ὁ Βλαχογιάννης. (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ. Θεοτοκά «Τετράδια Ἡμερολογίου», Ἐκδ. Βιβλ. «Ἑστία», Ἀθήνα, 2005). 

Στήν ἐκτεταμένη (80 σελίδες) εἰσαγωγή πού ἔγραψε γιά τήν πρώτη ἔκδοση, τό 1907, τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» ὁ Βλαχογιάννης, περιγράφει τίς δυσκολίες πού βρῆκε γιά νά παρουσιάσει τό ἱστορικό αὐτό ἔργο. Σκοπός του ἦταν, ὅπως γράφει, «νά παράσχη τόν γενικόν καθ’ ἠμᾶς χαρακτήρα τοῦ ἀνδρός εἰς τόν μέλλοντα νά ἐπιδοθῆ περί τήν μελέτην τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ ἔργου». (Στρ. Μακρυγιάννη «Ἀπομνημονεύματα», Ἐκδ. Γαλαξία, Ἀθήναι1964, σελ. 7). 

Ὁ Μακρυγιάννης δέν ὑπῆρξε οὔτε ἀρματωλός, οὔτε κλέφτης. Δέν εἶλκε τήν καταγωγή ἀπό κάποιο «τζάκι» τῆς Ρούμελης, οὔτε ἦταν γόνος οἰκογένειας δημογερόντων. Ἦταν παιδί οἰκογένειας ἀγροτῶν καί ποιμένων, ἀπό μικρό χωριό τοῦ Λιδωρικίου. Ὁ πατέρας του λεγόταν Δημήτριος Τριανταφύλλου καί τόν σκότωσαν οἱ Τοῦρκοι, ὅταν ὁ Γιάννης ἦταν ἑνός ἔτους. Ὅταν κάψαν τό χωριό τους ἡ μητέρα του τόν ἔσωσε ἀπό τούς κατακτητές προσφεύγοντας στό κοντινό δάσος καί ἀπό τούς συγχωριανούς της, πού ἤθελαν νά τόν σκοτώσουν γιά νά μήν προδοθεῖ ὁ τόπος πού βρίσκονταν, προτείνοντας τά στήθη της καί λέγοντας μαζί καί ἐκείνην νά φονεύσουν. 

Πέρασε παιδικά χρόνια μέ στερήσεις, κακουχίες, βάσανα. Ἑπτά ἐτῶν μπῆκε στή δούλεψη ἐμπόρου, πού τόν βασάνιζε. Δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔφυγε ἀπό τή Ρούμελη καί πῆγε στήν Ἄρτα. Δούλεψε ἐκεῖ σκληρά καί ἐξελίχθηκε σέ ἱκανό ἔμπορο. Γράφει στά «Ἀπομνημονεύματα»: «Ἀπόχτησα ὅ,τι ἤθελα καί δέν εἶχα τήν ἀνάγκη ἀλλουνοῦ» (Αὐτ. σελ. 97). Τό 1820 μυήθηκε στήν Φιλική Ἑταιρεία. Γράφει: «Μπῆκα ΄σ τό μυστικόν καί ἀναχώρησα ἀπό τόν πατριώτη μου καί πῆγα εἰς τό σπίτι μου καί ἐργαζόμουνε διά τήν πατρίδα μου καί θρησκείαν μου νά τήν δουλέψω ΄λικρινῶς, καθώς τήν δούλεψα, νέ μήν μέ εἰπῆ κλέφτη καί ἅρπαγον, ἀλλά νά μέ εἰπῆ τέκνο της καί ἐγώ μητέρα μου» (Αὐτ. σελ. 98). 

Μπῆκε ἀμέσως στήν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα. Πῆγε μέ ἀποστολή στήν Πάτρα, ὅπου συνελήφθη καί βασανίστηκε. Ὅμως ἄντεξε καί δραπέτευσε ἀπό τή φυλακή δείχνοντας πολλές ἱκανότητες, ὅπως ἀφοβία ἀπέναντι στόν θάνατο, εὐστροφία, ἀποφασιστικότητα, σωματική ρώμη. Στόν Ἀγώνα ὤρμησε «ὡς πειναλέος ἱέραξ εἰς τό κυνήγιον», ὅπως γράφει ὁ Βλαχογιάννης. (Αὐτ. σελ. 16). Ἔλαβε μέρος σέ πολλές μάχες. Ἡ πρώτη του ἦταν στόν Σταυρό τῆς Ἄρτας καί ἡ δεύτερη στό Πέτα, ὅπου πληγώθηκε στό πόδι. Τάχθηκε ὑπό τόν πολύπειρο ὁπλαρχηγό Γῶγο Μπακόλα καί συμμετέσχε στήν ἅλωση τῆς Ἄρτας. Στή συνέχεια ἔφυγε ἀπό τήν Ἤπειρο καί ἔγινε ὁπλαρχηγός τεσσάρων χωριῶν τῶν Σαλώνων. Τό 1822 κατέβηκε στήν Ἀθήνα, μέ τήν ὁποία συνδέθηκε ἄρρηκτα. Γράφει ὁ Βλαχογιάννης ὅτι γι΄ αὐτήν ὑπῆρξε «πιστός φίλος, ἀφωσιωμένος ὑποστηρικτής καί συμπολίτης πολυτίμητος». (Αὐτ. σελ. 21). Ὁ Μακρυγιάννης κατέβηκε στήν Πελοπόννησο καί ἔλαβε μέρος στίς μάχες τοῦ Νεοκάστρου (Πύλου), τῶν Μύλων (τό 1825), τῆς Ἀθήνας, τοῦ Πειραιᾶ, τοῦ Φαλήρου. Ὁ Γ. Βλαχογιάννης σημειώνει πώς σέ ὅλες τίς μάχες ἐμφάνισε τόν πολεμικό του χαρακτήρα: «Ἀμυνόμενος καθίσταται ἀπαράμιλλος διά τήν ἄτεγκτον ἐπιμονήν καί τό σιδηροῦν πεῖσμα μεθ’ ὧν μάχεται. Ἀμυνόμενος οὐδέποτε θά παραδώση τήν κατεχόμενην θέσιν εἰμή νεκρός μόνον». (Αὐτ. σελ. 29). 

Ὡς πρός τό πολιτικό μέρος ὁ Μακρυγιάννης κατά τόν ἐμφύλιο πόλεμο 1824-1827 ἐτάχθη ὑπέρ τῆς κυβέρνησης Κουντουριώτη καί ἐναντίον τῶν στρατιωτικῶν, κυρίως τῆς Πελοποννήσου. Ἐκτελοῦσε τίς διαταγές της γιατί αὐτό νόμιζε ὅτι ἦταν γιά τό καλό τῆς Πατρίδας. Τότε, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ Μακρυγιάννης, «ἦταν ἄμαθος ἀπό τά πολιτικά...». Ἀργότερα κατάλαβε ποιούς ὑποστήριζε καί πῆγε ἐναντίον τους, ἐνῶ ἔδειξε τήν συμπάθεια καί τήν ἐκτίμησή του πρός τούς στρατιωτικούς. 

Στήν ἐποχή τοῦ Καποδίστρια διορίσθηκε Ἀρχηγός τῆς Ἐκτελεστικῆς δυνάμεως τῆς Πελοποννήσου, ἕως τό 1830. Πολλές φορές ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τόν Κυβερνήτη, παρά τίς πεποιθήσεις του. Τό 1830 ἐπείσθη ὅτι οἱ ἀντιπολιτευόμενοι τόν Καποδίστρια ἤσαν δημοκράτες, πού ἤθελαν τήν ἐφαρμογή τοῦ Συντάγματος καί ὅσοι ἤσαν μέ τόν Κυβερνήτη ἤσαν διεφθαρμένοι καί αὐταρχικοί. Μετά τή δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη ἔδρασε ὡς στρατιωτικός καί πολιτικός – πληρεξούσιος Ἄρτας – καί συμμετέσχε στήν ἀνατροπή τῶν Καποδιστριακῶν καί στήν ἄφιξη, ὡς βασιλέως τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Βαυαροῦ πρίγκιπα Ὄθωνα. Γιά τήν ἄφιξή του ὁ Μακρυγιάννης γράφει: «Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα κι ἀναστένεται, ὁπού ἦταν τόσον καιρό χαμένη καί σβησμένη. Σήμερα ἀνασταίνονται οἱ ἀγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί καί στρατιωτικοί, ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁπού ἀποχτήσαμε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ...». Ὅμως στή συνέχεια ἦρθαν γιά τόν Μακρυγιάννη οἱ διαψεύσεις, οἱ ἀπογοητεύσεις καί οἱ ἐξομολογήσεις.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου