Menu

22 Σεπ 2020

Τόσο μεγάλες θυσίες γιὰ τόσα πολλὰ «ἐνδέχεται»;

Γράφει ὀ Βαθιώτης Κωνσταντῖνος, 
Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Ποινικοῦ Δικαίου στὴν Νομικὴ Σχολὴ ΔΠΘ 
Μετὰ τὴν “σηπτικὴ” δήλωση τοῦ κ. Σύψα ὅτι μόλις ἐπιστρέψουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σχολεῖο 
α) δὲν θὰ πρέπει νὰ τὰ φιλᾶμε καὶ νὰ τὰ ἀγκαλιάζουμε καὶ 
β) ἂν μᾶς πλησιάζουν, θὰ πρέπει νὰ φορᾶμε τὴν μάσκα μας καὶ νὰ ἔχουμε τὰ παράθυρα ἀνοιχτά, δὲν χωρεῖ καμία ἀμφιβολία ὅτι ζοῦμε μία παντελῶς ἀλλόκοτη ἐποχή: τὴν ἐποχὴ τῆς “τυραννίας τῶν λοιμωξιολόγων” (πρβλ. τὸν τίτλο τῆς μονογραφίας τοῦ Michael Fitzpatrick “Ἡ τυραννία τῆς ὑγείας. Οἱ γιατροὶ καὶ οἱ κανόνες γιὰ τὸ σύγχρονο τρόπο ζωής”, μτφ.: Ἄσπα Πολέμη, ἔκδ. Πολυτρόπο, Ἀθήνα 2004), ποὺ μετατρέπει τὶς θεμελιώδεις ἔννοιες τοῦ Συνταγματικοῦ καὶ τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου... (ἀλλὰ καὶ κάθε ἔννοια ἐφαρμοσμένης Ἰατρικῆς) σὲ “κουρελόχαρτα”. 

Αὐτὴ ἡ “τυραννία” καλλιεργήθηκε καὶ ἐγκαθιδρύθηκε ἀπὸ τὰ ΜΜΕ ποὺ ὁλημερὶς κι ὁλονυχτίς, φασιστικῶ τῷ τρόπω, δίδουν βῆμα μόνο σὲ ἐκείνους τοὺς εἰδικοὺς στοὺς ὁποίους ἀνατέθηκε ἡ διαχείριση τῆς μοίρας μας, κατὰ πλήρη παραγνώριση κάποιων ἄλλων εἰδικῶν, ποὺ εἴτε ἔχουν διαφορετικὴ ἰατρικὴ ἄποψη ἀπὸ τὴν μονόπλευρα προβεβλημένη, εἴτε ἀσχολοῦνται μὲ τὶς ὀδυνηρὲς νομικὲς συνέπειες τῶν ἰατρικῶν ἀποφάσεων οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ συσκοτίζονται, προκειμένου νὰ μὴν ἀμφισβητεῖται ἢ νὰ μὴν κλονίζεται τὸ “καθεστώς” τῶν “τυράννων”-λοιμωξιολόγων. 

Ἕως τώρα γνωρίζαμε ὅτι τὸ τί κάνουμε μέσα στὸ σπίτι μας, τὸ πάλαι ποτὲ ἀπόρθητο κάστρο μᾶς (“my home is my castle”) ἀλλὰ πλέον μετεξελιχθὲν σὲ κλουβί μας (μετὰ τὸ συντελεσθὲν “lockdown” τοῦ Μαρτίου πού, βάσει πρόσφατων δηλώσεων, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἐπαναληφθεῖ), δὲν ἀφορᾶ κανέναν ἄλλον, καὶ ἰδίως τὸν πατερναλιστικὸ Λεβιάθαν, παρὰ μόνο ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλουβί μας, μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει, ἐκτὸς κι ἂν θίγουμε ἀγαθὰ τῶν ἄλλων. Ἐπὶ παραδείγματι, ἐξαίρεση ἀπὸ αὐτὸ τὸ δικαίωμα τῆς “οἶκοι ἀσυδοσίας” ἀποτελεῖ ἡ ἐνδοοικογενειακὴ βία ἢ ἡ ὁπλοκατοχή. 

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, τίθεται τὸ ἑξῆς κρίσιμο ἐρώτημα: Ὁ ἐναγκαλισμὸς ἢ τὸ φίλημα τῶν ἴδιων μας τῶν παιδιῶν πῶς μπορεῖ νὰ προσβάλλει τοὺς τρίτους καὶ ἄρα νὰ νομιμοποιεῖ τὸν κάθε λοιμωξιολόγο ἢ ἐκπρόσωπο τοῦ κράτους νὰ ἔχει λόγο γιὰ τὸ πῶς θὰ ὑλοποιεῖται ἡ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία τῶν γονέων μὲ τὰ τέκνα τους; Ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ ἐνδέχεται ὁ γονέας ἢ τὸ παιδὶ νὰ εἶναι ἀσυμπτωματικὸς φορέας καὶ ἄρα μέσω τῆς ἐπαφῆς ἐνδέχεται νὰ κολλήσει τὸν ἰὸ καί, ἀκολούθως, ὅταν θὰ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐνδέχεται νὰ μεταδώσει τὸν ἰὸ στὸν γείτονα, τὸν περαστικό, τὸν συμμαθητή, τὸν δάσκαλο κ.λπ., ὁ ὁποῖος ἐνδέχεται νὰ τὸν μεταδώσει παραπέρα σὲ ἄλλον συνάδελφό του, σὲ ἕνα ἄλλο παιδὶ ἢ σὲ ὁποιονδήποτε τρίτο καὶ ἐπειδὴ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἐνδέχεται νὰ ξεκινήσει ἡ διατάραξη τῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ, ἡ ὁποία ἐνδέχεται νὰ ὁδηγήσει ἀκόμη καὶ σὲ θάνατο ἄλλου ἀνθρώπου; 

Ὅλα αὐτὰ τὰ σωρευόμενα “ἐνδέχεται” συνδέονται μὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο προστάδιο τῶν λεγόμενων ἐγκλημάτων “δυνητικῆς διακινδυνεύσεως”, στὰ ὁποῖα ἐντάσσεται καὶ τὸ ἔγκλημα ποὺ στὴν ἐποχὴ τοῦ κορωνοϊοῦ ἔχει τὴν τιμητική του, δήλ. ἡ παραβίαση μέτρων γιὰ τὴν πρόληψη ἀσθενειῶν (ἄρ. 285 ΠΚ: ἡ δυνητικὴ διακινδύνευση ἀντανακλᾶται στὴν φράση τοῦ νομοθέτη «ἂν ἀπὸ τὴν πράξη μπορεῖ [ὀρθότερα: θὰ μποροῦσε] νὰ προκύψει κίνδυνος»). Στὸ Ποινικὸ Δίκαιο εἴθισται ἐδῶ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἐγκλήματα στὰ ὁποῖα τυποποιεῖται ἕνα “προστάδιο προσταδίου”: ὁ κίνδυνος εἶναι προστάδιο τῆς βλάβης καὶ ἄρα ὁ δυνητικὸς κίνδυνος ἕνα προστάδιο τοῦ κινδύνου· κατὰ τοῦτο πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ “προστάδιο τοῦ προσταδίου”, μὲ ἄλλα λόγια: γιὰ “κίνδυνο κινδύνου”. O τελευταῖος ὅρος μᾶς ἐξωθεῖ συνειρμικὰ στὴν εἰρωνικὴ χρήση τῆς κλητικῆς πτώσης “ὤ, κίνδυνε!” ἀλλὰ καὶ σὲ μία πονηρὴ σκέψη: μήπως τελικῶς ἡ καθιέρωση τῶν ἐγκλημάτων δυνητικῆς διακινδυνεύσεως ἦταν τὸ “ἐπιστημονικὸ χαλὶ” ποῦ στρώθηκε σὲ ἀνύποπτη χρονικὴ στιγμή, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ πατήσει πάνω του τὸ σημερινὸ “διαχειριστικὸ χ ἃ λ ἴ”; 

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γερμανὸς Φιλόσοφός του Ποινικοῦ Δικαίου Jan Joerden (Strukturen des strafrechtlichen Verantwortlichkeitsbegriffs, 1988, σέλ. 121), ὁ “κίνδυνος κινδύνου” [“Gefahrengefahr”] δὲν παύει μὲν νὰ εἶναι ἕνας ὑπαρκτὸς κίνδυνος, πλὴν ὅμως ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ τοποθετήσουμε τὴν πιθανολογούμενη βλάβη στὸν χρονικὸ ὁρίζοντα, αὐτὴ ἀπέχει ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο κατὰ τὸ ὁποῖο ἐκφέρεται ἡ κρίση περὶ τοῦ κινδύνου. Ἐπὶ παραδείγματι, ὅταν ἕνα κορίτσι τρέχει μὲ π ἃ γ ὁ π ἒ δ ἰ λὰ πάνω σὲ μία λίμνη μὲ ἀλλοῦ ἀνθεκτικά, ἀλλοῦ ὅμως πολὺ λεπτὰ στρώματα πάγου ἕτοιμα νὰ ὑποχωρήσουν, κίνδυνος πτώσης τοῦ κοριτσιοῦ –καί, συνακόλουθα, τραυματισμοῦ ἢ θανάτου της– ὑπάρχει κάθε φορᾶ ποὺ περνᾶ πάνω ἀπὸ τὰ λ ἐ π τ ἃ στρώματα πάγου τῆς λίμνης, ἐνῶ “κίνδυνος κινδύνου” πτώσης της –καί, συνακόλουθα, τραυματισμοῦ ἢ θανάτου της– ὑπάρχει κάθε φορᾶ ποὺ περνᾶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθεκτικὰ στρώματα πάγου. Ὁ Γερμανὸς συγγραφέας καταλήγει: κίνδυνος (τραυματισμοῦ ἢ θανάτου) ὑπάρχει, ὅταν εἶναι ἀμέσως δυνατὸ [unmittelbar moglich] νὰ ἐπέλθει τὸ ἀποτέλεσμα, ἐνῶ κίνδυνος κινδύνου ὑπάρχει, ὅταν αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς δυνατὸ [blo? moglich] νὰ ἐπέλθει. 

Εἶναι, ἄραγε, τυχαῖο ὅτι ἡ μετατόπιση τοῦ ἀξιοποίνου σὲ πρώιμο στάδιο εἶναι στενὰ συνυφασμένη μὲ τὴν προληπτικὴ λογικὴ πού, ἰδίως μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου, διαπνέει τὶς σύγχρονες ἔννομες τάξεις τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἀντανακλᾶται, μεταξὺ ἄλλων, στὴν μ ἐ ἴωση τοῦ ὑψηλότερου ὁρίου στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φθάνει ὁ κίνδυνος, ὥστε νὰ δικαιολογοῦνται οἱ προληπτικὲς ἐπεμβάσεις ἐναντίον τῶν τρομοκρατῶν; Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πλαίσιο τῆς λεγόμενης “προληπτικῆς προστασίας νέου τύπου” ἀρκεῖ ἡ ἁπλὴ ἔνδειξη ὅτι ὑφίσταται τὸ ἀφηρημένο μέγεθος ἑνὸς ἐνδεχόμενου κινδύνου, δήλ. ὁ “κίνδυνος κινδύνου” (σχετικὰ μὲ αὐτὴν τὴν μορφὴ κινδύνου ὡς ἐπαρκῆ δείκτη γιὰ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς προληπτικῆς προστασίας βλ. Hetzer, Terrorabwehr im Rechtsstaat, ZRP 2005, σέλ. 132 ἔπ., 133· ἐπίσης Kuhne, Burgerfreiheit und Verbrecherfreiheit, Der Staat zwischen Leviathan und Nachtwachter, FS-Burgstaller 2004, σέλ. 527 ἔπ., 535). 

Γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ, λοιπόν, προκύπτει μὲ πάσα ἐνάργεια ἕνας σημαντικὸς συσχετισμὸς τῆς διαχείρισης τῶν τρομοκρατικῶν ἀπειλῶν μὲ τὴν ἀντίστοιχη διαχείριση τῶν ἀπειλῶν ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση ἐπικίνδυνων ἰ ὢ ν. Καὶ οἱ δύο τρόποι διαχείρισης τῶν ἀπειλῶν ποὺ χαρακτηρίσθηκαν ὡς “ἀπολυτοι” καὶ “ἀόρατοι ἐχθροὶ” (πρβλ. Isensee, Nachwort: Der Terror und der Staat, dem das Leben lieb ist, εἰς: Klein / Hacke / Grezeszick, Der Terror, der Staat und das Recht [ἐπιμ. ἔκδ. Isensee], 2004, σέλ. 83 ἔπ., 91) μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν στὸν ὁλοένα αὐξανόμενο ἐμποτισμὸ τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου μὲ τὴν λογική της ἀποτροπῆς κινδύνων [Gefahrenabwehr], φαινόμενο ποὺ περιέγραφε κριτικὰ πρὸ μίας δωδεκαετίας ὁ καθηγητὴς Ποινικοῦ Δικαίου καὶ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου Wilfrid Hassemer στὸ βιβλίο τοῦ “Ποινικὸ Δίκαιο. Ἡ κατανόησή του, ὁ κόσμος τοὺ” (“Strafrecht. Sein Verstandnis, seine Welt”, 2008, σέλ. 260· γιὰ ὅλα αὐτὰ βλ. καὶ τὶς ἀναπτύξεις τοῦ γράφοντος εἰς: Τραγικὰ διλήμματα στὴν ἐποχὴ τοῦ “πολέμου κατὰ τῆς τρομοκρατίας”. Ἀπὸ τὴ σανίδα τοῦ Καρνεάδη στὸ “Ποινικὸ Δίκαιό του Ἐχθρού”, 2010, σέλ. 72). 

Ἐνόψει τῶν ἀνωτέρω, τίθεται ἀμείλικτο τὸ ἑξῆς (ρητορικὸ) ἐρώτημα: Προκειμένου νὰ ἐξουδετερωθεῖ ὁ “κίνδυνος κινδύνου” γιὰ τὴν δημόσια ὑγεία, νομιμοποιοῦνται οἱ ὑγειονομικοὶ διαχειριστὲς νὰ μᾶς ζητοῦν τόσο μεγάλες καὶ ἐντέλει ἀπάνθρωπες θυσίες; Νὰ ἀπεμπολήσουμε τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά του προσώπου μας, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὰ ἴδια μᾶς τὰ παιδιά, νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς φίλους μας καὶ ἐν γένει τοὺς συνανθρώπους μας ὡς ἐν δυνάμει ἐχθρούς μας, ἐν τέλει νὰ πάψουμε νὰ ἀποτελοῦμε κοινωνία ἀνθρώπων καὶ νὰ εἴμαστε ἀπρόσωπες μονάδες “ταμπουρωμένες” στὸν ἑαυτό μας μὲ μόνιμο τρόμο γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ζωή μας; Ἀλήθεια, ποιὰ ζωή μας; 

Οἱ λοιμωξιολόγοι δὲν εἶναι ψυχολόγοι, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν ἄριστα, ὡς ἐκ τῆς ἰατρικῆς τοὺς ἐκπαιδεύσεως, ὅτι ἡ ὑγεία δ ἐ ν ταυτίζεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν σ ὢ μ ἃ τ ἰ κ ἢ ἀκεραιότητα. Ἀντιθέτως, ὑγεία σημαίνει πλήρη ἁρμονία καὶ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν λειτουργία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Σύμφωνα, ἄλλωστε, μὲ τὸν ὁρισμὸ ποὺ διατυπώθηκε στὸ καταστατικό του Παγκόσμιου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας (1946), ἡ ὑγεία εἶναι «ἡ κατάσταση τῆς πλήρους σωματικῆς, ψυχικῆς καὶ κοινωνικῆς εὐεξίας καὶ ὄχι μόνο ἡ ἀπουσία ἀσθένειας ἢ ἀναπηρίας». 

Ἡ κοινωνία δ ἐ ν ἀποτελεῖ μία κ ἃ τ ἃ σ τ ἃ σ ἡ (βλ., ὅμως, τὴν νατουραλιστικὴ θεώρηση στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰώνα π.χ. κατὰ τὸν Mezger, Das Unrecht und die Schuld, Gerichtssaal 1924, σέλ. 239 ἔπ.), πιὸ παραστατικά: ἕναν “μ ὁ ὑ σ ἐ ἰ ἃ κ ὃ κόσμο” (“Museumswelt”), μέσα στὸν ὁποῖο κρατᾶμε “κ λ ἐ ἰ δ ἃ μ π ἃ ρ ὢ μ ἒ ν ἂ” τὰ ἀγαθά μας γιὰ νὰ μ ἡ ν πάθουν τὸ π ἃ ρ ἃ μ ἰ κ ρ ὃ κακὸ (βλ. τὶς ἀναφορὲς τοῦ γράφοντος εἰς: Ἀπαγόρευση ἀναδρομῆς καὶ ἀντικειμενικὸς καταλογισμός, 1999, σέλ. 248, ὑποσ. 952). Ἑπομένως, ἡ κοινωνία δὲν συγκροτεῖται μὲ βάση τὴν ἀκεραιότητα τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων καὶ ἐννόμων ἀγαθῶν, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ βάση τὴν κ ὁ ἰ ν ὢ ν ἰ κ ἢ ἐπαφὴ τῶν προσώπων ποὺ κομίζουν τὰ δικά τους ἔννομα ἀγαθὰ στὸ πεδίο συμφερόντων τῶν ἄλλων, ἐκθέτοντας τὰ σὲ ποικίλους κινδύνους. 

Ἐδῶ ἀκριβῶς καθίσταται ἔκδηλη ἡ ἀνάγκη ἀντιγεγονικὴς σταθεροποίησης τῶν προσδοκιῶν κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς: Στὸ μέτρο ποὺ οἱ κοινωνικὲς ἐπαφὲς μποροῦν νὰ εὐδοκιμήσουν, μόνο ὅταν δὲν χρειάζεται νὰ λογαριάζει κανεὶς ἀνὰ πάσα στιγμὴ τὴν ὁποιαδήποτε συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων (Jakobs, StrafR, AT, 1991, 1/4), πρέπει νὰ ὑφίστανται ἀνθεκτικὲς στὴν διάψευση προσδοκίες οἱ ὁποῖες θὰ χρησιμεύουν ὡς γνώμονες προσανατολισμοῦ τοῦ κάθε μέλους τῆς κοινωνίας μας (ἔτσι καὶ Lesch, Das Problem der sukzessiven Beihilfe, 1991, σέλ. 244 ἔπ.· K.-H. Vehling, Die Abgrenzung von Vorbereitung und Versuch, 1991, σέλ. 92). 

Ἂν ἐπικεντρωνόμασταν ὑστερικὰ στὴν πάση θυσία διαφύλαξη τῶν ἐννόμων ἀγαθῶν μας, τότε δὲν θὰ ἤμασταν ποτὲ ἐλεύθεροι. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε, στὴν ζωὴ κάθε παιδιοῦ ἔρχεται ἡ στιγμὴ ἐκείνη ὅπου ὁ γονέας τοῦ ἀποφασίζει νὰ τὸ ἀφήσει νὰ διασχίσει μόνο τοῦ τὸν δρόμο. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ παύει νὰ εἶναι τόσο ἀσφαλὲς ὅσο πρίν, ἀλλὰ ἔχει πλέον κερδίσει τὴν ἐλευθερία του. Ἔτσι λειτουργεῖ μία κοινωνία ποὺ ἰσορροπεῖ πάνω στὸ δίπολο “ἀσφάλεια versus ἐλευθερία”. Ἀλλιῶς, θεοποιεῖ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν μεταλλάσσει σὲ ἕνα ὑδροκέφαλο τέρας ποὺ θὰ συνθλίψει τὴν φυσικὴ ἀνάγκη καὶ ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἐλευθερία (δυστυχῶς αὐτὴν τὴν θεοποίηση ὑλοποιοῦν οἱ σημερινοὶ ὑγειονομικοὶ διαχειριστές, προσκυνώντας τὸν “βασιλέα κορωνοϊό”). Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε στὸν Ποινικὸ Κώδικα (ἄρ. 173) ἡ ἀπόδραση κρατουμένου τιμωρεῖται μὲ τὴν πολὺ χ ἃ μ ἡ λ ἢ ποινὴ τῆς φυλακίσεως μέχρι ἑνὸς ἔτους: Γιατί ἡ ἔννομη τάξη ἀναγνωρίζει καὶ κατανοεῖ τὴν ἐν λόγω φυσικὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἐλευθερία! 

Συμπέρασμα: Δηλώσεις σὰν καὶ αὐτὲς ποὺ ἐλαφρὰ τὴ καρδία (ἄν, βεβαίως, ἐξακολουθοῦν νὰ διαθέτουν καρδιὰ) ἐκστομίζουν συνάδελφοι ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἰατρικῆς εἶναι προϊόντα στρεβλῆς ἀντίληψης γιὰ τὸ πῶς (μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ) λειτουργεῖ μία κοινωνία. Ἐκτὸς κι ἂν ἐκστομίζονται μὲ “κακὸν δόλο” (dolus malus), ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι, ἐπειδὴ οἱ δηλοῦντες γνωρίζουν ἄριστα ὅτι τὸ περιεχόμενο τέτοιων δηλώσεων ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἀποσάθρωση τοῦ οἰκογενειακοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, αὐτὴν ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν, προκειμένου νὰ ὑλοποιηθεῖ κάποιος ἀπώτερος στόχος, ἄδηλος εἰσέτι στὰ ὄμματα τῶν κατατρομαγμένων ἀπὸ τὴν καθημερινὴ προπαγάνδα τῶν ἀργυρώνητων ΜΜΕ πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι μοιάζει νὰ ἔχουν ὑποβιβασθεῖ σὲ ὄντα ἐγκλωβισμένα στὴν σάρκα καὶ τὰ ὀστᾶ τους, οὕτως ἢ ἄλλως ὑποκείμενα στὸν ἀπαρέγκλιτο νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀπώλειας. 

Ἔτσι, λοιπόν, στὰ ὡς ἄνω σωρευθέντα κινδυνογόνα “ἐνδέχεται” μπορεῖ νὰ ὑποκρύπτεται ἕνα ἄλλο, κεφαλαιώδους σημασίας “ἐνδέχεται”: Ἐνδέχεται οἱ σημερινοὶ ὑγειονομικοὶ διαχειριστὲς νὰ στοχεύουν στὴν δημιουργία ἀνθρώπων χωρὶς συναισθήματα. ὅπως στὴν ὀργουελικὴ κοινωνία τῆς Ὠκεανίας, οἱ πολίτες τῆς ὁποίας δ ἐ ν ἔπρεπε νὰ νιώθουν ἐ ὑ τ ὑ χ ἲ ἅ, διότι «ἂν εἶσαι εὐτυχισμένος μέσα σου, γιατί νὰ σκοτίζεσαι γιὰ τὸν Μεγάλο Ἀδελφὸ καὶ τὸ τρίχρονο Σχέδιο καὶ τὸ Δίλεπτό του Μίσους;» (Ὄργουελ, 1984, μτφ.: Νίνα Μπάρτη, Ἀθήνα 1978, σέλ. 135) καὶ ἄρα χωρὶς ἀνασχετικοὺς φραγμούς, σὰν ἄγρια ζῶα. Μήπως παίζει κάποιο ρόλο ὅτι τὰ ἄγρια ζῶα μποροῦν κάποιοι νὰ τὰ ἐξολοθρεύσουν εὐκολότερα ἀπ’ ὅ,τι τοὺς ἀνθρώπους τῆς προκορωνοϊκῆς ἐποχῆς;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου